(Εκ μεταφοράς από την "Αρένα Δικύκλων Αρένων" FB-page μου, 21.09.21)
To 'χω ξαναγράψει και πει: δεν θυμάμαι πότε ξεκίνησα να συγγράφω. Δημοσίευσα πρώτη φορά – επί πληρωμή φυσικά – το 1976, εκδόθηκα για πρώτη φορά – επί πληρωμή φυσικά – το 1985, πλήρωσα εγώ το τρίτο βιβλίο μου το 1995 – και έλαβα το κόστος και τα συγγραφικά μου δικαιώματα πίσω – και το 2013 πλήρωσα πανάκριβα το «τα τρία μι», δίχως να πάρω πίσω τίποτα απολύτως.
Απ' το 2014 που – παράλληλα με την ιστοσελίδα μου www.danisfotos.gr – απέκτησα Facebook, άρχισα να γράφω εκεί εκτενέστερα και ΔΩΡΕΑΝ εντελώς, βαθύτερα και δυνατότερα μα ΤΖΑΜΠΑ παντελώς, εις γνώσιν και πίστιν μου πάντα. Μέσα στην καραντίνα λοιπόν – που αποφάσισα να ξεκινήσω την «Αρένα» – επιδόθηκα σε μια πολύωρη και κοπιαστική, πλούσια δύσκολη και βαθιά, ξέφρενη έως φλύαρη, παραναλωματική και εξωπραγματική συγγραφή που – όσο και να πουν κάποιοι/κάποιες την παπαροπαπαρδέλα τους – ακούμπησε κι ακουμπά ΠΑΝΤΑ-ΒΑΘΙΑ κάποιους/κάποιες άλλους/άλλες.
Όμως.
Σε ΟΛΑ υπάρχει και επιβάλλεται ΕΝΑ όριο, αν όχι χώρου, οπωσδήποτε χρόνου. Κι ερχόμαστε στην ζωή – οι παθιασμένοι κι ευαίσθητοι, μορφωμένοι και απελέκητοι, τολμηροί και απεγνωσμένοι – ώστε το σημείο και τ' όριο, την γραμμή και την τάφρο ετούτη ν' αντιληφθούμε να σημειώσουμε, να σταματήσουμε να κοιτάξουμε, ν' αναμετρηθούμε και να την διαβούμε. Άλλοι τραγουδάνε μέχρι τον τάφο τους και άλλοι μονέδα κόβουνε απ' την γέννησή τους. Άλλοι δίκυκλο καβαλλάνε μέχρι τα βαθέα γεράματα και άλλοι, μόλις τούς πει το συζυγικό νουνί ή το θυγατρικό νινί «Δεν είναι τα μηχανάκια για σένα καλέ πια» – σκούτερ πάν' και ψωνίζουνε, βάζοντάς του ακράπες και «φούστες», εξαπίστονες και «μπικίνι φαίρινγκ», MP3 και ταττού γάμπας.
Tην «Αρένα» την δούλεψα και την πόνεσα, την σεβάστηκα και την τίμησα, την στήριξα και την κράτησα επί εννιά (9) μήνες – και δεν είναι τυχαίο ετούτο. Η «κύησή» μου αυτή στο τέλος της έφτασε, ώρα να γεννηθεί ο «επόμενος» – νέος ή γηραιός, άσχετο – Ντάνης. Το Facebook – όταν το «δουλεύεις» παθιασμένα και εσωτερικά, ερασιτεχνικά και πραγματικά, σχεδόν αποστολικά και όχι ξεχαρμανοπαιχνιδιάρικα – είναι ΠΟΛΥ δύσκολο, ΠΟΛΥ εθιστικό και ΠΟΛΥ απογοητευτικό. (Δεν είναι τυχαίο ότι τα Social Media είναι για γκόμενες και παιδάκια, ψυχανώμαλους και πελατάκια, αδέσποτους και νομίζοντες, συνταξιούχους προς εξάρτηση και νοικοκυρούλες σε απόγνωση, ινφλουένσερς αυτιστικές και τρανσόνια γκαρσόνια.)
