Ο Μεγάλος Στράτος Διονυσίου τραγούδησε πολλά άσματα, μα το «Μη διστάζεις καρδιά μου» για μένα είναι το εμβατήριο τής ζωής, το ωστήριο τού άντρα, το εισιτήριο τής ψυχής. Με μουσική κεντημένη απ' τον εξαίρετο Γιάννη Παλαιολόγου και στίχους σκαλισμένους απ' τον έμπειρο Ανδρέα Σπυρόπουλο, το τραγούδι αυτό τού 1981 μπορεί να πέρασε απαρατήρητο στην ένδοξη έναρξη τής ελληνικής ΠΑΣΟΚιάς, μα σε όσους τ' αυτιά δεν στουμπώσανε τότε από Ανδρέα κραυγές και δεν ψηφίσανε τώρα Αλέξη, κάάάτι επιμένει ακόμη και έχει πάντα να πει.
«Μη διστάζεις καρδιά μου / Μη διστάζεις προχώρα / Αφού έφτασ' η ώρα / Του χωρισμού» ξεκινά, κι από εκεί και μετά το τραγούδι κυλά σαν σιγανό ποταμάκι, λυρικό ασματάκι που μπορεί οι αλκοολωμένοι νταλγκαδιάρηδες με τούτο την πίστα πιάτα και άνθη να ραίνανε, μα κάποιοι το τραγουδάκι αυτό ύμνο τους το έχουνε κάνει, mantram χριστιανοϊνδουϊστικό, kōan ελληνοβουδδιστικό, refrain ισλαμοεβραίϊκο. (Αλλά έτσι όπως γράφω πλέον εγώ ουδείς με καταλαβαίνει, κι ας μου σφίγγουν όλο συγκίνηση το χέρι μετά λέγοντάς μου «μπράβο μεγάλε». Κι όταν ξαφνικά τούς ρωτώ «τί κατάλαβες μάι όουν;», εισπράττω άκρα των χειλέων σιγή και τάφου ακραιφνή ησυχία.)
(Έτσι λοιπόν, μετά τα ορεκτικά, στο κύριο μενού μπαίνω.)
Καλά τα μηχανάκια κι οι μοτοσυκλέττες μωρέ, καλές οι γυναίκες και τα πιπινάκια βρε, καλά τα λεφτά και τα δάνεια ωρέ μα άμα το πράγμα σιτέψει παλιώσει βρωμίσει, «αντίο Γλαρέντζα» που είπε κι ο Αβραμόπουλος. Σε τούτον τον πλανήτη άπαντα κατήλθαν και στήθηκαν όμορφα τσίλικα και ωραία: ορίστε τα δέντρα και οι καρποί, τα εργοστάσια κι οι κυλόττες, η Κιμ Καρντασιάν και ο Μπομπ Ντύλαν. Οι μοτοσυκλέττες και οι μπύρρες μαζί, η Μέρκελ κι ο Σόϊμπλε, οι μισθοί κι οι συντάξεις, ο Άσσαντ κι ο Πούτιν. (Χμμμ.) Η Ελλάδα είναι «έθνος ανάδελφον», η ελληνοορθόδοξη η Πατρίς είναι ο παράδεισος επί γης και τα πολυϋμνημένα Ντουκάτι είναι το δώρο τού Θεού στους θερμοπυρηνικούς μπαϊκεράδες. (Μπρρρ.) Η Ομάδα «'70ies-'80ies, μοτοσυκλέτες της καρδιάς μας» είναι η εμπροσθοφυλακή τού αγνού, παλλιακού και ανόθευτου μοτοσυκλεττισμού, η Λέσχη Κλασικής Μοτοσυκλέττας είναι μια ΕΛΠΑ μικρού κυβισμού και τα περιοδικά που «γράφουν για μηχανές», κάτι φυλλοροούσες φυλλάδες μοστράρονται για να κάνουν καρριέρα-τρομάρα τους κάτι φλώρια γραφιάδες και κάτι ινστρούχτορες άπλυτοι. (Τσκ, τσκ, τσκ.)
