Σκέφτομαι τον θάνατο, όλο και πιο πολύ, τώρα τελευταία. Σκέφτομαι τον θάνατό μου συχνά πια, σχεδόν από συνήθεια πλέον, σαν συντροφιά. Εάν έχει κανείς φτάσει στα 66 του, έχει κάνει την δική μου ζωή, έχει βγει από δεκαετιών σε μιαν έρημο Αθηνών κι επιπλέον – ως αντίδωρο – έχει γράψει τέτοια βιβλία και έχει βουτήξει σε τέτοια νερά, ο θάνατος είναι ο καλύτερος φίλος.
Ο Άλκης δεν ήτανε φίλος μου. Τον Άλκη τον γνώρισα στο περιοδικό φευγαλέα και βιαστικά, καθόταν σ' ένα γραφειάκι στην άκρη αυτός και τα παραφουσκωμένα και επηρμένα στελέχια τον είχαν στο διακριτικό «κλάσιμο». Δεν θυμάμαι εξ αιτίας ποιού γραψίματός του τον πλησίασα και τού μίλησα, τον παίνεψα και για τις νίκες του στο πρωτάθλημα και για την γλαφυρή και συγκρατημένη γραφή του. Εκείνος – στο όριο τού κομπλαρισμένου μπλαζέ – μ' ευχαρίστησε, είδα όμως στα μάτια του μια σπίθα ν' ανάβει, ένα μισοστραβοχαμογελάκι ν' ανθίζει, ένα κορμί πλαστικό εύκαμπτο να χαίρεται κι αύτανδρο να μειδιά. Το σημείωσα.
Κι αυτό ήτανε όλο. Εγώ από ετών πια ζούσα στο νησί, στην Αθήνα κατέβαινα μόνο ελάχιστα τον χειμώνα, ίσα για να «μαζέψω» μοτοσυκλεττών δοκιμές, να κάνω σεμινάρια Aikido, Χριστούγεννα με την πεθερά να περάσω αγκαλιά και βραδυές βουτηγμένες στ' au Revoir ν' απολαύσω με τ' αποκαμωμένα «στελέχη» του. Ήταν μετά τούς Ολυμπιακούς που η Ελλαδίτσα ζούσε τον στέρφο οργασμό της αδειάζοντας τα ταμεία των Ευρωπαίων, όλοι κυκλοφορούσαν και ξοδεύαν αλύπητα, όλοι ήταν πετυχημένοι και με βιλλίτσες στα βόρεια προάστια, όλοι ήτανε μέτοχοι σε καμμιά δεκαριά χρεωμένες και παραπαίουσες εταιρείες. Τούς δυό-τρεις μήνες που παρεπιδημούσα στην Παλλάδας την πόλη μου, κοιτούσα έκθαμβος κι εμβρόντητος γύρω μου και δεν πίστευα την ομαδική μαλακία που έδερνε σύσσωμους και σούμπιτους τούς συμπολίτες μου. Όλες οι γκόμενες ήτανε από Ελίζαμπεθ Τέϋλορ και πάνω, άπαντες οι γκόμενοι ήτανε από Ακάλυπτο Καφετζόπουλο και κάτω. Τα ρεϊσόνια ήτανε πιο πολλά από τα παπιά και οι Ferrari – ευτυχώς – ήταν λιγότερες από τις Cayenne, μ' αυτά και μ' εκείνα βιαζόμουν στο καράβι να μπω και πίσω στην υδάτινη την φωλιά μου να γυρίσω και να κρυφτώ.
Είχα κατέβει εκείνο το μεσημέρι να πιω μια μπύρρα παγωμένη στην παραλιακή ταβέρνα τής Γιάλης. Ήξερα ότι θα με ζαλίσει η ρουφιάνα, έτσι πικρή και καυλιάρα δροσιστική που 'ναι καλοκαιριάτικα, καθώς η μια μπύρρα με ζαλίζει περισσότερο από μισό μπουκάλι μπέρμπον, μα δεν μ' ένοιαζε. Τί είχα να χάσω; Το μελτεμάκι ήτανε σκέτο ζετεμάκι: ένα 4αράκι ναζιάρικο, ίσα να πεις δεν πάω για ψαροντούφεκο, ίσα να πεις δεν πάω για τρέξιμο. Ίσα να πεις δεν πάω στην τρελλή για πολύωρο σεξ, ίσα να πεις δεν πάω για στιγμιαίο προσκύνημα στον Θεολόγο. Κάθομαι στο τραπεζάκι μου στην σκιά, έχω ανάψει το άφιλτρό μου και είμαι στην πέμπτη γουλιά, όταν διαπιστώνω ότι η μπύρρα μου τέλειωσε, (εμ γι' αυτό γω μεθάω!) Κοιτώ γύρω μου και δεν βλέπω τίποτε άλλο από βιαστικούς νησιώτες να φτιάξουνε το μασούρι τους και ξέμπαρκες ψόφιες να τρέχουνε για την σιάξη τους. Ο Πάριος από τα μεγάφωνα τραγουδά για την Αλιμπέρτη, η τηλεόραση από την οθόνη τραγουδά για τις Τράπεζες και αίφνης μπροστά μου, μέσα στην βύννης θολούρα μου εμφανίζεται ένας Απόλλωνας χιαστί-φέρων ένα παλαμαρόσκοινο κλωσμένο ως κισσός στον θεογυμνοτσίτσιδο τον κορμό του!
