Καλή και άγια είναι η μέρα η νύχτα, καλή και άγια η εργασία κι η σχόλη, το διάβασμα ο καφές και ο ύπνος τ' απομεσήμερο, μα άπαντα ακουμπούν και εδράζονται στην ζωή. Κι η ζωή η ίδια – ένα κλασικό ζητούμενο και θέμα δικό μου – είναι τον τελευταίο καιρό στην Ελλάδα την χώρα μας υπό δίωξη, αμφισβητεί κανείς κάτι τέτοιο;
Εγώ τουλάχιστον δεν περίμενα τους υπαλλήλους του ΔΝΤ ή της ΕΕ, των τροϊκανών ή των Μοϊκανών, των Αμερικανών ή των Αρειανών για να κουμαντάρω την τσέπη μου, να κόψω μόνος μου τα ποδαράκια μου που τα 'χα αφήσει να εξέχουν κάνα χιλιόμετρο έξω απ' το στρώμα. Να μην αγοράσω με δάνειο ένα σπίτι 350τ.μ. την στιγμή που η επιχειρησούλα μου ήταν καραχρεωμένη και παραπαίουσα, με εκατό ατυχή άτομα on the payroll, κτερίσματα από την εποχή της δικής μου οικονομικής παντοδυναμίας. Να μην αγοράσω πορσικό και θαλαμηγό, να μην στήσω τρανό δίκτυο αντιπροσώπων-«συνεργατών», να μην εκδώσω άλλους είκοσι τίτλους αγορασμένους απ' έξω για να κάνω εγώ το κομμάτι μου, οι Τράπεζες την δουλίτσα τους και ο Σημίτης την πάρτη του ως φωστήρα να εμφανίσει, (πριν τον Κωστάκη Καραμανλή, την άλλη χρυσή εφεδρεία του έθνους). Αυτό που εγώ έκανα ήταν πειθαρχημένη οικονομία (όπως την εννοώ εγώ), μια λιτή ζωή ουσιαστική κι εσωτερική (όπως την εννοώ εγώ) και μια αποσυνδεμένη ζήση από την μαζική καταναλωτική υστερία, την νεοελληνική καπιταλιστική ευωχία, την ευρωξέφρενη αντιπαραγωγική μαλακία. (Αλλά δεν είμαι το θέμα εγώ.)
Το θέμα σήμερα και εδώ είναι το χάσμα και το κενό στις ψυχές των ανθρώπων. Το θέμα μου σήμερα είναι το γκαπ και το "gap" στις ζωές των συνανθρώπων μου. Το θέμα μας τώρα είναι τι κάνουν «οι φέροντες τα φαιά», ώστε απ' τα δικά μας σκατά να μας βγάλουν. (Επιτρέψτε μου την βιασύνη, αλλά έχω και την απάντηση.) Τούτοι δεν κάνουνε τίποτε, τίποτε άλλο και ποτέ διαφορετικά απ' ό,τι κάναν και οι άλλοι πιο πριν, απ' ό,τι κάνανε οι ίδιοι βεβαίως που κυβερνούσαν προηγουμένως. Κι αν «έτυχε» πρωθυπουργός να είναι αυτός που 'ναι σήμερα, δεν είναι δική μας ντανιά να τον κατεδαφίσουμε να τον μουντζώνουμε – αφού εμείς μωρέ δεν τον ψηφίσαμε τον Γιωργάκη; (Και τον Κωστάκη πριν απ' αυτόν, και τον Σημίτη πριν από κείνον, και τον Αντρέα πρωτύτερα και τον Μητσοτάκη-κυρίως πριν κάποιους αιώνες.) Ξέχασε η αφρισμένη πλην όμως άφρων Ρωμιοσύνη όταν τον χειροκροτούσε τον μίστερ άι-παντ ως υπουργό Παιδείας, αφού ο ντάντυ τού 'χε δώσει την ζητούμενη προίκα στο υπουργείο του, αυτήν που 'χε αρνηθεί του – «Μάκη, χάσαμε» – Αρσένη; Λησμόνησε το ρωμέικο όταν τσουρομαδιότανε να του ρίξει ένα εκατομμύριο ψήφους στα πόδια του, εντός της πασοκικής κάλπης τότε; Ξεροκαταπίνει τώρα η σαλταρισμένη πλην όμως ημιθανής Γραικία, που ο ίδιος άνθρωπος που ζεϊμπεκοπάλευε μπροστά στον σχωρεθέντα Ισμαήλ Τζεμ, είναι ο ίδιος άνθρωπος που της έταξε ότι «λεφτά υπάρχουν» και ο ίδιος άνθρωπος – δια φωνής του έτερου πρόθυμου Ευάγγελου του συνταγματοτρίφτη – που με τον Εφαρμοστικό Νόμο σήμερα βουτά τις επιστροφές φόρου; (Ουκ έσται τέλος των ελληνικών ύβρεων και ασχημονιών.)
