(Ένα δίτροχο χαμόγελο, όλο)
Έχω καιρό να γράψω κάτι για μοτοσυκλέττες. Κι έχω πολύ καιρό να νιώσω αυτήν την ειδική ψυχική ευφορία κι ανάταση που δυό ρόδες κι ένα μοτέρ στην ανθρώπινη-βασανισμένη ψυχή δίνουν.
Όπως και με τις γυναίκες, έτσι και με τις μοτοσυκλέττες μου – I give them the "au Revoir" test! Δεν μπορούν όλες μέσα να μπουν και δεν μπορούν άπασες να παρκάρουν απ' έξω. Το γεγονός ότι η μιά στύβει τα σεντόνια, δεν σημαίνει ότι μπορεί να βρεθεί υπό την σκέπη Σιούντα και Προβελέγγιου. Το γεγονός ότι η άλλη γαρμπιλιάζει τα λάστιχα, δεν σημαίνει ότι μπορεί να στηθεί έξω απ' την τζαμαρία των Λύσανδρου και Σωτήρη.
Count my fingers: από ΟΛΕΣ τις γυναίκες μου, τρεις (3) ΜΟΝΟ έχουν μπει και κουμπώσει στ' au Revoir. Και από ΟΛΕΣ τις μοτοσυκλέττες μου, τρεις (3) ΜΟΝΟ έχουν στηθεί και ποζάρει απ' έξω. Γιατί; Πώς; Μα τί; Μη ρωτάτε: αυτά δεν είναι υπόθεση μυαλού αδένων καρδιάς, κινητήρα αναρτήσεων φρένων.
Όταν τούτο το αγωνιστικό δίτροχο απέκτησα, ευθαρσώς το «κατέβασα» και το έστησα ένα βράδυ στην Πατησίων 136. Και παρ' όλο που οι γραμμές του κι ο θόρυβος, η ελαφράδα και δύναμή του, η αμετροέπεια και τα νειάτα του με τίποτα δεν μπορούν εκεί να ταιριάξουνε – το θαύμα έλαμψε πάλι.
Πήγα με ένα χαμόγελο, την έστησα με ένα χαμόγελο, την φωτογράφισε ο χαμογελαστός Γιώργος κι έφυγα τέσσερις ώρες μετά εγώ χαμογελαστός, με κατεύθυνση την ατέλειωτη νύχτα. (Όταν η μοτοσυκλέττα σε απομακρύνει απ' το κρεββάτι σου, ξέρεις ότι καβαλλάς την απολύτως-σωστή σου μοτοσυκλέττα. Και όταν η γυναίκα σε καρφώνει στο κρεββατάκι σου, ξέρεις ότι καβαλλάς την απολύτως-σωστή σου γυναίκα.)
Τούτο το ασπροκόκκινο και ατίθασο δίτροχο, δύσκολο να οδηγηθεί και ιδιότροπο να ξεζουμιστεί, με τους τεκτονικούς κραδασμούς και τα γκάζια που απειλούν να σε στείλουνε στις βιτρίνες, τα φρένα που με το παραμικρό σ' εκτοξεύουν στα ρετιρέ και τον θόρυβο τής εξάτμισης που κάνει τούς συναγερμούς οργασμούς να βαράνε, είναι το τελευταίο μου απόκτημα με σκοπό να ξανθύνω μαλλιά, αίμα ν' αλλάξω και να μη βρεθώ ποτέ σε βουνού την σπηλιά, να το παίξω Λάο Τσε με παραγιό Μποντιντάρμα. (Ουδείς τέλειος, καλύτερα έτσι!)
Η τοξική οσμή τής 100άρας αμόλυβδης με την ναρκωτική ευωδιά τού συνθετικού λαδιού με κρατάνε ακόμα στην άσφαλτο... που είναι η καριόλα ολόκληρη λάθη. Η εξουθενωτική γκαζιέρα με την πριονωτή αλυσίδα, ο μπροστινός τροχός σε ρυθμό λαμπάδας πασχαλιάτικης και ο πίσω τροχός σε παλμό πουλαριού σε οχεία με κάνουν τον Χρόνο ανάποδα να γυρνώ και τον Χώρο να σβήνω τελείως.
Δεν γράφω πια για μοτοσυκλέττες, δεν γράφω για θηλυκά πια. Δεν γράφω τίποτα πλέον καθόλου κι όταν στην σέλλα της επάνω δεν βρίσκομαι, την κοιτάζω ακίνητη μέσα που βρίσκεται στην σπηλιά και νομίζω ότι θα ζήσω για πάντα. (Γιατί όταν κάτι πετά, και σβηστό συνεχίζει το μυαλό να ανατινάζει.)
Θες να γλυτώσεις από τα πράγματα; (Ζήσε τα δυνατά τώρα.) Θες να γλυτώσεις από τα πρόσωπα; (Αγάπησέ τα παράφορα πάντα.) Θέλεις να μείνεις παιδί με άσπρα μαλλιά, ώριμος άνδρας με τις πάνες σου αγκαλιά, ένας γέρος ξεκούτης ευτυχής-ευδαιμονικός μέσ' στην θερμοκοιτίδα; Καβάλλα κι αγάπησε, αγάπησε και καβάλλα.
(Τότε το ποτό νέκταρ γίνεται, η ταχύτητα παύση, η φιλία φιλιά και το δίτροχο, στο κενό άλμα.)
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2019