Τέτοιο γλυκό χαμόγελο, τέτοια κινητή και σεμνή βιβλιοθήκη τού ελληνικού MX/Enduro, τέτοιο ευλαβικό και ειλικρινές ληξιαρχείο τής ελληνικής Αγωνιστικής Μοτοσυκλέττας – δεύτερο δεν υπάρχει: racers and gents, αποκαλυφθείτε!
Γνωρίζω τον Σπύρο απ' τις απαρχές των αττικών off-road αιώνων. (Σε Βασιλικά Κτήματα και Σχοινιά, σ' Άσπρα Σπίτια κι αγώνες, σε pits και σε stands, σε μπυρροποσίες και χαζοκαυγάδες.) Τον γνώρισα καλύτερα στον πάγκο με τα OHLINS του, στο «ΙΕΚ» τής οδού Αγίας Παρασκευής, εκεί όπου – με τον βροντόφωνο «γορίλλα» στο κλουβί – γνώρισα και τον Στέλιο ή Σβέρκο ή Σπυριδόπουλο.
Στα αθηναϊκά και ελλαδικά χώματα – απ' το 1972 παρακαλώ – ΤΕΤΟΙΑ ψυχή εγώ δεν έχω ματαδεί, σε όλες τις στιγμές και συνθήκες. Απ' τα ουρλιαχτά πίεσης των αγώνων, απ' τις πουστιές των διοργανωτών, απ' τις λουμπινιές των αντιπροσώπων, απ' τα 'μοβόρικα block-pass των μοτοκροσσάδων, απ' τα μαγειρέματα των εντουράδων, απ' τα φραγκοξεβράσματα των περιοδικών/εκδοτών. Ο Σπύρος ήταν ΠΑΝΤΟΥ και ΕΚΕΙ, με το χαμόγελό του και την σοφής-γνώσης κουβέντα του, τα φαγωμένα απ' την δουλειά και την αγωνία νύχια του, την περιποιημένη μοτοσυκλεττάρα του δίπλα στην δική μου. Εκείνος με πρότεινε – στην πρώτη «συνδικαλιστική» εντουράδικη μάζωξη το 1988, στο Υφυπουργείο Νέας Γενιάς τής πασοκτζούς τής Διαμαντοπούλου – για πρόεδρο τού ΣΑΜΕ. Εκείνος τα OHLINS και τα MIKUNI μας ψαχνωρύθμιζε, εκείνος αναλάμβανε διπλωματικά να λειάνει τις σχέσεις μεταξύ Στελάρας ασυγκράτητης και σωστής, και πελατών μανουριασμένων και λανθασμένων.
Χρόνια «αθωότητας» στην Ελλάδα δεν υπήρξαν ποτέ. (Αυτά τα σαλιομασάν' οι γριές, να τα δίνουνε στα παιδιά, για να γίνουν αυτά... ίδιες πουτάνες μ' εκείνες.) Δεν περίμενε η ελλαδίτσα τον Εμφύλιο, για να χωριστεί σε στρατόπεδα δυό! Δεν περιμένουν οι έλληνες τον Πελοποννησιακό πόλεμο, για να ψηφίσουν το μπαζιάνειο κνιτοχάϊβανο τού «ή εμείς ή αυτοί»! (Κι ύστερα τεζάρανε τα μπουτάκια του απ' τον έρπη και την εξουσία, που έτοιμο είναι ξανά, να κυβερνήσει την «θεσμική» στάνη ετούτη.) Και η ελληνική Μοτοσυκλέττα πέρασε απ' τα χρόνια τού «κλώτσου και του μπάτσου», στα χρόνια τής χλίδας και της ανάπτυξης, των «καθέτων μονάδων» και των αστείρευτων δανεικών, των δαφνοφυλλοστεφανωμένων αφεντικών και των ευρωαφιονισμένων τζουτζέδων τους – μα γιατί αναφέρομαι σε ετούτα;
Διότι ο Σπύρος Παπαδημητρίου – εμβαπτισμένος απόλυτα σ' αυτόν τον πλουμιστό μα βουρκώδη μπιντέ τού ελληνικού πατινιού – ήταν και είναι, διαθέτει και έχει ΔΥΟ πράγματα: SINCERITY και INTEGRITY. (Ξέρετε γιατί ενίοτε γράφω αγγλικά; Διότι η γραική πλειοψηφία αρνείται ν' αντιληφθεί την ελληνική ερμηνεία τους, αξία και σημασία.) Integrity δεν σημαίνει μόνον-ακριβώς-πλήρως «ακεραιότητα-εντιμότητα», SINCERITY δεν σημαίνει μόνον-ακριβώς-πλήρως «ειλικρίνεια-τιμιότητα». Τούτα τα δυό σπάνια και διεθνή ψυχικά-ανδρικά χαρακτηριστικά και εφόδια, αρχιδοειδή βαρίδια και εγκεφαλικά σεντούκια, όπλα καυλωμένα γυμνά και εργαλεία πυρακτωμένα παραγωγά κάνουν τον άνδρα να διαφέρει απ' το σκουλήκι (και κάθε ταπεινός σεβασμός οφείλεται στο «θαύμα» ετούτο το γήϊνο χθαμαλό).
