«Ξίφους τελειωθέντες». (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)
[2006]
Επέστρεψα ύστερα από πέντε χρόνια διακοπής, στην άσφαλτο. Έλειψα για πέντε χρόνια από τους δρόμους – ποιος, εγώ – και μόλις τώρα γύρισα, καθώς άλλαξα τα ναυτικά μίλια που έκανα, σε χιλιόμετρα πάλι. Και επέστρεψα σε μια χώρα που έχει αλλάξει εντελώς σε πέντε χρόνια, σε μιαν Αθήνα που έχει αλλάξει σχετικώς σε πέντε χρόνια και σε έναν δρόμο που δεν έχει αλλάξει – κακώς – επί πέντε χρόνια.
Πηγαινοερχόμενος στην δουλειά μου – λόγω και της μοτοσυκλέτας μου – αργά σταθερά και συγκρατημένα οδηγώ πλέον. Πάνε εκείνες οι λυσσώδεις σφήνες με τα κλιπονάτα του άλλοτε, πάνε εκείνες οι λυσσασμένες σούζες με τα βεργομπαράτα του τότε – τώρα πια κάθομαι όρθιος, πηγαίνω αργά και κοιτώ γύρω μου. Κοιτώντας γύρω μου, μεταξύ άλλων, άρχισα στην αρχή να παρατηρώ, μετά να μετρώ και τελικά να σημειώνω τα εικονοστάσια, όλα αυτά τα εκκλησάκια-αναθήματα, τα νεκρών ενθυμήματα, τα αναχωρησάντων μνημεία στο πλάι των δρόμων.
Ώσπου μια μέρα καθώς περίμενα στο φανάρι, δίπλα μου ακριβώς και στο πεζοδρόμιο πάνω, είδα ακόμη ένα τέτοιο. Καινούργιο και νιόχτιστο, με τις ανθοδέσμες ολόφρεσκες – χωρίς να 'χουν φύγει τα αλουμινόφυλλα από τον αέρα ή να έχουνε μαραθεί τα γαρύφαλλα – στεκόταν εκεί το εικονοστάσι. Αυτό. Άρχισα να το παρατηρώ, και κάθε φορά που περνούσα από εκεί, όλο και περισσότερο το περιεργαζόμουν, ώσπου μια μέρα σταμάτησα. Κοκκάλωσα. Έσβησα την μοτοσυκλέτα, έβγαλα κράνος και γάντια και στάθηκα μπροστά του αμίλητος. Σιωπηλός. Ενεώς. Τελειωμένος. Και κοιτούσα.
Την φωτογραφία αυτού του νέου παιδιού, την φωτογραφία αυτού του νεκρού πια νεαρού, την φωτογραφία ενός ακόμη ανθρώπου που έχει πεθάνει. «Ε, και;», θα μου πείτε. Κανείς και κανένα έμβιο ον δεν σκέφτεται τον θάνατο, εκτός από τους μοναχούς των οποίων η θανάτου ενθύμησις αποτελεί κύριο μέρος της προς Θεόν άσκησής τους. «Ε, ναι», θα σας απαντήσω. Ρε σεις, κορμιά πέφτουνε δίπλα σας κι εσείς δεν παίρνετε χαμπάρι; Δεν πρόκειται για κάνα σκυλάραπα φύλαρχο στο Κονγκό που τονε φάγανε λάχανο οι αποικιοκράτες. Ούτε για κάνα λήσταρχο των τραπεζών και των ορέων που τονε φάγανε λάχανο τ' αποσπάσματα. Για το άνθος μωρέ πρόκειται τούτης της χώρας, που αν δεν το φάει το τρίγωνο «μαμά-οικογένεια-δουλειά», αν δεν το φάνε τα φράγκα ή τα ναρκωτικά, θα πάει – σχεδόν οπωσδήποτε – από ένα τροχαίο. Αφήνω όμως την Κασσάνδρα και πιάνω την φωτογραφική μηχανή, κοιτάξτε καλά εσείς την φωτογραφία ετούτη.