Καθ' ό,τι με αφορά, είναι και θέμα ηλικίας πια, όσο κι απόφασης πλέον. Όταν φθάνω εγώ χαρούμενα και χαρμόσυνα στα «66» μου ΕΤΣΙ, θέλω να συνεχίσω ΚΑΛΥΤΕΡΑ και όχι ν' αρχίσω να φθίνω να κολλώ, να μανουριάζω και να επαναλαμβάνομαι, να σαλιαρίζω και να πέρδομαι συνεχώς κι αδιαλείπτως. Και θα δώσω κάτωθι τέσσερα τρανά-αγαπητά-εκλεκτά παραδείγματα, ώστε να μ' αντιληφθείτε εσείς και εγώ ν' απομακρυνθώ πρόντο ε σούμπιτο:
1/ Δεν θέλω να γίνω – στην χειρότερη – ένας Κώστας Καββαθάς, καθήμενος στα τσιγκούνικα εκατομμύριά μου να ζητιανοπαρακαλώ τούς τέως αναγνώστες μου, να πληρώσουν ΑΥΤΟΙ για να κάτσω ΕΓΩ και ΞΑΝΑ μπάστακας και αφεντικό, τσομπάνης και γκαουλάϊτερ, ξερόλας κουμανταδόρος και παραλής τσαμπουκαλής στο παλιό μαγαζάκι μου, να «τη λέω» εκ τού πληρωνόμενου-ασφαλούς ΠΑΛΙ στον κόσμο.
2/ Δεν θέλω να γίνω – στην απολύτως καλύτερη – ένας Ζάχος Χατζηφωτίου, ντυμένος στα άπαιχτα κοστουμάκια μου να εκλεκτολιγομιλώ στους νιόκοπους δημοσιογραφίσκους των free-press, να μυρίσουν αυτοί παλαιά αστική, μπεμπέδικη και μαμαδοθρεμμένη αστική τάξη, και-καλά ότι... «Τhose were THE days». Που αν δεν ήσουν κορτάκιας θείτσας σου και γκουβερνάντα γιαγιάς σου, δεν έβλεπες φράγκο-ως-χαρτζηλί', ούτε για τσιγάρα να πάρεις – άσε καπότες δε.
3/ Δεν θέλω να γίνω – στην χειρότερη – μια Γιάννα Αγγελοπούλου-Παρθένη-Δασκαλάκη, να διοικώ και να εκφέρω άποψη επί παντός τού πολιτικού, κοινωνικού, αθλητικού, οικονομικού, καλλιτεχνικού και προσωπικού επιστητού, να πληρώνει ο σύζυγος για να 'χει την ησυχία του και να χειροκροτάνε όλες οι «ματαιωμένες μήτρες» – ΜΟΝΟΝ εγώ ΤΟ λέω ΑΥΤΟ – για να κρύψουν τον φθόνο την ζήλεια τους. Και
4/ Δεν θέλω να γίνω – στην καλύτερη – μια Ζωζώ Σαπουντζάκη τού δίκυκλου, να με καλούν οι μοτολεσχειάρχες να διδάξω τις επόμενες γενεές, να με αποκαλούν οι θαυμαστές κι αυλικοί μου «Δάσκαλο», να μού πληρώνουν οι αναγνώστες κι αντιγραφείς μου τα δικά μου ποτά και να μένω στην επικαιρότητα εγώ εσαεί, την στιγμή που θα μου τρέχουν τα ούρα απ' το στόμα και τα σάλια από τον πρωκτό.
Ώπα.
Όταν μεγαλώνεις και όταν γερνάς – ασχέτως εάν «βγάζεις» εσύ ακόμα ένα ολοήμερο γκαζερό endurο, μια δίωρη καταπονητική Crossfit προπόνηση, περπάτημα και κολύμπια ατέλειωτα, ποτά και τσιγάρα μετρημένα μα γενναία – για την εποποιία τού σεξ δεν ομιλώ διότι, 1ον/ η αρμόδια λάκισε, αφού το μαλάκισε και 2ον/ ο αρμόδιος αναχωρεί, διότι δεν είναι μαλάκας. Ώπα, ξανά.
