Στην διάρκεια τής μικρής μα πολυποίκιλης ζωής μου έχω γνωρίσει πολλούς ανθρώπους. (Όχι πάρα πολλούς, αλλά τους σωστούς λίγους και τους μαλάκες αμέτρητους.) Κάποιους μέσω εργασίας, κάποιους μέσω κοινωνίας, κάποιους μέσω αγάπης και κάποιους μέσω συμπλοκής. Κι επειδή στην και για την Μοτοσυκλέττα καμμιά εικοσαριά συναπτά και χοντρά χρόνια εργάστηκα, ΕΔΩ να δείτε ανθρωπάκια που περάσαν από μπροστά μου, ανθρωπάρια που ξυστήκανε πάνω μου και ψυχούλες που μέσα φωλιάσαν, ψυχοπαθείς που ακόμα βρωμάνε και ζέχνουνε, και ελάχιστοι-πάντα αληθινοί-άνθρωποι που μέχρι και στα βιβλία μου μπήκαν.
"People from all walks of life" που λένε και στο Λύκειο ΜΠΑΡΜΠΙΚΑ τής Νίκαιας πήγανε κι ήρθανε κι από τούτους, ποιοί μείναν; Κανείς. (Επαναλαμβάνω, κανείς.) Και για όσους σηκώθηκαν για κατούρημα, πεταχτήκαν για ψώνια ή το ζετεμάκι πήραν τηλέφωνο ξαναλέω, κανένας. (Δεν πειράζει, έτσι είναι η ζωή: Αδιάφορη και κουτή, απερίσκεπτη και ζουρλή, αλανιάρα κουκλάρα.) Μου πήρε βέβαια τα πρώτα πενήντα χρονάκια μου ΑΥΤΟ να το καταπιώ, μα απέκτησα ελαστικόν οισοφάγο: έκατσα κάνα μήνα μπροστά στην τηλεόραση κι έβλεπα συνεχώς εκείνο το νατουραλιστικό ντοκυμανταίρ για τους πύθωνες και πώς ολόκληρο πρόβατο καταπίνουν, πώς συσφίγγουν και πνίγουν μικρούλια παιδιά και τελικά, αργά βασανιστικά, ήρεμα και γλοιωδώς σταθερά μπορούν έναν άντρα ενήλικα να ρουφήξουν. (Τί έσταξε μια σεξουάλα ψυχή; «Η πεολειχία χρειάζεται απόφαση και ανάσα»... μα τί 'ναι αυτά που λέω Θεέ μου-Θεέ μου – ωχ αυτό τού Βοσκόπουλου είναι!)
Στο Facebook μπήκα εγώ μόλις-πριν πέντε χρόνια. Στην αρχή τσαλαβουτούσα δειλά, έψαξα πάντως να βρω παλιούς φίλους και σκέτους γνωστούς ώστε να τους κοινοποιήσω το χαρμόσυνο γεγονός τής αυτοέκδοσης τού βιβλίου μου, το οποίο όχι μόνον ουδείς εκδότης «τον έκοβε» να τυπώσει, αλλά και ουδείς άλλος γνωστός «τον τηγάνιζε» για να διαβάσει. (Μέσα στους «ξερούς» όμως ξαναβρήκα και τους «χλωρούς»: παλιούς μου συμμαθητές, παλιούς μου αναγνώστες από τα περιοδικά, παλιούς μου φίλους απ' τα παιδικά, όλους τους παλιούς γενικά που έχοντας ΚΑΙ ΕΚΕΙΝΟΙ κάνει και γράψει έναν κύκλο ζωής, αράξαν τίνι τρόπω στο λιμανάκι τούτο το γαμάτο τού Ζούκερμπεργκ και αλληλογραφούν καθημερινά και με χάρη. Να τονίσω πως στο Facebook ΔΕΝ μπήκα πελάτες να βρω, αυλίτσα να σιάξω, συναγωνιστές να εγείρω εγώ, ούτε γκομενίτσες να βγάλω. Μια και το επάγγελμά μου ήταν και θα 'ναι γραφιάς – μόνο παρόν συγγραφικό ο δύστυχος δεν διαθέτω – όπως έγραφα, με το ίδιο πνεύμα και χάρισμα, διακόνημα και αποστολή, τρόπο κι ουσία γράφω και στο τοιχαλάκι τού Εβραίου πιτσιρικά απ' το Harvard, που Κινέζα παντρεύτηκε και που κυβερνά πια τις ζωές μας. Πολύ περισσότερο δεν έσπευσα να γίνω μέλος και «φίλος» κανενός, να κάνω "join" ή "joint" σε σελιδούλες μαζικές συσπειρωτικές, συμφεροντάκια ηλεκτρονικά και διαδικτυακά πλέον – αλλά αυτός είμαι εγώ και αυτοί δεν είναι βεβαίως. (Και δεν ξέρουνε τί κερδίζουνε που ΔΕΝ είναι.)