Έτσι γράφω εγώ, γι' αυτό «παρά τοις Έλλησι» άγνωστος-ευτυχώς είμαι. Γιατί ο ελληνάκος, ένας σπρωχτάκος απ' την μανούλα του είναι (για τα ρεπά τού μπαμπάκα του), ένας γαμπράκος απ' την γυναικούλα του είναι (για τα ρεπά τού γκομενάκου της), ένας τσαμπουκάκος απ' το σινάφι του είναι (για τα ρεπά τού εγωισμού του και μόνο). Γι' αυτό κάθε μου κείμενο θέλει διπλή και τριπλή ανάγνωση, (τζάμπα δηλαδή καβαλλούσα εγώ Speed Triple?) Διότι μέσα στις δικές μου γραμμές κρύβεται κι εμφιλοχωρεί μια αλήθεια γυμνή, ανείπωτη, βιασμένη. Μια φωνή καθαρή, δυνατή και απεγνωσμένη. Μια κραυγή κοφτερή, πολεμική ως ιαχή και τρομερά ως ρομφαία ερημίτου – χαχαχα, am I hard enough?
Ναι ναι, για τον Σπύρο μιλώ. Που μπροστά απ' τα μάτια του περάσαν πουστιές τρομερές και κουβέντα δεν είπε. Που μέσα απ' τα χέρια του περάσαν λεφτά σπατουλαριστά και δραχμούλα δεν πήρε. Πού μέσα απ' την ζωή του περάσανε ανθρώπων κι ανθρωποειδών θάλασσες κι εκείνος, σε μιαν άκρη τού αρχαίου Αιγαίου πια, κοιτά χαιρετά, γελά κι οδηγά και μεγαλώνει τις δύο του κούκλες-κόρες. (Τί έχω ξανά πει; «Εγώ με πέντε υπογραφές περπατώ στην ζωή» και μην το διαδίδετε, διότι ελάχιστοι δύνανται να το υποστηρίξουν ετούτο.) Θυμάμαι το 2000 που συνεργαζόμουν σε ένα αποθνήσκον περιοδικό που εξέδιδε ένας μπιζυμπόντης εκδότης-γνωστός πρωταθλητής, όπου εργαζόταν κι ο Σπύρος. (Δικές μου λέξεις είναι αυτές, άπασες.) Καρτερικός στις ξερόλικες κυκλοθυμίες τού αφεντικού, ρέκτης και πρόθυμος στην όποια δουλειά αναλάμβανε και τελείωνε, κάλυπτε-τύλιγε τις μεγαλομανείς μπαρούφες που στον δρόμο του πέφταν βροχή και χαμογελούσε στωϊκά στα κωστοπούλεια ντήλια που ετοιμαζόντουσαν να φαλιρήσουν.