Τώρα που τα 66 μου πάτησα – και την έχω ήδη «ακούσει» απ' τα 65 μου – είπα να πάρω άλλη ρότα για μένανε, να δώσω άλλα πανιά στην ζωή μου και στην καρδιά μου, βοριά άγνωστο. Διότι: ΚΙ ΑΝ εγώ έγραψα-μίλησα, είπα κι εκφράστηκα, τύπωσα και εξέδωσα, μοίρασα χάρισα. Και με αποκορύφωμα και απόγειο την «Αρένα» μου/μας, έφτασε η ώρα που «στο καλύτερό» μου πρέπει εσάς και αυτήν – και εμένα κάπου – ν' αφήσω. Γιατί;
Διότι όταν είσαι εξήντα, τα εβδομήντα οράς καθαρά και στυγνά να 'ρχονται, και δε λέει να σέρνομαι έως εκεί πέρα. Με μόνη οπτική το αγαπημένο μου «69» – το σεξουαλικά απολαυστικό κι ηλικιακά μεθοριακό τούτο «69» – όπου θέλω να φτάσω να ακουμπήσω και να ξαπλώσω εκεί, να πιω και να ξεδιψάσω εκεί, από εκεί ει δυνατόν ν' απογειωθώ και να φύγω. «Οι καιροί ου μενετοί» είπανε, «εγγύς γαρ ο καιρός» συμπληρώσανε, «λάθε βιώσας» υπέγραψε ο Επίκουρος και «Will you shut the fuck up, for eleven seconds» κέντησε αποστομωτικά ο ποινικός αραπάκος, στην καταπληκτική και μοναδική ταινία THINGS TO DO IN DENVER WHEN YOU ARE DEAD.
To 66 είναι ένα χιλιοστό πριν τα εβδομήκοντα (YOU don't know what I mean) κι έναν αιώνα πριν το εξηνταεννιά (you know what I mean). Αν στα νειάτα ο Χρόνος κυλάει αργά, στα άτιμα – και διόλου «τιμημένα γηρατιά», αυτά τα συνταξιοδότησε παχυλά ώστε να τα αρμέξει εκλογικά ο Ανδρέας ο Παπανδρέου – κυλάει εκθετικά γεωμετρικά, καταρρακτωδώς νομοτελειακώς, φονικώς κι εξευτελιστικώς απολύτως. Κι εγώ τις «δουλειές» μου τις κάνω προκαταβολικά και από νωρίς, τοις μετρητοίς και επιμελώς, ωρίμως και ολικώς – προτού καν γεννηθούνε οι προθεσμίες, πριν έλθει τού τέλους το πλήρωμα, γελοιοποιηθείς την ώρα πού νομίζεις πως σε χειροκροτάνε...
Σταματώ λοιπόν την «Αρένα» ΤΩΡΑ που είμαι στο φόρτε μου, καθώς την λογοτεχνική μου γραφή την έχω κόψει απ' όταν εξέδωσα το «τα τρία μι» – και μπάι δε γουέη: Φίλοι πολλοί και φίλες ελάχιστες, από την «Αρένα» ΟΥΔΕΙΣ κι ΟΥΔΕΜΙΑ ενδιαφέρθηκε για ΑΥΤΑ τα ρημάδια «τα τρία μι» να μάθει να πληροφορηθεί τί επιτέλους-σκατά είναι. (Τα δύο (2) εκλεκτά παραδείγματα γαμάν εντελώς τον «κανόνα», δεν τον επιβραβεύουν ούτε καν τον επιβεβαιώνουνε – να 'στε καλά, δεν το γράφω για να πουλήσω αυτό που δεν «πωλείται» με τίποτα, όσα και όσο.)