Τι είναι όμως το "gap" τούτο; Η λέξη «χάσμα/κενό»; Ο ήχος ενός κούφιου και αβλαβούς, ξερού μα ίσως καταδικαστικού κτυπήματος; Ή μήπως τα αρχικά του ελληνογενούς, σουηδοανατραφούς κι αμερικανοσπουδαγμένου πρωθυπουργού μας; (Ώπα, να προλάβω τους γλήγορους: δεν έχω κανένα πρόβλημα με τους Έλληνες τους γεννημένους εντός Ελλάδας. Δεν έχω επιπλέον κανένα πρόβλημα με τους Έλληνες τους αναθρεμμένους εκτός Ελλάδας. Και δεν έχω τέλος κανένα πρόβλημα με τους Έλληνες τους σπουδαγμένους έξω από δω – και ο διάολος «όξω από δω» λέγεται, δεν σημαίνει όμως ότι απεργάζεται την θανή της γλυκείας ημών πατρίδος.) George Andrea Papandreou τον λένε – το τονίζω, αγγλιστί – τον άνθρωπο, πρέπει τώρα εσείς πτωχευμένοι και σαλεμένοι να του πάρετε το κεφάλι; Γεώργιο (όπως τον παππούλη του, τον Γέρο της Δημοκρατίας και διαπρύσιο τελάλη του «πιστεύομεν και εις την Λαοκρατίαν»), Ανδρέα (όπως τον πατερούλη του, τον θεό του «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», τον ημίθεο της «Αλλαγής», τον βάρδο του «Τσοβόλα δώσ' τα όλα») και Παπανδρέου (όπως όλο τους το σόι εκ Πατρών και Καστριού, Πολωνίας και Αχαΐας) – ε, και; Ένας άνθρωπος είναι «Αυτός / ο άνθρωπος αυτός» που τραγουδούσε η Ρίτα Σακελλαρίου, «Ο καλύτερος άνθρωπος / στα χειρότερα χέρια» μάλιστα που η ιδία μετά σεγκοντάριζε.
Τον έχω παρατηρήσει πολλές φορές τηλεόθεν αυτόν τον Έλληνα πολιτικό. Κι έχω απωλέσει το υπόλοιπο της ακοής μου – καθώς την κρέμα της έχασα σε ατύχημα στο σκοπευτήριο μέσα – κοινώς έχω «κουφαθεί» με τις αλλοπρόσαλλες δηλώσεις του, τον μακρύ και σαρδαμιαίο, κενό κι άνευρο λόγο του, τις μαυρογιαλούρικες κωλοτούμπες του και τις διαχειριστικές ατσαλιές του. (Οι οποίες επιδεινώνονται απ' τα επιτυχώς τρελαμένα spreads, τα καταιγιστικά επιτόκια και το άγχος του να πείσει επιτέλους τον ύπνο, τον "nap", τον Nicholas Andrea Papandreou-ντε ότι αυτός κυβερνάει.) Έχει απωλεσθεί αύτανδρη η εμπιστοσύνη μου προς το σύνολο του πράσινου και γαλάζιου, κόκκινου και μαύρου, πορτοκαλί και ροζί πολιτικού παιδοβιότοπου, η πτωχή πλην όμως πονήρω Ελλάς έχει καταντήσει «το περιβόλι του άσχετου και του μαλάκα» λέει ο Γιαννάκης ο φίλος μου ο λαστιχάς και εγώ προσεκτικά πάντοτε τον ακούω. Ο κάθε άσχετος προς οιοδήποτε αντικείμενο όχι μόνο κάνει τον σχετικό, τον ειδήμονα μα κάνει και τον πονηρό, τον καταφερτζή κι ικανό, τον ισχυρό κι επιτυχημένο. Ο κάθε μαλάκας προς οιοδήποτε υποκείμενο όχι μόνο κάνει τον γνώστη και μύστη, τον ανεβασμένο και προχωρημένο, τον παιδαγωγό και ακαδημαϊκό μα κάνει και τον προϊστάμενο τον αρχηγό, τον λειτουργό τον πρωθυπουργό, τον Θεό και το Σύμπαν ολόκληρο. Και τίνι τρόπω την τουμπάρω τούτη την κατάσταση εγώ; Αποδεχόμενος ότι οι – κατά τα άλλα – συμπαθείς τούτοι άνθρωποι, απλώς αλλού ζούνε.
