Ευτυχώς ή δυστυχώς, γνωριζόμαστε όλοι σε τούτη την χώρα. Όλα τα περιφανή ζωάκια τού γωνιακού ευρωβαλκανικού μπαϊλντισμένου κρατίδιου τούτου απ' την ίδια γούρνα πίνουν νερό, στον ίδιο μπιντέ πλένουν τα πισινάκια τους, στο ίδιο μικρόφωνο ή πληκτρολόγιο απαγγέλλουν τα κάλαντά τους. (Γι' αυτό, ας μην παραπονιούνται και δαγκωκλαίνε μετά, όταν οι ίδιοι επί χρόνια έχουν ντελαλήσει τα σώψυχά τους – απαραίτητη σημείωση εισαγωγική τούτη και ειδοποιώ: ξεκινάω....)
Ο Πέτρος Κωστόπουλος ήταν εκείνος που ήτανε, η πορεία-κορυφή-πτώση του είναι γνωστές καθώς εμφανίστηκε-έλαμψε-χάθηκε επί είκοσι-τόσα χρονάκια μέσα από το σωστό και φλεγόμενο, ταξικό και τοξικό συνάμα λιπαντικό: τον περιοδικό Τύπο. (Γι' αυτό λέγεται περιοδικός: γιατί εμφανίζεται άπαξ του μηνός, κρατά μερικές «δυσάρεστες» μέρες, τζίρο στην βιομηχανία χαρτοπολτού κάνει και αφορά στις γυναίκες κυρίως.) Ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος είναι ετούτος που είναι, η πορεία-κορυφή-πλατώ του είναι γνωστά καθώς εμφανίστηκε-δεν λάμπει-απέχει ακόμη απ' το να χαθεί μέσα απ' το ίδιο λιπαντικό πάντα: τον περιοδικό Τύπο. (Μόνο που τούτος παραλλάχτηκε σε free-press και ιστοσελίδα-τζαμπέ που εμφανίζεται φρέσκια συνέχεια, κρατά ελάχιστα δευτερόλεπτα μέχρι το delete ή τo like, κάνει τον ίδιο-πεσμένο τζίρο στην σιδηροπενική πλέον Διαφήμιση και αφορά στα θηλυκά πάντα – και των δύο φύλων βεβαίως.)
Δεν θα ξοδέψω τον πολύτιμο χρόνο τού αναγνώστη σε αναλύσεις ενός εκάστου των επιφανών ανδρών τούτων. (Όπου επιφανής είναι αυτός που αναδύεται και αναδεικνύεται, από ποιούς; Μα από τους χρηματοδότες κι αφεντικά του, απ' τους αναγνώστες και πελατάκια του, απ' τις εταιρείες δημοσκοπήσεων και διαφημίσεων.) Θα συγκεντρώσω όμως τον αναγνώστη μου στις ομοιότητές τους που εμένα μού φαίνονται τόσο φανερά κραυγαλέες, τόσο μοιραία ταυτόσημες που αξίζει μερικές ξεχωριστές λεξούλες να γράψω.
Πώς είναι δυνατόν δυό τόσο διαφορετικοί άνθρωποι, να είναι τόσο-μα-τόσο αφόρητα και προφανώς ίδιοι; Πώς είναι δυνατόν δυό «δειλά» επαρχιωτόπουλα – μέσω του αυτού Μέσου – να κανονίζουν το do και don't, τα likes και fails δυό ελληνικών γενεών πλήρως; Πώς είναι δυνατόν δυό επιτυχημένοι επιχειρηματίες – άνευ εισαγωγικών πια – να συναντώνται κάτω και μέσα από ένα παντοδύναμο όσο και αναπόφευκτο τέλος; (Όπου τέλος είναι ο σκοπός, και ο φόρος βεβαίως.)