Όταν έχεις πια μεγαλώσει, ΟΦΕΙΛΕΙΣ να μπεις στην ατομική και προσωπική ΣΟΥ σιωπή, αλλιώς τα ανωτέρω τέσσερα παραδείγματα των επώνυμων νεκροζώντανων και των διασήμων λαλίστατων είναι όχι μόνον απλώς απευκταία, αλλά ευθέως επιβαλλόμενα, (εάν δεν θέλετε να γελάει μαζύ σας και πίσω απ' την πλάτη σας ο αιωνίως μάλαξ κοσμάκης και ο βλάξ ο ντουνιάς.)
Τί λένε και επιμένουνε στις Υψηλές και Λεπτές Πολεμικές Τέχνες; «ENTER with etiquette, EXIT with etiquette». Σιώπησε πλέον όταν έχεις ΠΟΛΛΑ για να πεις και τον σκασμό βγάλε, όταν έχεις ΤΑ ΑΠΑΝΤΑ πει. Ανεξαρτήτως πόσοι και ποιοί, γιατί κι επειδή με διάβασανε, εγώ ό,τι είχα να δώσω έως εδώ – με το παραπάνω το πρόσφερα, ώρα είναι να κουνήσω με τούς μηρούς μου τον σκελετό τής μοτοσυκλέττας μου, ώστε να δω πόση βενζίνη και καύσιμο, πόσο αέρα αναστάσιμο έχει απομείνει στο ντεπόζιτό μου. (You dig what I'm sayin' homeboys?)
Όλοι μας είμαστε αξέχαστοι – εγώ τουλάχιστον δεν έχω ξεχάσει ΠΟΤΕ μου ΚΑΝΕΝΑΝ, γιατί επιπλέον δεν είμαι γκόμενα να κοιτώ να «φτιαχτώ», δίχως καααν τα ποδάρια μου λιγάάάκι ν' ανοίξω – κι έτσι δεν μένει παραπονεμένος και πονεμένος κανείς. Και μόνο το γεγονός ότι τα μάτια σου άνοιξες, μίλησες έγραψες, έκανες έρωτα και το ηλιοβασίλεμα θαύμασες – τούτα είναι ΠΟΛΛΑ και αρκούν ΗΔΗ.
Γι' ΑΥΤΟ λοιπόν λέω να πηγαίνω κι εγώ, αν όχι προς το κρεβάτι το σεξουαλικό (δεν με αντέχει ετούτο!), αλλά προς το ηλιοβασίλεμα το μαγευτικό (με ελκύει αφόρητα τούτο!) Και έχω αποφασίσει ΠΙΣΩ μου ΔΥΟ πράγματα να αφήσω: την γλώσσα και το μολύβι μου – ΑΥΤΑ ακριβώς που έως εδώ με έφεραν και μ' απίθωσαν, με σφαγίασαν και μ' αγίασαν, με προστάζουν και μ' υποστηρίζουν.
Στα ΜΙΚΡΑ πράγματα ελλοχεύουν και κρύβονται, θάλλουν και σπαρταρούν οι μεγάλες ΑΞΙΕΣ: ελάτε λοιπόν να χαρούμε τις τρεις τελευταίες μερούλες μας, λες κι είμαστε νύφες ακράτητες σε χάνυμουν, γαμπροί στο μπάτσελορ και κουμπαρούλες υγραμένες στο μοτέλ... αυτά τα σεξουαλικά υπονοούμενα να μην διέθετα και στην Ακαδημία Αθηνών θα 'χα την έδρα μου, μαζύ με τον Bαλτινό και την Σώτη – χαχαχα!
Kάθε τέλος λοιπόν είναι μία επομένη χαρά και κάθε αρχή απαιτεί ένα προηγούμενο τέλος. «We've been 'face-to-face'» λέει ο Ντενίρο στον Πατσίνο στο ΗΕΑΤ: εμείς επικοινωνήσαμε στην «Αρένα» σε τούτην την ατομική και προσωπική κύησή του ο καθείς – ώρα να κοιτάξουμε τούς απογόνους και επιγόνους μας, τί παιδιά φτιάξαμε και τί θα κάνουμε εμείς στην ζωή πια, μ' ομορφιά γενναιότητα και καρδιά, κουράγιο πίστη και καμμία ελπίδα.
Να είστε καλά, τα φιλιά στις εικοσιεννιά!
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2021