Ας εκθέσω δυο ζωντανά και αληθινά παραδείγματα, ώστε οι αναγνώστες μου να μη χάνουνε χρόνο βάζοντας την φαντασία τους ή το αρχείο τους να δουλέψουν. Το 1975, ως πρωτοετής στην Νομική Αθηνών παρακολουθούσα εκ του μακρόθεν τον συμφοιτητή μου Κωνσταντίνο Καραμανλή σπανίως στο Αθήνησι να κυκλοφορεί, με μια κουστωδία φαύνων και συνοδών αδιαλείπτως. Έμπαινε-έβγαινε, με κανένα δεν μίλαγε, πουθενά δεν ακούμπαγε, αφού δεν τον βλέπαμε ούτε στις εξετάσεις φτάσαμε να πιστεύουμε ότι τον εξετάζαν στο σπίτι μη βγει έξω κι αδυνατίσει το άτομο, τα είχε ο ανήρ τα κιλάκια του από τότε. Το 1986, ως σύζυγος της δεύτερής μου γυναίκας, παρακολουθούσα εκ του κοντόθεν τον άγνωστό μου Γιώργο Παπανδρέου να ασκείται στο αερόμπικ που δίδασκε εκείνη σ' ένα γυμναστήριο στην Ερυθραία. Έμπαινε-έβγαινε ο άνθρωπος και συνεχώς χαμογέλαγε: έβρεχε-χαμογέλαγε, χόρευε-χαμογέλαγε, ίδρωνε-χαμογέλαγε, γέλαγε-χαμογέλαγε. (Προβληματίστηκα γιατί εγώ τότε δεν χαμογελούσα πολύ, κι όσο κι αν το δούλεψα το χαμόγελό μου μετά, πρωθυπουργός πουθενά δεν κατάφερα να κουμπώσω.)
