Κάθε αναδρομή στο παρελθόν είναι από εύκολη έως εθιστική, από αυνανιστική έως ψυχαναλυτική. Κάθε προσφυγή στο παρελθόν είναι από αναπόφευκτη έως απαγορευτική, από εθελότυφλη έως τιμωρητική. Και κάθε επιστροφή στο παρελθόν είναι από παγιδευτική έως μάταιη, από ανακουφιστική έως περιττή, είτε αφορά σε υλικά πράγματα, είτε αφορά σε ζωντανά άτομα. Είτε αφορά σε μοτοσυκλέττες-πρόσωπα-περιοδικά, είτε αφορά σε αντικείμενα-ανθρώπους-επιχειρήσεις μοτοσυκλέττας. Παλιοσίδερα ή λατρεμένα φετίχ (οι πρώτες), μορφές τού χώρου ή μνημειώδη δεν-βάζω-επίθετα (τα δεύτερα), ιλλουστρέ εγκυκλοπαίδειες ή εγωισμών φέϊγ-βολάν (τα τρίτα). Αλλά προτού τις/τα πάρω ένα-ένα με την σειρά, ας μείνω λίγο στην έννοια κι αξία τής λέξης «παρελθόν», γιατί κάτι περισσότερο και βαθύτερο θέλω να πω:
Το παρελθόν είναι το ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο τής μετοχής αορίστου β' τού ρήματος παρέρχομαι, αυτού δηλαδή που σημαίνει ότι κάποτε ήλθα, έκατσα-έρανα-έκανα και μετά έφυγα-αναχώρησα-τήν ξανά «έκανα» κανονικά και σύμφωνα με τον Συμπαντικό νόμο. Ο-ρι-στι-κά κι α-με-τά-κλη-τα, φινίτο ε μπάστα. Όποιος νομίζει ότι μπορεί τον παναιώνιο – όχι τον ΠΑΝΙΩΝΙΟ βρε – τούτο νόμο να αψηφήσει και να γονατίσει, ν' αντιπαλέψει και να προσπεράσει, όχι μόνο πλανάται πλάνην οικτράν, μα όπου να 'ναι του τελειώνουνε τα τσιγάρα. Κι ο αναπτήρας μαζί.
Ήλθες κύριε; Έζησες κύριε; Μας τα έπρηξες κύριε; Ε, ορίστε και η ώρα να φεύγεις. (Όχι να γλυτώσουμε τόσο εμείς από εσέ, όσο να γλυτώσεις ΕΣΥ-ΑΠΟ-ΣΕ και πρόσεξέ το ετούτο.) 1ον λοιπόν: Κατασκευάστηκε εκείνη η μοτοσυκλέττα; Κέρδισε νίκες λαμπρές σε αγώνες και σκότωσε κοσμάκη αβέρτα στους δρόμους το μηχανάκι; Ε, ήλθε το πλήρωμα τού χρόνου ν' αναπαυθεί η δαφνοστεφής-μοσχοπωληθείσα και κόλλυβα-μοιράσασα δίτροχη στο μουσείο. 2ον επιπλέον: Αναδείχθηκε αυτός ο αγωνιζόμενος, δεξιώθηκε εκείνος ο λεσχιάρχης, μοσχοπούλησε ο άλλος ο έμπορας, λατρεύτηκε ο μουτζούρης ο προτελευταίος, καναλάρχης-επιτέλους έγινε και ο εκδοτάκος; Ε, η κλεψύδρα άδειασε κι ο πρώτος κακογέρασε, ο δεύτερος τέζαρε, ο τρίτος περίπτερο άνοιξε, ο τέταρτος ξεμπάζωσε κι ο τελευταίος κρύβεται απ' τους πιστωτές του. 3ον τελικώς: Τυπώθηκε και κυκλοφόρησε, γοήτευσε κι απογοήτευσε, μπινελικώθηκε ή αποθεώθηκε το τάδε περιοδικό; Ε, επέστη καιρός που φαλίρισε κι έκλεισε, τα βρόντηξε το αφεντικό και ξενοδούλεψε το προσωπικό, γέμισε το Μοναστηράκι από glossy χαρτούρα και μείναν στην πιάτσα αυτά που στην πείνα αντέξανε. Δόξα τω Υψίστω – για όσους δεν πιστεύουνε καν – το τέλος εκάστου αντικειμένου ή ανθρώπου ή επιχείρησης ευτυχώς κάποια στιγμή είναι οριστικό κι αμετάκλητο, σφραγισμένο και μη διαπραγματεύσιμο – αλλιώς θα κυκλοφορούσαμε ακόμα στις πίστες και τις πιάτσες με Φλορέττες, Πρόεδρο Δημοκρατίας τον Σπυριδόπουλο θ' αναγορεύαμε και θ' αντικαθιστούσαμε την "Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως" με την «Μοτοτεχνική Επιθεώρηση»! (Αμήν και πότε, και στα τρία!)
Πάμε λοιπόν μία σύντομη και βαθιάς-τομής βόλτα στις δεκαετίες '70-'80:
Α) ΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΤΕΣ
Κατ' εμέ, δύο ήταν μόνο οι μοτοσυκλέττες που τα ξεκίνησαν όλα: η Honda CB 750 (1969) και το Yamaha 250 DT1 (1968). (Για να είμαι ειλικρινής βέβαια και εάν θέλω να πάω πιο πίσω θα πρέπει να αναφέρω ένα κάρρο άλλα δίτροχα, προεξάρχοντος του «παπιού», μα δεν θα το κάνω.) Ναι ξέρω, πρώτοι οι Εγγλέζοι μοτοσυκλεττάρες κατασκευάσανε, μα μας πρήξαν εμάς τα συκώτια. Ναι ναι συμφωνώ, οι Ιταλοί κουκλάρες πάντοτε βγάζανε, μα μας αδειάσαν τα πορτοφόλια τελείως. Αμερικάνοι Ισπανοί Γερμανοί, Σουηδοί και Αυστριακοί, κομμουνιστές και καπιταλιστές κάναν κι εκείνοι το πέρασμά τους, μα όταν φίλες και φίλοι αρριβάρανε δε κιντς φρομ Τζαπάν, άπαντες πήγαν για ύπνο. Άπαντες λέω και δη νωρίς, και για πάντα βεβαίως. (Ας μην υπήρχε σήμερα ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός και σου λέω εγώ μετά κυρία σεινάμενη-κουνάμενη-σήμερα Ducati, πού θα 'βρισκες τα κεφάλαια των αμερικάνικων hedge-funds να σωθείς.)
