Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024

Γυναίκες παλιές και παλιές μοτοσυκλέττες. (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)


 

Ο γνωστότατος, μισάνθρωπος και μοναδικός Raymond Chandler, ανάμεσα στα πολλά κι εκλεκτά dicta του, είχε πει (σε δική μου ανάπτυξη): «Ο άντρας ζει και εργάζεται, δημιουργεί και πλουτίζει επί 35 συναπτά χρόνια, μέχρι στη σύνταξή του να βγει. Και μετά, ό,τι τού επιτρέπεται είναι να πάει στο γκαράζ του και με τις ώρες να φτιάχνει τον κινητήρα του πρώτου αυτοκινήτου του, την παλιά του μοτοσυκλέτα ή ν' ακούει το παλιό του γραμμόφωνο ξανά-και-ξανά, που έχει τούτος επισκευάσει».


Ο άγνωστος, κοινωνικότατος και εξ ίσου μοναδικός Ντάνης ΦΩΤΟΣ, ανάμεσα στα ελάχιστα και αδιάφορα dicta του, έχει πει (σε δική του ανάπτυξη): «Ο άντρας – αν εξαιρέσει κανείς το καθαρόαιμο σεξ – ΔΕΝ είναι για να 'ναι με γυναίκα. Προσοχή: όχι με ΜΙΑ γυναίκα ή ΠΟΛΛΕΣ, αλλά με καμμία γυναίκα. Ο άντρας δεν γεννήθηκε σπιτόγατος και οικόσιτος, διακινητής πεθερικών και αγωγιάτης παιδιών, ιδιοκτήτης μπετών και υπογράφων επιταγών, ξεσκατωτής βρεφών και κερατάς συμβιών – όχι».


Το τί όμως πράττει στην ζωή του ο καθείς είναι απόλυτα κι απολύτως προσωπικό και ατομικό θεματάκι του. Όταν όμως φτάνει «ο κόμπος στο χτένι», όταν όμως «πέφτει λεμόνι στον αχινό», η μόνη διαφορά ανδρών-γυναικών είναι – πάντοτε κατ' εμέ – ότι η γυναίκα δεν έχει hobby, ενώ ο άντρας είναι γεννημένος γι' αυτό. Καταθέτω παράδειγμα και μεγεθύνω παράλληλα: η μεν γυναίκα έρχεται στον κόσμο με προσωπική-βιολογική αποστολή να πολλαπλασιάσει και να διαιωνίσει το ανθρώπινο είδος, ο δε άνδρας ένας ψεκαστήρ και αναφλεκτήρ τού απαραίτητου δομικού υλικού απλώς είναι. (Εάν δεν επιμείνει σταθερώς κι υγιώς, στο μόνο που θα τον σώσει: στο χόμπυ του, όποιο κι αν είναι αυτό.) Συντόμως λοιπόν ανακεφαλαιώνω: ο άντρας δεν είναι για αποστολή και σταυρό, νυφούλας νοικοκυριό και γαμπράκου καρκατσουλιό, αλλά για χαβαλέ-σκορποχώρι και ρεμπελιό, μηχανάκια-μπαλλίτσα-σουβλάκια ενώ η γυνή θέλει σπίτι-οικία και έδρα αυτή, κουζίνα-κρεβάτι κι εστία, λίκνο-ψυγείο και στην Τράπεζα μετρητά – τέλος.


«Εξ από ανέκαθεν» (που λένε οι μορφωμένοι από Λυκείου ΜΠΑΡΜΠΙΚΑ-και-πάνω), ο ανήρ ήταν έμπορος επαναστάτης πολεμιστής, θρησκευτικός αρχηγός και στυλίτης ερήμου, παρίας θαλασσοπόρος εξερευνητής, αιμοδιψής κατακτητής και συνάμα καταστροφέας τού σύμπαντος Κόσμου μα κατόπιν και κτίστης αυτού, εφευρέτης αυτού, ιεροφάντης διαπρύσιος και συνεχιστής λειτουργός όσο και καννίβαλος τούτου. Το γυναικάκι – τί είναι μωρέ, έχει επιζήσει κανείς για να πει; Μια κουκλίτσα στα δεκαοκτώ, μια ζουρλή στα είκοσι οχτώ, μια ασυμμάζευτη στα τριάντα οκτώ, μια σαλταρισμένη στα σαράντα οκτώ και στα πενήντα οκτώ, μια «θεία» σκέτη. (Από κει και μετά μετατρέπεται σε γιαγιά, και πιο φονικός ρόλος από αυτόν δεν υπάρχει.)