Τα χρόνια έρευσαν, ο Κωστάκης πέρασε από το ίδιο αμερικάνικο πανεπιστήμιο με μένα, ο Γιωργάκης πέρασε από το ίδιο ελληνικό υπουργείο με μένα, μα δεν κατάφερα ο ερίφης με κανένανε να συναντηθώ και μου 'χει μείνει τραύμα βαθύ και μοιραίο. Πού και πώς συναντήθηκε όμως η τριας; Μα στο ταμείο βεβαίως. Όταν ο πρώτος σκόρπισε το δημόσιο χρήμα την μόνη πενταετία της πρωθυπουργίας του – απ' την τσέπη μου τα 'παιρνε, την τσέπη μου υποθήκευσε και την τσέπη μου τρύπησε, (χώρια η ξεφτίλα). Όταν ο δεύτερος ανακάλυψε ότι δημόσιο χρήμα δεν υπήρχε, έσπευσε να κάνει ό,τι κάνει κάθε καλό παιδί της μαμάς: ακριβώς ό,τι του πούνε οι μεγαλύτεροι οι ανώτεροι, οι ωριμότεροι οι αυστηρότεροι. Και έστρεψε παρειάν κι ακοήν, χείραν και γλώτταν, μέσην και μύστακα κατά Μέρκελ-μεριά, η παλαιοκουμούνα θείτσα ήτανε ό,τι έπρεπε για surrogate mother, για μανούλα-ersatz, για τροχιοδεικτικό καταστροφής σκέτης. Σπρωχνότανε κι από δίπλα το ζετεμάκι της Κάρλα Μπρούνι, πλασαριζότανε λίγο ντεφορμέ κι ο Ιταλός Σίλβιο και το πάλκο το συμπληρώσανε κάτι στυγνοί και κρυόμπλαστοι ευρωμεγαλοϋπάλληλοι, (πώς λέμε «μεγαλοκοπέλες»;). Μάζεψε βέβαια «το παιντί» και κάτι δικούς του, της παρέας του κύκλου του, παλαιοπολιτικούς και νεοεκσυγχρονιστές, βασιλικών τζακιών θερμαστές και εκ Κοζάνης στελέχη του Δημοσίου, π(ι)ασοκόλλησε Μίμη και Μάνο και όποια άλλη μανέστρα ανέστια-πολιτικώς, έσπρωξε και γυναικάκι-αβέρτα στην κυβέρνηση κι όσο είδατε εσείς κρεβάτι σε κλινική, άλλο τόσο ξανά 'δε την ψήφο μας ο αγέρωχος Άκης.
Ατενίζω τον αθλητικό, ροδοκόκκινο και ισοβίως χαμογελαστό, εργατικότατο, προθυμότατο μα καταντίπ ακαταλληλότατο τούτο – για – πρωθυπουργό και δεν ξέρω αν πρέπει ν' αρχίσω σοβαρά να ανησυχώ ή να ζητήσω πολιτικό άσυλο σε χώρα του Τρίτου Κόσμου. (Εκεί τουλάχιστον θα πεινάσω αμέσως, δεν θα βασανιστώ στάλα-στάλα όπως εδώ.) Κοιτάζω τον άνδρα αυτόν και προσπαθώ να ξεχωρίσω τον Ανδρέα-μανούλα του από την Μάργκαρετ-πατερούλη του στο πρόσωπο και τις κινήσεις του μέσα, βαρύτατο το έργο του κι ασήκωτος ο σταυρός του. Και σκέφτομαι ότι αν έχεις γεννηθεί-μεγαλώσει-ανδρωθεί-ωριμάσει μέσα και κάτω από τέτοιες μυλόπετρες – αξίζεις πάσης συμπαθείας και κατανόησης, αγάπης και συναντίληψης, συμπόνιας και συμπαράστασης, συγχώρησης και άφεσης πασών των αμαρτιών και των πόνων. Ο καθείς βεβαίως μια μανούλα κι ένα πατερούλη ανέκαθεν διέθετε – μην το κάνουμε ζήτημα, είναι αυτό που ο Καιρός της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ κάποτε κέντησε: «δεν είναι ΤΙ έκανες, είναι τι έκανες ΜΕΤΑ από αυτό που έκανες» και πολύ σωστά ο ανήρ έγραψε, «τ' άκουσες πατέρα;» Οι γονείς σου την δουλίτσα τους κάνανε – μπράβο τους, το καλύτερο που μπορούσανε μάλιστα «όπως το κατέγραψαν οι κάμερες του