Γεννήθηκα το 1955 και ανδρώθηκα μέσα στα seventies. Την πρώτη μου μοτοσυκλέττα μού την αγόρασε ο πατέρας μου το 1972 και την τελευταία την αγόρασα εγώ πρόπερσυ – υπάρχει καμμιά άλλη επί προσωπικού απορία; Οι ημερομηνίες απλά σημαίνουν ότι ήμουν μέσα στην δεκαετία αυτήν, όσο και στην επόμενη τού '80, αν μιλήσω δε για την μεθεπόμενη τού '90 – τότε βούτηξα και επαγγελματικά στην Μοτοσυκλέττα με το κεφάλι και την πένα μου, με τα χέρια μου και το πάθος μου, στους αναγνώστες μου και τα «αφεντικά» μου. Έκανα ένα μικρό διάλειμμα όταν με «άρπαξε» το νησί κι απ' το 2006 έως και το 2013 έγραψα και έζησα ξανά τις μοτοσυκλέττες – ώσπου αποσύρθηκα και απ' αυτές, και απ' αυτά (τα πρόσωπα) καθώς απ' τα περιοδικά είχα φύγει από καιρό αφού: 1ον/ αυτά δραπετεύσαν από εμένα και 2ον/ κλείσανε όσα ήταν να κλείσουνε, (εκτός από δύο;)
Οι μοτοσυκλέττες των '70-'80 ήτανε ΑΚΡΙΒΩΣ οι μοτοσυκλέττες ΕΚΕΙΝΗΣ της εποχής: ούτε καλύτερες ούτε χειρότερες, ούτε ωραιότερες ούτε ασχημότερες, ούτε ακριβότερες ούτε φθηνότερες. Και ό,τι τούς αλλάζει ή σφραγίζει τα εγγενή τους χαρακτηριστικά είναι οι άνθρωποι, που επιμένουν να ντύνουν τα σίδερα και τα πλαστικά με καλές ή κακές ανθρώπινες ιδιότητες – τέλος. Καλές ήτανε οι ιταλικές, που τηγανίζαν τα ηλεκτρικά τους; Καλές ήτανε οι γερμανικές, που τσακίζαν τις ακτινούλες τους; Καλές ήταν οι αμερικάνικες, που σέρναν το τοννάζ τους στην άσφαλτο; Καλές ήταν οι αγγλικές, που με το λάδι που τρέχανε, συνοικίες ολόκληρες μεγάλωσαν τα παιδιά τους;
Επειδή έχει γίνει στην επιλήσμονα και βιαστική χώρα μας μόδα και καλτίλα-συνάμα ο Δαλιανίδης κι ο Εξαρχάκος (και όχι π.χ. ο σιωπηλός Νίκος Κούρκουλος), το «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα» μαζί με την δυσφήμιση των ψαλτοειδών κασκαντέρ, πρέπει ντε-και-καλά να αναρτήσουμε τα «σύμβολα» τούτα στον Δίτροχο Ύμνο μας; Επειδή οι ηλίθιες και τόσο νεκροφόρες κόντρες στην «Αύρα» και το Έδεμ μάζευαν κάποτε 20.000 κόσμο – που δεν είχε τα δανεικά απ' τις Τράπεζες τα λεφτά – πρέπει σώνει-και-καλά να αναδειχθούν σε τεμένη και «γήπεδα» τούτα; Επειδή κάποιοι «φτιάχτηκαν» απ' την Μοτοσυκλέττα-ως-είδος-εμπορικό, στήσαν επιχειρήσεις και μαγαζιά, σηκώσαν κοτέτσια παράγκες παλάτια, γίνανε πλούσιοι και κατόπιν φτωχοί, γίνανε διάσημοι και κατόπιν γελοίοι, πρέπει με το στανιό να τούς πλακώσουμε στις πλακέττες τις αναμνηστικές, τις υμνητικές και σαλιάρικες;
Όταν έσταζε λάδια το Commando, το έκανε γιατί οι συναρμογές και οι ανοχές τότε, αυτό μπορούσαν και κάνανε. Όταν απορρυθμίζονταν τα Dellorto συνέχεια και ήμασταν με το κατσαβιδάκι στο εξωτερικό-αριστερό τσεπάκι τού πουκάμισου, αυτή ήταν η τεχνολογία «τους/μας» τότε. Όταν για να πάρει μπροστά, τόσο το ΧΤ 500 όσο και το Scrambler το 450, έπρεπε όχι μόνο γάμπα να φτιάξεις αλλά και να την παίξεις «κορώνα-κορώνα» έτσι και έτρωγες ΤΗΝ ανάποδη, έτσι ήταν το «έργο» εκείνο, τότε. Γιατί τότε κυρίες και κύριοι – ακολουθεί λεκτική πιστολιά – οι άνθρωποι δέχονταν την όποια πραγματικότητα γύρω τους και δεν βάζαν τον υπουργό Παιδείας να καταργήσει τα πνεύματα, επειδή τού καθενός το μαμμότουβλο είχε πρόβλημα και δεν «τα 'παιρνε», (κι ας είχε φτάσει στην σύνταξη τούτο). Τότε ο καθείς ζούσε αρμονικά-κατά-δύναμιν με ό,τι τον περιέβαλε και δεν γύρευε να γίνει από Παντελίδης σε Παβαρόττι σε μιά νύχτα, από Κοσκωτάς σε Μέρντοχ σε μια βδομάδα, από Ταμτάκος σε Ζαμπίδης σ' ένα μήνα.
Το ξέρω ότι όλοι περιμένουν την δική τους γνώμη να γράψω εγώ κι αν δεν, να την υποστηρίξω τουλάχιστον. Κι αν δεν, να μην την ψέξω καθόλου. Κι αν δεν, μπορώ επιτέλους κάποια στιγμή να βγάλω τον σκασμό, ώστε να πεταχτεί ο πας-είς να μας πει πως η Jawa ήταν η Ferrari τής εποχής, η Vincent ήτανε το παπί τού αιώνα και το Solex ήταν η δίτροχη Μπριζίτ Μπαρντό; Στην χώρα μας και δη στην καρακοσμάρα μας, αν πεις ότι οι ευρωπαϊκές μοτοσυκλέττες – προ ιαπωνικής εισβολής – ήταν τέρατα μηχανολογίας μα ουχί αξιοπιστίας, θα πεταχτεί ο κάθε φλώρος ή ο κάθε γιός-μουτζούρη και θα σού κάνει το μολύβι κιμά... απ' το Facebook! Στην χώρα μας και ανάλογα την ψωνάρα μας, αν πεις ότι ήλθε ο Ιάπων και ανακούφισε τον δίτροχο κόσμο που βασανιζόταν σαδιστικά από λόρδους και κόμητες, θα επελάσει ο κάθε πασιγνώστης συνταξιούχος ή το κάθε φρέσκο Βικιπαιδόπαιδο [sic] και θα μού μετατρέψει τα γνωστά «τρία», σε κρύα βρύα!! Άσε δε που αν διασπείρεις «ειδήσεις ψευδείς» ότι το ελληνικό Motorrad π.χ. ήταν «κόπι-πάστε» μετάφραση και προσαρμογή σε ελληνική «αρπαχτή», κινδυνεύεις να σ' την πέσει ο αλήστου-μνήμης Σαμούχος κι ο Πα-Πανούτσος αντάμα!!!