Τώρα λοιπόν που πέταξα «σκύλους στο τσουβάλι με τα γατιά», άπαξ και έσβησα με κηροζίνη την φλόγα, εφ' όσον τάϊσα με ΤΝΤ Βεζούβιο και Αίτνα μαζί, ας εξηγηθώ προτού απολογηθώ και ξεκινάω με τούτο: αγάπησα και αγαπώ την Γυναίκα τόσο πολύ, που είναι αδύνατον να το καταλάβει ετούτη. (Γιατί, ΟΥΤΕ καν ΑΥΤΗ, αγαπάει τον εαυτό της.) Διότι η ΑΓΑΠΗ προϋποθέτει ΠΑΡΑΔΟΣΗ και πιο εύκολα παραδίδεται ο Αλ Ζαουάχρι στον Τραμπ, παρά η κάθε-μια μις-γειτονιά στον καληνυχτάκο που την πηγαινοφέρνει αβέρτα! Η ΑΓΑΠΗ προϋποθέτει ΑΥΤΑΠΑΡΝΗΣΗ, όχι σε αυτοθυσίας βαθμό μα σε σταθμό ανιδιοτελούς και αυτόματης προσφοράς, θεραπείας-λατρείας και θαυμασμού, δοσίματος αφειδούς και αναγνώρισης εμφανούς – δεν ντανιάζω πια άλλες λέξεις. Επιπρόσθετα η ΑΓΑΠΗ απαιτεί απ' τον Άνδρα ΥΠΟΤΑΓΗ κι απ' την Γυναίκα ΑΠΟΔΟΧΗ (και αναλόγως στιγμών, το αντίστροφο σχήμα), αλλά πού και ποιός να τα διδάξει ετούτα; Στο σχολειό τα μαθαίνουνε τα παιδιά παπαγαλία υποχρεωτικά, στην οικογένεια τα τσιμεντώνουνε τα παιδιά διαπραγμάτευση υστερικιά και στην κοινωνία τα σιδερώνουνε τα παιδιά με ευθυγράμμιση κοπαδιαστά.



(Αλλά ας επιστρέψουμε στο γκαραζάκι εμείς, στο μηχανάκι εμείς, στο αντράκι εμείς.) Αφού λοιπόν κατάφερα κι έφτασα – μετά από μερικά ναυάγια, πολλές αποστολές προδομένες και επιτυχίες ελάχιστες – την ζωή μου εδώ, στα εξήντα μου χρόνια τριγύρω κοιτώ, και τί βλέπω; (Δεν εννοώ "exit-polls" βρε πιστοί, δεν εννοώ «κάγκελο Σοφοκλέους» βρε χαζοί, δεν εννοώ «μισθούς και συντάξεις» βρε κουτοί.) Αυτό που βλέπω είναι την πλειοψηφία των συνομιλήκων μου να έχουν βγει πλέον στην σύνταξη και – πλήρεις έργων και ημερών – να «απολαμβάνουν προσωπικό χρόνο». Τρίχες. Σπανού. Και αλμπίνου μάλιστα, καθώς δεν φαίνονται στο πάτωμα και δεν τις μαζεύει η σκούπα από κάτω. Γιατί εδώ σκίζεται ο καμβάς σε δυό κομμάτια πλουμιστά, μισοκρυμμένα και φορτισμένα, παρεξηγημένα παρεξηγιάρικα και ντεμέκ μανουριάρικα προκειμένου το νόημα να αποκρυβεί, το μήνυμα να θολώσει και το τελικό πόρισμα να θαφτεί: 1ο/ σε άντρες που φέρονται ως ακόμη-ενεργοί να συνεχίζουν να προσφέρουν στην Κοινωνία και την Οικογένεια, στην Πολιτεία στην Οικονομία, στην χώρα στον πλανήτη και το Σύμπαν ολόκληρο και 2ο/ σε άντρες που μαζεύτηκαν, συρρικνώθηκαν και αράξαν στο καβουκάκι-γκαραζάκι τους μέσα. Δύσθυμοι σιωπηλοί, ταπεινωμένοι και αδειανοί, υποταγμένοι ξεζουμισμένοι πιάνουν τα παλιά εργαλεία τους και τα φέρνουν με χέρια τρεμάμενα πάνω σε μέταλλα σκουριασμένα και ξεβαμμένα. Τα οποία μέταλλα των παλιών τους αυτοκινήτων ή μοτοσυκλεττών στενάζουνε μόλις Άντρα επάνω και γύρω τους ξανανιώσουνε και για να μην λέω πολλά, ανοίξτε εσείς το εξαντλημένο κι «εξαφανισμένο» βιβλίο μου «Ελένης νήσος», διαβάστε την κάθοδο τού ήρωα εκεί στην «Χλαίνη» τής αποθήκης ενός Λαυριώτη Απόστολου στην σελίδα 29 και κάντε αυτό-ακριβώς που ως διαθήκη μάς άφησε ο αλησμόνητος Rick Danko: "διαβάστε και κλάψτε".


Το ίδιο βινύλιο βάζω replay: ο Άντρας ζει μιαν ολόκληρη συμβατική ζωή, για να φτάσει – αν προλάβει να φτάσει φυσικά και δεν τον «προκάμει» το εγκεφαλικό το καρδιακό, το εφοριακό το συζυγικό, το επιχειρηματικό το γκομενικό – να καταλήξει στο γκαραζάκι του μόνος και ευτυχής, αδειανός κι αφανής, ήσυχος διαλυμένος. Και τούτο θεωρείται μεγίστη κατάκτηση εάν το πετύχει, διότι στο μεταξύ – και στο τέλος χειρότερα – παραμονεύει η βαριοπούλα και η θηλιά, το έρμα κι ο κρίκος: «Θανάση, πετάξου και πάρε απ' τ' Αγγλικά το παιδί!» «Τάσο, ξέχασες τα καρότα απ' τη λαϊκή!», «Μπάμπηηηη;;; Μισή μού 'φερες τη σύνταξη πάλι;» Και προς σφράγιση, ορίστε μία παράγραφος απ' το τελευταίο βιβλίο μου «τα τρία μι», Κεφάλαιο δεύτερο, σελίδα 52: 