Στην Ομάδα "'70ies-'80ies, Οι μοτοσυκλέτες της καρδιάς μας» που ο Άλκις Τσιλιώτης ξεκίνησε έκανα το «φιλίας μου αίτημα» διστακτικά, έχοντας διαβάσει κάποια κειμενάκια που γράφονταν, έχοντας απολαύσει τα γραπτά κάποιων γνωστών και θέλοντας να πω κι εγώ κάποια δικά μου απ' τα χρόνια εκείνα τής νιότης μου που έζησα μεστά δυνατά, μοτοσυκλεττιστικά και νεανικά, αλησμόνητα και πικρά κάπου. Όπως έχω γράψει αλλού, γεννήθηκα στα 50ies, ξεπετάχτηκα στα 60ies, ανδρώθηκα στα 70ies, μπούκαρα στα 80ies, τελίκιασα στα 90ies, έκανα πλατώ στα 2000ies και απ' το 2010 ως σήμερα απολαμβάνω την ευκολία και άνεση τής κατάβασης, την μαγεία τής κατηφόρας κι απόλαυση τής σκοτεινής πλευράς τού βουνού – "I'm getting wiser, without getting necessarily older" όπως είχε πει και η γαλλίδα μεγαλοδικηγόρος φρομ Νιού Γιόρκ, that bitch on top of all them bitches and lezbies... Στα σέβεντις αγόρασα την πρώτη μοτοσυκλέττα μου... ώπα Ντανάκο, κόψε την ρετροσπεκτίβα γιατί ακόμη στην Ακαδημία Αθηνών μέλος της δεν σε κάνανε, ακόμη το βραβείο αναγνωστών τού τάδε σουπερμάρκετ-βιβλίων δεν σου δώσανε, οπότε save us the μαλακία and trouble περικαλώ...
Στην Ομάδα όμως "'70ies-'80ies, Οι μοτοσυκλέτες της καρδιάς μας» βρήκα ανθρώπους που με ήξεραν. Αναγνώστες μου πιστούς και σφιχτούς απ' τις εποχές που εγώ κυκλοφορούσα πολύ, έγραφα πολύ, ζούσα πολύ και ξοδευόμουνα ασυλλόγιστα επάνω και κάτω, μέσα και έξω, δεξιά και αριστερά. Με υποδέχτηκαν με δυσκολοσυγκρατημένη χαρά και ευκολοαμολημένη τιμή, θεώρησαν δώρο ο συγγραφέας τής νιότης τους και σμιλευτής των διτρόχων ονείρων τους να είναι 1ον/ ακόμη ζωντανός και 2ον/ ακόμη μαζί τους. (Αφού τα χαϊβάνια αφεντικά και οι άπλυτοι υποτακτικοί τους διαφορετική γνώμη είχανε και τους ενοχλούσε ο Φώτος που «τους τα έφερνε», καθώς θέλανε ετούτοι οι δυσλειτουργικοί τρόμπες ΚΑΙ το ταμείο ΚΑΙ την λεζάντα, ΚΑΙ την αναγνώριση ΚΑΙ την συνταξούλα, ΚΑΙ την αγάπη των άγνωστων ΚΑΙ το χειροκρότημα των επωνύμων! Χάχες κολλημένοι και βλάχοι αδιόρθωτοι ήσαν και θα 'ναι, άφες αυτοίς.) Άρχισα λοιπόν να γράφω εκεί κάποια καινούργια ή ξαναδουλεμένα μου κείμενα σχετικά πάντα με την εικοσαετία, σχετικά πάντα με τις μοτοσυκλέττες τής εικοσαετίας και σχετικά πάντα με την όλη Ζωή εκείνης της σημαντικής – για πολλούς – εικοσαετίας.