Άπαντες με ένα φτηνό-πλαστικό πληκτρολόγιο σήμερα πανεύκολα και ανέξοδα αμολάνε ό,τι η γκλαβούλα και η ζωούλα τους υπερχειλίζουνε σχετικά με την Μοτοσυκλέττα (και όχι μόνο δυστυχώς), κι απ' την άλλη μεριά έχουμε και τους «γνωστές»-τρομάρα τους που με ένα ακριβό-ντιζαϊνάτο τάμπλετ ξερνάνε ό,τι η ματαιοδοξία και η υστεροφημία τους διατάζουνε – να χαρώ εγώ χώρα που επέλεξα να μείνω να ζήσω. Στην Γκρέτσια – όπου η Δημοκρατία εφευρέθηκε – δεν μιλά ο επαΐων, αλλά γαυγίζει κορνάροντας μόνον ο φωνακλάς, ο τσαμπουκάς και το κάθε λογής ώνιο, (γι' αυτό τα καπάτσα ελληνόπουλα μπαζώσανε τον Καιάδα)!
Β) ΠΡΟΣΩΠΑ
Πρόσωπα τής Μοτοσυκλέττας είναι και οι ανώνυμοι αναβάτες, και οι επώνυμοι αγωνιζόμενοι. Και οι αντιπρόσωποι και οι μαγαζάτορες, και οι μηχανικοί και οι ανταλλακτικατζήδες, και οι κούρριερς και οι ντελιβεράδες, και οι εκδότες και οι αναγνώστες, και οι γκόμενοι και οι γκόμενες, και οι βλαμμένοι και οι σωστοί. Παρ' ό,τι περί δημοκρατίας ομίλησε και ο Ομπάμα, εδώ είναι η ασύδοτη αλάνα όπου ο καθείς κάνει-νομίζει-επιβάλλει ό,τι η περιώνυμη κεφαλή του στάζει, (είτε η πάνω είτε η κάτω, ασχέτως αν και οι δυό απ' τα υδραυλικά πάσχουνε, δεν λένε να στερέψουν από βλακεία).
Πρόσωπα τής Μοτοσυκλέττας είναι και ο Σαρακάκης (σιγά μην ασχολείται αυτός), και ο Καββαθάς (κι αν ασχολήθηκε αυτός, μαντάρα τα έκανε τελικά). Πρόσωπα τής Μοτοσυκλέττας είναι και ο Λέφας αλλά κι ο Λάζαρης, και ο Σκούρτας και ο Καρέτσος – σας νιώθω πουλάκια μου να σκανάρετε ήδη το κείμενο για likes και dislikes, τρώγεστε ήδη για να τα χώσετε και ν' αρχίσετε τις τζιβιτζιλοδιαμαρτυρίες σας πάλι. Πρόσωπα τής Μοτοσυκλέττας είναι και τα κλεφτρόνια και των ασφαλιστικών οι πραγματογνώμονες, και οι Ζητάδες και οι ΔΙΑδες, και οι μοτοπορειάδες και οι συγχρονάδες. Πρόσωπα τής Μοτοσυκλέττας είναι και οι συνδικαλιστές-τρομάρα τους και οι λεσχιάρχες-τρομάρα μου, και οι αφανείς αγώνων κριτές και οι «άρχοντες τού Σπορ» τύπου-Δαρδούφα. Πρόσωπα τής Μοτοσυκλέττας είναι και οι εκδότες και οι δημοσιογράφοι, και οι συντάκτες και οι γραφίστριες, και οι διαφημίστριες και οι δημοσιοσχεσίτες, αλλά όσο και να γράφω εγώ, ο μπαχτσές τούτος δεν τελειώνει κι όσο ο μπαχτσές παράγει σταθερά ζαρζαβατικά, εγώ από αηδία λέω να ξαναγυρίσω στην κρεοφαγία!
Αμάν ρε συνέλληνες με αυτήν την μανία με τα «προσώπατα» στην Ελλάδα! («ΠΡΟΣΩΠΑ» δεν λεγόταν ένα περιοδικό που έβγαζε το '80 ο πορτιέρης τού ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ Δαβαράκης, μέχρι να καταλήξει σήμερα στο ποταπό και φτηνό payroll τού Παππά; Τί κατρακύλα κύριε Χατζιδάκι μας, που τα μάζευες τότε εσύ τα ζαχότεκνα, δίχως να ασχολείσαι να δεις τί φίδια στον κόρφο σου έθρεφες!) Ο κάθε μπουρτζόβλαχος ή Κολωνακιώτης αστούλης νομίζει ότι αποτελεί ΤΟ Έβερεστ, ΜΟΝΟΣ του, στην ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ του, ΠΑΝΤΑ. Είναι αδύνατον να συνομιλήσεις με τον Καββαθά π.χ., γιατί εκείνος κολλημένος στο εμμονικά ΔΙΚΟ ΤΟΥ - προσοχή στα οπωσδήποτε κεφαλαία - μήκος κύματος, δεν πιάνει τα δικά σου απλά και ανθρώπινα «μεσαία». Και ο Κώστας Καββαθάς κύριοι, είναι πάντοτε κύριος, ασχέτως αν έχει "κολλήσει" πολύ ή λιγάκι, (εξαρτάται απ' το πόσο κοντά του ή μακριά του στεκόσουν). Και είναι καρακύριος σε σχέση με κάτι άλλα ψ-ώνια σκέτα, που υποδύονται τούς ανέτους και ταπεινούς κι από πίσω φωνάζουνε, θάβουνε, τηλεφωνιούνται ολημερίς αναμεταξύ τους για ν' ανταλλάξουνε το κοντό τους... και το κοντό τους, (γιατί μακρύ – μην τούς ψάχνετε – δεν διαθέτουνε).