Τί είπε ο Αλαίν Ντελόν και παριζιάνικα έστριψε; «J'en ai assez" κι αλλού τις ματάρες του γύρισε, «I've had enough" γαλλιστί δήλωσε, «Ρε σάλτα πηδηχτείτε από το παράθυρο» την υπογραφή του στα ελληνοκαλλιαρντά άφησε και κλείστηκε στο κελλί του των Ηλυσίων πεδίων και από κει εμάς χαιρετά. Τί λοιπόν λέω εγώ και αρχίζω να κόβω με την μολυβδίνη ρομφαία μου; «Πάλι τα ίδια μωρέ;», και γι' αλλού τις σαγιονάρες μου έβαλα. «Δεν βαρεθήκατε τα ίδια και τα αυτά ρε;», την πήρα και την βακτηρία μου άρπαξα – για τους τρυφερούς φίλους μας ετούτα είναι το μπαστούνι και το σακκούλι τού ταξιδιώτη και πλάνητα, προσκυνητή και φυσιοδίφη – κι οσονούπω αναχωρώ γι' «ακρογιαλιές δειλινά» που είπε ο Τσιτσάνης. «Ως πότε παλικάρια, θα ζείτε στα ίδια μαλακισμένα στενά και μικρά, κοντά και πεσμένα, τσίπικα και στεγνά, φτηνά και ξεψυχισμένα;» υπέγραψα, έκλεισα το σπιτάκι μου και ανοίχτηκα στην πυκνή τής Μεγαλονήσου μας στράτα.
Ξεκινάει μια παρεούλα έναν καημό, μαζεύονται βαλανοτρίφτες και παίδαροι, στήνουν έναν εγώ-θεσμό και μετά ο όλος χαβαλές μετατρέπεται σε «Πανελλήνια Συνάντηση Μοτοσυκλεττιστών» και τρανή ΜΟΤΟΕ... Ξεκινάει μια παρεούλα ένα περιοδικό, μαζεύονται δύο θεοί, πέντε ήρωες και σαράντα χιλιάδες αναγνώστες, και μετά το όλο εργάκι επαγγελματικό καταντάει μια φουσκίτσα Βουλιαγμένης και Πτωχευμένης-γωνία... Ξεκινάει μια παρεούλα ένα διαδικτυακό σκηνικό, μαζεύονται ένας ιδρυτής και δεκαπέντε διαχειριστές, «γίνονται φίλοι» καμμιά δεκαριά χιλιάδες πονηροί και ανύποπτοι θεατές, και μετά – ψυχρή γνώμη μου, που προέρχεται από την θερμή γνώση μου – το όλον το ψυχικό σουρώνεται σε έναν ξεδοντιάρη καυγά υποκριτικό, έναν πολυλογά τσαμπουκά δοσιλογικό, ένα σαχλό «πάρε-δώσε» φθοροποιό που μου γυρνάει τα άντερα τούμπα...
Τί έγραψα στο προηγούμενο ακριβώς κείμενό μου «Γυναίκες παλιές και παλιές μοτοσυκλέττες»; Ε, το ακριβώς αντίθετο ισχύει στην Ελλάδα μας σήμερα και «ξαναστρώνω παρτίδα» για να μην σας βάζω στον κόπο εσάς, να ξαναδιαβάζετε τον πολυπράγμονα και δυσνόητο Φώτο. «Η Γυναίκα είναι Θεά κύριοι, το ίδιο εστί κι η Μοτοσυκλέττα». Ο άντρας όμως είναι Ο μαλάκας και πάντοτε, ο άντρας είναι Ο καθαρόαιμος τρόμπας που δεν μπορεί τον άλλον άντρα να ανεχτεί, (εκτός και αν είναι δίπλα του στην μάχη σώμα-με-σώμα και συμφέρον έχει επιβίωσης). Καλές οι παλιές μοτοσυκλέττες, καλό κι άγιο το γκαραζάκι όπου μέσα του κοινωνεί ο συνταξιούχος «τα άγια των αγίων» του πια, (αφού τον στέγνωσε και τον σαφράκιασε η ξηρά και κλειστή πλέον σχισμή). Τον οποίον μίστερ και μουστερή δεν τον αφήνει αυτή να πλησιάσει το θηλαστικό μπουκαλάκι του με το Scotchέζικο και Κentuckειο νέκταρ, αλλά ξεζουμισμένον και άπνου τον στέλνει στην λαϊκή και τον βάζει τις σερβιέττες της – που της είναι και άχρηστες – να της σιδερώνει. (Τα είπα άπαξ και δεν θα επαναληφθώ εδώ.) Οι γυναίκες κύριοι είναι θεές όσο ακριβώς και τούβλα τελείως, ο άντρας όμως είναι Ο μαλάκας αιώνων απέθαντος και καρριέρα σε «πούστη» την σήμερον μέραν μάς στρώνει. (Και να 'ταν και ομοφυλόφιλος ευθαρσώς – μπράβο του, μα σε χιπστεροφλωρά εξελίσσεται και βοά, ως πονηρεμένο αντράκι τσαχπίνικο κορνάρει εντελώς δυνατά και μας τα 'χει κάνει «τσουρέκια» - που λένει κι οι φίλοι μου οι bevelόβιοι κι αγαπητοί Panigaloθρεμμένοι.)