Μοιάζει ο Πέτρος Κωστόπουλος με τον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο; Όχι βέβαια, μα απολύτως! Γιατί επιλέγοντας τα Μέσα, και οι δυό οδηγούν και ποδηγετούν, σαλαγάνε μαντρώνουνε, διαμορφώνουν κι απομορφώνουνε την εύπλαστη νεολαία. (Και προτού ξεθηκαρώσουν οι κλασικοί-πρόθυμοι, τους πληροφορώ ότι δεν ξύπνησε ο Σάββας Κωνσταντόπουλος μέσα μου, μακράν εμού μεροκάματο τούτο.) Γιατί ΚΑΘΕ νεολαία επιθυμεί να οδηγηθεί, ψοφά να ομοιοποιηθεί, γουστάρει να κοπιάρει κι ΕΔΩ, σε ΑΥΤΟ είναι που πετυχαίνουν οι δια-χειριστές τους ετούτοι. (Τουλάχιστον τις δεκαετίες τού Πέτρου, ο νέος έβαζε το χέρι στην τσέπη που ηχηρές δραχμούλες διέθετε και αγόραζε τα πολτού-μα-glossy προϊόντα του, ενώ τον συνταξιούχο-των-γονιών-του-από-τα-δεκαοκτώ πιτσιρίκο τον έχει μάθει ο Στάθης στο τζάμπα.) Ουδεμία σχέση έχουν ως άνθρωποι, το πτωχευμένο τσαμπούκι με τον κακιασμένο ρομαντικό: γι' ΑΥΤΟ όμως μοιάζουν τα έργα τους τόσο πολύ, όσο ακριβώς τα μυαλά τους απέχουν φωτός έτη. Γιατί όσο τον δέρνει η κουλτουρέ ενδοσκόπηση κι υπαρξιακή μοναξιά τον Τσαγκαρουσιάνο, ΙΣΟΠΟΣΑ κι ΑΚΡΙΒΩΣ τον έδερνε τον Κωστόπουλο η λεζαντέ κιτσόχλιδα τής πασοκό ευωχίας. Όσο ακριβώς γράφει τα εκσπερματικά-προσωπικά κείμενά του ο Στ., άλλο τόσο μάς περιέγραφε ο Πετράν πώς καυλωμένος-γκαγκάν πρωινιάτικα στην μπανιέρα του κατουρούσε, γιατί το τρανό πεοτόξο του δεν μπορούσε να στείλει το χρυσό του βεληνεκές στην δύστυχη τουαλέτα!
Όταν το 1985 ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος μεθυσμένος παραδομένος και άγνωστος βολόδερνε στις παραλίες και τα κλαμπάκια τού νησιού του, έγραφε διαμαντάκια και ψυχές ταρακούναγε απ' την σελίδα τού ηρωικού όσο και πένθιμου Κίτσου Τεγόπουλου. Όταν το 1987 ο Πέτρος Κωστόπουλος προσκεκλημένος πυρωμένος και πωρωμένος τρεχαγύρευε στα γραφεία κομμάτων και εκδοτών τής καινούργιας πόλης του, ελληνομαγκιές ξέρναγε και συμπεριφορές λάξευε απ' τις σελίδες τού ξεχωριστού όσο και μοιραίου Άρη Τερζόπουλου. (Μα τέτοια ομοιότης μωρέ στα επίθετα των τότε «μεγιστάνων» κι «αρχιερέων» τού φουνταρισμένου-πια ημερήσιου και περιοδικού Τύπου;) Έκτοτε, γνωστές, διαμπερείς όσο και διαφορετικές οι πορείες εκάστου: Ο Κωστόπουλος τον κύκλο του έκανε (την ευθεία του από πολλού τού την είχανε τελικιάσει, ασχέτως αν εκείνος ως φρεσκογαύρος ούτε καν την ανθίστηκε) και τελικά τον ξύσαν απ' τον οικονομικοκοινωνικό καμβά, εκείνοι που τονε γλείφαν. Ο Τσαγκαρουσιάνος βαστάει ακόμα (την βούτα του εύχομαι τούτος ν' αντιληφθεί και την απόστασή του εγκαίρως να πάρει, αν κι αμφιβάλλω). Γιατί αυτοί που τον φτιάξαν και τον στηρίζουνε, αυτοί θα τον γκρεμίσουνε πρώτα και πρώτοι – ας ρωτήσει τον Πέτρο γι' αυτό, οι χαϊδεμένοι υπάλληλοι είναι οι καλύτεροι Βρούτοι.