Ο παππούς, άπαξ και πήρε την σύνταξη, "φέρ' τα και κάνε στη μπάντα" τού λένε. Ένας ιδιότροπος κι ασυνεννόητος άχρηστος, ένας ανόητος παραλής κλούβιος όλο καφενείο και πρέφα, κομψευάμενος στα γεράματα το μουστάκι στην πένα, το σκαρπίνι γυαλί και "καμιά δουλειά να μας κάνεις, πρέπει να σε παρακαλέσουμε". Γιατί ΑΥΤΗ κι ΕΤΣΙ είναι η κοινωνία η σημερινή, η μητριαρχική η πανάρχαιη, η σκέτη καριόλα. Τον βάζει τον μαλάκα τον άντρα να φέρνει τα φράγκα να πολεμά, να ανακαλύπτει να εξερευνά, να χτίζει να καταστρέφει και όταν τελειώσει τον χρήσιμο κύκλο του - στα αζήτητα στα σκουπίδια, ούτε καν συντήρηση ή ανακύκλωση ο μεσιέ ραμολί, δεν υπάρχει γι' αυτόν πλέον ρόλος στο θηλυκό παρολί τούτο. Σε μια κοινωνία παντοτινά - κι επιμελημένα κρυφά - μητριαρχική, ο άντρας ένας υπηρέτης κι υπάλληλος είναι, άσε που τον μοστράρουνε και τον κογιονάρουνε για στρατηγό και αφέντη, για μπόση διευθύνοντα και γαμάτο δικτάτορα, ο διασχίζων-τα-πέλαγα-της-ζωής και ο-σκίζων-τα-βάρδουλα-οποιανής, αυτά είναι τσίχλες και μάλιστα τσιχλόφουσκες από κείνες που πύρκαυλες ξέκωλες πιτσιρίκες φουσκώνουνε προπονούμενες, για να περνάνε αέρινα και μαγκιώρικα το προφυλακτικό στο τσιμπούκι. Ο άντρας ένας βαστάζος είναι και ήτανε, το πέος το πολλά-βαρύ που από τα ατέλειωτα τα σιχτίρικα "σήκω-πέσε" της ανοργασμικής, τα "μπες-με πονάς, παράτα με τώρα αλλά χώσ' το μου όλο μετά" της υστερικής ήρθε και μέλωσε, άγιος έγινε, αλοιφή σκέτη.>>


Να μην το τσιχλολογώ μάλιστα, ιδιαίτερα αφού «μισογύνη» με λέν', «σεξιστή» και «εχθρό της γυναίκας» συνεχώς μού καρφώνουν. Εγώ φταίω κύριοι; Εγώ φταίω που το γυναικάκι – και δη το ελληνικόν – μόλις φτάσει σε ηλικία που η ωορρηξία της είναι έτοιμη να ποζάρει μια διπλή-βυζιών κι άλλη μια απλή ποδιών-κλειστών επάνω στο ράφι σπεύδει κι αρπάζει τον πρώτον-επιλεγμένο άντρα που μπροστά της θα βρει και τον σέρνει στην εκκλησία; (Σιγά μη κι ο εκπαιδευθείς-προς-τούτο κλαρινογαμπρός δεν ανταποκριθεί προθύμως κι ευθύμως!) Εγώ φταίω που το γυναικάκι – και δη το ρωμέικο – μόλις ολοκληρώσει την μέτρια και μίζερη τσάρκα του στην ασθενοσπερμική θάλασσα των (χ)αντρών διαλέγει απ' την λίστα της τον πλέον μαλάκα για να τον κάνει γαμβρόν, και πατέρα των κοινών τέκνων να στέψει; (Σιγά μη κι ο στηθείς-ακριβώς-για-αυτό πεθεροσκαμπός δεν προστρέξει αθύμως κι εκθύμως!) Εγώ φταίω που το γυναικάκι – απ' την Γιάννα των Ολυμπιακών μέχρι την Τατιάνα των τηλεοπτικών – μόλις αντιληφθεί πόσο πολύ η κοινωνία κι η μάζα ρόλο τής δίνουνε, μούρη τής στήνουνε και έργο τής βρίσκουν κεφαλοκλειδώνει τον απολύτως πειθήνιο μαλθακό, λειωμένον απ' το μεροκάματο και πρησμένον απ' την ιδιοκτησία, παχύσαρκον απ' το αλκοόλ και τοξινωμένον απ' την εξουσία, παραληρηματικόν απ' το άγχος και κατεθλιμμένον απ' την αφραγκιά και τούτονα στεφανώνεται – λες και «πήραν την Πόλην πήραν τη», να ζηλέψουνε και οι φίλες της οι κουφάλες.


(Α, ξέχασα: κάπου εκεί παίζει κι ένα ζετεμάκι, ένα αισθηματάκι μωρέ, «είναι καλούλης ο γλυκούλης μου» χαριεντίζονται οι φιλενάδες στον καφέ, «έχει ενίοτε τα νευράκια του μα μ' ένα κλαρινάκι ξεπεταχτό, σου τονε κάνω εγώ συρφετό και δεν ξέρει από πού να μου κάτσει» συμπληρώνουν και χαχανίζουνε για την ημών των αντρών την βλακεία. Ότι βέβαια υπάρχουνε ΚΑΙ γυναίκες που ΔΥΝΑΤΑ θ' αγαπήσουνε κι αναλόγως θα προχωρήσουν – εγώ, ΑΥΤΟ δεν το συζητώ. Μόνο που ΤΕΤΟΙΕΣ γυναίκες στην γωνία την μπελαλίδικη και μπαταχτζίδικη τούτη τής Γης που σιχτιρίζουμε την ώρα και την στιγμή που πατάμε – όχι μόνο δεν σπέρνονται, όχι μόνο δεν φύονται, αλλά όποτε βγήκα εγώ για θερισμό κατέληγα να κοιμίζω το τσαντισμένο μου πέος ανάμεσα σε δυό μπουκαλάκια bourbon!)