Γιατί βρε μαλάκα άντρα δεν μπορείς απλά να χαρείς την ζωή την στιγμή, και πρέπει όλο μαλακίες να κάνεις; Γιατί βρε παλινδρομικέ δεν μπορείς να σταματήσεις το πουλάκι σου να αντλείς, και πρέπει με το ζουμάκι του όλα να τα καλύψεις; Γιατί βρε αυνάνα δεν μπορείς να ξεκουράσεις και λίγο την συνήθη αυτολατρεία σου και τον επαναληπτικόν αυτοθαυμασμό σου απ' το να μας λεζαντάρεις συνέχεια ιδιοκτησία λεφτά, μαγαζιά και κονέ, παρόλες συμφέροντα και μας έχεις γανώσει τα ώτα; Από πού να τα πιάσω ΞΑΝΑ τα αίσχη ετούτα τα ελληνικά, και να μην πάω μετά για συναισθηματικό πήλινγκ και ψυχική έκτρωση;
Είπαμε κάποτε να παίξουμε με τα παλιά μηχανάκια και σηκωθήκανε τα μικροτσούτσουνα "πρόσωπα" και μας πνίξανε στις ατάκες και τις μπηχτές, στους εγωισμούς και τα φλάμπουρα, στις εξυπνορουκέττες και μαλακοτάπες. Τί έχει πει ο φίλος μου ο ταπεινός λαστιχάς; «Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΟΥ ΜΑΛΑΚΑ» και ορθότερη ατάκα απ' αυτήν δεν έχει κυκλοφορήσει, κι ούτε πρόκειται να. Κι επειδή όλοι θα την διαβάσουνε, ελάχιστοι όμως θα την κατανοήσουν κι ακόμη λιγότεροι θα την καταπιούν και θα την χωνέψουνε, την εξηγώ αύτανδρη πρόντο: Η Ελλάδα κύριοι δεν κατασκευάστηκε απ' τον όποιον Μεγαλοδύναμο για να έρχονται οι τουρίστριες και να μας μαδάν το μουστάκι μας, για να παρκάρουν εκεί το ξανθό τους αιδοίο. Η Ελλάδα κύριοι δεν στήθηκε για να μας πάρουν οι Τούρκοι πετρέλαια και να εγκαινιάσει ο Ερντογκάν τζαμί στου Μαξίμου. Η Ελλάδα κύριοι δεν ενεδύθη οικόπεδο γωνιακό ημιϋπαίθριο ώστε να κάνουν τρελλά και ασύλληπτα λεφτά τα ανορίωτα Ελληνάκια τα τελευταία τριάντα χρονάκια.
Η διόλου-γενναία κι εντελώς πουτανίτσα Ελλάς απ' τον Παντοδύναμο και Πανάγαθο φτιάχτηκε για να μαντρώσει Εκείνος εδώ τον ΠΛΕΟΝ μαλάκα, τους ΠΛΕΟΝ μαλάκες – κι αν σας ρωτήσουνε ποιός το είπε αυτό, απαντήστε τους ο Φώτος απ' την Κυψέλη. (Ρε «άι σιχτίρ» η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να πει μα δεν την αφήνει ο Λούθηρος κι ο Ρουσσώ, ο Ντελακρουά και ο Καντ, ο Καραμανλής κι ο Ντ' Εσταίν.) Έσπειρε ο Θεός τούς Κινέζους στην Ανατολή, τους γλυπτούς μαύρους στην Αφρική, τους Ινδιάνους-σε-καπιταλιστές στην Αμερική, έναν Τζων Μπρίττεν στην Αυστραλία ακούμπησε, την Θάτσερ με κάτι βεργολυγιστούς λόρδους στα Μπρίτις Άϊλαντς τοποθέτησε κι ευτυχώς, την Κατρίν Ντενέβ με την Μόνικα Μπελούτσι στην Ευρώπη αγαλματοποίησε και πνοή θηλυκή τούς εμφύσησε, ώστε να έχω να τον παίζω εγώ έως ότου πεθάνω.