Η LIFO είναι ΑΥΤΟ που ΑΥΤΗ η Ελλάδα ψοφά να 'ναι σήμερα, όπως το ΝΙΤRO ήταν ΕΚΕΙΝΟ που ΕΚΕΙΝΗ η Ελλάδα τότε γλεντούσε να είναι. (Το 01 ήταν απλώς η εναλλάχτα και ντιριντάχτα απέναντι-όχθη τού γκλιτς και του κιτς τού ΚΛΙΚ, εντός τού ιδίου Συστήματος πάντα.) Και τα δυό τούτα αφεντικά τους είναι δημιουργοί που 'χουν ρίξει σκυλίσια δουλειά, μα σε νυμφίων ποδιές και κοιλιές χοίρων. (Μπορεί ο Πέτρος να μάζευε δισ. και ο Στάθης likes να ντανιάζει, το πόπολο όμως από κάτω είναι ολόϊδιο, αιώνες απαράλλαχτους τώρα.) Το να ξεπετάς αρθρίδια ή να συγγράφεις αρθράρες – του κώλου ο είς και της κουλτούρας ο άλλος (ποιός είναι ποιός, ο καθείς εύκολα να διαχωρίσει μπορεί) – είναι ένα και το αυτό: απλώς κατευθύνεις εκείνους που ψοφάνε ν' ανήκουν και να μιμηθούν, τέλος. Και είναι η νέα γενιά προπάντων αυτή που τσιχλοφουσκώνοντας το τελευταίο ποπάκι και μαϊμουδίζοντας το τελευταίο κλιπάκι να αντιγράψει παρόλες και συμπεριφορές κόπτεται, να μοιάσει να κολλήσει να διακριθεί διακαώς ΚΑΙ ΤΟΥΤΗ επιθυμεί. Κι εδώ είναι που σπεύδουν οι κατάλληλοι, πρόθυμοι και επιλεχθέντες «ντήλερς» Πέτρος και Στάθης και τα κατάλληλα μαγαζιά στήνουνε, ως δίκρανα καυδιανά: από κάτω τους το target group τής νιότης να «συλληφθεί» να διαβεί, μέσα τους ο-σφύζων-ορμόνες πολτός να διαμορφωθεί, εκεί «το μέλλον τού Έθνους»-τρομάρα μας να παραδειγματιστεί-σφυρηλατηθεί-σφραγιστεί ώστε ουδείς να γλυτώσει.
Όπως ο Πέτρος Κωστόπουλος αναδείκνυε στα 80-90ies τον κάθε λεφτά στην Μύκονο ή το έκαστο βυζοξέκωλο στο ROMEO με τα Πούλιτζερ επιπέδου «πού το δίνουν-πώς τον παίρνουν οι Αθηναίες», έτσι ακριβώς και δια απλής χρονικής μεταφοράς επενδεδυμένης με το κρίσης-λιτό ένδυμα των 2010ies o Στάθης Τσαγκαρουσιάνος αναδεικνύει τον κάθε σειόμενο ψωνοκαλλιτεχνάκο με την νεανική ξερολιά ή τον κάθε αλκοολούχο πουροθεωρητικό με τα Γκονκούρ επιπέδου «ΑΥΤΑ είναι τα τραγούδια, που ΑΥΤΗ η μπάντα παίζει και ΜΑΣ αρέσει να ακούμε ΕΜΕΙΣ» (τα κεφαλαία δικά μου). Όπως ο Πέτρος Κωστόπουλος πούλαγε – και ΟΝΤΩΣ πούλαγε, γιατί τότε ΑΓΟΡΑΖΕΣ-ΠΛΗΡΩΝΕΣ ό,τι αποκτούσες – κατανάλωση χλίδας, ζωή φλύδας και καλοπεραshά αστοβλάχικη, έτσι ακριβώς αναπροσαρμοσμένη στο σήμερα και ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος «πουλά» – προσοχή στα εισαγωγικά – κατανάλωση πίκρας, ζωή κρίσης και καλοπεραshά με της γιαγιούλας την σύνταξη. (Γιατί σήμερα που φράγκα δεν παίζουνε, όλα είναι στο τζάμπα έτσι ώστε κι εσένα βρε βολεμένε βλάκα που δωρεάν αποκτάς, κι εσένα στο τζάμπα να σ' έχουν τα ίδια αφεντικά εγώ λέω.)
