Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024

Οι μαμμάκες: πέη θηλυκά, ως αιδοία αρσενικά. (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)


     

    Η σκέψη ετούτη – ως τίτλος επιγραμματικός – με επισκέφθηκε, όταν η γυμνασιακή τάξη μου τού '73 έκανε το δικό της reunion! Συναντηθήκαμε οι εκατόν-τόσοι συμμαθητές, ύστερα από σαράντα ολόκληρα χρόνια, κοιτούσαμε ο είς τ' αλλουνού τις καράφλες και τις κοιλούμπες, τα χρυσά τα ρολόγια και τα πανάκριβα κινητά και δεν πιστεύαμε πώς και πόσο μαλάκες πιαστήκαμε... εκτός από κείνους που καμαρώναν γι' αυτό κιόλας!


    Οι συντριπτικά περισσότεροι με δουλειές-γυναίκες-παιδιά, οι λιγότεροι ήδη συνταξιούχοι, κάποιοι ελάχιστοι μπακούρια τελειωμένα-τσαλακωμένα-αμετανόητα, πεντέξι ήδη απόντες-νεκροί και μια τελευταία ειδική-για-εμένα «κατηγορία»: οι μαμμάκες!


    Δεν θα το 'χα σημειώσει, εάν δεν παρατηρούσα το καλοπερασάκικο πάχος τους, την κολλημένη επί-παντός-τού-τηλεοπτικού-επιστητού ευφράδειά τους, την εμμονική μα γαλίφικη ξερολιά τους και την απεγνωσμένη προσπάθειά τους να αποκρύψουν την επαγγελματική-κοινωνική-προσωπική αποτυχία τους, σε σχέση με τους «επιτυχημένους» και «διαπρεπείς» άλλους. Ο ένας ζούσε εντελώς από την σύνταξη τής μαμμάς, ο άλλος το έπαιζε δικηγόρος και τις κάρτες του μοίραζε επειδή: 1ον/ δικηγόρος ήτανε ο μπαμπάς και 2ον/ για να 'χει κάτι να λέει ότι κάνει. Ο τρίτος γηροκόμαγε την γριά γιατί «μάνα μου είναι, να την πετάξω;», ενώ στο Facebook αυτοανατινάζονταν κι αναλωνόταν στον Τρίτο Ελληνικό Εμφύλιο ξεσπαθώνοντας υπέρ Βελόπουλου και Βαρουφάκη! Ο τέταρτος συζούσε ζευγαρωμένος-κανονικά με τη μανουλίτσα του, τής μαγείρευε κοκκινιστά και την ΕΣΤΙΑ τής διάβαζε, αγκαλιά την έπαιρνε και μπανάκι την έκανε, αν είχε κατεβάσει και κάνα βυτίο με τσίπουρο, μπορεί και στο στόμα να τής τον έδινε... μα μην τα κάνουμε και ίσωμα όλα!


    Κατά την διάρκεια λοιπόν εκείνης τής σιτεμένης μα κατά τα άλλα χαρούμενης και γλυκιάς κοινωνικής συγκεντρώσεως, βάση δεν έδωσα. Μετά όμως το σκέφτηκα και προβληματίστηκα. Ότι τα reunions δεν γίνονται για να ζωντανέψουν φιλίες που ποτέ αληθώς δεν υπήρξανε (και γι' αυτό ορθώς δεν κρατήσαν), αλλά γίνονται για να αναμετρηθούν τα ισοβίως-μαλακισμένα «πόσο μεγάλη την έχουνε»... σήμερα ο ένας την εταιρεία, ο άλλος την καλλιτεχνική επιτυχία, ο τρίτος την μανατζέριαλ καρριέρα και ο τέταρτος την κρεματόριαλ οικογένεια. (Γι' αυτό και δυό-τρεις που στα ναρκωτικά/στον τζόγο/στα ποινικά πέσανε, δεν εμφανιστήκαν διόλου! Τί να κάνουν μωρέ οι «άτυχοι» μέσα σε τούτα τα Πασοκολαμόγια, τα ΝουΔουλικά, τα Αριστεροβαρεμένα τα κνιτομόγγολα και καναδυό Χρυσαυγίτικα κνώδαλα που στοματικώς κλάνανε κι ιδεολογικώς αφοδεύαν;)