«Το περιβόλι τού μαλάκα απέθαντου» είναι κύριοι η Ελλάς κι όπου γυρίσετε το ματάκι σας, θα σας κάψει η πονεμένη επιβράβευση και απλή πιστοποίηση τούτου. Έχω εγώ ένα Laverdάκι π.χ., μοιχείας σεξουαλικό το βοήθημα; Και τί δεν έχω ακούσει! Έχει ο Μαριολόπουλος π.χ. τέσσερις ορόφους τίγκα στο παλιοκαίνουργιο μηχανάκι; Και τί δεν του σέρνουνε! Έκανε το περιοδικό ΚΟΚΟ π.χ. την γκαγκανοειδή εποποιία του; Και τί συμφέροντα φανερά και συμβόλαια μυστικά οι αναλφάβητοι ρέκτες δεν ανακαλύψανε πάλι! Έσκασε στην πιάτσα η Ομάδα «'70ies-'80ies, μοτοσυκλέτες της καρδιάς μας» π.χ.; Και τί καρδερίνες αδέκαστες και πατριαρχικοί τσαλαπετεινοί δεν σκαρφίστηκαν, προκειμένου να την λοιδορήσουν! (Όχι πως δεν τα θέλει κι ο κώλος της αυτηνής – «να τα λέμε κι αυτά» που ριμάρουν πεθεροναζιάρικα τα πιτσιρίκια.)
Σαν το ελληνικόν ίδιον τής ανθρωποφαγίας και του διχασμού, δεύτερο στην Γη δεν υπάρχει. (Γι' ΑΥΤΟ ρε δεν κατεβαίνουν ΕΔΩ οι Αρειανοί, καθώς έχουν πλήρως αντιληφθεί τί κοπροκουμάσια άπαντες είμαστε κι επειδή είναι «ανωτέρας ευφυίας» αυτοί κύριε Γιάννη μας, την κάνανε γι' αλλουνούς γαλαξίες.) Το ελληνικόν ίδιον τής παρόλας και της ρουφιανιάς, του «σε γλείφω μπροστά κι από πίσω σού καρφώνω λεπίδια», εδώ αποκλειστικά-ξεχειλιστικά έκανε μαύρο παρά με άσπρη ουρά. Το ελληνικόν ιδιώνυμον τού «δημοκρατία έχουμε, γι' αυτό θα σας πω εγώ τί θα κάνετε σείς» μετέβαλε την πισίνα την σαρωνικιώτικη τούτη τής Μεσογείου σε βόθρο Ψυττάλειας και-βάλε, σε χωματερή Λιοσίων και-πρόσθεσε, σε ΧΥΤΑ αυθαίρετο-περγκολέ όπου ψωμίζονται και χύνουνε όλοι.
Εν αρχή ην η Μοτοσυκλέττα. (Καλάάά.) Μετά το αντικείμενο διαιρέθηκε σε «ευρωπαϊκή-ιαπωνική». Μετά το μπουρδέλλο γκρεμίστηκε σε «καινούργια-παλιά». Κατόπιν η τσατσά σκίστηκε σε «Ομάδα ή Λέσχη». Και τελικά η τσούλα τ' ανάσκελα διαμελίστηκε σε «παρθένα-πουτάνα» κι έκτοτε αναζητείται απ' τον παλιό ΕΡΥΘΡΟ ΣΤΑΥΡΟ η λογική κι η αγάπη, το μεράκι κι η μπέσα, το αντριλίκι τα παντελόνια το σώβρακο, η ευθεία κουβέντα, το κοίταγμα στα μάτια βαθιά και η θερμή, δυνατή χειραψία. Άλλος για το προεδριλίκι διψά, άλλος το μπινελίκι κεντά, άλλος για τζιβιτζιλίκι ψοφά και όλοι μαζί ανοίγουνε φύλλο λεζάντας. Άπαντες ομιλούν διαρκώς, μα και να λέγανε τίποτα - θα 'χαμε σκίσει εμείς οι ίδιοι την Βίβλο. Πολύ περισσότεροι επιθυμούν να πεώσουνε ό,τι περπατά και να καβατζώσουνε ό,τι τσουλά - μα και να μπορούσανε επιτέλους να κάνανε τίποτα, εμείς θα 'χαμε trannies τρανές στο λεπτό γίνει. (Γειά σου ρε Ντάνη ΦΩΤΟ αγέραστε, ΑΥΤΟ είναι κείμενο σαν τα φλογερά τα δικά σου παλιά, τότε που τρέχαν οι αναγνώστες σου-ωραία παιδιά στα περίπτερα, σε διαβάζανε μονορούφι και με τις πιπεράτες-καυλάτες ατάκες σου τούτοι πηδάγαν. Τότε που η ζωή δεν ήτανε στενεμένη πικρή, πολιτικώς ορθή και αριστερώς ευνουχιστική, κοινωνικώς πολυσυλλεκτική και οικογενειακώς ξεκωλοπιασμένη. Τότε που τα νειάτα είχανε τσαγανό, κάνανε πάντοτε μαλακίες μετά ενώ τώρα τις ίδιες μαλακίες κάνουνε τα πουρά και μία «συγγνώμη» δεν στάζουνε, δεν μπορούνε να πούνε.)