Ας έλθουμε και στα μοτοσυκλεττιστικά: η ελληνίδα σαν είναι νιά και για γκόμενο σ' έχει, δεν δίνει καμμιά σημασία αν καβαλλάς μηχανή. Εκτός από τότε που θ' αποφασίσει να φορέσει αυτή φούστα. Κι έβαλε τον φίλο μου τον Γιωργάκη αμαξάκι ν' αγοράσει αυτός, για να πάνε και μια βόλτα «της προκοπής», (λες κι η προκοπή εξαρτάται απ' την φούστα). Και μόλις έσκασε το παλληκαράκι με κασσόνι τετράροδο και τετράπορτο, όλος χαμόγελο-ζαχαρόμελο κι υποσχέσεις για βολτούλες ονειρεμένες, σκάει η τρελλή με παντελόνι φαρδύ, λέγοντας στον χάσκοντα άνδρα: «Έχω πάρει κάτι κιλά αγαπίτσα μου και δε μου κάνουν οι φούστες, μια χαρούλα είμαι και έτσι εγώ, βάλε μπρος μέχρι το περίπτερο και πάρε μου και τσιγάρα»! Εκτός από τότε που θ' αποφασίσει ΑΥΤΗ και ΜΟΝΟΝ ΑΥΤΗ, να γίνει μάνα. Και μόλις τουμπάνιασε την κοιλιά, κατέβηκε στο γκαράζ και άρπαξε τα μοτοκλειδιά τού φίλου μου του Γιαννάκη και πετώντας τα αυτά στο συρτάρι εδήλωσε: «Ουαί και αλίμονό σου εάν τα βγάλεις αυτά, από δω μέσα, εκτός από είκοσι χρόνια ΜΕΤΑ. Γιατί δε θα μεγαλώσω εγώ μόνη μου τα παιδιά, χήρα!» Εκτός τότε που θ' αποφασίσει ΑΥΤΗ να μετασχηματίσει ΑΥΤΗ την δίτροχη ή όποια-άλλη περιουσία σου, σε ό,τι ΕΚΕΙΝΗ-φυσικά καυλαντίσει. Κι έβαλε τον καθόλου-φίλο μου τον Παναγιωτάκη, ενώ είχε βγάλει αυτός προς πώληση ένα – «περιττό, καθώς δεν το χρειάζομαι και δεν τ' οδηγώ» όπως μού ψιθύρισε – μηχανάκι του, να «παγώσει» την πώληση γιατί «δεν το πουλάμε εμείς, άμα θέλεις να ξέρεις εμείς, αυτό το μηχανάκι μας εσένα δεν σ' το πουλάμε», προκειμένου να κάνει την λεζάντα κυριαρχίας του το αιδοίο επί παντός του κινητού και επιστητού, κινουμένου και αδιαφόρου εμού και συνάμα γελώντος!


Αμ δεν φταίνε τα γυναικάκια – και δη τα ελληνικά – φίλοι και φίλοι: ΕΣΕΙΣ τις αφήνετε και οργώνουνε, ΕΣΕΙΣ τις ποτίζετε και φουσκώνουνε, ΕΣΕΙΣ τις υποθάλπετε και νομίζουνε, ΕΣΕΙΣ τις κολακεύετε και αυξάνονται, ΕΣΕΙΣ τις θυμιατίζετε και ζαλίζονται τούτες! Τί έχω εγώ πει; «Άμα ο άντρας, ακόμη και για πράγματα αναφανδόν αντρικά, το γυναικάκι ρωτάει ή κοιτάει...» – ε τότε καλύτερα στην φυλή των Μασάι να πάει στην Αφρική, και να χοροπηδάει όλη μέρα μέσα στον ήλιο για τις κάμερες και τους τουρίστες! Γιατί μόλις το γυναικάκι σού κόψει την ελάχιστη-τελευταία-ακριβή όποια διασκέδασή σου ή την αθώα αναψυχή, την μοτοβόλτα ή το γηπεδάκι την Κυριακή, το τσιπουράκι με φίλους ή το κυνήγι χαράματα, ΤΟΤΕ είναι η ώρα η δύσκολη να επιστρέψεις εσύ ΑΥΤΟΜΑΤΩΣ και ΑΣΥΖΗΤΗΤΙ στην γκαρσονιερούλα την υπόγεια που είχες και τηνε πέρναγες μπέϊκα, απ' όπου «σε πήρα ρε αχαΐρευτε και σ' έκανα άθρωπο», (με τα δικά σου λεφτά πάντα βεβαίως).