Γ) ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ
Να κάτσω δηλαδή να γράψω εγώ για τους εκδότες π.χ. των ελληνικών μοτοπεριοδικών; Μα αφού τους γνωρίζω άριστα – και απ' έξω και από μέσα – άπαντες, αφού σε όλους-σχεδόν εργάστηκα και δεν φτάνει αυτό μόνο: υπερβαίνει τ' ανθρώπινα το ότι, ό,τι μού διέφυγε εμέ, ερχόνταν εκείνοι και δια της συμπεριφοράς ή πρακτικής, δουλειάς ή ανάσχεσης, επιτυχίας ή αποτυχίας το φωτίζαν αυτοί, και αυτοί οπωσδήποτε μόνο. Μικρή και σφιχτή «πιστούλα» βλέπετε η Ελλάς, δύσκολη κι εξαντλητική η οδήγηση μέσα της, ψυχοβγαλτική βασανιστική: απ' την μια το Δημόσιο να σε υποχρεώνει σε μια «πρώτη-κοντή» συνεχώς, κι απ' την άλλη ο ιδιωτικός Τομέας να ψοφά ν' ανοιχτεί, να φτιαχτεί να δημιουργήσει. «Κακό χωριό τα λίγα σπίτια» λέει ο χαζοσοφός μας λαός, ιδιαίτερα μάλιστα άμα η «πίττα» τής αγοράς είναι τόσο λεπτή και στεγνή, και τα κοράκια μαζί με τους αετούς, τα παγώνια μαζί με τους ερωδιούς, οι αιμοδιψείς κυνηγοί με τις επαναληπτικές και οι κομπλεξικοί αρσενικοί με τα οπισθογεμή θέλουν να φέρουνε σπίτι τους άπληστα όόόλο το μοτοσυκλεττιστικό «βασίλειο» κρεμασμένο στο καπώ τής τζιπάρας τους. (Λυπάμαι, πιο λιανά αδυνατώ να σας τα κάνω.)
Εκδότης ο Καββαθάς, εκδότης κι ο Χοϊδάς. Εκδότης ο Παπανδρέου, εκδότης κι ο Χατζάρας. (Περιορίζομαι στις δεκαετίες '70-'80 αυστηρά και αναφέρομαι στα ΒΑΣΙΚΑ περιοδικά, εκείνα που είχαν δύναμη και διάρκεια, παρουσία και συνέπεια, πρωτοτυπία και άποψη.) Έτσι λοιπόν η σύντομη και ΔΙΚΗ ΜΟΥ γνώμη είναι:
1/ Ο «κύριος Κώστας» Καββαθάς τούς 2ΤΡΟΧΟΥΣ ποτέ δεν τους είδε ως αυτόνομο και ισχυρό περιοδικό: πάντα ως τσόντα και ντιζεστίβο των κραταιών και μνημειωδών 4ΤΡΟΧΟΙ τούς είχε. Μια βγαίνανε-μια δεν βγαίνανε, άλλοι κάποτε γράφανε και άλλοι κάποτε φεύγανε, δεν διέθετε στυλ ούτε άποψη, μπούσουλα και πορεία, στρωσιά και κοψιά, έργο με συνεχές βάρος. (Σε απόλυτη αντίθεση με το πρώτιστο «τέκνο» του βέβαια, που κατάφερε και το «ξεφόρτωσε» ο ίδιος!)
2/ Ο Διονύσης Χοϊδάς τής ΜΟΤΟΤΕΧΝΙΚΗ, μπορεί να είναι ψυχή ζουρλή και γραφίδα απάτητη, μην του πεις όμως «θέλω το άρθρο σου την Τετάρτη»! Γιατί αν δεν του πεις ότι εννοείς αυτήν την Τετάρτη, ο Ντένης θα σ' το φέρει το άρθρο σε τρίτομο, ατελείωτο, δίχως παραπομπές και βιβλιογραφία, και με μπερδεμένες φωτογραφίες απ' τα άλλα τα πρότζεκτς του! Θα 'ναι βέβαια ένα άρθρο εκατό χρόνια πισωμπροστά, μα τόσο μπροστόπισω που όχι μόνο τα εγγόνια των αναγνωστών του θα το διαβάζουνε, αλλά και τα δισέγγονά τους θα τον βραβεύσουν. (Μέχρι τότε βέβαια ο Διονύσης δεν θα 'χει δουλειά, γιατί «είναι πολύ θεωρητικός» λένε, «αιθεροβάμων και αντιφατικός» λέγανε, «ακατάλληλος για επιχειρείν» συμπληρώναν οι κορδωμένοι και χρυσοποίκιλτοι καπετάνιοι των ελληνικών «Μέσων», μόνο που ο Χοϊδάς πάει-λάλησε και τούτοι ψιλοχοντροχαθήκανε.)
3/ Ο Δημήτρης Παπανδρέου όταν ξεκίνησε το 1978 το MOTOSPORT είχε όλη την «πιάτσα» στα πόδια του και όλη η πιάτσα τον είχε στην δική της την «μπούκα». Έσπασε πέτρες ο άνθρωπος – και πολλά άλλα δίδυμα κάτι – να δια-μορφώσει και να παλέψει σε μιαν αγορά, που της έλεγε εκείνος για «μακέττα» και του απαντούσε εκείνη «ποια μοκέτα;» Μαζί με την λαμπρή όσο και γκρινιάρικη, επίμονη όσο κι υστερική, πιονιέρικη όσο και τραυματική αγωνιστική του πορεία, μνημειώδεις μείναν οι δοκιμές του όσο κι η κλάψα του, το «κλείστε τις τηλεοράσεις» ήταν τόσο κουτό (σε έναν λαό που ψοφάει για είδωλα και τα είδωλα ψοφάνε για τον λαό τους), όσο το στήσιμο τού περιοδικού ήταν τόσο κακό (που δεν διαβαζόταν απ' το κείμενο σπαρμένο-θαμπό πάνω στην σκούρα-ανετάριστη την φωτογραφία).
4/ Ο Χρίστος Χατζάρας με το ΜΟΤΟ φρόντισε να μην κάνει αρχικά κανένα απ' τα λάθη των προηγούμενων, γι' αυτό και «ανακάτεψε» όλη την αγορά και «μάζεψε το χαρτί» όλο. (Στο τέλος βέβαια έκανε ΚΑΙ αυτός, ΟΛΑ μαζί τα λάθη ΟΛΩΝ μαζί των προηγούμενων και ζήσαμε εμείς καλά κι εκείνοι καλύτερα.) Ο Χατζάρας έστησε έναν ισχυρό-βάσης-κορμό και ανοίχτηκε σε κάθε είδους συνεργασίες (που οι ζηλιάρηδες τον αποκαλούν «κάτω από το τραπέζι» και οι γλείφτες «πετυχεσμένο»). Τσιμέντωσε το ΑΑΣΠΕτζίδικο μαοϊκό «αφήστε όλα τα λουλούδια ν' ανθίσουν», έδωσε πολλά χρήματα σε λάθος πρόσωπα και λίγα χρήματα σε σωστά πρόσωπα, έ(μ)πλεξε συμφωνίες-λόγια-πρότζεκτς επί έτη ολόκληρα με επιτυχία, μα η αναπόφευκτη-διότι-αστήρικτη, κλασική μα υφέρπουσα, μικροαστική-μεγαλομανής-μανική – ορίστε άλλα «τρία μι» – ελληνική «φούσκα» τον κατρακύλησε ένα μεσημέρι απ' τής Ηλία Ηλιού τα μέρη άγαρμπα κι άγρια, επώδυνα κι επονείδιστα.