Ρε πάτε καλά; Η βλαμμένη-ντιπ χώρα αυτή έχει ΤΟΥΤΟΝ πρωθυπουργό, κι εσείς ακόμα για μηχανάκια και για σελιδούλες ο ένας τον άλλον δαγκάτε; Ρε είστε καλά; Η βουλιαγμένη-καταντίπ χώρα αυτή έχει ΑΥΤΟΝ ως υπουργό Οικονομικών, κι εσείς καρφώνετε ο ένας στου άλλου την πλάτη ζυμάρινες σπιουνιές και Συγγρού τακουνιές; Ως πότε ηλίθιοι μικροέλληνες θα τσαλαβουτάτε στους δειλούς λεκτικούς εμετούς σας; Επειδή ένα δικυκλάκι εσείς καβαλλήσατε, νομίσατε ότι σας «τα άνοιξαν» η Ζωή Κωνσταντοπούλου και η Μοάνα Πότσι μαζί; Επειδή εσείς ένα νταλγκαδάκι τού παρελθόντος σούργελο σκουριασμένο κουτσοβιδώσατε, νομίσατε ότι σας ευλόγησε προσωπικώς ο αναστηθείς Σοϊτσίρο Χόντα μπάι δε νέημ οβ Λάζαρος, μετά του εσταυρωθέντος Φαβίου Ταλειώνει; Ρε πόσο κοντή πρέπει εσείς να την έχετε – και γι' αυτό συνεχώς εσείς ΕΞΩ την βγάζετε δείχνοντάς την στους άλλους, προπαντός για να ΜΗΝ την δείτε εσείς – ώστε μ' αυτήν την δίτροχη λωλή την δίμπαλλη πουλή ν' ασχολείστε συνέχεια, τρομάζοντας κάτι κόττες λιράτες και παγώνια ξεκούδουνα τροφαντά; Ένα Varadero η HONDΑ π.χ. έφτιαξε, κι οι κονιόρδοι οι Έλληνες τρία (3) Varadero Club έχουνε στήσει. Μία εικοσαετία ροδάτης χλιδής η Ελλαδίτσα μας γνώρισε, και στήσαν στο σούμπιτο οι μαγκίτες οι Έλληνες δεκατρία (13) περιοδικάκια. Άντε πες ότι διακόσια συμμαχικά κι άλλα εκατό «αξονικά» δίκυκλα μετά τον Πόλεμο ο Πόλεμος άφησε, και στήσαν τα γατόνια οι Έλληνες δέκα (10) λέσχες και μαγαζιά «κλασικής μοτοσυκλέτας», σε τόσο χρόνο dt όσο κρατά ένα βραχνό κλάσιμο σκέτο. (Χαχαχα, για γέλια είστε ακριβώς, έως κλαμμάτων βεβαίως.)
Και σκάει στο απέριττο και το γαλανόλευκο αίθριο ο Ζούκερμπεργκ, στήνει πλανητικώς στο Διαδίκτυο το σπηντάτο το Facebook κι έχει φυστικωθεί και η πλέον αγάμητη, έχει εκτραχυνθεί και ο πλέον μαλάκας, έχει σαλιώσει μπάμια και ο πλέον κολιός, έχει γίνει φιρμάρα κι ο γωνιακός κιντ-γειτονιάς με το GLX το παπάκι. Ρε συνέλληνες, είναι δυνατόν να είσαστε ΤΟΣΟ-ΦΙΡΜΕΣ-ΑΠΑΝΤΕΣ; Τότε ποιός μαζεύει μωρέ τα σκουπίδια σας και ξεσκατώνει τα γηρατειά σας; Ποιός πηδά τις γυναίκες σας, την στιγμή που εσείς ξοδεύετε και την τελευταία ικμάδα δυνάμεων για να κοντύνετε π.χ. τον «εύζωνα» ή να ψηλώσετε π.χ. τον «γεροφαρμάκη»; Ποιός φυλά τα περήφανα και αδούλωτα εθνικά σύνορα, όταν εσείς ναυλώνετε «αεροπλάνα και παπόρια» για να ψωνίσετε στον Τούρκο «κουμπάρο» φτηνά δερμάτινα και ν' αρμέξετε προσφυγάκια αβέρτα;