Φίλος παλιός, συνταξιούχος πλέον και ώριμος, χιουμορίστας καλός και δις παντρεμένος, κοιτώντας τον μεγάλο του γιό να χαριεντίζεται, να ζαχαρώνει και να δουλώνεται στην «ούτε καν ξέρω τί σκατά τώρα μού γίνεται και πού πάω, κι όμως ότι είμαι ο θηλυκός Μαγγελάνος πουλάω» γκομενίτσα του, δεν κρατήθηκε κι είπε: «Κι εμείς αγαπήσαμε, δεν κάναμε όμως έτσι. Κάναμε χειρότερα!» Γιατί ανάμεσα στις ατέλειωτες κατηγορίες ανθρώπων υπάρχουνε – χοντρικά – δυό κατηγορίες αρσενικών, (έτσι εγώ αφειδώλευτα και προκλητικά λέω): οι αιδοιοείλωτες και τα καθάρματα, οι καληνυχτάκηδες και τα αποβράσματα, οι αγαπουλίτσες και οι σατράπηδες, οι «ό,τι θες ζουζουνάκι μου» και οι «τώρα που θα 'ρθούνε τα κολλητάρια, εσύ γδύσου». Κι αν οι πρώτοι τζίρους γράφουνε στο ΙΚΕΑ και στο «Γάμος και Βάφτιση», οι δεύτεροι στελεχώνουν αδρά Million Dollars Club και Diamonds and Pearls τότε. Αν οι πρώτοι μόνο που δεν έχουνε βάψει κατακίτρινη την αυτοκινητιά να πηγαινοφέρνουν συζύγους και πεθερικά, ζουμερές ανιψούλες και θείτσες μπομπότες, ευτυχώς που μπαλαντζάρουν ενίοτε την πλάστιγγα θαυμαστά οι διακινητές σάρκας, εκείνοι που με δυό χαστουκάκια την κάθε Στέλλα σε Μελίνα θα σιάξουνε, την κάθε παρθενούα σε πορνοστάρ θα φιλμάρουνε, την κάθε Κωνσταντοπούλου σε Κασσιανή μοναχή θα μας παραδώσουν.


Είπαμε, να μιλήσει και η πλειοψηφία, μα απ' την ώρα που ο Δήμος των Αθηναίων απ' τον Χρυσούν Αιώνα τού Περικλή έφτασε να ψηφίσει Καμίνη – τότε μάγκες μου δεν μας πάτησε μόνον το τραίνο τού άσματος, όχι μόνον κατεδαφίστηκε και ο τελευταίος σταθμός, μα μπήκε ΕΝΦΙΑ και ΦΠΑ στο παπάρι. Καθότι – ας το πω, ποιός με διαβάζει ή με ακούει εμένα; – έχει μπει πλέον στον Ποινικό Κώδικα τον αδήριτο καθημερινό, ισχύοντα και ουχί ψηφισθέντα ότι και η απλή ένδειξις-αφήστε δε επίδειξις ανδρισμού τιμωρείται με εξοστρακισμό, (και για τούτον αποφασίζουνε ΜΟΝΟ γυναίκες). Διότι έτσι και η κάθε αχλαδόκωλη Λυσιστράτη τσιμεντώσει την κουτάλα που μ' αυτήν φτιάχνει το φαγητό, ο αντράκος θα πεθάνει στο διπλόπιττο και το πιτσόνι, (και δεν λέει, γιατί ποζάρει και για αθλητής). Έτσι και η κάθε μία Κατίνα Παξινού δοθεί στην Τέχνη της και λησμονήσει-αφήστε δε διαγράψει τα συζυγικά της καθήκοντα, το αντράκι θα λιποθυμήσει από το πληγωμένο παράπονο, (καθώς δεν μπορεί να τραβιέται αυτός στα στουντιάκια τού Πολυγώνου και τα μπουρδελάκια τής Κωνσταντινουπόλεως). Έτσι και η κάθε μία μανούλα το παίξει Εκάβη και κλώσσα και επενδύσει πάνω στη εξάρτηση και ισοβία δυστυχία των δυστύχων παιδιών της, ο αρσενικός μετατρέπεται σε κουβαλητής, ο πεοφόρος σε κονδυλοφόρο στεγνά υπογράφοντα επιταγές, η παροιμιώδης «κολών του σπιτιού» περισσότερο σε «σιτοβολών αρωματισμένου οιστρογόνου» γίνεται και δεν είμαι μόνον εγώ που τα βλέπω ετούτα. (Απλώς ετούτα μόνον εγώ τα γράφω εδώ.)


Τί είπε – εν έτει 1971 παρακαλώ – η μανούλα μου, όταν εγώ είχα μόλις «λυγίσει» τον πατερούλη μου, για να μου πάρει επιτέλους μοτοσυκλέττα; «Εάν ΕΣΥ του πάρεις ΑΥΤΟΥ μηχανή, ΕΓΩ θα φύγω απ' το σπίτι»! Και σωθήκαμε άπαντες, γιατί απλώς έτυχε να 'μασταν στο 1971! Τότε που ο πατέρας μου έκανε αυτό-ακριβώς που εκείνος έκρινε, (και μου αγόρασε μοτοσυκλέττα). Τότε που η μητέρα μου έκανε αυτό-ακριβώς που εκείνη έκρινε, (και δεν κουνήθηκε ρούπι απ' το σπίτι). Τότε που εγώ έκανα αυτό-ακριβώς που έκρινα, (κι έμεινα ισόβια αντιδραστικός και εμμονικός, επαναστάτης παθιασμένος και υπερασπιστής των δικών μου επιθυμιών). Καθώς ήταν ακόμη ΕΚΕΙΝΕΣ οι εποχές που ο άντρας καθόταν ακόμα επάνω στις απόψεις του και δεν τις περνούσε απ' το μπλέντερ τής γυναικός, απ' τον τρίφτη τού τραπεζίτη, απ' το λογιστήριο τού αφεντικού, απ' το παγκάρι τού έφορα, απ' το σεντούκι τού πεθερού, απ' το εκλογικό βιβλιάριο τού κομματάρχη. (Οι ελάχιστοι που δεν τα πράξαν αυτά, δεν τους ξέρει κανένας. Και οι πολλοί που συντριπτικά κοκκορεύονται και μιλούν, «ΚΑΙ κοκό, ΚΑΙ ρεύονται» θα έλεγε η Βλαχοπούλου εάν ζούσε!)