    Μιλώντας με τον ένα-με τον άλλον-με όλους τους, για κάποιο λόγο σκάλωσα στους «μαμμάκες», όπως τούς αποκάλεσα! (Και θυμήθηκα μια ταλαίπωρη γκόμενα, η οποία για να δικαιολογήσει τις ασυμφωνίες μας μεν και τις μαλακίες της δε, έσταξε το σοφόν κι έμμηνον πόρισμα ότι «Δε μπορείς μαζί μου εσύ να τα βρεις, γιατί με τη μάνα σου ποτέ καλά δεν τα είχες»!) Και σκάλωσα με τους λίγους εκείνους μαμμάκες γιατί ΑΥΤΟΙ μιλούσανε περισσότερο από άπαντες, ΑΥΤΟΙ κάναν την περισσότερη φασαρία απ' όλους, ΑΥΤΟΙ βεντουζώναν στα διάφορα «πηγαδάκια» και την παρόλα τους άσχετη και αμολυτή την πετάγανε και μετά αποπλέανε για νέα παρεάκια να διδάξουν να κρίνουν και να διασπείρουνε, να στάξουν να θάψουν να κρύψουνε... γάμησέ τα!


    Για να μην «παρεξηγηθεί» όμως το κείμενό μου εξ αρχής και δώσω λαβή στον βιαστικό αναγνώστη με την δική του διανοητική κουράδα να το στολίσει-σφραγίσει, θα πω τί εννοώ και σφραγίζω εγώ, από εκείνο το γκρουπ των συμμαθητών μου: ΟΛΑ ΤΑ ΚΥΒΕΡΝΑ φίλες και φίλοι μου ΤΟ ΜΟΥΝΙ – τέλος. (Και πολύ καλά κάνει, αλλά τούτο αφορά σε άάάλλο μου κείμενο, προσεχώς πάντως!) Οι παντρεμμένοι συμμαθητές μου κάναν ακριβώς ό,τι τούς έλεγε η «σύζυγος» και οι χωρισμένοι συμμαθητές μου κάναν ό,τι ακριβώς ΔΕΝ τούς είπε η «πρώην». Οι παντρεμμένοι συμμαθητές μου κάναν ό,τι τούς έλεγε "επιπλέον" η κόρη τους και οι χωρισμένοι συμμαθητές μου κάναν ό,τι τούς έλεγε «αφού» η εγγονή τους. Ύστερα από τόσες δεκαετίες έγγαμου βίου οι άντρες είχαν γίνει αιδοία τέλεια-ολοστρόγγυλα, ενώ οι γυναίκες τους είχαν φυτρώσει κάτι αρχίδια-νά κωνικά και όσοι προλάβανε και χωρίσανε, «πλαστική» κάνανε και μουνί βάλανε και αυτοί, (αφού μετά το διαζύγιο οι λεγάμενες τούς είχαν αρπάξει και πέος και κλέος, και φράγκα και δύναμη, και λόγο και παρουσία, και ύπαρξη και ζωή).