Δεν υπάρχει ηθικό και δεν υπάρχει δίδαγμα: μέτρον απάντων ο άνθρωπος και η Μοτοσυκλέττα – αφού τον καβαλλάει ή την «καβαλάει» αυτός – εκείνη τον αναδεικνύει ή τον ξεμπροστιάζει. (Και δεν θέλω κλάμματα, ούτε επαίνους.) Όποιος δεν προσέχει διαχρονικά τα πατήματά του, οτιδήποτε μπορεί να τον αναδείξει, την ίδια στιγμή να τον ξεφτιλίσει μπορεί. (Δεν το λέω εγώ αυτό, κάπως έτσι το πρωτόπε ο Αποδυτηριάκιας και μάλιστα σε μορφή πολύ χυδαιότερη.) Τώρα μάλιστα που άπαντες ως συνταξιούχοι περιφέρονται και συμπεριφέρονται, έχουν βαλθεί να μας τα πρήξουν κουνώντας τις δάφνες τους και τις πικροδάφνες τους, (και δεν καπνίζονται κιόλας οι ρημάδες ετούτες, όσο κι αν για Πυθίες μερικοί μάς πλασσάρονται). Τώρα που χαθήκανε τα λεφτά, τώρα ήρθανε τα χαμόγελα τα ευγενικά, τα ανωτέρου, τα συγκαταβατικά. Τώρα όλοι – και δεν ομιλώ για τους εκδότες αποκλειστικά – στην Ελλαδίτσα με ψαλιδισμένα τα κάποτε-φουσκωμένα φτερά χαμογελάνε και στον πιο αδαή, συνομιλούν και στο περίπτερο προκειμένου να ακουστούνε πόσο θυμόσοφοι και φιλόσοφοι είναι αυτοί, μη δούνε κάνα μαρκούτσι μικρόφωνου ή κάμερας φώτα και δεν προστρέξουνε, μην σκάσει κάνα ραλλάκι, αγωνάκος σπριντάκι, αναβίωση αναβασούλας ή κοσμική ρεγκολαριτά και δεν διεκδικήσουν πρωτοκαθεδρία και βράβευση, καρρώ σημαία εκκίνησης ή το μικρόφωνο για δυό βαρετές ώρες.
Άλλοι έχουνε και παιδιά, που τα βάλανε στην δουλειά και πρέπει όόόλοι να τους λατρέψουμε τί θεοί στην δική τους εποχή ήσαν. Ασχέτως αν πολλοί δεεεν συμφωνούν με αυτό, ασχέτως αν λίίίγοι νομίζουν πως πίσω απ' την «θεϊκότητα» κρυβόταν μιάάά αμφιλεγόμενη σκοτεινιά, μα μιάάά μαυρίλα τέτοια που ήθελες αντιαεροπορικούς προβολείς την μύτη σου για να δεις. Κοζάρω κάτι μειράκια στο χαζοχαρούμενο Facebook να θυμιατίζουν και να κολακεύουνε κάτι μούρες, μα κάάάτι μούρες που τότε κάποιοι-εμείς όχι μόνο στενό, μα συνοικία ολόκληρη αλλάζαμε προκειμένου να μην συναντήσουμε... και μην κόβεστε, δεν υποδεικνύω κανέναν. Έτσι λειτουργεί η Ζωή: κάνουνε ό,τι κάνουν οι παλαιοί και έρχονται οι φρέσκοι-μικροί και κάνουν τα ίδια επί το συγχρονότερον, επί το πτωχότερον-σήμερα, επί το συμφερότερον-πάντα. Όλα στην ζωή των ανθρώπων τα διέπει το όφελος πρώτιστα, μετά η ριξιά, μετά η φτιαξιά και στο τέλος η υστεροφημία. (Κι όπως έχει πει ο απέθαντος Επίτιμος – ένας είναι ο επίτιμος και λέγεται Μητσοτάκης – για το Μακεδονικό: «Δέκα χρόνια από σήμερα, την ονομασία ποιος θα θυμάται;»!)
Άλλος χαρακτήρας ο πρωταθλητής που πήγε ήσυχα σπίτι του – σαν τον ΝΑΜΝΑ π.χ. – και παραμένει πάντοτε κύριος κι ευγενής, ακριβοθώρητος και προσηνής και άλλος χαρακτήρας ο άλλος – δεν βάζω όνομα, για να σκάσει αυτός και να ψάχνεστε εσείς – που δεν πάει ρε μιλάμε με τίποτα σπίτι του, πετάγεται παντού και επί παντός τού επιστητού κι έτσι εσύ αναφερθείς ή δεν αναφερθείς στο ονοματάκι του, θα πέσει στην αγκαλιά τού Κασιδιάρη ο Κουτσούμπας. Βλέπετε αγαπητοί και αγαπητές, τα πράγματα είναι «ανώτερα» των ανθρώπων, παρ' όλο που εκείνοι τα φτιάξανε: Τσακώνεται το Ducati π.χ. με το Triumph; Παλεύουν τα Harley-Davidson με τα Moto Guzzi; Κακαρίζει η Bultaco με την Husaberg; Προσποιούνται τα Matchless ότι είναι Υamaha; Θέλει την πρωτιά η Casal να πάρει παντοτινά απ' την Honda; Όχι και όχι ξερό. Γιατί ενώ τα πράγματα οπωσδήποτε ζούνε και διαρκούν περισσότερο απ' τους ανθρώπους, οι άνθρωποι οι κοντόθωροι και ηλίθιοι νομίζουνε πως θα ζήσουν για πάντα. Επειδή κάθε μέρα που ανοίγουνε τα ματάκια τους θέλουνε περισσότερα πράγματα, γι' αυτό τα πράγματα τούς κλείνουνε τα ματάκια τους τελικά – και στην αρχή τής επιτυχίας τους, και στο τέλος τής αποτυχίας τους. (Νόμοι τού Σύμπαντος τούτοι, και του Φώτου οπωσδήποτε – ο Ντάνης απλώς καταγράφει.)