Υπάρχει μωρέ όριο στην ελληνική σιχαμάρα και σιχασιά; (Όχι ρε, δεν μιλώ για Χασιά, το νου σας όλο στις μπριτζόλες τον έχετε, στα κοψίδια. Όπου μου σκάτε αθλητικοί με τις φόρμες και τα πανάκριβα Marathon-running-shoes, για να σαβουρώσετε χοληστερίνη και νικοτίνη, να ψεκάσετε ξινόπικρο σχολιασμό για την κάθε ξέκωλη μπατανόβουρτσα και για το κάθε γκάμπριο αγορασμένο με δάνειο, που όπου να 'ναι θα σβηστεί, αφού έχει ήδη «φλογοκοκκινήσει».) Μ' αυτά και μ' ετούτα ο μικρούλης, άσημος και αδύναμος Ντάνης ΦΩΤΟΣ στην σπηλιά τής Κυψέλης του σφήνωσε και δεν πρόκειται από κει ξανά να εμφανιστεί, για να γράψει. Τί να γράψω μωροί, που δεν έχω ΗΔΗ γράψει τα τελευταία σαράντα (40) χρόνια μωρέ και να γίνει ΚΑΤΙ ρε, στο Ελλαδιστάν το μαλακισμένα μπατιρημένο;
Ο Άλκις Τσιλιώτης όλο «πνευματικό» με αποκαλεί κι εγώ κάθε φορά που τ' ακούω, με πιάνει ένα σύγκρυο. Όχι γιατί του Άλκι η ψυχή δεν είναι γεμάτη αγάπη, αλλά γιατί ο Ιωσήφ(!) Γκαίμπελς απ' τον κολοφώνα τής δόξας του είχε κάποτε γράψει: «Όποτε ακούω λόγια αγάπης, παίρνω το πιστόλι μου.» (Και ουδεμιά σχέση έχει με τον Άλκι αυτός, όπως και οι αγάπες των δύο διαφορετικές εννοούνται και είναι.) Τί να την κάνω εγώ την αγάπη μωρέ, άμα ο «νονός» δεν πλακωθεί στα φιλιά – με γλώσσα και κρεμμύδι απ' το διπλόπιττο – με τον «δηλητηριώδη γεράκλα»; Τί να την κάνω την αγάπη «μαέστρο» μας, άμα βλέπω τα μάτια τού Γ. Β. δάκρυων έμπλεα, που αφορμή να μας πνίξουνε ψάχνουν; (Το έχω ΗΔΗ εγώ από ετών ΚΑΙ ΑΥΤΟ πει: «ΕΔΩ είναι η πίστα, το ντότζο και ο ναός, ΕΔΩ είναι ο πόνος το σκότος και ο καημός, ΕΔΩ είναι η αγάπη, η ανάταση και το φως λυτρωμού μας.»
Ρε αιώνων ατελείωτων τυφλοπόντικες, ΔΕΝ είναι η ΑΓΑΠΗ ρε το ζητούμενο, μα τα ΔΑΚΡΥΑ που δεν έχουν ΑΚΟΜΗ κυλίσει! Τί έγραψε κι «έγραψε» ο πανμέγιστος ιατρός σωμάτων-ψυχών Ρούντιγκερ Ντάλκε; (Κάντε ένα δώρο ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ στον εαυτό σας και πληκτρολογήστε το όνομά του αυτού, αντί για car.gr και youpοrn συνεχώς, θα με ευλογήσετε όταν με θυμηθείτε.) «Το γλαύκωμα οφείλεται σε δάκρυα που δεν κύλισαν και σε συναισθήματα που δεν εκφράστηκαν» κι εγώ που πάσχω από γλαύκωμα χρόνια κι έχω χάσει την μισή μου όραση, σας διαβεβαιώ και το σφραγίζω αυτό ότι ΑΠΟΛΥΤΩΣ ισχύει. Αλλά ΤΕΤΟΙΟΙ ισχυροί κι ικανοί άντρακλες οι Έλληνες-οι μικροέλληνες-οι ελάχιστοι έλληνες είναι και ήσαντε, ούτε στο νυχάκι τής παραμικρής εκδιδόμενης πόρνης δεν φτάνουν. Γιατί τούτη – balls or no balls – έχει το θάρρος ή την απόγνωση να εκδίδεται, οι μαλάκες ετούτοι όμως κρύβονται πίσω από λερές παρόλες και λόγου σχήματα, πάρτη-τους μόντες και κονέ οφιοειδή, τηλεφωνήματα-στρατηγήματα για να πέσουν μιαν ώρα αρχύτερα μέσα στο παχυλό Βατερλώ τους! (Που υποθέτουν ότι αποκλειστικά και μόνο για τους άλλους «μαλάκες» αυτοί σκάβουνε, ενώ απλώς καρφώνουν κι επετειακή μαρμαρόπλακα τάφου από πάνω τους οι αμάθητοι και ευφάνταστοι χάνοι...)