    Αλλά έμενε εκείνη η μικρούλα ομαδούλα με τους «μαμμάκες» που καλοντυμένη και φρεσκοσιδερωμένη, μ' εκείνο το πρησμένο πάχος στο πρόσωπο και την ατελείωτη παπαροπαρόλα στο στόμα αλώνιζε την αίθουσα και καταιώνιζε το πόπολο με μιαν εσσάνς θηλυκής συγκαταβατικής συμβουλής και υπεράνω αρρενωπής απόσχισης, μιαν αμπιάνς Πυθίας σοφίας και Μαινάδας σε χαπακωμένη εγρήγορση! (Είναι αλήθεια πως κατεβάζανε το ένα ποτήρι οινόπνευμα μετά το άλλο, όπως περνούν τα φυσίγγια απ' την θαλάμη τού πολυβόλου. Είναι αλήθεια ότι καπνίζανε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, όπως από την θάλασσα ανεβαίνουνε οι κρίκοι τής ποντισμένης αλυσίδας. Και είναι αλήθεια ότι το μάτι μου «τσάκωσε» έναν-δυό σε μία γωνιά το χέρι μηχανικά στην τσέπη να βάζουνε και να καταπίνουνε χούφτα τα φάρμακα για την πίεση τον θυρεοειδή, την επιληψία την διπολική, τον προστάτη τον βηματοδότη, τον χρηματοδότη τον φωτοδότη...)


    Τί κάνει μωρέ άντρες ολόκληρους άνω των εξήντα χρονών, να ζουν με τις μάνες τους, «ο ένας πάνω στην άλλη»; Τί κάνει άντρες στην τρίτη τους ηλικία να έχουνε κρεμαστεί απ' τα ξεραμένα βυζιά τής μαμμάς και να ρουφάνε από τούτα ευρώ και ζωή, την στιγμή που οι δύστυχες είναι όχι μόνο θηλυκά υπεραιωνόβιες, πνευματικά στέρφες ανέκαθεν, αλλά και Μήδειες δίχως τα εμφανή αίματα των παιδιών τους στα χέρια; Το αστείο και τραγικό στο γκρούπο αυτό ήταν – και είναι – ότι άπαντες είχανε ήδη κάποτε παντρευτεί, το «έργο» με τον αιώνιο θηλυκό πρωταγωνιστή το είχανε ολόκληρο δει και μόλις με τις υποχρεώσεις τους στο συνομίληκό τους μουνί σπατσάραν τελειώσανε, κάναν επί-τόπου μεταβολή και καρφί-πήγαν και πέσανε αύτανδροι στης μάνας τους το αυτό-ίδιο. (This is what I call "Βack to the roots", χαχαχα!)


    Ο ένας κοκκορευότανε πώς μαζί με τη μανούλα του βάζουν στον φούρνο τα αρωματικά γεμιστά, των οποίων η ευαγγελική μυρωδιά φτάνει ως την πλατεία. Ο άλλος διακήρυττε πώς τη μανούλα του στο καρρότσι βγάζει για βόλτα στο Σούνιο, να δει η τυφλή την πανσέληνο νυχτιάτικα-Αύγουστο-μήνα. Ο τρίτος Σάββατο-μεσημέρι-κατακαλόκαιρο κατέβαινε στο κάτω διαμέρισμα που έμενε η πολιόθριξ η μάγισσα και βάζαν ουζάκι-μετά-μεζέ «να τα πούνε»: η τηλεόραση ανοικτή με Αυτιά-Μενεγάκη σε παρτούζα διαρκή-διονυσιακή, στα κάρβουνα να τσιρίζει η χοληστερινική χοιρινή, η τρελλή στην πολυθρόνα της αραχτή να τής τρέχουν τα σάλια-τα πύα-τα ούρα στις κάλτσες, ο περιφανής γιόκας με ταττού "Born to be wild" κατάστηθα να σιδερώνει κυλόττες ψηλόμεσες και φούστες πλισσέ, το κασσεττόφωνο να παίζει Γούναρη στην ζαχαροδιαβητική διαπασών και τα ατέλειωτα τσιγάρα μητρός-και-υιού να αινούν και να λιβανίζουνε ζωές εισέτι πεθαμένες, μα ουκέτι αναστημένες.