Εδώ και περίπου-δυό χρόνια λοιπόν το κλίμα έχει μετατραπεί σε υπέροχα τροπικό, έχω γνωρίσει από κοντά δέκα λίγους κι από μακριά δέκα χιλιάδες πολλούς κι έχω κάνει come-back στο γράψιμο που είχα – επανειλημμένα – ορκιστεί να αφήσω. Μια και «φράγκα» το γράψιμο δεν είχε ποτέ εάν στην αγΕλλαδίτσα δεν είσαι Μαντά ή Δημουλίδου, Χαριτόπουλος ή Χωμενίδης, απελευθερώθηκα απ' τα δεσμά τής επιβίωσης κι αφού έκοψα ΚΑΙ την κρεοφαγία, πεινώ περισσότερο αλλά γράφω καλύτερα πλέον. Γιατί γράφω από ψυχής σε ψυχές, το κοινό μου είναι «μικρό» μα σφικτό δαγκωτό, αναμμένο και πυρπολημένο, συγκεκριμένο και κλειδωμένο, απαιτητικό και σκληρό, ώριμο κι ήρεμο λέω. Κι έχω συλλάβει πολλές τον εαυτό μου φορές να επιλέγει να παλουκωθεί για ένα τριήμερο-τετραήμερο για να γράψει κάτι για την Ομάδα αυτήν, αντί να βγει ν' απολαύσει τον ήλιο ή την βροχή, τους Αλβανούς που παίζουν χαρτιά στην πλατεία Κυψέλης/Τιράνων, τις εναλλακτικές πιτσιρίκες που βγαίνουνε στην Φωκίωνος και καταχέζουν με τσαμπουκά και προπέτεια τα σκυλιά τους το σύμπαν, και τους ταττουάτους χιπστεράδες που μιλάνε συνέχεια στο κινητό με την μαμά τους για το αν θα βάλουν σταφίδες στα γεμιστά ή στο πατσίτσιο λεμόνι!
To cut a long and beautiful story short and ugly, η Ομάδα κάνει μια-δυό συναντησούλες τον χρόνο ανοικτές κι αμέτρητους «προσωπικούς» καφεδάκους ενδιάμεσα, μέχρι που ο «Νονός» Άγγελος Τακατζόγλου – ή ο «Πρύτανης» Γιώργος Καραμάνος; – την ιδέα μιας «γκαραζάδας» έριξε. Και τί εστί «γκαραζάδα»; Μια και ο πρώτος διαθέτει χώρο μεγάλο και καθαρό, γεμάτο με τις μοτοσυκλέττες και τα όργανα γυμναστικής του, τους καναπέδες του και τις μοκέττες του, τα ανταλλακτικά του και τα ψυγεία του... είπε να μαζευτούμε μια μέρα οι δαγκωτοί-εσωτερικοί-αδερφοπητοί και να τα πιούμε μέχρι τελικής αναλήψεως! Να παραγγείλουμε μερικά μεζεκλίκια, να φέρει ο Σπυρέτος Κλάδης από την Ζάκυνθο το δικό του νέκταρ, να συνθέσει ο Σταυρής Τσιρδήμος μια τούρτα με το χαμόγελό του οξυγονοκολλημένο επάνω της και να στήσει ο «ηχοποιός» Βασίλης Κάρφης τις μηχανηματάρες του να μας στείλει σιωπηλούς κι άφωνους πάλι. (Τί λένε λοιπόν όσοι έχουν αποφοιτήσει από ΜΠΑΡΜΠΙΚΑ-Νίκαιας και κάτω; «Αμ έπος, αμ έργον».) Τα τηλεφωνήματα και τα μηνύματα πήραν φωτιά, οι μάγκες καβαλλήσαν τα δίκυκλα εποχής, έβγαλα κι εγώ o υποφαινόμενος Ντάνης ΦΩΤΟΣ το Stradάκι μου που το 'χει φάει η ακινησία, κι εκείνο το σαββατιάτικο απόγευμα ξύπνησε η Νίκαια απ' τον ζωντανό λήθαργό της καθώς σεντράραμε εμείς με τους γκρίζους – όχι κι όλοι! – κροτάφους and we did our thing...!
Στο γκαράζ τού Άγγελου – ή στο «roadhouse τής Ομάδας» όπως το είπα εγώ – είχα ξαναπάει. Εκεί όπου υπάρχουν μοτοσυκλέττες κουκλίτσες μοναδικές, όργανα γυμναστικής και ενισχυτές με τρανά ηχεία, δυό καναπέδες στο πατάρι τού βάθους για τα πρώτα πρόχειρα-βιαστικά, και ένα γραφείο συν κλίνη εξεταστική στο πατάρι εισόδου για τα υπόλοιπα τελετουργικά! (Τί λείπει; Ένα τραπέζι μπιλιάρδου και δύο pin-ball machines, ένα juke-box και μια κεντρική παροχή μπύρρας, πέντε posters μ' ημίγυμνες κι ένας στύλος για pole-dancing – προσθέστε εσείς τα υπόλοιπα.) Τί ΔΕΝ έλειπε; Η αγάπη κι η αγκαλιά, η ψυχική ζεστασιά κι η συναισθηματική ευφορία. Το χαμόγελο και η έξω-καρδιά, η σωματική επαφή και η ηθική επικοινωνία – πώς πάτε από τέτοιες λέξεις αγόρια μου; Τί ΔΕΝ απουσίαζε και τί τον χώρο και την βραδυά μας κανοναρχούσε; Το ότι μόλις μπήκε ο «εύζωνας» Γρηγόρης Σιαβελής, σβήσαν τα φώτα, κουρνιάσαν τα δίκυκλα, κατσαρώσαν οι μπάρες. Το ότι μόλις αργοπορημένος κατέφθασε ο «τροχαίος» Αντώνης Σμοκοβίτης, όλοι προσέτρεξαν για την μανούλα του να ρωτήσουνε, το ποτήρι να του γεμίσουνε, τα πιτσόνια να του ανοίξουν.