That's what I call "class", ιδιαίτερα εάν δεν είσαι «σαλονιάρης κι αστός» τάχα μου, επειδή μόνον εσύ τής Γερμανικής και τού Χαλανδριού είσαι! (Όταν διάφοροι τσόφληδες χαροπαλεύαν για να φτιαχτούν, ανάμεσα λεφτά γυναικός και προικός γυναικός... χαχαχα, ρε ξεφτιλιστήκαν και τα μνημόνια έτσι!) Γλυκός εντουράς ο Σπύρος, με «γραμμική» επιμονή υπομονή και διάρκεια, με σταθερή δύναμη κουράγιο κι αέρα έδινε έξτρα ροπή στο μνημειώδες 500άρι του, όπως αβέρτα γκαζιά έβγαζε το αξέχαστο το 400άρι του. (Διέθετα αυτά και εγώ, τις δύο τούτες επικές και αξέχαστες μοτοσυκλέττες που ουδείς Jarvis να ακουμπήσει καταφρονά.)
«Πολλά μεταξύ πέλει κύλικος και χείλεος άκρου» οι αρχαίοι-ημών-θέλουν-να-μας-ξεχάσουνε, λέγαν. Πολύ νερό και λάσπη κυρίως, λύμματα και χρήματα, βλέννες κι αδένες ανακατεύτηκαν και στην κακομοίρα την ελληνική «αιΜατοτσικλέτα» – δικός μου και αυτός νεολογισμός – μα καναδυό μόνον βγήκαν αλώβητοι, καθαροί, χαμογελαστοί. (Όπως μόνον οι δια-Χριστόν-σαλοί κυκλοφοράν κουρελήδες, έτσι όπως μόνον οι για-τον-συνάνθρωπο κυρίες τού χριστιανικού σωματείου ΖΩΗ κυκλοφορούν με τα μάτια τους χαμηλά, ραφή στις κάλτσες τους και απόκρυφη προσφορά στον πάσχοντα αδιάφορο, όσο και στον όποιον αλήτη.) Και ο Σπύρος – δεν τα 'χει πει ΟΥΔΕΙΣ και ΠΟΤΕ τούτα – είναι ΕΙΣ εξ αυτών, εγώ θα το πω και τελεία. (Γιατί ο ρωμιάκος δεν χρωστάει κουβέντα καλή, έτσι τού 'χει πει η μαμμά του να κάνει, γιατί έτσι η μανούλα τού κονταίνει το πέος του και ξέρει αυτή.)
Όχι φίλοι μου, ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ ποτέ δεν έγραψε και δεν γράφει σκέτα-στεγνά, πιασιάρικα και ταμειακά για Μοτοσυκλέττα. Απ' αυτήν – κι από ένα εκατομμύριο άλλα πράγματα – λαμβάνει αφορμή και μιλάει για την ζωή, για την αγάπη, για τον Σπύρο. Κοιτάξτε άνδρες μου τούτον τον κούκλο-παλλήκαρο στην φωτογραφία που τού ζήτησα, για να σας δείξω: ο ορισμός τού τεκνού (όχι με την – μπλιάχ – Τσαρουχική πουστοέννοια), ο ορισμός τού βαμμένου Παναθηναϊκού (όχι με την – μπλιάχ – Αλαφουζολογιστική έννοια), ο ορισμός τού γεννημένου μοτοσυκλεττιστή (όχι με την – μπλιάχ – περιοδικών έμμηνη έννοια), ο ορισμός τού ουσιαστικού fan for fun (όχι με την – μπλιάχ – καγκουρομπίχλικη μαλακωχαβαλέ έννοια). Όπως ο ίδιος μού διευκρίνισε: «μπλούζα Πανάθα από μέσα, μπουφάν YOKO-Husqvarna-στα μανίκια-κοντό από έξω και Alpine Stars μοντέλο Roger de Coster»! Κι όλα αυτά σ' έναν ανεπανάληπτο «ενδυματολογικό κώδικα 1984», τότε που οι αγωνιστικές εντούρο μοτοσυκλέττες κοστίζαν 400.000 περίπου δραχμές, τότε που οι γυναίκες πρωτοκάναν «μπικίνι», τότε που τα πασόκια ετοιμάζαν την οριστική γιούργια τους, τότε που η Ελλάδα βιαζότανε να μικρύνει, για να πλουτήνει.