    Ο τέταρτος αναγκαζότανε απ' το δωμάτιό του να ξεκολλήσει επιτέλους να βγει, προκειμένου αγκαλιά το χούφταλο την γριά να πάρει για να το βουλώσει αυτή, που ούρλιαζε ωρυότανε πως ΤΩΡΑ-ΘΕΛΕΙ-να ΠΑΝΤΡΕΥΤΕΙ, ΤΩΡΑ-είναι ΕΤΟΙΜΗ-τον ΓΚΟΜΕΝΟ-να ΣΤΕΦΑΝΩΘΕΙ, αφού έθαψε τον προξενεμένο της και ανεπρόκοπο άντρα. Και δώσ' του να κρατά μαγκωμένα-σφιχτά με τα ξυλάρμενα χέρια της σαν φλεβώδεις τανάλιες τα πρησμένα μάγουλα τού υιού και να τού τα γαζώνει με φλυκταινώδη φιλιά απ' τα σπηλαιώδη και όζοντα ούλα της, απ' τα χάσκοντα μαβιά χείλια της, με μια γλώσσα άσπρη σαγρέ βοϊδίσια να τού σοβαντίζει τα φρύδια και με τα μάτια της τα γλαυκωματικά και καταρρακτώδη να τού 'χει δαγκώσει τα – μέσα απ' το σώβρακο ανεπάγγελτα κι αιωρούμενα – δύστυχα συρρικνωμένα αρχίδια του, εν είδει μεζέ σειρήνων και άρπυϊων, ύαινων και σκουλικιών ταυτοχρόνως. (Ρε πώς το 'πε η Mae West; "When I'm good, I'm very good. But when I'm bad, I'm better" χαχαχα...)


    Δεν «χαλάστηκα» τότε-κι-εκεί που τούς έβλεπα κι άκουγα, μα τούτα τα σκέφτηκα μετά, όταν επέστρεψα στο κενό-γυναικός σπίτι μου και σκεφτόμουνα τί μού είχε κάνει μεγαλύτερη εντύπωση απ' εκείνο το συμμαθητικό «πίσω-μπρος» Χρόνου. Τους επιχειρηματίες ή εφοπλιστές συμμαθητές μου τούς κατανοούσα, μα τούς λυπόμουνα. Τους συμμαθητές μου ανωτάτους υπάλληλους, μεγαλοδικηγόρους ή μεγαλογιατρούς, τούς συλλυπόμουνα. Τους πολλούς που μια δουλειά απλή οι άνθρωποι βρήκανε μια δουλειά κάνανε, μια γυναίκα απλή πήρανε και μιαν οικογένεια στήσανε, τούς απόλαυσα και τούς χάρηκα έτσι όπως είχαν γεράσει γλυκά, σιωπούσανε περισσότερο και ακούγανε, ελάχιστα μιλούσαν και κυρίως γελούσανε – ένα στιγμιαίο «πορτάκι» ελευθερίας μιας νιότης επώδυνα ανεπίστροφης τούς είχε σταθεί η αιφνίδια και γλυκόπικρη βραδυά μας εκείνη.


    Οι πιο κινητικοί ζωηροί όμως, οι πιο επικοινωνιακοί και κουραστικοί, οι πιο κολλημένοι-αδιάφοροι και περιαυτολογούντες-κενολογούντες ήτανε οι μαμμάκες – αυτοί ακριβώς που στην ζωούλα τους ΤΙΠΟΤΑ δεν είχανε κάνει ΕΝΤΕΛΩΣ! Μια δουλίτσα κάποτε (για ξεκάρφωμα περισσότερο), ένα μεταπτυχιακό κάποτε (για δικαιολογία προπάντων), μια επιχείρηση τόσο φιλόδοξη κάποτε (που τα συντρίμμια της μόνη της γαργαλούσε). Μια «σύζυγος» κάποτε, που είδε κι απόειδε και πήρε τα παιδιά τους και βρήκαν την ευτυχία τους αλάργα και μόνοι τους. Μια «φίλη» κάποτε, που αγάπησε την θηλυκή ενδοτικότητά τους κι όταν τής έσκασε κατάμουτρα ο στυγνός υπολογισμός και η blender-like agenda τους από κάτω, πετάχτηκε πάνω και στο φτερό λάκισε, παρατώντας τους στα στεγνά χέρια ενός δυνάστη χειρότερου κι απ' τον Νέρωνα, ενός τυράννου γλυκύτερου κι απ' τον Ερντογκάν, ενός εργοδότη καπατσιτότερου [sic] κι απ' τον Τζομπς τον Στηβάκο!