Όλη αυτή η retro και vintage επιστροφή στο παρελθόν είναι μια προσπάθεια αναβίωσης των νειάτων που πέρασαν, των σωμάτων που γέρασαν και των ηττών που οι άνθρωποι να κρύψουνε θέλουν. (Αν το ξαναγράψω αυτό, θα το ξαναδιαβάσετε εσείς;) Και τούτα τα πρόσωπα, με τούτα τα περιοδικά και με τούτες τις μοτοσυκλέττες ταυτίζονται – γι' αυτό και πάνε στο σκότος ντουγρού: άλλος για τα Kawasaki κουβέντα δεν δέχεται και άλλος σού κάνει μήνυση αν δεν γαρνίρεις το όνομά του με σάλια υμνογραφικά. Άλλος προσκυνά ΜΟΤΟΤΕΧΝΙΚΗ και άλλος επιθυμεί να ξεχάσει την αγχώδη κι αποτυχημένη της έκδοση, εκεί στα Εξάρχεια απ' το σπιτάκι τού συγχωρεμένου Αλέξη. Άλλος παθιάζεται με τον «κοκοβιό» και την «κουρελού», τις κόντρες και τα παντιλίκια, τις σούζες και τα ξενύχτια, τις φούντες τις γκόμενες, το μπάρκο ή την οικοδόμα και άλλος μ' όλα τούτα γελά, καθώς αυτός δεν δούλευε-σπούδαζε, δεν ξενύχταγε-γυμναζότανε, δεν ξεσήκωνε τις αθώες γειτονιές με το μαλακισμένο «μπουρί» μα άλλαζε υαλοβάμβακα κάθε εβδομάδα. Άλλος σήμερα ακκίζεται και σοροπιάζεται στις διάφορες εκδηλώσεις λεζαντάροντας τον εαυτό του αφόρητα, που ούτε η Ζωζώ Σαπουντζάκη δεν τονε φτάνει. Άλλος κολλά πάνω στο εξακύλινδρο CBX και το ορά ως διαστημόπλοιο, και άλλος απλώς χαμογελά σαν θυμάται πώς λαστιχάριζε απ' το λεπτό πλαίσιο, τα λεπτά λάστιχα και το υπέρογκο βάρος της, παραμένοντας πάντα-κουκλάρα.
Ένα έχω να πω, και το λέω: αν «πιανόταν» ο άνθρωπος, Θεός θα 'τανε. Και με το πιάσιμο, ο κοινός – και δη Έλλην – άνθρωπος εννοεί τον κώλο των άλλων, ενώ ο Φώτος εγώ εννοώ, να πιάνει τον δικό του τον κάλο. Διότι άμα πιάσεις το πρόβλημά σου ο ίδιος εσύ, τότε θα καταλάβεις-αντιληφθείς και τα κυβικά σου: Γίνεται ρε ο Θόδωρος Πάγκαλος, Πετρούνιας; Τζόκεϋ στον ιππόδρομο; Ζογκλέρ στο τσίρκο με τα λιοντάρια; ΟΧΙ. Γίνεται Mv Agusta το φουρκόνι; ΟΧΙ. Γίνεται Agostini ο Ντούζος; ΟΧΙ. Γίνονται Cycle World τα ΜΟΤΟΝΕΑ; ΟΧΙ. Οπότε τί χτυπιέστε κι ιδρώνετε και θ' αρπάξετε καμμιά πούντα δεκεμβριάτικα; Διώχτε λίγο το νέφος, όχι πάνω απ' την πρωτεύουσα αλλά από μέσα απ' το μυαλό σας, κι αποφασίσετε ότι ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΟ ΔΕΝ ΓΙΝΟΝΤΑΙ: ή με την πεθερά θα 'σαστε ή με την ρωσσιδούλα. Ή με τα γιαπωνέζικα, ή με τα ευρωπαϊκά. Ή με τον αγωνιάρη, ή με τον φραπεδιάρη. Ή με το περιοδικό-μετρητό, ή με το τζαμπέ-διαδικτυακό. Κι επιτέλους, ή με τα προσωπικά ψέμματα, ή με την κοινή, κοινοτάτη μα σκοπίμως κρυπτομένη αλήθεια.
Γιατί ξέρετε τί κάνουν πολλοί, κι αφού το κάνουνε οι πολλοί, το κάνουνε όλοι; Αυτό που κάποτε είχε αφηγηθεί ο μοναδικός Ρένος Αποστολίδης, όταν τον είχαν συλλάβει οι αστυνομικοί και τον προσήγαγαν στο Αυτόφωρο. Και κάποιος ανώνυμος ένθερμος τραμπούκος χοροπηδούσε και τον σφαλιάριζε, για να δείξει – μίσθαρνος ων – πόσο κοπρόπουστας είναι ο Έλλην ετούτος. Κάνει μια ξαφνική γυριστή ο γιγαντόσωμος καίτοι αγύμναστος Ρένος και του καρυδώνει τον λαιμό κι ο φλώρος κοκκάλωσε στο φτερό, «μη κύριε Αποστολίδη μου, μαζί σας είμαι εγώ, λυπηθείτε τα παιδάκια μου, με πληρώνουνε για να ρίχνω ξύλο» του λέει ο καριόλης ο τσαμπουκάς ο Ελληναράς. Τον συχάθηκε ο Ρένος και που τον έπιασε, αμέσως τον απεγκλώβισε τον παράτησε, και μόλις ένιωσε λεύτερος ο εγκάθετος πάλι, άρχισε «παλιοκουμουνιστή Αποστολίδη, στη Μακρόνησο ρε, κομμάτια θα σε κάνω τώρα εγώ ρε» μέχρι οι χωροφυλάκοι να τονε ξύσουνε, να τον πετάξουν με μία σφαλιάρα στην άκρη τού δρόμου.