Ναι, ναι, ξέρω, I've been around here without being with them, let alone one of them και συγχωρήστε μου την γαλλικούρα. Καθώς δεν είμαστε ούτε γίναμε όλοι σφουγγοκωλάριοι των παρορμητικών και δυναμικών, προβληματικών κι ισχυρών «δικτατόρων» ή «τσαρλατάνων» τού Τύπου. (Το δικό τους σινάφι τις προηγούμενες λέξεις χρησιμοποιεί, εγώ είχα και έχω μόνο συμπόνια για εκείνους.) Δεν περάσαμε απ' τον πάγκο τού Κωστόπουλου όλοι, δεν χαρίζουμε την δουλειά μας στον πάγκο τού Τσαγκαρουσιάνου όλοι προκειμένου «στη φάση» να μείνουμε, τ' όνομά μας να υπάρχει δύο-λεπτάκια-μόνο στα Μέσα ζητιανεύοντας δημοσιογραφική ή ηλεκτρονική ύπαρξη λιγουλάκι. (Και σιγά το διακύβευμα ρε δύστυχοι fartists, σιγά την τεράστια λογοτεχνική-οικονομική-δημιουργική αγορά βρε διαγκωνιζόμενες μα κούτσαβλες πένες!)
Και τώρα, τα καλά νέα! Ουδείς ενδιαφέρεται, εντελώς και τελείως κανένας. ΚΑΙ τότε, ΚΑΙ σήμερα, ΚΑΙ για πάντα. Επί «θείου» – έτσι η υπαλληλία τον βάφτισε – Κωστόπουλου ξεπουλήσαν η Jeep, τα Follie-Follie και οι αστακομακαρονάδες, η Rolex τα Cohiba η Moët et Chandon, μα τί έμεινε τώρα; Μια προσθετική μαλλιών και μια ανάμνηση πίκρας, ένα βουνό χρέη απλήρωτα για το τσούρμο του κι η αγωνιώδης προσπάθεια να κρατηθεί αυτός ως ersatz Ρούλα. Όπως ακριβώς σήμερα επί Τσαγκαρουσιάνου τού «άγνωστου» – έτσι οι εχθροί του τον σφράγισαν – ξεπουλάνε τα κουτάκια καμμιάς μπύρας, κάνα smartphone προσφορά, γράφονται advertorials για την καινούργια ταβέρνα τής φίλης τής ανορεκτικής, και τί μένει ξανά τώρα;
Τίποτα δεν μένει, γιατί όλοι τα ίδια καμώνονται. Ότι τάχα μου κάτι κάνουν. Κι απ' τις δύο τής όχθης μεριές. Ξεκίνησε απ' τον Βόλο και μέσω Παρισίων ο φέρελπις και «λυσσασμένος» για αναγνώριση κι επιβολή Πέτρος Κωστόπουλος – καβαλώντας κυριολεκτικά τον Έντυπο Τύπο – τούς πάντες φυστίκωσε. Μέχρι που τον ξεζουμίσαν εκείνον: καλό κι άγιο το εκδοτικό σεξ κι ο οικονομικός οργασμός, μα ο γάτος-που-δεν-αποδείχθηκε-λύκος νόμισε ότι τα φράγκα ήταν δικά ΤΟΥ. Κι εδώ την πάτησε, μόλις του τραβήξαν το χαλάκι οι πάτρωνές του χρηματοδότες. (Πικρή notam; Η μεγαλύτερή του απώλεια ήταν η Τζένη.) Ξεκίνησε απ' την Ζάκυνθο και μέσω Αθηνών ο άπελπις από αυτοπεποίθηση και «ηττημένος» από προσβολή Στάθης Τσαγκαρουσιάνος – καβαλώντας μεταφορικά τον Ηλεκτρονικό Τύπο – τούς δικούς ΤΟΥ σοροπιάζει. Μέχρι που και τούτον θα ξεζουμίσουνε: καλή κι άγια η επιτυχία και βασιλεία τού τζάμπα και δωρεάν, μα ο εξ ίσου γάτος-που-μένει-να-μην-αποδειχθεί-κίττεν ας θυμηθεί ότι μόνο τα άντερα που «χύνει» είναι δικά του. Όλα τα άλλα είναι του ηλεκτρονικού αέρα άρα αλλωνών, καθώς η «μπίζνα» σήμερα είναι δίχως λεφτά και οι χρηματοδότες πνέουν τα λοίσθια πλέον (Γλυκιά notam; Το μεγαλύτερο κέρδος του είναι ο θεός τού πολέμου.)