Τώρα τελευταία, πολύ τον σκέφτομαι βρε τον Χάροντα, εντελώς φιλικά μάλιστα, ως υπερασπιστή μου και λυτρωτή ταυτοχρόνως. Μετά από μια βαριά και βαθειά οικονομική κρίση, μετά από μια βαριά και βαθειά επιδημιολογική κρίση – τί έχει μείνει στην δική μου ζωή, ώστε ν' αξίζει με το μολύβι να γράψω; Και ποιός ενδιαφέρεται εάν ένας νεάζων παππούλης εκ Κυψέλης αστός ζει ή πεθαίνει, γυμνάζεται ή ψοφά, ταξιδεύει ή ονειρεύεται, προσεύχεται ή αγιάζει; Έχω γράψει τόσα πολλά και τόσα σωστά, που – δικαίως για Ελλαδίτσα – ουδείς ενδιαφέρεται: εδώ, σπουδαίο κι επείγον είναι ό,τι θεωρεί η γυνή και ο γείτονας, ο πολιτικός κι ο παπάς, ο έφορας και ο γκόμενος και κανείς άλλος. Εάν καθόμουνα και περίμενα εγώ τα ελληνάκια να συν-κινήσω, ακόμη πρέσβειρα θα 'μουνα, κοντά στην σύνταξη τώρα. Εμ γι' αυτό λοιπόν πήρα τα μάτια μου και στην σπηλιά μου τα κάρφωσα, ώστε να μη βλέπω κανέναν και να μη με βλέπει κανείς – τυχεροί είναι μόνον οι 7.832 αναγνώστες των βιβλίων μου και κανείς άλλος.
Ο Άλκης ρε! Ένας Άλκης μπροστά μου ημίγυμνος, μ' ένα λερό σορτ, κάτι σαγιονάρες στα πόδια του μ' ένα στραβοχαμόγελο από πάνω τους να με κοιτά παιχνιδιάρικα και τσιτωμένος να με ρωτά τί εκεί – out of all places in THIS world – κάνω! «Μάλλον ΕΓΩ πρέπει να σου κάνω ΑΥΤΗΝ την ερώτηση» τού απάντησα και γέλασα, χάρηκα, μόνον αυτόν δεν περίμενα να δω τώρα μπροστά μου. Έψαχνε λέει μέρος να δέσει το σκάφος του, ήθελε να βρει κάναν ντόπιο να τον ρωτήσει πού να ρίξει το σίδερο, «πού είναι πιο σίγουρο το αγκυροβόλιο Ντάνη;» Χαχαχα. Σηκώθηκα, «έλα μαζί μου» τ' απάντησα και τον κατέβασα στον προβλήτα. Εκεί επί έτη κι από ετών διέθετα το δικό μου ρεμέτζο εγώ, απ' την εποχή που κατείχα το μεγάλο μου σκάφος. Μια και τα πλάνα δεν μού βγήκανε όπως ήθελα, εκείνην την εποχή είχα καταλήξει μ' ένα μικρό συμβατικό φουσκωτό, αντί του διμήχανου και επτάμετρου που είχα σκοπό κι όνειρο ν' αγοράσω. Κι έτσι το τσιμεντωμένο κι ασφαλέστατο ρεμέτζο μου λες και τον Άλκη περίμενε, αυτό τού 'πα.