Εγώ βρισκόμουν σε αμηχανία εμφανή, είχα απωλέσει κάπως τα βήματά μου. Γιατί; Διότι η μέχρι-τούδε ζωή μου μού έχει στερήσει την άμεση και βαθιά, πολλή και προσωπική, ανιδιοτελή και ευθεία επαφή με ανθρώπους. (Ίσως να φταίω εγώ που πάω και βουτάω δυνατά κι ασυλλόγιστα, σχεδόν-απογνωσμένα και κυριολεκτικά-εκρηκτικά πάνω και μέσα στον άλλον, και γινόμαστε κι οι δυό μας κομμάτια και θρύψαλα... δεν πειράζει.) Κι όταν βρέθηκα ανάμεσα σε δεκατέσσερις «άγνωστούς μου» άνδρες τα έχασα με την υποδοχή και αποδοχή τους, με τον ευσταλή τρόπο που ΑΚΟΜΗ, ΚΑΠΟΙΟΙ, ΕΛΛΗΝΕΣ διαθέτουνε κι ευτυχώς δεν εννοούνε να χάσουν. Να σε κοιτάζει ο "cavaliere" Γιάννης Κακλής χαμογελαστός και να λάμπει καθώς σού μιλάει – no small thing this, για εμένα. Να πλησιάζει ο «τενερίστας» Αντώνης Διαμαντόπουλος και να σου λέει «επιτέλους κύριε Φώτο σας γνωρίζω κι από κοντά» κι ετούτος ο πληθυντικός, να είναι ο ενικότερος κι αμεσότερος πληθυντικός όλου του κόσμου. Να κινείται στον ζεστό και βουτηγμένο στις μουσικές πάχνες και τους μπύρρας αφρούς χώρο ο Αντώνης Κακαβελάκης, αδυνατισμένος μα λαμπερός, ντυμένος στην πένα με την bandana του και τις άψογα-γυαλισμένες του μπόττες, (αν και χαλάστηκα που τον είδα το τσιγαράκι του να κρατάει). Από δίπλα κι ο Βασίλης Τσιτσεκλής μ' ένα καταπράσινο Kawasakiκό φούτερ το οποίο... "BROOKLYN" ενέγραφε κι ανέβηκε πάνω στο τρικύλινδρο το πεντακοσάρι το δίχρονο, να κοντράρει στα ίσια κι ακίνητος τον «έτερο Καππαδόκη»..!
Για τον Γιώργο Βασιλάκη, δεν έχω να πω τίποτα, γι' αυτό ξεκινώ παράγραφο άλλη για πάρτη του: ζιζάνιο ισχυρό μυθοπλαστικό, άλλοτε να φοράει τσεμπέρι και να προσκυνά το Ducatiκό ευαγγέλιο και άλλοτε να μεταλαμβάνει από χειρός «Μαέστρου» μας οίνον και βαλβολίνη μέσα από γιαπωνέζικη κούπα! Οι ατάκες του σπαρμένες κατάλληλα, έτσι και τις ακούμπαγες κάναν κάποιους απόντες να ξυπνάνε στον ξύπνιο τους, έτσι και τις άκουγες λυνόσουν στα γέλια, έτσι κι επιπλέον ατακάριζες, αφρίζαν οι μπύρρες μονάχες τους στο ψυγείο οι κουφάλες. Άνοιξαν κάποια στιγμή και οι δίσκοι με τα θεσπέσια φαγητά – γιατί η αρίστη παρέα και με πασατέμπο αρίστως περνά – ήρθαν και τα πιτσόνια, έβαλα κι εγώ στο λιτό πιάτο μου το χορτοφαγικό έδεσμα που για πάρτη μου είχε ετοιμαστεί ειδικώς κι έκατσα σε μια καρεκλίτσα να απολαύσω φίλους πραγματικούς, τροφή ουσιαστική, καρδιάς ευωχία. (Κι ας φώναζε χαρούμενα ο Κώστας Χατζηπετράκης με το εξωτικό Porschικό έξω. Κι ας κέρναγε δεξιά και αριστερά, έδινε πάσες λεκτικές και σήκωνε λόμπες τεχνικές και ζυμωνόταν το σύμπαν στο εκκωφαντικό γέλιο.)