Η απάντηση λοιπόν στην του τίτλου ερώτηση; Ναι, ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος ΕΙΝΑΙ ο καινούργιος – από το «καινόν έργον» – Πέτρος Κωστόπουλος, αφού το ΙΔΙΟ Σύστημα είναι που αλλάζει πιονάκια. Η συνωμοσιολογία και λασπολογία μακράν εμού βρίσκονται, μα η σουρντίνα-πίσω-από-την-κουρτίνα κράζει για τον δεύτερο και ομιλεί για τον πρώτο. Κάθε γενιά δεν έχει ΜΟΝΟ τις πένες και τις οθόνες που την φωτίζουν και την προβάλλουνε, αλλά περιέχει και προϋποθέτει ΑΚΡΙΒΩΣ τα πρόσωπα που θα την πλάσουν, καθώς και τους λογαριασμούς που θα την στήσουν. (Σημειώστε αυτές μου τις λέξεις.) Άπαξ κι ο Τύπος ονομάζεται «Τέταρτη Εξουσία», η εξίσωση δεν μπορεί να έχει μόνο καλομαθημένα και άψητα ταλεντάκια, ασύδοτα και ρηχά κουδουνάκια, υπερπροβαλλόμενα αγοράκια και καβαλημένα κοριτσάκια χωρίς από την άλλη-ίση μεριά να διαθέτει τους χειριστές και ινστρούχτορες, διακινητές και πολιούχους τής εκάστης «καινούργιας» μοδός, ως θρησκείας. Το «τί παίζει» κάθε φορά δεν είναι αθώο «κουτά μου», που έλεγε η κοινή «αγαπημένη Παναγιά» Πέτρου και Στάθη. (Η σχωρεθείσα Μαλβίνα ντε, εκείνη η εξυπνακίστικη μπεμπέκα με το ασυμμάζευτο χαμόγελο και τις εξ ίσου ασυμμάζευτες περιφέρειες.) Γιατί για κάθε τού Πέτρου χάρτινο ίνδαλμα, κάποιος αρχιδάτος έχανε την δουλειά του και για κάθε τού Στάθη rookieτάκι ηλεκτρονικό, κάποιος αξιόλογος ωθείται στο σκότος – το Σύστημα την βιαία δουλίτσα του κάνει εξ απαλών ονύχων με ΑΥΤΟΥΣ τους ανθρώπους ΤΟΥ ακριβώς και όλα τα άλλα γράφ' τα στο ευαίσθητο τάμπλετ.