Το άγιο αυτό χεράκι που άνοιξε το κίτρινο τζαμάκι του εικονοστάσιου, χέρι φίλου ή φίλης ήταν; Χέρι μάνας θεάς ή πατέρα ημίθεου έβαλε εν είδει αρχαίου κτερίσματος, εν είδει παιγνίου αναθυμήματος αυτό το μικρό πλαστικό Suzuki RGV 500 του Κέβιν Σβαντζ εκεί μέσα; Πόσα τελικά, αληθινά και οριστικά δεν γνωρίζουμε; Σκοτώθηκε το παιδί με Suzuki; Αγαπούσε ο σχωρεμένος τους αγώνες και τον Σβαντζ; Ήθελε το παλικάρι ν' αποκτήσει ένα RG 500 ή να φτιάξει απ' αυτό ένα RGV Schwantz replica; Άγνωστο έως περιττό πλέον.
Απ' ό,τι έχω ζήσει στην δίτροχη και άλλη ζωή μου, δεν έχω δει τίποτε πλέον σεπτό, πλέον ιερό, πλέον θαυματουργό, πλέον λυτρωτικό από τούτο το εικονοστάσι. Καθότι αν κάποιος γονιός ή φίλος – δεν έχει σημασία – σου βάζει ως κτέρισμα αυτό ακριβώς που σε σκότωσε, τότε όχι μόνον παραμένουμε Έλληνες των αρχαίων χρόνων, μα παραμένουμε Άνθρωποι των προϊστορικών χρόνων. Και αν σ' εκείνους που πέθαιναν στον πόλεμο «ξίφους τελειωθέντες» έθαβαν μαζί τα όπλα τους αποδίδοντάς τους την ύστατη αλλά και υψίστη τιμή – έτσι κι εδώ, έτσι και σήμερα, έτσι και σε αυτό το μικρό το δικό μας το θέμα. Αν σε τούτο το παιδί που πέθανε στην άσφαλτο «τροχού τελειωθέν», έβαλαν στο εικονοστάσι του το αγαπημένο του μηχανάκι – έστω σε μινιατούρα – διαρρηγνύοντας την αδιαφορία, το παράλογο ή τον ύψιστο Νόμο της Ζωής, αυτή και μόνη η απλή κίνηση «θανάτω θάνατον» επάτησε. Τον πέθανε τον θάνατο μέσα στην έδρα του, δίπλα στην άσφαλτο και με τα ίδια τα όπλα του μάλιστα, ένα μικρό πλαστικό μηχανάκι. Κι έστειλε αυτό το άγνωστό μου παιδί, (που ενώ αρχικά η ζωή το έφερε στην ζωή, τελικά ο θάνατος στον θάνατο το 'χει πάρει), έστειλε – συνεχίζω – αυτό το άγνωστό μου παιδί, καρφί στην ατομική του αιωνιότητα.
Αν ο άνθρωπος αλλάζει ζωές εξελισσόμενος μέσα από τα δυο εξ ίσου μαρτύρια, την ζωή και τον θάνατο, τότε αυτό εδώ το παιδί πάτησε σκαλοπάτι, κεφαλόσκαλο έφτασε, δια της μοναδικής αυτής κίνησης των δικών του ανθρώπων. Ψυχοπομποί γενναίοι αυτοί, και με όχημα το ίδιο το φονικό εργαλείο, αναβίβασαν την άγνωστή μου τούτη μορφή μα ολότελα δική μου ψυχή – καθότι κοινή, απολύτως κοινή είναι η μία ψυχή όλων – στα ολόλαμπρα και επόμενά της ουράνια.