Λένε πως όταν γερνάς, μελό γίνεσαι. Συναισθηματικός και λαπάς, νιανιάς και πουρές, πουρός και γλοιώδης. (Αm I?) Ισχυρίζονται πως σαν έχεις σταθεί μάρτυρας τής ζωής σου που σχεδόν-όλη έχει περάσει, αυτή και τούτο που έμεινε δεν σου σηκώνει κι απολύτως-κατακορύφως το πέος – τότε πανικοβάλλεσαι και ή πας στον ΣΥΡΙΖΑ να γραφτείς βολευτάκος να γίνεις, ή το ρίχνεις στις λογής-διαλογής ουσίες: χασίσια, λεφτά, αιδοία και εξουσία, οινόπνευμα και πολιτική, κουλτούρα ή πολυλογία. Εγώ, καθότι με αφορά, διαπιστώνω ΚΑΙ συνειδητοποιώ ότι γερνώ, I ain't twenties no more, I am NOT even in my forties. Οι περισσότεροι των συνδαιτημόνων μου σαραντάρηδες είναι και εσείς επιτρέψτε μου την ζεστόπικρη μα μοναδική ματαιοδοξία μου τούτη: ως «παιδιά μου» κάποιους τούς θεωρώ, αφού μ' εμένα μεγάλωσαν, με τα κείμενα μου γκαζώσανε και με τις λέξεις μου ταξιδέψαν. (Τούτη εμού η μονάκριβη αμοιβή αφού Ιδρύματα Τύπου δεν έστησα, κομπίνες φραγκάτες δεν έπλεξα, με λειωμένους μαλάκες δεν κούμπωσα – άλλος δούλεψα να είναι Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ο δρόμος.) Πάμπολλοι μού το έχουνε πει αυτό και το ΞΕΡΩ καλά, και βαθιά εντός τής πολυκυμάντου και μισοπνιγμένης ψυχής μου ΤΟΥΤΟ κρατώ, ΑΥΤΟ με κρατάει. Μασούσα τις μικρές μου μπουκιές απ' το μανιταριασμένο-ριζόττο και κατέβαζα τις μικρές μου γουλιές μπύρρας κοιτώντας τους δεκατέσσερις τούτους ζωντανούς και μεστούς ΦΙΛΙΟΥΣ άνδρες και ήθελα να βάλω τα κλάμματα από σκέτη χαρά, να μπήξω κραυγές από πλημμυρισμένη ευτυχία. I ain't got nowadays no friends και το γράφω αγγλικά, για να μην με πονέσει. Γιατί το εκλεκτό δώρο αυτό τής Φιλίας έρχεται σπάνια στην ζωή, και εδώ θα πω κάτι. Στην ζωή τού άνδρα τρείς (3) γυναίκες αναλογούν: η πρώτη που θ' αγαπήσει τρελλά, η δεύτερη που θα παντρευτεί και μαζί της θα κάνει παιδιά, και η τρίτη που θ' ανατινάξει τα πάντα. Μα στην ζωή του άνδρα δυό (2) φίλοι αναλογούν: ο εξής ένας. Ο εαυτός του. Αυτόν κυνηγά να πιάσει ολόκληρη την ζωή, ετούτον κόβεται ν' ακουμπήσει να καταλάβει και να μην αρπαχτεί – δεν έχει τέλος η Οδύσσεια τούτη...
Με τα μάτια μου χάϊδευα τους δεκατέσσερις αυτούς άνδρες-μοτοσυκλεττιστές, φίλους και αναγνώστες μου, κολλητούς και συμποσιάρχες μου, ατελείωτους πλακατζήδες και ψυχές σοβαρές, και δεν ήθελα η βραδυά να τελειώσει. Η μια «φάση» την άλλην διαδεχότανε, οι γαμάτες ατάκες στους τοίχους εξοστρακίζονταν κι επιστρέφαν ανανεωμένες στ' αυτιά μας και μας «κουδουνίζανε» (όπως κουδουνίζουν τα ανύπαρκτα διαφράγματα σε δίχρονη racing εξάτμιση μέσα). Κι εμφανίστηκε και το κανελλόζουμο "Fireball" κι έπεσε μέσα σε μπύρρα κρασιά, γέλια τρανταχτά και ροκιές κοφτερές, επανειλημμένες καβάλλες στα ακίνητα μηχανάκια που από θηλυκή καύλα αρχίσαν και στάζανε κάθε φορά που ένας μας τα χάϊδευε τούτα, τα αγκάλιαζε τούτα, τα καβάλλαγε τούτα. Γιατί να το πούμε κι αυτό: ο πραγματικός μοτοσυκλεττιστής – βρε Ιταλοί ευερέθιστοι λάτρεις και Λατίνοι ρέκτες παθιάρηδες – δεν κάνει διαχωρισμούς, κι αν τους κάνει χάριν παιδιάς είναι, δίκην πειράγματος και καλαμπουριού, να κουνηθούν τα νερά, να ξεπλαντάξει η καρδιά, ν' αγκαλιαστούν οι απόψεις. Μην τσιμπάτε όσοι τσιμπάτε ή όσοι τσιμπήσατε: «κέφι να υπάρχει και χαμόγελο σταθερά», η ζωή – δεν μπορείτε να διανοηθείτε – πόσο είναι μικρή και κουτή, μια επίσκεψη σε ανιάτων νοσοκομείο αμέσως θα πείσει. (Στα πεισιθάνατα όμως, στοπ.)