Γιατί λοιπόν γράφω και αναγγέλλω στον τίτλο μου «Γυναίκες παλιές και παλιές μοτοσυκλέττες»; Γιατί όσο πιο παλιά πάμε εμείς, τόσο η γυναίκα – η αληθώς κοινωνικά δυστυχής – δικαίωμα ομιλίας και παρουσίας δεν είχε. Και όσο περισσότερες ήτανε οι μοτοσυκλέττες παρ' ημίν, τόσο πιο πολλοί νέοι εκείνων των εποχών προτιμούσαν ν' αφήσουν στο πεζοδρόμιο αμανάτι την αστή κουκλίτσα που μόλις είχε απ' την μπουτίκ βγει και δεν ανέβαινε σε «μηχανάκι», αφ' ενός για να μην χαλαστεί το μαλλί κι αφ' ετέρου για να μην μητρικά πάθει. Και προτιμούσαν ν' αρπάξουν απ' το σβέρκο και απ' τον κώλο την κομμώτρια Τασούλα με το σπαθάτο κορμί και να πεταχτούνε νυχτιάτικα μέχρι την Πεντέλη ή τον Σχοινιά για να... της δείξουνε τον Αυγερινό και... τον πούλο! (Το γνωρίζετε γενναίοι μου ότι ο Αυγερινός απλώς είναι ο πλανήτης Αφροδίτη και η ρουφιάνα η Πούλια δεν είναι αστήρ, αλλά ολόκληρο αστρικό σμήνος;!) Ε λοιπόν, οι δυό – πρόχειροι, συμφωνώ και ομολογώ – αυτοί δυό τύποι γυναικών «εξελίχθηκαν» και γίνηκαν ΕΝΑΣ: η εξής και γνωστή, μη εξαιρετέα και αντιαφροδισιακή ελληνίδα συζυγομανούλα. Η οποία, μια ματιά να σου ρίξει και μόνο, εσύ προτιμάς να βάλεις τους όρχεις σου στον σκουπιδοφάγο αφού τους περάσεις πρώτα απ' τον καταστροφέα εγγράφων, ώστε με όόόλη την ψύχραιμη άνεσή σου μετά να μεταφέρεις τα υπολείμματα στην ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗ, εκεί στον ίδιο κλίβανο που καίνε ηρωΐνη και φούντες! (Πιο φτηνά θα σου έλθει η δεύτερη λύση και απολύτως οικονομικότερα η Δεύτερη Παρουσία μαζύ!)


Υπάρχουν όμως και ΕΛΑΧΙΣΤΟΤΑΤΕΣ εξαιρέσεις, γνωρίζω μάλιστα καναδυό και εδώ θα τις καταθέσω, για να μην με λέτε μετά «οδοστρωτικό» και «μισογύνη τελειωμένο». Ξέρω την Άρτεμη που απ' την ώρα που τον Σάκη της γνώρισε, είναι μέσα στα μέλια. Και τα γέλια. (Γι' αυτό ο Σάκης της έχει παραμείνει μια σπερματοπαραγωγός μηχανή σεξ αστείρευτη και ακαταπόνητη, «της ρίχνει» κοινώς και ευλαβικώς τρία-την-εβδομάδα και είναι κι οι δυό τους στα βαθέα εξήντα τους!) Ξέρω και την Ρηνούλα που μετά την γέννηση των πρώτων διδύμων τους, ορθά-κοφτά δήλωσε στον Βαγγέλη της: «Άκου άντρα μου: άμα πουλήσεις τη μηχανή ΣΟΥ και πας με τα λεφτά πάνες να πάρεις, να ξέρεις πως Μ' έχασες. Γιατί εγώ πάνω στη μηχανή σε γνώρισα, και πάνω στη μηχανή ΣΟΥ σε θέλω.» (Κι ύστερα μού λένε εμένα πως οι Σουλιώτισσες κατάγονται μόνο απ' το Σούλι! Ότι οι Μανιάτισσες μόνον εκεί κάτω στην Μάνη κυκλοφορούν, και οι Κρητικές αδίκως είναι οι πιο αγριοσεξουλιάρες τής Ελλάδας γυναίκες.) Ναι, εξαιρέσεις υπάρχουνε, μόνο που είναι ελάχιστες, είναι κρυμμένες-δεν φαίνονται κι απ' αυτές τις ολίγιστες, η συντριπτική τους πλειοψηφία είναι καπαρωμένη. Ναι μωρέ, ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΓΥΝΑΙΚΕΣ και είναι παντού, μόνο που είναι κουτές ΚΑΙ αυτές και σπεύδουν να λουφάρουν υποκύπτοντας στην αυτόματη και προστακτική κοινωνική-παιδοποιητική μηχανική, (δίχως πρώτα το αιδοίο τους ΟΡΘΩΣ να γλεντήσουν). Βρε ας το γλεντήσουνε τούτο έστω και λανθασμένα, ποιός είμαι εγώ να το κρίνω αυτό, μα ας το γλεντήσουν ΟΛΙΚΩΣ και ΚΥΡΙΩΣ. Γιατί απ' ό,τι φίλος ψυχαναλυτής μού ομολογεί, «το 95% των Ελληνίδων δεν γνωρίζει τί εστί αληθινός οργασμός» και «το 75% των Ελλήνων απασχολεί πόρνες». (Να χαρώ εγώ ισορροπημένη κι ευτυχή κοινωνία, στεφανωμένα ζευγάρια από αγάπη και κατανόηση, καθόλου υπολογισμό και ξεφλουδισμένη χαρά, υπηρεσία αληθινή και προσφορά ανιδιοτελή πάντα.)