Και μια κι εγώ απ' τα παλιά/κλασικά μηχανάκια από χρόνια αναχώρησα – γιατί ουσιαστικά «θεσμικά» ποτέ μου δεν έκανα την στοιχειώδη μαλακία ν' ανήκω – σάς ερωτώ: Τί έχετε ρε να κερδίσετε κι έχετε χωριστεί σε γιαπωνεζόφιλους κι ευρωπαίους; Σε Ντουκατάκηδες και σε Καβασάκηδες; Σε νικαιώτες "καρδιακούς" και σε κρητικούς "καστομάκηδες"; Σε ιδιώτες-συλλέκτες και σε συλλεκτικούς ιδιώτες; (Επίτηδες δεν παραθέτω ονόματα γνωστά-άγνωστα, εκλεκτά-άχρηστα, αγαπημένα κι αδιάφορα, καθώς άπαντα στημένα προσωπικά είναι.) Να σας δώσω λοιπόν εγώ το ζουμί που ο μάγος-δρυίδης τού Αστερίξ ο Πανοραμίξ – αυτός που τα πάντα ορά και τα κάνει τελικά μιξ – φτιάχνει: Όλοι εσείς που ψοφάτε κι ανήκετε, ΔΕΝ θέλετε να ανήκετε παρά ΜΟΝΟ ώστε τους άλλους σαν χαλί να πατήσετε, για να φανείτε οι ίδιοι. (Τέλος.) Όταν σε ένα γλυκό παρεάκι εγώ βροντοφώναξα «υπάρχει συμφέρον», άκρα τού στημένα-σεπτού επιταφίου σιωπή έπεσε και αφρίσαν οι Coronίτσες! Πάντα υπήρχε και θα υπάρχει ΣΥΜΦΕΡΟΝ κρυφό και ανθρώπινο, τυφλό και κουτό, τεχνηέντως ποδηγετούμενο και ψυχικώς αλυσοδεμένο – γι' αυτό η χώρα αυτή, αντί να είναι ο παράδεισος επί γης, είναι του επιτυχημένου μαλάκα το σιχτίρι μποστάνι. «Με ό,τι καταγράφουν οι κάμερες τού μυαλού του ο καθείς προχωρεί» – είναι μια ακόμη δική μου ατάκα πανέμορφη, σοφή κι εντελώς άγνωστη – γι' αυτό και το ομαδικό/συλλογικό/εθνικό παλάτι σε οντά μπουρδελλέ τού πασά έχει συρρικνωθεί, έχει συσταλεί, έχει τελειώσει.
(Στου αγίου Διονυσίου το άσμα λοιπόν το διδακτικό ταχέως επανακάμπτω.)
«Μην πιστέψεις καρδιά μου / Αν θα δεις κάποιο δάκρυ / Στων ματιών της την άκρη / Μη λυπηθείς» και το προσπερνάω σαφώς και σοφώς ασχολίαστο τούτο, ο καθείς να βάλει στο μπλέντερ τούς όρχεις του και να πιεί το ζουμί τους, (αν έχει αρχή-ίδια). Μα στέκομαι στο τελειωτικό το επόμενο ρεφραινάκι αυτό: «Εσύ καρδιά μου να μην κάνεις πίσω / Αν θα με δεις εμένα και δακρύσω / Μη μετανιώσεις γι' αυτό» και ΕΔΩ κύριοι το ανωτέρω ζουμί όρχεων στυμμένων ισούται και συμποσούται. Καθότι προσωπικώς με αφορά, δεν έχει μείνει ζουμί μέσα μου άλλο. Χυμός ή χυλός, αίμα ή λέμφος, ούρα ή ίδρωτας. Όταν με συναντούν άγνωστοι και διερωτώνται γιατί έχω απομείνει ο μισός, τιμώ και φτύνω ταυτόχρονα, γελώντας τρανά με καυτά δάκρυα να τρέχουν απ' τα στερεμένα μου μάτια. Κι απαντάω:
«Ευλογώ που γεννήθηκα σε τούτο το πυρπολημένο γωνιακό περβόλι, το άνυδρο. Καθώς εδώ είναι η έρημος ψυχική, η φλόγα η κουτή, η θαμμένη σοφία. Εδώ τα χειρότερα ελαττώματα των ανθρώπων είναι σε έξαρση, εδώ η ενδοφαγία έχει γίνει συμπόσιο και εδώ τα κόπρανα συσκευάζονται και τροφοδοτούν νηπιαγωγεία, να μεγαλώσουν με τούτα οι νέες γενιές. Όποιος εδώ μπορεί και θ' αντέξει να φτάσει στο τέλος του, και να κάτσει μάλιστα να το απολαύσει αυτό, εδώ και θα αμειφθεί – ΟΧΙ σε νόμισμα, μα σε οβολό ψυχικό υπαρξιακό σκέτο.» Και δεν μιλάω με γρίφους γέροντα, ούτε καθηγητικό ραμολί είμαι. Όσο ακόμα εμέ μού «σηκώνεται», όταν βράζει η όποια παρέα από σιχαμερά κουτσομπολιού σχόλια, εγώ θα πετάγομαι όρθιος και ουρλιάζοντας θα παλαμοκροτώ ένα ολόκληρο πούλμαν που με πύρκαυλες πιτσιρίκες περνάει. Γιατί ΑΥΤΟ είναι μωρέ για εμέ η Ζωή, τα άλλα είναι εγωισμοί που στα παιδιά τους οι λογής επώνυμοι στραπονάρουνε, ψήφοι που οι συνταξομισθοσυντήρητοι νεοέλληνες μονίμως ντηλάρουνε και σαχλαμαροειδείς τσιχλόφουσκες που πεσμένα και στερεμένα πέη επιμένουνε να πλασάρουν.