σταθμού τους» που λέει κι ο τρισμέγιστος Σόμπολος – από εκεί και μετά, από δώθε και πέρα σημασία κι αξία έχει τι κάνεις εσύ για να φύγεις απ' την δική τους πεπατημένη. Να εκφύγεις από αυτούς ακριβώς που σε γέννησαν σε ανάστησαν, σε μόρφωσαν σε διαμόρφωσαν, σε προαποφασισμένες γραμμές σε τσουλήσανε κι άντε μετά εσύ να εκτροχιαστείς ένα τόσο. Να σου δώσω λοιπόν ένα παράδειγμα, μπας και σώσεις και καταλάβεις: Έχει ο πατερούλης σου ένα περίπτερο π.χ., τον σηκώνει ο Χάρος κάποια στιγμή να τον βοσκήσει σε άλλα λιβάδια και μένεις εσύ με την πολυεθνική της πλατείας στα χέρια. Ο κώλος σου να 'χει γίνει διπλός απ' το καθισιό και η ψυχή σου να 'ναι φυλακισμένη στο ένα-επί-ένα τετραγωνικό, μα αφού όμως βγάζεις ένα χιλιαρικάκι ή εκατό χιλιάρικα ετησίως ευρώχαρτα δεν το κουνάς, γιατί να κουνήσεις; Έχει ο πατερούλης σου ένα κόμμα ένα μαγαζί μια ναυτιλιακή π.χ., αναχωρεί δια τους ασφοδέλους και μένεις αμανάτι εσύ στην γραφειάρα επάνω και τους υπαλλήλους από κάτω απλήρωτους κουπί να τραβούν και φράγκα να σε γεμίζουν, ευθύνες υποχρεώσεις λογαριασμούς, αποφάσεις πρόζεκτς και ντήλια να τρέξεις. Και τι κάνεις εσύ; Κάθεσαι ακίνητος και αμετακίνητος, σπρωγμένος και άβουλος, παντογνώστης σαλταρισμένος και ασκείς εξουσία διοίκηση, κάνεις φράγκα λεφτά, εμπορεύεσαι επιχειρείς και πουλάς πάντα.
Γιατί πάντα – αμίγκο – πουλάς, άμα είσαι επιχειρηματίας πουλάς λεφτά κι άμα είσαι πολιτικός πουλάς ανθρώπους, απλά μαθηματικά είναι αυτά. Κι αν ο πρώτος δεν υποχρεούται να καταθέσει διαπιστευτήρια ηθικά, ο δεύτερος απ' αυτά εξαρτάται και δεν ομιλώ εδώ ξανά για λεφτά. Το «νόμιμο που είναι και ηθικό» είναι πορδή ενός Βουλγαράκη, και με πορδές δεν βάφονται ούτε αυγά, ούτε κυβερνιέται μια χώρα. Με πορδές απλώς ξανακάνεις λεφτά, πάντα φτάνουμε στο χυδαίο όσο και ποθητό εκκινητήριο σημείο ετούτο. Και η τομή η αρχή, η μήτρα και η πηγή είναι πως ό,τι χρειάζεται ένας καλός και σωστός επιχειρηματίας, χρειάζεται και ένας σωστός και καλός πολιτικός – προς Θεού δεν εννοώ να σπεύσουν οι συμπολίτες μου να κάνουν τον Δασκαλόπουλο τον Βγενόπουλο, τον Κόκκαλη τον Λάτση πολιτικούς, (όπως σοφά πράττοντες οι ίδιοι δεν θα σπεύσουν να βαφτίσουν επιχειρηματίες τον Παπακωνσταντίνου τον Αλογοσκούφη, τον Αβραμόπουλο ή τον Πάγκαλο). Άμα όμως είσαι «ο κύριος τίποτας» στην ζωή σου που άλλο δεν έχεις κάνει απ' το να βαφτίζεις μωρά και να κανονίζεις μεταθέσεις, να διορίζεις το σόι σου στην Βουλή και να μας χτυπάς στα έδρανα το χεράκι – «άσε, γιατί άσε» που λέει κι ο Τακούλης. Το να είσαι καλός οδοντίατρος/δικηγόρος/συνδικαλιστής δεν σημαίνει πως κάνεις και για κυβερνήτης, ενώ άμα είσαι σαλεπιτζής/νοικοκυρά/λογιστής, βεβαίως και κάνεις για διοικητής, μην το πάμε πιο πέρα και μας πούνε