Καθαρά λογάκια λοιπόν, για τα καινούργια παιδάκια, απ' τα διαδικτυακά τους παρκάκια: ό,τι τάϊσε ο Κωστόπουλος τα αντράκια και τα γυναικάκια των 80-90ies, το «ίδιο» μενού επί το σημερινότερο ταΐζει κι ο Τσαγκαρουσιάνος τα αγοράκια και τα κοριτσάκια την μετά-Millennium εποχή. Το καθόλου – για μένα – περίεργο; Ότι οι βασικοί συντάκτες και στυλοβάτες τους, κράχτες βοσκοί, ντελάληδες τού μοντέρνου και μουεζίνηδες τού ευκαιριακού είναι οι αιώνιοι εκείνοι πλουμιστοί που λικνίζονται ανάμεσα στα δυό φύλα. ("Am I rough enough?" τραγουδούσε ο Τζάγκερ στο Use me.) Όχι ότι σε ΚΛΙΚ και NITRO, σε 01 και LIFO δεν υπήρχαν κι υπάρχουνε στραίητ κι ευθείς, θηλυκοί άντρες κι αρσενικά γύναια, φύλα τρανά και δεδηλωμένα, but who gives a fuck. (Απ' την μάτσο πεοσταυροφορία τού ΝΙTRO πέσαμε στο άφυλο πιασοκωλέ τής LIFO.) Το σταθερό νόημα όμως είναι ότι οι τρελές κι οι χοντροί, οι στρατιές πρόθυμων και συντάγματα καμαρωμένων, τα πολλά χαρούμενα αγόρια που τ' αγόρια αγαπούν και τα λίγα αγριεμένα κορίτσια που τα κορίτσια προτιμούν – η εν συντομία μερεντοαυθάδης καινούργια γενιά είναι ολόϊδια με την πεινασμένη εκείνη παλιά. Και είναι ολόϊδια στον τρόπο που – το ίδιο ματαιόδοξα κι επιφανειακά – επιθυμεί να εμφανιστεί και να διακριθεί, να αναγνωριστεί και sushάκι να φάει, (αφού το παντεσπάνι των σημερινών τέκνων και πελατών το κατανάλωσε ολικώς, λυσσωδώς και αφρόνως η γενιά των πομφόλυγων πατεράδων τους).
Μόνον εγώ το βλέπω έτσι; Μόνον εγώ τούτο παρατηρώ; Εδώ ο καθείς στην Ελλάδα μ' ένα πληκτρολόγιο σπίτι του, απ' τον κώλο του και για τον κώλο του γράφει. Στην Ελλάδα έγινε ο Τσίπρας πρωθυπουργός, δήμαρχος ο Ψινάκης, ιδιοκτήτης ΠΑΕ ο Αλαφούζος κι εθνικός τροβαδούρος ο Πλιάτσικας και δεν θα γίνει κόμματος αρχηγός ο Σταυράκης Θεοδωράκης; Υπουργός ο Γιάνης; Χορογράφος τής χρονιάς ο Κωνσταντίνος Ρήγος; Μπάντα τού αιώνα η Banda Μagda; (Τυχαίο παράδειγμα μα ενδεικτικό η τελευταία, από το βιογραφικό τής συγκεκριμένης νεαράς, «εκπροσώπου» αυτού του είδους «επικοινωνημένης» Τέχνης και Ύπαρξης: «Magda Giannikou is a pianist, an accordionist, a singer, a composer, an orchestrator, a music producer, an aspiring dancer and a very good chef» – πες μας μωρό μας τί ΔΕΝ είσαι καλύτερα, πιο φτηνά θα μας έρθει!) Εκεί που είκοσι χρόνια πριν όλα παίζανε-όλα γίνονταν, σήμερα που δεν τρέχει φράγκο, όλα ξαναπαίζονται-όλα ξαναγίνονται γιατί πολύ απλά η ζωή περιέχει την πάσης-φύσεως εκμετάλλευση κι ο Μαρξ, μόνο μαλάκας δεν ήταν. Αγοράκια και κοριτσάκια θα γεννώνται θα περπατούν και θα στήνονται πάντα, κάποια «στελέχη» θα τα καθιερώνουνε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αφού ήταν είναι και θα 'ναι το ΙΔΙΟ πάντοτε Σύστημα που τους κανόνες θα βάζει, τις παγίδες θα στήνει, θα θερίζει τις ίδιους καρπούς. Αν τότε ήταν η Μύκονος, σήμερα είναι η Δονούσα. Αν τότε σκίζαν ο Σφακιανάκης, οι Red Hot Chili Peppers και ο ΔΙΟΓΕΝΗΣ ήταν «πολιτιστικό ίδρυμα», σήμερα νιαουρίζουν η Μόνικα, οι Baby Guru και το six dog's είναι «all day/all night πολιτιστικό κέντρο διασκεδάσεως» – τίποτα δεν αλλάζει, τίποτε δεν άλλαξε και τίποτα δεν θα αλλάξει. (Και δεν θα το ξαναπώ.)