Και στον μικρούλη που λέτε κόσμο μας κύριε Θόρντον Γουάϊλντερ στην «μικρή μας την πόλη», έτσι οι πολλοί κάνουνε, καθώς έτσι ακριβώς τα πραγματάκια μας θέλουμε να τα έχουμε εμείς – και στο φινάλε «λογαριασμός δικός μας» που είπε ο Βέγγος! Έτσι λοιπόν και στο θεματάκι το δικό μας «το μικρό το μεγάλο», την Μοτοσυκλέτα: Αν βγάλεις καλό εσύ το RG, θα σου την πέσουνε πως το RD καλύτερο είναι αμέσως. Αν πεις ότι ο Καρέτσος είναι απ' τον Χριστοδούλου πληρέστερος, αμέσως οι καρακάξες θα κρώξουνε πως ο Μπαξεβάνης είναι καλύτερος απ' τον Καϊρόλι. Αν θεωρήσεις το MOTOSPORT ανώτερο από το 2ΤΡΟΧΟΙ, αμέσως θα σπεύσουν οι πύρκαυλοι θεματοφύλακες των ιερών σφραγίδων τής ελληνικής μοτοδημοσιογραφίας να σφυρίξουνε πως η ΜΟΤΟΤΕΧΝΙΚΗ είναι κλάσεις ανώτερη από το ΜΟΤΟ. Στην Ελλάδα την χώρα μας κυρίες και κύριοι και κυρίως αμόρφωτά μου παιδιά, δεν μπορείς να πεις ΤΙΠΟΤΑ, επειδή ΑΚΡΙΒΩΣ ο καθένας αμολάει Ο,ΤΙ τού κατέβει. Και τούτο το τελευταίο δεν είναι κακό, κακό είναι όταν κανείς δεν πληρώνει τις συνέπειες, τις ευθύνες των λόγων του και υποχρεώσεις των έργων του, των πράξεων ή παραλείψεών του. (Και η ώρα πληρωμής ευθυνών έρχεται όταν δεν «σου τη λέει» αλλά απλώς σου μιλά ο "σωστός", καθώς ΤΟΤΕ φαίνεται ΠΩΣ εσύ χειρίστηκες και χειρίζεσαι τον πολύφερνο εαυτό σου.) Η πλειοψηφία των συνελλήνων αρέσκεται στο θυμίαμα όχι τόσο ως ιερουργία, αλλά ως «παραλλαγή και απόκρυψη» ενός παρελθόντος αμφίβολου, λαδωμένου, σχετικού και αμφισβητουμένου. Άσε δε ενίοτε ποινικού, πολιτικού, οικονομικού, πολιτειακού και γενικώς ομιλώ πάντα (γνωριζόμαστε εξ άλλου ΟΛΟΙ σε τούτη την χώρα ΚΑΛΑ), ασχέτως αν π.χ. η πλειοψηφία ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ, ΚΑΙ για να κρύψει την πασοκική ενοχή της, ΚΑΙ για να θάψει την νεοδημοκρατική ζήλεια της! Βέβαια, όλοι και όλα έχουν τις θετικές ΚΑΙ τις αρνητικές τους πλευρές, μα τούτη δω η ομερτά να μην τολμάμε να αναφέρουμε τα θετικά (γιατί θα κατηγορηθούμε ότι «τα πήραμε»), αλλά ούτε και να ψελλίσουμε κάποια αρνητικά (γιατί θα κατηγορηθούμε ότι «τον παίρνουμε») – ε, σε τούτο εγώ δεν θα κάτσω να συμφωνήσω. (Κι ευτυχώς δι' εμέ, απ' το 1991 τα έλεγα. Έτσι.)
Δεν έγραψα το κείμενό μου αυτό για να μοιράσω συγχωροχάρτια, ούτε για να ξυπνήσω αναμνήσεις θολές, πόσω μάλλον προσωπικούς λογαριασμούς για να ξεχρεώσω. (Είτε το πιστεύετε, είτε δεν το πιστεύετε, αυτός είμαι.) Το πότε ο ένας αμοιβή μου μού έφαγε, το πότε ο άλλος σε αγώνα από πάνω μου πέρασε, το πότε ο τρίτος τις ύβρεις μου ακίνητος λούστηκε και το πότε ο τέταρτος ούτε την αδιαφορία μου δεν αξίζει – δεν αφορά ουδένα ουδαμώς, πόσω μάλλον την κεφάτη από αγάπη και σφριγηλή από δύναμη Ομάδα ετούτη. Επειδή όμως σε τούτη την χώρα δεν χάσαμε ΑΠΑΝΤΕΣ και ΣΥΛΛΗΒΔΗΝ, ως εκ ΜΙΣΘΟΥ και ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΟΣ την μνήμη μας, επειδή στον «κύκλο» μας και στον μικρόκοσμο τής Μοτοσυκλέττας άπαντες γνωριζόμαστε διότι ως Έλληνες άπαντες κορνάρουνε συνεχώς – ε, τότε είπα να βάλω πέντε λεξούλες και δύο επίθετα στην σειρά, έτσι για «να κουνηθούν τα νερά», να συζητούμε και να διαλογιζόμαστε κι εμείς καταπού πάμε.
Υπάρχουν απορίες, υπάρχουν κενά; Ναι; Καλά. Ορίστε λοιπόν μια συνέχεια: άλλο το τσαμπιόνι και άλλο το κλεφτρόνι. Άλλο το περιοδικό κι άλλο το φυλλάδιο. Άλλο η μοτοσυκλέττα και άλλο η σουφραζέττα. Το κάθε τί έχει την θέση του στην ζωή, μα πάνω του είναι το πραγματικό όνομά του και μέσα του βρίσκεται η αληθής αξία του: ό,τι κι αν κάνω εγώ εσείς ή αυτοί, το αληθινό-εσωτερικό, προπατορικό-διαγαλαξιακό «όνομα» αυτό πάει σετάκι δια βίου με το «εσωτερικό» και δεν πρόκειται να αλλάξει είτε η ΜΕΒΕΑ γίνει HONDA, είτε ο Στούκερμαν γίνει Dick Burleson, είτε το φυλλαδιάκι ΡΟΔΑ τής ΛΕΜΟΤ γίνει ο Guardian. Όπως ν' ανακατέψουν την τράπουλα οι άνθρωποι, η σειρά των γεγονότων των πράξεων και των παραλείψεων, των φαντασιών ή των κατασκευών, των ψεμμάτων ή των αληθειών δεν πρόκειται να αλλάξει. Τί λέει ξανά ο λαός; «Τον αράπη κι αν τον πλένεις το σαπούνι σου χαλάς.» Και για όσους κωφεύουν, ο ίδιος λαός επιμένει φωνάζοντας ότι «το γύφτο, και στο χρυσό να τον βουτήξεις, τ' αυτιά του πέτσινα μένουνε». Σε τούτους μάλιστα τους λατρευτικά αποκαθηλωτικούς καιρούς που διανύουμε, η εξύμνηση πάει αγκαλιά με την ξεφτίλα, το λιβάνι μπερδεύεται ως οσμή με την λαδίλα απ' τις μίζες και η Μοτοσυκλέττα έχει πλέον στο συλλογικό ασυνείδητο κραταιά κατασταλεί. Μήπως έχετε παρατηρήσει ότι τις 25 πρώτες θέσεις στις πωλήσεις, τα σκούτερ κατέχουνε; Μήπως έχετε παρατηρήσει ότι απ' τα 13 περιοδικά, μόνο δύο(;) χαροπαλεύουν; Μήπως έχετε παρατηρήσει ότι ουδείς πλέον διακρίνεται, αφού όλα τα έχει σκεπάσει η μετριότητα, άπαξ η «αριστεία» εκ κραυγαλέου στόματος και ασύδοτου πληκτρολόγιου καννιβαλίζεται πλέον;
Ως εδώ, και πολλά είπα. Και ετούτο είναι το προτελευταίο άρθρο μου στην ζεστή σελίδα αυτή, για καιρό αρκετό κάποιο. Το γράψιμο για μένα είναι σοβαρή υπόθεση και οι πλάτες μου – μετά «τα τρία μι» – δεν την αντέχουν. Όσο κι αν επιμένει ο φίλος Γιώργος Γκίκας πως πρέπει να μεταφράσω αυτό το βιβλίο μου στ' αγγλικά ώστε επιτέλους τους εκδότες να ξετινάξει και τους αναγνώστες να ανατινάξει, εγώ αρνούμαι σταθερά. Κανείς – εκτός από ελαχίστους ελάχιστους – δεν θέλει το άλλο, το δυνατό διαφορετικό, το αληθινό εσωτερικό, το ριζοσπαστικό ρηξικέλευθο, το ξεβολευτικό κι αιχμηρό. Όλοι να διαβάσουνε κάτι πιασιάρικο και ευχάριστο, δικό τους ξερόλικο, ανενόχλητο και ξεκούραστο, χαβαλετζίδικο και ανώδυνο, τζάμπα και δίχως κράμπα θέλουνε, την στιγμή ΑΚΡΙΒΩΣ που πρέπει ν' αρπάξουνε τις χειροβομβίδες. Όλοι να την «πηδήξουνε» και τούτη την δύσκολη φάση επιδιώκουνε, την στιγμή ΑΚΡΙΒΩΣ που στο πήδημα πρέπει να λειώσουνε αυτούς πρώτα και εκείνους ακριβώς που εδώ τούς φέρανε – και τα μηχανάκια είναι τα πλέον αθώα. Τα αυτιά τού Έλληνα πάντοτε κλειστά ήτανε, γιατί άμα άκουγε ο ένας τον άλλον, η Ελλάς θα ήτανε ΠΡΑΓΜΑΤΙ «των τριών ηπείρων και των πέντε θαλασσών». Και του 'χει πει η μαμά του τούτου τού Έλληνα: «Τί να την κάνεις βρε συ τέτοια Ελλάδα στα πόδια σου; Κράτα εσύ τα δικά μου ζεστά και κλειστά κι άσε, θα σου βρω εγώ νύφη και παντρειά, χωριουδάκι δικό σου και κουβέντα δανεικιά, νταλγκαδάκι ατομικό και στο Δημόσιο βαθειά για δουλειά».