λαϊκιστές. (Τουλάχιστον γνωρίζεις πόσο κάνουν οι μπάμιες ή γιατί δεν πρέπει να εξισωθούν τα πετρέλαια θέρμανσης-κίνησης.) Την μανούλα μου να βάλουνε στον Δήμο Αθηναίων θα τον κάνει αυτή σαλονάκι και όχι ο κάθε Αβραμόπουλος-Μπακογιάννη-Κακλαμάνης-Καμίνης που ισορροπίες κοιτάνε να κρατήσουνε, μην τους πάρουν οι πολιτικοί μέντορές τους φαλάγγι και τους πετάξουνε στα αζήτητα καμμιάς χρηματιστηριακής, καμμιάς συμβουλευτικής, καμμιάς πρεσβείας της χώρας. Ενώ η μανούλα μου, το πολύ να την στείλουνε σπίτι της το κουμκάν της να ξαναπιάσει – άμα δεν σε νοιάζει τι θα σου κάνουνε, μόνο τότε μπορείς να τους κάνεις ζάφτι αυτούς και να μας κάνεις κουμάντο εμάς. (Γκέγκε ή πρέπει να το πω ελληνοσουηδοαμερικάνικα πλέον;)
Του δώσαν του Γιώργου το Κόμμα, μα δεν του έδωσαν μάνιουαλ για το αλλοπρόσαλλο περιεχόμενό του. Του δώσαν του Γιώργου την Κυβέρνηση, μόνο που δεν του έδωσαν τα κλειδιά του ταμείου. Του δώσαν του Γιώργου υποσχέσεις στήριξης, μόνο που έτοιμη διευθυντική θέση – μεταξύ τους – του 'χουνε ετοιμάσει. Του δώσαν του Γιώργου αναγνώριση, μόνο που η ψυχούλα του διψά να του πει επιτέλους μια καλή κουβέντα η μανούλα του, τούτη η εξαίρετη κυρία να τον αναγνωρίσει και όχι η Ελλάδα ολόκληρη, (ποιος την χέζει σήμερα την φαλιρισμένη Ελλάδα). Δεν ομιλώ ούτε γράφω εξ ονόματος κανενός και πολύ περισσότερο, δεν ερμηνεύω ούτε ψυχαναλύω κανέναν, μα η χώρα μου έχει φτάσει πλέον στο τέλος της κι όποιος πιστεύει ότι η Ελλάδα «θα την πηδήξει και τούτη τη φορά» θα τον πηδήξουν τον ίδιο άλλοι λαοί, κάτω απ' τον ήλιο, φορώντας την γούνα του και νερό κοντά δεν υπάρχει. Ο θάνατος από δίψα λένε ότι είναι σκληρός, να θέλεις να πιείς να δροσιστείς και να μην υπάρχει σταγόνα. Να θες να ελπίσεις, να δουλέψεις και να χαρείς και να 'ρχεται ο κάθε πολιτικός – τον οποίο μην το ξεχνάς, εσύ έχεις ψηφίσει – και να σου πριονίζει το μέλλον και το παρόν, επειδή απ' το παρελθόν εσύ, σ' εσένα, τον έχεις «φορέσει».
Εδώ όλα πληρώνονται, και τούτα κι εκείνα κι αυτά, όποιος όμως βγαίνοντας από το μετρό, απ' την Εφορία ή από το κρυφό "does not mind the gap", δεν βλέπει το σκαλοπάτι και το κενό, το χάος ή τον Γιώργο πρωθυπουργό, εκείνος μέσα θα πέσει. Γιατί όσοι τον φέρανε μέχρις εδώ – μ' αυτοκίνητο κρατικό, συνοδεία πυκνή και απόσταση ασφαλή – δεν ζούνε την ίδια ζωή, δεν πατάνε την ίδια γη, για αλλού προαλείφονται και αλλού μεγαλώσαν, τούτα τα μάρμαρα είναι πολύ σκληρά και πικρά για τα δικά τους τα χέρια, τούτες οι πέτρες είναι πολύ άγριες κοφτερές για τα δικά τους τα πλάνα. Κι όπως όλες οι comme-il-faut οικογένειες, τα δικά τους παιδιά τα έχουνε για καλύτερα για ανώτερα, από της Ψωροκώσταινας την επιθανάτιου ρόγχου μιζέρια.
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2013