Κάθε φορά που στρίβω ή αλλάζω ζωή – και το 'χω κάνει πάμπολλες φορές έως τώρα – τα συναισθήματά μου άτακτα μαζικά αρνούνται να μπουν στο χαρτί, ευκρινώς και συντεταγμένα. (Δεν γράφω για μένα, αλλά με εμένανε ως αφορμή.) Κάθε φορά που στρίβω ή αλλάζω ζωή, αισθάνομαι πως βρίσκομαι μπροστά σε ένα ξανά-νέο τέλος. «Είναι ΤΟΥΤΗ η τελευταία φορά;» τον εαυτό μου ρωτώ και ποτέ απαντήσεις δεν έχω πάρει για μένα. Κάθε φορά που στρίβω ή αλλάζω ζωή πιστεύω και πείθομαι πως δεν θα το ξανακάνω αυτό: έτσι και στην «γκαραζάδα» ετούτη. Εδώ που 'χω φτάσει εγώ την ζωή μου – δεν έχει μετά, δεν έχει χτες, μόνο ένα ΤΩΡΑ κι ΕΔΩ έχει. (Και με έχει βοηθήσει απείρως το Ζεν σε αυτό.) Χάριν τής παρέας εκείνης τού περασμένου Σαββάτου και των συγκεκριμένων Κυρίων Ανδρών εγώ ξαναμόλησα την ψυχή μου να αφεθεί και να ξεχαστεί, να αστειευτεί να παραμιλήσει, να τραυλίσει και να χαρεί, ν' αγκαλιαστεί και να νιώσει. Καθώς οι χτεσινοί άγνωστοι είναι πολλές φορές πιο γνωστοί από φίλους που διαθέτεις αιώνες εσύ. Άνθρωποι με τους οποίους αλληλογράφησα πληκτρολογικώς και Facebookικώς-μόνον αποδεικνύονται ΠΙΟ δικοί μου κι απ' αυτούς που μοιράστηκα τα κλιπόν, απ' αυτές που μοιράστηκα το κρεββάτι μου κι από τούτα που σχεδόν-θήλασα. (Σταματάω εδώ, προτού ακαταλαβίστικος και στενόχωρος γίνω.)
Εάν, από ένα «απρόσωπο» είδος ηλεκτρονικής και διαστημικής τεχνολογίας, μαζεύτηκαν δεκαπέντε άντρες στο «μπαμ» και αλλάξαν συκώτι ταμάμ, ποιός είμαι εγώ να μην γράψω για τούτο; Κοιτάξτε εσείς την ομαδική φωτογραφία που επισυνάπτω και καμαρώστε μας έτσι που όλοι ακουμπάμε ο ένας τον άλλον γενναία τυφλά, απλά παιδικά, χαρμόσυνα χαμογελαστά, έξω καρδιά ρε είναι ΟΙ άνδρες και μάλιστα ΤΟΥΤΟΙ. (Και θα την ρίξω ξανά, ΤΗΝ κανονιά και δη στ' αγαπημένα μου αγγλικά: "Real men have true hearts. That's why they so easily break them.") Πριν από λίγο καιρό έγραψα και ανήρτησα το «Γυναίκες παλιές και παλιές μοτοσυκλέττες» αποτείνοντας φόρο τιμής και ύμνον ψυχής στον καταβεβλημένο και διωκόμενον άντρα, μα στην «γκαραζάδα» μας σφράγισα ότι ο Άνδρας δεν έχει πεθάνει. Γιατί αρκεί να σκεφτώ ότι πριν ελάχιστα χρόνια ουδείς τον δίπλα του γνώριζε, ουδείς είχε συναντήσει τον άλλον... κι όμως ΜΟΝΟ με μέσο μαγικό κι ανατασιακό την Μοτοσυκλέττα και το πάθος ΤΗΣ εποχής, όλοι ήρθαν κοντά με τον άλλον. (Είναι και κάποιες όμως απούσες ψυχές που γκρινιάζουν και μανουριάζουνε, φωνασκούν και γαυγίζουνε, δεν τολμούν ν' αφεθούν και να αγκαλιάσουνε, να παραιτηθούν των κοντών εγωισμών και των υψηλών ιδιοκτησιών και «νερό και αλάτι» να γίνουν. Τί λέει ο Πορφύριος; «Όλα είναι θέμα γονάτων». Τί λέω εγώ; «Όλα είναι θέμα μη-απόφασης αλλά άλματος, μη-πίστης μα ένστικτου, μη-σκέψης μα κραυγής τελευταίας».)