Άμα είναι ν' αφήσεις Λεωνίδα μου στο γυναικάκι τις Θερμοπύλες να κουμαντάρει, θα φτάσουν οι Πέρσες όχι μόνο στην Νότια Αφρική, αλλά κολυμπώντας ανέτως στην Αυστραλία θα βγούνε. Καθώς η γυνή ΔΕΝ είναι για πόλεμο αλλά για παχνί, η γυναίκα ΔΕΝ είναι για αίματα άλλα απ' της γέννας, η θηλυκιά ΔΕΝ είναι για το στάζον λίπος σφαχτού αλλά για κάνα ζαχαρωμένο μελώδες σιρόπι. «Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας» δεν λέει ο τηλεόπληκτός μας λαός; (Που ΓΙ' ΑΥΤΟ ΑΚΡΙΒΩΣ τις παροιμίες του καθιέρωσε, ώστε να μπορεί μετά να κάνει τα αντίθετα-ακριβώς με άνεση και μανία.) «Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του» δεν επιμένει ο κομματόπληκτός μας λαός; (Που γι' αυτό κλείνει σοφία αμέτρητη Αισώπου και Σωκράτη μαζί, Αριστοφάνη κι Εμπεδοκλή στις παροιμίες του μέσα, ώστε ανεμπόδιστος κι ανορίωτος να τα ξεμπουρδελιάσει μετά όλα;) Άλλη λοιπόν τής γυναικός η δουλειά και άλλη εκείνη του άντρα: είπαμε, να βοηθήσει στα ψώνια τού σούπερ-μάρκετ ο ανήρ, όχι όμως να κάνει η γυναίκα κουμμάντο στο μηχανάκι, πότε π.χ. θα γίνει το σέρβις του και εάν θα φορεθούνε Bilstein στην Integrale ή Brembo στο Hayabusa! Είπαμε, να μαγειρέψει κι έναν πατσά ο ανήρ, όχι όμως να προβάρει σε τεστ αντοχής τις ζαρτιέρες της για να δει εάν αντέχουν να μπουν στο πλυντήριο, στο πρόγραμμα «ευαίσθητα-μάλλινα», την στιγμή που ΚΑΙ ξυρισμένη είναι η γκόμενα, ΚΑΙ αναίσθητο είναι το νάϋλον υλικό τους!! Είπαμε, να συμμετέχει η γυναίκα στα έξοδα τού σπιτιού, όχι όμως να βάζει ο άντρας ο γητευτής το ενοίκιο κι η θηλυκιά πλανεύτρα το ύδωρ, να πληρώνει ο αρσενικός το πετρέλαιο και η φημέηλ τα σπίρτα, να σκάει το μπετσάλεν ο μεσιέ για το SUV κι η μανταμίτσα πονπόν να ξεπαραδιάζεται για το μπρελόκ των κλειδιών του!!!



«Δεν άκουσα; Πώς είπατε; Ορίστε;» Συγγνώμη μαλάκα μου, ποιός είσαι; Μήπως είσαι εσύ που «τη μάζεψες» την ψόφια μαζί με το τεράστιο κέρατο που σου φόρεσε, καθώς δεν μπορούσες να κυκλοφορήσεις εσύ αφού κατέβαζες τις μπουγάδες απ' τις ταράτσες; Μήπως δεν είσαι εσύ που μόλις το γυναικάκι ΚΑΤΙ σού απαγόρευσε – και σ' το εκλογίκευσε κιόλας – έσπευσες ασμένως ΚΙ ετούτο να το δεχτείς να το καταπιείς, υπερθεμάτισες μάλιστα όπως το ντουέττο Βαρουφάκη και Τσίπρα; Μήπως εσύ δεν ήσουνα που από GSXR στο σκούτερ κατέβηκες, κι από κει το Toyota τού πεθερού δανείστηκες, μέχρι το δικό σου Smartάκι να πάρεις; (Μα Smartάκι ρε αδυσώπητε μάγκα μου; Smartάκι ρε σφίχτη και γρήγορε, Smartάκι ρε φονέα αναβατών και ιππέα μηχανών, και τώρα κουβαλητή κυλοττών και σιδερώστρα καθωσπρεπισμών;)