Τα χρόνια πέρασαν και περνούν – και θα περάσουνε τελικά από πάνω μας σίγουρα – μα εγώ ακόμα θα θυμάμαι το Αττικό εντούρο μας με τον Σπύρο. Τον αγώνα τής Χαλκίδας ή τού Βόλου, τα γέλια μας πίσω απ' τις πλατάρες τού Στέλιου, τα κλάμματά μας μπροστά στα ουρλιαχτά τού απαίχτου και απαισίου «γορίλλα». (Γιατί κυλάνε οι μέρες έτσι τρελλά; Μα για να φέρουν καινούργιους ανθρώπους. Ψεκαστές μοτοσυκλέττες. Τους Τούρκους στο Σύνταγμα.) Κι εγώ – που τα προσέχω απείρως αυτά – θα θυμάμαι ακόμη μία ιδιότητα και δύναμη, χαρακτηριστικό κρυφό κι ευλογία φανερή τού δια-βίου φίλου μου Σπύρου: είναι πιστός. Εσωτερικά, βαθιά, ανεξερεύνητα, ψυχικά. Κάτι έχει πλεχθεί, κάτι έχει εκεί συντηχθεί στο αγαπημένο μου προάστιο που κάνει τούς ανθρώπους του να μη με βλέπουν διόλου, μα να με σκέφτονται διαρκώς, συνεχώς, πάντα. (Το ξέρω αυτό: είτε με την Husqvarna μου, είτε χωρίς την Ferrari μου.) Εικόνα; Ο Σπύρος δίπλα στον Στέλιο έκατσε εκατομμύρια χρόνια και «κουβέντα» δεν έβγαλε, για οτιδήποτε και ποτέ του: not a small thing this, εδώ όπου ψηφοψεκασμένοι πολιτικοί ξημεροβραδυάζονται στα λαμέ αιδοία των πρωϊνοκάναλων και καταφερτζήδες καταχραστές λακάνε καταμεσήμερο απ' τού Κορυδαλλού τις ξεχειλωμένες τις πύλες.
Έζησα μωρέ, έζησα. Έζησα τον Σπύρο καλά και ο «οβολός» μου είναι ότι εκείνος δεν με πρόδωσε, δεν με διέψευσε, δεν με πέταξε βορά στα φραγκόσκυλα. Δεν ήταν ποτέ του κολλητά μου-κοντά μα το νιώθω, το ξέρω ότι αληθώς-θεϊκώς δίπλα μου ήτανε κι είναι... απ' όταν λύσαμε το 390 WR μου έτσι από περιέργεια και ελατήρια τού αλλάξαμε, παρότι ούρλιαζε ο Στέλιος ότι δεν χρειάζεται, «ο Ντάνης τα προσέχει τα μηχανάκια του, δεν είναι σαν τον μπουχέσα τον Τ. που μόνο να ζητά-τσαμπουκά ξέρει». Και είτε μέσα στο αξέχαστο Transit με τα κιτρινομπλέ χρώματα, είτε μέσα στο 608 με τα μπλεδοκίτρινα, περνούσαν τα χιλιόμετρα με ατέλειωτες ιστορίες, χνώτα από Bel-Ray και άρωμα λάσπης ελληνικής, εντουρόμποττες που ζέχναν αφόρητα και αχνοψεκασμένες μπουγάτσες απ' την Άρτα που μοσχομυρίζαν.
Δεν πειράζει, ας έρχονται γενιές αμούστακες και αυθάδικες, εγώ έχω τον Σπύρο. (Έστω στην κομψευάμενη Ρόδο μας.) Ας τιτιβίζουν στοματάκια γλυψιάρικα, για μένα αρκεί που χαμογελάει ο Σπύρος. (Έστω στα παλαίμαχων Μέγαρα.) Ας πέρδονται παραλήδες επώνυμοι και μαγαζατόρια δυσώνυμα, ο Σπύρος είναι ΕΙΣ και ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ αθλητής – με την ιερή κι αρχαιοελληνική έννοια τής σεπτής αυτής λέξης: γιατί είναι προπαντός σιωπηλός, προσηνής χαμογελαστός, σοφός και «καλός»... αττικώς – τέλος
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2021