Ξύπνησα σήμερα το πρωί πάλι αργά και μια λέξη μού ήρθε στο στόμα: mi hermanos. Που θα πει στα ισπανικά «τα αδέλφια μου», my clan brothers στα ιρλανδικά, mes amis στα φραντσέζικα, στα ιταλιάνικα δεν γνωρίζω. Αδελφό δεν απόκτησα στην ζωή, αδελφούς δεν στάθηκα τυχερός μαζί τους να παραταχθώ στην μάχη ή στο γήπεδο, στο οδόστρωμα ή στα έδρανα, σε Τάγμα δεν ευτύχησα, σε Στοά δεν ατύχησα να μπω κι αν ξανάρχιζα την ζωή μου νέος κι ανέμελος, σε ΔΥΟ (2) Σώματα αυτομάτως θα προσχωρούσα: σε Μονάδα της Λεγεώνας των Ξένων ή σε Μονή τού Αγίου Όρους θα πήγαινα, τέλος. (Γιατί όπως επανειλημμένα έχω γράψει και πει, ο Άνδρας ΔΕΝ είναι για σύζυγος ή βιομήχανος, μπαϊκεράς ή χιπστεράς, κερατάς ή λάβερ καληνυχτάς, δοσατζής ή γυναικών χαλαστής... δεν τελειώνει η λίστα.) Γυναίκες τρείς γνώρισα και για παιδιά μου εγώ τέσσερα βιβλία λογοτεχνικά έγραψα, μαζί με τετρακόσια μοτοσυκλεττιστικά κείμενα σκάλισα και αμέτρητα μικρούλια γατιά που άφησα στο νησί, όπου έθαψα ό,τι απέμεινε από την ψυχή μου. «Τούτη κι αυτή είναι όλη η περιουσία μου» σκέφτομαι, καθώς κοιτάζω και ξανακοιτάζω τις φωτογραφίες των Φίλων μου απ' την «γκαραζάδα». «Τούτοι είναι οι ΜΟΝΟΙ σημερινοί φίλοι μου» που με χαίρονται και τους χαίρομαι, τις λίγες κι ανεπαρκείς στιγμούλες τού τώρα. Γιατί η Ζωή ΔΕΝ είναι – λέω κι επιμένω εγώ – τα «μεγαλεία» μεγάλε που έστησες, οι εταιρείες που πούλησες, οι γυναίκες που χώρισες, τα κωλόπαιδα που ξεπέταξες, οι πουστιές που μοίρασες ή καν οι αρρώστιες που τώρα έχεις μαζέψει. Η Ζωή – συνεχίζω εγώ – ΕΙΝΑΙ οι καρδιές που την πόρτα τους χτύπησες και στις κοιλίες τους μέσα τους κατεδύθης, τα μυαλά που κουδούνισες και τρελλάνανε το δικό σου, οι ψυχές που τύλιξες γύρω σου και στην επόμενη διάσταση σε ταξιδέψαν.
Είχα μια αγωνία πρωτόγνωρη, όταν ξεκίνησα το κείμενο τούτο. Γιατί στάθηκε από τις ολίγες φορές που εγώ – συγγραφέας έμπειρα αποτυχημένος και πετυχημένα άπειρος – δεν ήξερα από πού να αρχίσω και τί να πετάξω μπροστά, ώστε να βάλω φωτιά και τις λέξεις να μαγειρέψω. Αλλά το βρήκα όμως, αναπάντεχα και σε ΜΙΑ ερώτηση μέσα: Ρε σε πάρτυ εφηβικό πήγα; Σε μοτοσυκλεττιστική γιάφκα μπούκαρα; Σε άντρο ανδρών εισήλθα; Πήγα να «φάω στη μάπα» άλλη μία εκδήλωση «της μοτοσικλέτας» στημένη και βαρετή; ΟΧΙ. Προσήλθα σε «τρανή διοργάνωση» όπου σπόνσορες και φατσούλες, φραγκάτοι παχύσαρκοι υποδύονται τους ταπεινούς γυμνασμένους και παραληρηματικοί σαλιάρηδες, τους τής Βουλής spokesmen; ΟΧΙ. Απλώς πήγα σε μια-πρώτη «γκαραζάδα» μιας παρέας από μιαν Ομάδα μοναδική και ξεχωριστή, ιδιαίτερη λαμπερή, ανιδιοτελή και ανθρώπινη που δεν γουστάρει ελληνικές κλασικές δηθενιές, ελληνικές κλασικές φουστίτσες και μικροπουστιές που λυμαίνονται πρόσωπα και προσωπεία, μαγαζάκια μπατίρικα και παιδάκια σιχτίρικα – not for Us this Greek shit and vomit. (Όποτε θέλω να βρίσω ή να ξεράσω κανονικά, το κάνω στα αγγλικά και ξεκαρφώνομαι έτσι.)