Χάρηκε, με ψευτοευχαρίστησε και βιαστικά πήγε κι έφερε το Hannibal που με τον αδελφό του είχανε, να το δέσει. Κι εξαφανίστηκε. Απ' το σπίτι τούς έβλεπα να φεύγουν για Νικουριά και να γυρνάνε τ' απόγευμα μέσα στο 7άρι. Να κοπανιέται το σκάφος στα θεόρατα κύμματα και να λες «τώρα του Αρτέμη το μπιζουδάκι θα σπάσει» κι όμως το κακόμοιρο ν' αγωνίζεται ν' αντέξει τού Σάκη το τσαρούχωμα, του Σάκη το μπιστάρισμα, του Σάκη την αδιαφορία. Αυτός κι άλλοι πέντε χιλιάδες μαντράχαλοι μέσα στην 5,5άρα σκαφάρα, πλακωμένη η 150άρα εξωλέμβια και ν' ακούω εγώ το κύτος να κοπανά, όπως ακριβώς ακουγόταν ετοιμορράγιστο και αυτό... μέχρι την Κρήτη! Ώσπου κάποια στιγμή βρίσκω στο μπακάλικο τον Άλκη και «απ' τα μούτρα» τον πιάνω αιφνίδια: «Ρε Άλκη, γιατί το κοπανάτε το κουκλάκι βασανιστικά κι αβασάνιστα; Θα κοπεί το στολίδι και μέχρι να έρθει να σας σώσει κανείς, θα πνιγείτε εσείς μέσα στον όρμο» κι αηδιασμένος την πλάτη τού γύρισα, πικροχασκογελώντας. «Όχι Ντάνη» μού απαντά, «το παίρνει ο Σάκης και πάει μέχρι τη Νικουριά» συρταρώνει και πριν προλάβει να συμπληρώσει, τον κόβω εγώ: «Κι είναι λόγος αυτός ρε Άλκη, ο όποιος Σάκης να σπάει ένα μνημείο και κόσμημα τής Ελληνικής Ναυπηγείας;» και παίρνοντας τα ψώνια μου εξέρχομαι μανουριασμένος κι αδιάφορος. Κι έρχεται ο Άλκης ξοπίσω μου, κάτι μού λέει αυτός-κάτι δεν τού λέω εγώ – δεν θυμάμαι, γιατί να θυμάμαι; Αυτό που θυμάμαι όμως είναι ότι συμφωνήσαμε την άλλη μέρα – «ή 7 το πρωί ή 7 το απόγευμα, ανάλογα τί ώρα θα ξυπνήσουμε, χα!» – να πάμε για σκι μέσα στην Νικουριά, μια χαρά μια χαρά.
Έχω λοιπόν μία ερώτηση να κάνω στον κύριο Χάροντα, άμα και όταν τον συναντήσω. «Καλά κύριε Χάρε μας, μα γιατί προτιμάς βρε καριόλη εσύ, τα ωραιότερα τα παιδιά, τις ομορφότερες τις γυναίκες; Γιατί βρε ανθρωπομπαίχτη δεν τσιμπάς συ καμμιά γριέντζω τρελλή, κάναν μπούστη επενδυτή, κάναν συνταξιούχο συνδικαλιστή, καμμιά σαλταρισμένη θεατρίνα;» Μα μέχρι να τον συναντήσω, διαθέτω ήδη εγώ, την απάντηση που ζητάω. Τί μού 'χε πει μια αμερικανοεβραία στην Νέα Υόρκη, μετά το σεξ και πριν τα ποτά ή μετά τα ποτά και πριν το σεξ – δεν θυμάμαι; "The young die fast and leave clean underwear" και νόμιζε η κουκλάρα ότι μόλις είπε την Ενδέκατη Εντολή, πως παλιάτσο έκανε τον Μωϋσή.
Εξίμισυ το πρωί και είμαι στον ντόκο τής Αιγιάλης και βγάζω τα διπλά σκι απ' το Escort μου μέσα. Ο Άλκης είναι ήδη εκεί μαχμουρλής και ξενυχτισμένος, κομμάτια απ' τα «πετρέλαια» και «σε τεύχη» από την κραιπάλη, ενώ εγώ έχω κοιμηθεί από νωρίς, έχω πιεί ήδη καφφέ κι έχω φάει το θρεπτικό πρωινό μου. (Ήμουν τότε μόνο πενηντάρης και γυμναζόμουνα καθημερινά, διάβαζα καθημερινά, χάϊδευα καθημερινά δέκα γατιά και μόλις δια-βίου απ' την αναίσθητη είχα χωρίσει.) Η θάλασσα ήτανε λάδι, βάλαμε μπρος το HANNIBAL και πήγαμε Νικουριά, όπου τα απάγκεια νερά ήταν ένα γαλάζιο μαλακό μάρμαρο, πίστα για σκι ιδανική μέχρις αθλητικής εξοντώσεως, σωματικής και πνευματικής. Οδηγούσα το σκάφος εγώ κι έκανε ο Άλκης το μονοσκί του, οδηγούσε το σκάφος ο Άλκης και έκανα εγώ σκι με τα διπλά, να θυμηθώ ξανά μέρες Βουλιαγμένης 20 χρόνια-μπροστά, που με μάθαινε σκι η Ιταλίδα ζουρλιάρα κι απ' την επιμονή μου εγώ είχα «σπρώξει» όλον τον Σαρωνικό, τις Φλέβες στην Αίγινα πιο κοντά και την μιλανέζα μέχρι το Τιτσίνο κανονικά!