Όπως δεν μας αναπαύει το χρήμα αλλά η κουβέντα, όπως δεν μας αναπαύει η κουβέντα αλλά το χάδι, έτσι μας αναπαύει η ορθή – μετά θάνατον – ζωής έξοδος. Είναι βάρβαροι δηλαδή οι Θιβετιανοί που με την Βίβλο των Νεκρών – το Bardo Todol – ξεπροβοδίζουν επί συνεχές επταήμερο τον άρτι θανόντα; Απ' την στιγμή που θα κλείσει τα μάτια του σ' αυτή την ζωή ο άνθρωπος και επί επτά μέρες, όλοι παραστέκουνε δίπλα του, ν' ανακουφίσουν τον πόνο του, να καθάρουν το σώμα του, να σβήσουν τις σκέψεις του, να ξεπροβοδίσουνε την ψυχή του. Στην δική μας εδώ την ζωή, την φθηνή ψεύτικη και γελοία after-νεοελληνική, αυτό γίνεται μέσα σε μια πικρή, μυξιάρικη, μαυροφόρα ξεπέτα. (Ενώ η Ορθοδοξία προβλέπει τα σεπτά σχετικά, αυτά απλώς δεν τηρούνται.) Και μένει ο ρόλος ο ιερός, η λειτουργία αυτή, σ' ένα μικρό μοντελάκι μοτοσυκλέτας, σ' ένα πλαστικό Suzuki RGV ν' αποδώσει τιμή, τον νεκρό τούτο να μεταφέρει, την ψυχή του να οδηγήσει καταλλήλως και αρμοδίως.
Στο «δια ταύτα» λοιπόν. Αν σας φέρει ο δρόμος σας στα Γλυκά Νερά Αττικής με κατεύθυνση Κορωπί, μετά το άλλο εικονοστάσι στο διάζωμα εκεί της κοπέλας που κι αυτή χάθηκε (το ανέφεραν μάλιστα οι ειδήσεις), λίγο πιο κάτω στα δεξιά, καναδυό φανάρια μετά, βρίσκεται το εικονοστάσι ετούτο, μνημείο ζωής και θανάτου. Παρακαλώ σας, προσφέρατε μεγίστη προσωπική και εσωτερική υπηρεσία και πηγαίντε εκεί, σταθείτε για λίγο προσοχή και κάντε ό,τι σας κατεβαίνει: ανάψτε τσιγάρο ή το καντήλι του, αποθέστε ένα χάδι ή τριαντάφυλλα, σκεφτείτε το αύριο ή το τώρα. Ή μην κάνετε τίποτα. Μόνο κοιτάξτε, κοιτάξτε κατάματα αυτό το πλαστικό RGV μπροστά απ' την φωτογραφία του νέου. Κι ευχηθείτε, γονατίστε ψυχικά κι αναπέμψατε σωματικά ικεσία και δέηση, αίτημα και παράκληση μαζί, να σταθείτε κι εσείς τυχεροί, για να φύγετε με ανάλογο τρόπο. Όχι «τροχού τελειωθέντες», αλλά μεταθανάτιας συνοδείας ζωσθέντες, παραμυθίας οπλισθέντες και αναστάσεως αγιασθέντες, δια χειρών αγαπημένων οικείων και φίλων αγαπητών.
(ΥΓ: Είχα κρατημένο το κείμενο τούτο μήνες στα χαρτιά μου, ανήλιαγο. Και μόλις σήμερα 29 Αυγούστου του 2006 πρωί – Αποτομής Τιμίας Κεφαλής Ιωάνου Προδρόμου – είδα εκεί στην Αγία Παρασκευή στον δρόμο πεταμένο, ένα ακόμα κορμί με το κρανίο χυμένο στην άσφαλτο, κλείδωσα. Κι αποφάσισα να το δημοσιεύσω. Γιατί ο πόλεμος – ξιφών και τροχών – πόλεμος είναι, και ο θάνατος, ένας θάνατος σκληρός σκέτος. Μένει το μόνο σημαντικό: οι τελευταίες στιγμές πριν και οι πρώτες στιγμές μετά, αυτές μόνο.)
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2013