Κι ο καλός Ελληνάκος τής ιστορίας μου – όλα κι όλα, την ακούει την κυρία μανούλα του πάντα. Πώς οι Σοβιετικοί ακούγαν τον πατερούλη τους Στάλιν; Πώς οι χιτλερικοί θαυμάζανε τον νονούλη τους Χίτλερ; Με τον ίδιο τρόπο και δια γεωμετρικής ολισθήσεως άντε να πεις π.χ. στον Καββαθά ότι ο Παπανδρέου την «έχει» από κείνον καλύτερα την μοτοσυκλέττα. Άντε να εξηγήσεις μετά στον Παπανδρέου ότι ο Χατζάρας τις «έχει» καλύτερα τις εκδόσεις απ' αυτόν. Και άντε να στάξεις στον Χατζάρα ότι ο Χοϊδάς το «έχει» το γράψιμο καλύτερα από τούτον – ουδείς με εμένα θα συμφωνήσει και δεν ξέρετε πόσο χαίρομαι για τούτο εγώ. Εδώ όταν πουλούσα το Maico μου επέμενε τυπάκος γι' ανταλλαγή με CBR 250 ισχυριζόμενος μάλιστα πως τα τετράχρονα τα μικρά, στρίβουν καλύτερα στα στενά, ιδιαίτερα όταν βρέχει συχνά – «ρε δε μας γαμάς τελικά» τού 'πα! Εδώ κάποιοι ακόμα στον ύπνο τους βλέπουν τον Σαρακάκη τον Θεοχαράκη τον Σφακιανάκη – μόνον η Kawasaki την γλύτωσε, που δεν διαθέτει αντιπρόσωπο Κρήτα – και τους βρίζουνε για την έλλειψη ανταλλακτικών και θα μου πείτε πως το τσερβέλο τού Έλληνα τα άπαντα έσβησε και τα χαμόγελα αποκλειστικά φόρεσε, τώρα που η Κρίση τον πλάκωσε και τα χαϊλίκια του δραπετεύσαν; (Μια κι είναι πρόσφατο, περιμένω να δω πότε οι Έλληνες θα χωνέψουν κυριολεκτικά την επίσκεψη Ομπάμα, γιατί από κλάσιμο τούς είδα να το απολαμβάνουν: Ιδιαίτερα μάλιστα όταν τον χειροκρότησαν μόλις τον Αντετοκούμπο ανέφερε, ενώ ούτε ξυστήκαν στο όνομα των Περικλή-Ευριπίδη-Σωκράτη-Αισχύλου...!)
Τέλος λοιπόν και την μπόμπα, για το φινάλε την φύλαξα φυσικά. Για μένα, η καλύτερη μοτοσυκλέττα των δεκαετιών '70-'80 το Suzuki RG 500 ήτανε, ο σοφότερος άνθρωπος – και όχι «πρόσωπο» – ο Ευριπίδης Αλεξανδρόπουλος ήτανε και το αρτιότερο περιοδικό, το ΜΟΤΟ ήταν. (Για μένα είπα, έτσι; Σύμφωνοι; Αν διαφωνείτε, καθίστε και γράψτε τις δικές σας απόψεις κι εμείς αντίστοιχα θα ψηφίσουμε.) Ναι ναι, θα σπεύσουν οι πονηροί να μου πουν ότι RG είχα, ο Ευριπίδης τα μηχανάκια μού αναπαλαίωσε κι απ' το ΜΟΤΟ «φτιάχτηκα»: ναι, δίκιο έχετε, γι' αυτό έχετε σαλτάρει τελείως! (Να το εξηγήσω αυτό, με το δίκιο εδώ; Όποτε ο Έλληνας σού λέει «δίκιο έχεις», σου δίνει εσένα το δίκιο και συνεχίζει το λάθος αυτός, το στραβό και κακό, το άδικο και σιχτίρι!)
Επιπλέον, γνωρίζω ότι όσες μοτοσυκλέττες, όσα πρόσωπα κι όσα περιοδικά πιο πάνω ανέφερα – την δεκαετία τού '80 κυρίως καλύπτουνε και για να μην αδικήσω τα κορμού-seventies, σ' αυτές/αυτά θα προσθέσω: η καλύτερη μοτοσυκλέττα τού '70 το Yamaha 250 DT1 ήτανε, ο σπουδαιότερος άνθρωπος ο Roger De Coster ήτανε και το καλύτερο περιοδικό ήταν το Dirt Bike. (Για μένα είπα, έτσι; Ξανασύμφωνοι; Αν διαφωνείτε, καθίστε και γράψτε τις δικές σας απόψεις κι εμείς αντίστοιχα θα ξαναψηφίσουμε.) M' αυτά όμως που έγραψα και μ' εκείνα που βεβαίως παρέλειψα η ώρα πήγε δύο-χαράματα, το κείμενο έφτασε τις δέκα σελίδες κι ελπίζω ν' απόκτησα γενναίους καινούργιους εχθρούς και τρυφερούς παλιούς φίλους – καλημέρα σας.
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2016