Ξεθεωθήκαμε. Δεν θυμάμαι καν πόσες φορές κάναμε σκι εναλλάξ, αμίλητοι βιαστικοί, ενδορφινωμένοι και μεθυσμένοι, μέχρι που σύραμε μαλακά στην άμμο τής Νικουριάς το HANNIBAL και πέσαμε πάνω της να ξεκουραστούμε. Ο ήλιος είχε βγει, τα πουλιά είχαν σιωπήσει και δώσει στα τζιτζίκια την θέση τους, τα γίδια είχαν κατεβεί και αλατίζαν την γλώσσα τους στα νωπά βράχια, «πάμε» τού είπα, φορτώσαμε και φύγαμε μέχρι την επόμενη μέρα. Ξανά και ξανά, λες και παίρναμε την δόση μας κάναμε, μέχρι που έφτασα εγώ κάποια στιγμή και πέταξα το διπλό κι έκανα μονό σκι επί ώρα, για ώρα. (Και κάναμε με τον Άλκη μετά άλλη μια για να το εντοπίσουμε, πού το 'χα πετάξει μέσα στους αφρούς μας και τις φωνές μου!)
Γιατί πεθαίνουν οι άνθρωποι ρε; (Ξέρω.) Και γιατί πεθαίνουν οι νέοι άνθρωποι ρε; (Δεν ξέρω.) Μέχρι να προλάβουν πέντε κουβέντες να πουν, πλακώνουνε οι μαλάκες και τούς γαμάν τον αδόξαστο, πλακώνουν οι πουτάνες και τούς αδειάζουν τ' αρχίδια... κι από δω πάν' κι άλλοι. Τώρα πια έχω καταλάβει, γι' αυτό έτοιμος για τον θάνατο είμαι εγώ, (όσο κι αν τρέμω την κρυάδα τού τάφου). Οι άνθρωποι πεθαίνουν επειδή την ζωή τους ξοδεύουνε και οι νέοι άνθρωποι πεθαίνουν, αφού δεν πρέπει να ξοδέψουνε την ζωή τους. Έχω κλάψει ΠΟΛΛΑ παιδιά, πολλούς νέους, πολλούς φίλους έκτοτε: τον Δημήτρη Αλμπάνη πρώτον, τον Χάρη Παπαγεωργίου μετά, τον Άλκη κατά και τον Μαρινάκο στα τελευταία. Τέτοιο κλάδεμα μοτοσυκλεττιστών, τού Χάρου τού το χρωστάω: γι' αυτό κρύβω στην σπηλιά μου το SMR! Έτσι και έλθει ο κλαδευτής να με τσιμπήσει κι εμέ, θα το βάλω μπροστά και με μια θηριώδη σούζα μου, ένα «καντήλι» ιταλοσουηδικό σκοπεύω να τού σβήσω τού καριόλη το δικό του καντήλι. Που άφησε τον καργιόλη φονιά-νταλικιέρη και το STOP «έσπασε» και συνέτριψε στην διασταύρωση τού Κορωπιού το κορμάκι τού Άλκη.
Άλλο κείμενο είχα γράψει γι' αυτόν και άλλο κείμενο γι' αυτόν γράφω τώρα. Γιατί εάν είσαι ένας συγγραφέας στα τελευταία σου, βοά η σπηλιά σου νοήματα σιωπηλά, την ώρα που οι γραικοί συνωστίζονται σαν τις κόττες στα φαρμακεία εμβόλιο να επιλέξουνε, λες και διαλέγουν κυλόττες στην λαϊκή. Α ρε Άλκη, από ποιά λερή και γραική, πανεθνική και φτωχομπινέδικη αναξιοπρέπεια γλύτωσες συ – τί να σού γράφω. (Και δεν θα σού περιγράψω.) Σε ζηλεύω ρε, όχι για τον τρόπο που έφυγες – δεν γίνεται ο Θεός να σε ξεκολλήσει αλλιώς από την ζωή, εκτός από/με άφατο πόνο, εάν δεν αναχωρήσεις εσύ από την ζωή – αλλά για το ότι γλύτωσες από την ξεφτίλα την αηδία την προσβολή, τον διασυρμό τον υπολογισμό τον ανασκολοπισμό που βιώνουμε μεις στην γραική και φαλιρισμένη Πομπηία ετούτη.
Ένα κρατώ. Την σιωπή.
Τα άλλα δεν μπορεί κανείς να τα καταλάβει, γιατί αυτά τα λέν' οι σοφοί, στους νεκρούς μόνο. Και απλώς παραθέτω την εκπάγλου σιωπής φωτογραφία τού Άλκη αυτή, όχι ως μνημόσυνο αλλά ως οδόσημο, όχι ως φιλίας ένσημο αλλά ως έρωτα πρόσημο. (Γιατί ο «έρως» ανδρών εστί κάλλος και ο ύμνος φίλων και δη αφανών εστί προσευχή κεχαριτωμένη.)
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2021