1ον/ Είχα κάποτε έναν φίλο. Κι όταν εκείνος άρχισε να μου παινεύει πόσο γουστάρει το φρέσκο του γκομενάκι το ZXR του, ΤΟΤΕ κατάλαβα ΟΛΟ το έργο. (Κι αυτό συνέβη το μόλις-ένα-τέταρτο-τού-αιώνα «χτεσινό» 1992!) Μόνο του το αντράκι αυτοψήθηκε ότι το ψιψινάκι κοβότανε για μονόσελλο και δεν ΗΘΕΛΕ καν να αντιληφθεί ότι το «πανέξυπνο» δίβυζο, για πεοπαγίδα τού πούλαγε κάθε like στο δίκυκλο... μετά θα τον έχωνε υποχρεωτικά στον τετράτροχο κουβά. Ένεκα «τα παιδιά», χαχαχα! 2ον/ Είχα κάποτε έναν γνωστό. Τρανό τρομερό, Χαρλεά τραλαλά, λογά και παραμυθά. Κι όταν κοζάρισα την γυναίκα του κατάλαβα πόσο μεγάλη μπορεί να είναι η «προθήκη» τού άντρα, δίχως να 'χει τίποτα μέσα στην «αποθήκη» του. (Με εννοείτε ή να στάξω ονόματα;) 3ον/ Είχα κι έναν άλλον που αποφάσισε «συμμαζεύτηκε», παντρεύτηκε «φτιάχτηκε», αποταμίευσε και «κονόμησε»: μόνος του πούλησε την μηχανή κι αγόρασε αυτοκίνητο, σπίτωσε από κάτω την πεθερά κι από πάνω την αδελφή, έκανε δυό εγγόνια στην πρώτη και σπούδασε δυό ανήψια στην δεύτερη, διπλοβάρδια δουλειά βάραγε γιατί «έχουμε έξοδα» και «δε μας παίρνει και για πολλά», την στιγμή που το μεν γυναικάκι είχε πάρει την μισή Νίκαια και την υπόλοιπη Κοκκινιά (τί, μόνον ο Αλέξης θα λέει "Μυτιλήνη και Λέσβο"; Εμείς δηλαδή Γεωγραφία δεν ξέρουμε;), η δε πεθερά πανωσήκωμα είχε χτίσει στα Casino Λουτρακίου, Ρίου και Πάρνηθας και η υπόλοιπη αδελφούλα είχε ρίξει τόόόσο έξω το ψιλικατζίδικο που «διοικούσε», που πλάκωσε η ίδια η Deutsche Bank κι απαλλοτρίωσε το τετράγωνο ολόκληρο, μπας και το έν δέκατον των χρεών τής κουφάλας πατσίσει.


Πώς το λέει τού Βούδδα το Ζεν; «Όταν βρέχει, βρέχεσαι.» Πώς το λέει ο λαός τού μηδέν; «Ο βρεγμένος, τη βροχή δεν τη φοβάται.» Έτσι κι εγώ λοιπόν: είπα ό,τι είχα να πω, έγραψα ό,τι είχα να γράψω και την χολή μου μέλι την έκανα για όσους διαβάζουνε, ΚΑΙ τις λέξεις ΚΑΙ τα νοήματα ΜΕΣΑ σε τούτες. «Ο θάνατός σου, η ζωή μου» δεν ριμάρει ο εκλεκτός και ανάδελφος τούτος λαός, με τα ορθότερα γνωμικά και την χειρότερη ψήφο; Εάν είναι λοιπόν η γυναίκα ρε μάγκες να σου δώσει ζωή – γιατί η Γυναίκα κύριοι μάς δίνει ζωή, τέλος – μα να σου πάρει παράλληλα και ταυτόχρονα την μηχανή, ας πεθάνω εγώ πρώτος. Ας πάω εγώ στον Κλιντ Ήστγουντ μπροστά κι ας του πω ότι το 0.44 Μagnum νερομπίστολο είναι αυτό που κρατά. Ας σηκώσω απ' τον τάφο τον Μπιν Λάντεν να τον πάω πεσκέσι νυχτερινό ως λάβερ στην Χίλλαρυ, καλύτερα να βαφτίσω τον Φλαμπουράρη ως Κίσσινγκερ τής πολιτικής παρά να παραδώσω κράνος και γάντια εγώ της τρελής, να μου τα κάνει αυτά ζιπουνάκια. Δίχως γυναίκα δεν ημπορούμε γενναίοι μου, μα δίχως την μηχανή δεν ζούμε ΚΑΝ ωραίοι μου και σπεύδω τώρα να σφουγγαρίσω το μπάνιο, να βάλω πλυντήριο, να τινάξω τα χαλιά, να γυρίσω στον φούρνο το ψητό, να πάρω τα παιδιά απ' το σχολειό και να σιδερώσω εκείνα τα τάνγκα που τής χρωστάω.


(Μερικές φορές, ιδιαίτερα άμα μεθυσμένος τελείως απ' το Jim Beam ξυπνάω στο γκαραζάκι μου μέσα και στον ιδρώτα λουσμένος πολύ, νομίζω πως τα όνειρά μου είναι τελείως αληθινά, σαν κι ετούτο. Πως είχα-λέει παντρευτεί, πως είχα-λέει οικογένεια και παιδιά, πεθερά και σκυλιά, εξοχικό ψησταριά – θεέ μου, πότε είπες πως θα βγει στην παραγωγή το turbo το Honda με τα 400 τα άλογα, να πάω να το ψωνίσω; Γιατί ΜΟΝΟΝ έτσι κοιμούνται τα όνειρα τού ανδρός τα εφιαλτικά, ΜΟΝΟΝ άμα αυτός καινούργιο μηχανάκι αγοράσει. Διότι ΜΟΝΟΝ ΕΤΣΙ μένει ο άντρας παιδί, αντί να σπεύσει και παιδάκια να στήσει μαζύ με την κάθε τρελή, που εξαρτάται κάθε μήνα από τί μπερδεψοφιοειδή γραμμή οι ορμόνες της θα της δώσουν!


 

ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2017

Διαβάστηκε 3095 φορές Παρασκευή, 17 Μαρτίου 2017 18:34