Ας το μαζεύω όμως, να μην σας κουράζω εσάς, να μην κάτσω πάλι-πολλές ώρες εγώ στο κομπιούτερ. (Γιατί από τότε που τελείωσα «τα τρία μι», κάθε ώρα στο πληκτρολόγιο διπλά το αυχενικό μου βαραίνει, τριπλά τους μηρούς μου καταπονεί και τετραπλά την ψυχούλα μου δοκιμάζει.) Και θέλω να ευχαριστήσω τους Άνδρες, τους Μοτοσυκλεττιστές, τους Φίλους μου για την ανεπανάληπτη Χαρά που μου μπολιάσανε αφειδώς, δυνατά, μέχρι μέσα. (Πώς μού έγραψε ο άλλος Σπύρος απ' την Πάτρα; «Επανειλημμένα, βαθιά και μέχρι πληρώσεως.») Εκείνο το πρόσφατο σαββατόβραδο οι δεκαπέντε τούτοι Έλληνες Άντρες Μοτοσυκλεττιστές – με δέκατον έκτο τον Νίκο Μανιό απ' τον αγαπητό μα μακρυνό Καναδά – επαναβεβαίωσαν την πίστη μου στην Ζωή, την αγάπη μου στην Ψυχή, την λατρεία μου προς το Πνεύμα. (Όποιο κι αν είναι αυτό, όποιες κι αν είναι ετούτες.) Μπορεί λέξεις ακόμη χιλιάδες να διαθέτω εγώ, μα ο Ζεν Βουδδισμός μού 'μαθε ότι κάποια στιγμή τελειώνουν ετούτες, και ξέρετε γιατί; Διότι έχεις τελειοποιήσει πλέον τις σκέψεις σου και είσαι πανέτοιμος να τις αφήσεις εσύ, ευγενικά και διακριτικά στην άκρη να ακουμπήσεις και να πορευτείς «τήδε κακείσε» δίχως αυτές, με το τίποτα αποκλειστικά, με το άϋλο μοναδικά, με το κενό όντως.
Γύρισα σπίτι κι έκανα ένα βιαστικό χλιαρό ντους για αποσυμπίεση και απόψυξη ταυτοχρόνως. Για να ρίξω ρυθμούς, αλλά και για να «τσιμεντώσω» τούτα που έζησα τ' άρρητα, τα άφατα που ποτέ μου δεν θα μπορέσω να περιγράψω. Δεν πειράζει και στο «δεν πειράζει» αυτό κείται και έγκειται ΟΛΟ το πράγμα: μόνο το αδιόρατο διοικεί, μόνο το απροσδιόριστο κυριαρχεί, μόνο το αδόκητο εμφιλοχωρεί και μόνο το ανυπέρβλητο μένει. («Τα σπάω και ξαναρίχνω.») Μόνον αυτό στο οποίο αφέθηκες, έζησες. Μόνο σ' αυτούς που αφέθηκες, ζεις. Και μόνο εκεί που αφέθηκες, αιωνίως θα αναπνέεις, θα υπάρχεις, θα λάμπεις.
Άγγελε Τακατζόγλου, Άλκι Τσιλιώτη, Αντώνη Διαμαντόπουλε, Αντώνη Κακαβελάκη, Αντώνη Σμοκοβίτη, Βασίλη Κάρφη, Βασίλη Τσιτσεκλή, Γιάννη Κακλή, Γιώργο Βασιλάκη, Γιώργο Καραμάνο, Γρηγόρη Σιαβελή, Κώστα Χατζηπεράκη, Ντάνη Φώτο, Σπύρο Κλάδη και Σταύρο Τσιρδήμο – ΣΑΣ ΕΥΧΟΛΟΓΩ, ΣΑΣ ΕΥΓΝΩΜΟΝΩ και ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ πάντα. "May we stay forever young" έτσι όπως συναντηθήκαμε και χαρήκαμε, αγκαλιαστήκαμε φιληθήκαμε, φάγαμε ήπιαμε και πήραμε ο καθένας ένα κομμάτι τού άλλου. Για πάντα. (Και τούτο το «λίγο» είναι ολόκληρη η Ζωή – ναι, εγώ έζησα με εσάς μιαν ολόκληρη τέτοια, μέσα σ' εκείνες τις ελάχιστες ώρες μας που θα μείνουν για πάντα.) Να είστε καλά Άντρες.
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2017