Τί έχω επιπλέον εγώ πει; «Πίσω από κάθε άντρα 'παλιό' κρύβεται μια κουφάλα, δίπλα από κάθε άντρα 'παλιό' κρύβεται μια κουκλάρα και μέσα σε κάθε άντρα 'παλιό' κρύβεται ένα παιδάκι». Και με τούτην την ακόμη-μία ατάκα μου – που εμένα μού πήρε μισόν αιώνα τουλάχιστον να ζυμώσω, για να φτάσω να την στάξω εδώ – κλείνω την τωρινή συγγραφική και ζωντανή παρουσία μου στην Ομάδα «'70ies-'80ies, μοτοσυκλέτες της καρδιάς μας». Καθώς ήλθε η άνοιξη και οι αγροί με τραβούν, τα δένδρα ήδη μού ψιθυρίζουν ερωτικά, οι γιαλοί μαλαγανιάρικα εμένα με γλύφουν. (Κι απείρως εγώ πια προτιμώ των αψύχων το «γλύψιμο», απ' των εμψύχων τα ντήλια, το χειροκρότημα ή το ρουφιανιλίκι.) Η πήρα είναι το δικό μου σακκίδιο, η βακτηρία είναι το δικό μου μπαστούνι από πουρναρόξυλο, τα σανδάλια μου είναι έτοιμα να αφήσουν τα δικά μου τελευταία τα ίχνη. Εκεί που άνθρωποι δεν υπάρχουνε, λέξεις δεν ακούγονται πλέον. Εκεί που της νύχτας ατέλειωτης είναι η μόνη πνοή, εκεί όπου το κρύο σε κάνει να μαζεύεσαι σε εμβρύου στάση κι αναμονή, το χάραμα βασανιστικά κι αγωνιωδώς αργεί πάντα. (Κι επειδή το ΕΚΕΙ είναι πάντοτε άγνωστο, γι' αυτό είναι για λίγους. Κι επειδή το ΕΚΕΙ είναι πάντα τρομακτικό, γι' αυτό για ελάχιστους είναι. Κι επειδή το ΕΚΕΙ είναι προπάντων θεόσταλτο, γι' αυτό αποκλειστικά για έτοιμους είναι.)
Καλό Πάσχα σ' εσάς, καλό καλοκαίρι σε όλους, καλά σαράντα και σε αυτούς που παρκάρουν τα μαραμένα μικρά, ξινά και ξενέρωτα θωρηκτούλια τους στον μαγαρισμένο μπιντεδάκο μας τούτον. Κι επειδή παραμένω ασυγκράτητος και αστείρευτος, ορίστε για τελευταία φορά ένα ύστατο δάνειο από τον Μέγιστο Διονυσίου, απόλυτα επίκαιρο σε βαθμό εγκαύματος και κλαυθμού τεθνεώτος: «Αφού είσαι ωραίος και μετράς / Γιατί να τη θυμάσαι / Κάν' την αντικατάσταση / Και πάλι μάγκας θα 'σαι.» Και τούτο ισχύει για μηχανάκια ή γυναικάκια, πουροπαιδάκια που τον Τσακ Νόρρις μάς υποδύονται και παιδοπονηράκια που ενώ στέκονται σ' άμβωνα, κατά βάθος και κατ' ουσίαν να στήσουν περίπτερο θέλουνε, αλλοτρία πραμάτεια στα μανταλάκια για να κρεμάσουνε, μπας και σταθεί κάνας ξέμπαρκος και φτιαχτούν υπέρ πάρτης. (Άϊντεεε...)
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2017