Ο Πέτρος Κωστόπουλος και ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος είναι δυό ανόμοιοι μα ολόϊδιοι capi, δύο διαχειριστές πολυαρίθμων ζωών: ο πρώτος ντηλάρησε την «δύναμή» του με τσαμπουκάδικη αλαζονεία και ο δεύτερος την ίδια χειρίζεται με αυτομαστιγωτική οίηση. (Πικρό memo; Η «δύναμή» τους ήταν και είναι εξαρτώμενη απολύτως.) Ο Πέτρος Κωστόπουλος και ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος είναι δυό μαριονέττες πολύ δυνατές, δυό υπέρλαμπροι άσσοι στην σκακιέρα ενός παίγνιου που σε Κολοσσαίο προσομοιάζει. (Ο βολιώτης το πήρε το μάθημα, αφού «έφαγε» και τον φάγανε, ενώ ο ζακυνθινός πλέει ακόμη με τις αγωνίες τις ευαισθησίες του, εύχεται και καίγεται για να την γλυτώσει.) Ο πρώτος στο είδος του ήταν καλός, όπως και ο δεύτερος στο δικό του το είδος καλός είναι – μα ΑΥΤΟ είναι η ρουκέττα τους και ο δικός τους ο τάφος. Γιατί; Διότι το να γίνεις Κάποιος εκεί έξω σημαίνει ότι είσαι δικός Τους εντός, πανάρχαιος και κρυπτός νόμος αυτός κι ο καθείς ας ψαχτεί για/με την ερμηνεία που δίνει. Αυτοί που «σ' τα σπρώχνανε» – τί ναϊντίλα! – οι ίδιοι είναι που «σε στηρίζουν» και σήμερα να κρατάς τα κοτόπουλα στην τσίτα στην επιφάνεια, στην πρώτη γραμμή τής κατανάλωσης, της αναγνώρισης και τελικώς της ξεφτίλας. (Παράδειγμα, και δη υπέρλαμπρο; ΚΑΙ οι δυό τούτοι απ' το «περιθώριο» αντλήσαν «κεφάλαια» και σ' αυτό τσαλαβουτήξαν κατόπιν: κραυγαλέα άρθρα για τα Λαδάδικα τότε ο Πέτρος, ευαίσθητα άρθρα για τα κωλομπαράδικα σήμερα και ο Στάθης – τζίρος να γίνεται, η μόδα να ρέει. Πάντα «τα παιδιά» θα γουστάρουν ντεκαντάντσια και λουμπενιά, ποιητές ρατέδες και παράφωνους τραγουδιάρηδες, σεξάκι κι απώλεια, φουντίτσα κι ανάσταση, ξιδάκι και ντάγκλα αχνισμένα βεβαίως και πάντοτε με την τρέχουσα πολιτική παρμεζάνα ή την μοδάτη χάϊ-τεκ ταρζανιά!
Τέλος καλό, όλα καλά, ο καθένας στο δικό του στασίδι ή παλούκι θ' αράξει και ΟΠΟΥ τον βάλουν, ΕΚΕΙ θα σταθεί. Να περιμένει. Το επόμενο καμπανάκι. Ο άντρας όμως κρίνεται απ' τα ΟΧΙ που λέει κι η γυναίκα από τα ΝΑΙ που 'χει πει – έτσι εγώ λέω. Ο μόνος ΑΛΗΘΙΝΑ ΚΕΡΔΙΣΜΕΝΟΣ είναι το Σύστημα, ο Κωστόπουλος κατάληξε να κάνει τον κλαδεμένο φίκο νυχτιάτικα για το Κολλέγιο των παιδιών του κι ο Τσαγκαρουσιάνος τελικιάζει εκθέτοντας την ψυχή του να μην τον πάρει από κάτω το πήζον-καλπάζοντας ελληνικό τέλος. Ο πρώτος έπαιξε, κέρδισε πολλά κι έχασε πολύ. Ο δεύτερος παίζει, την χασούρα ορά και συνεχίζει να παίζει – με τους δικούς του όρους νομίζοντας – μα ξεχνώντας δυό μικρά πραγματάκια: 1/ ουδείς λυπάται τελικά τους διαχειριστές και 2/ ουδείς θυμάται τις ειλικρινείς καρδιές, ιδιαίτερα αν επί χάρτου ή οθόνης έχουν σπαράξει.
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2016