    Μάς είπαν – καθώς μεγαλώναμε – ότι η ζωή ενίοτε θα είναι και τραγωδία, μα εδώ ωχριά ο Αισχύλος κι ο Σοφοκλής μειδιά, ο Ευριπίδης η κουφαλίτσα χασκογελά έτσι όπως η σημερινή ελληνική ζωή έχει ενδυθεί ως trans κωμωδία! Τούς φέρνω στον νου μου αραιά-και-πού τούς συμμαθητές μου αυτούς (κι όχι μόνο!), όταν στον δρόμο ή σε δουλειές συναντώ τις... συμμαθήτριές μου! Ή συνομίληκές μου γυναίκες που γιούς έχουνε, και τούς έχουν αφήσει προς ώρας-και-σκόπιμα λάσκα κι αδέσποτους στο σαλταρισμένο και πεφημισμένο ξένο αιδοίο να κολυμπήσουνε να πνιγούνε εκεί, ώστε στον αβαθή δικό τους υφαλισθμό, στον βουρκομένο και αραχτό κόλπο τον δικό τους αυτοί να επιστρέψουνε κάάάποια στιγμή, τραυματισμένοι μετανιωμένοι. Ηττημένοι και διαλυμένοι, τρελλαμένοι απονενοημένοι όσο και εάν πίσω από μαρμάρινα κτίρια κρύβονται και γραφεία εβένινα οχυρώνονται, δισεκατομμύρια μετοχές φυλλορροούνε και δεκάδες χαπάκια πολύχρωμα καταπίνουνε. Γιατί τις δουλειές οι άντρες τις στήνουνε για να προσελκύσουνε τις γυναίκες, τις δουλειές οι άντρες τις συνεχίζουνε για να μεγαλώσουνε τις κορούλες τους και τις δουλειές οι άντρες τις παραδίδουνε στ' αγοράκια τους, αφού τα 'χουνε πρώτα κάνει «μουνάκια» ετούτα. Χα!


    Ο άντρας ποτέ δεν ήτανε για δουλειές-για δουλειά, ο άντρας πάντοτε ήτανε ρεμπεσκές χαβαλές, καταστροφέας και ιερέας, ναύτης μπουρδελλιάρης και μοβόρος κατακτητής – άμα περίμενε ο Πολιτισμός απ' τον άντρα να δημιουργηθεί, θα 'χε καταντήσει όπως ακριβώς σήμερα έχει καζαντήσει ετούτος! Η γυναίκα πάντοτε ήτανε για δουλειά-για δουλειές, για σπίτι και ιδιοκτησία, για παραγωγή και πολλαπλασιασμό, για επενδύσεις φιγουρατζίδικες και παρενδύσεις παγίδας. Η γυναίκα είναι η τροφός χορηγός, ο αποταμιευτής οχετός, το κοτέτσι το φουρνάκι και το ταμείο. Η γυναίκα είναι η παστάς αρωματική, η δαντελένια κυλόττα με την παραμυθίας οπή πίσω της την υγρή, η υπόσχεση ότι τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει αν περάσεις στο δάχτυλο «το στενάχωρο» και στρώσεις κάτω τον κώλο σου ΕΣΥ και τής φέρεις στα χέρια αυτά που ζητάει ΑΥΤΗ. (Και θα σ' τα επιστρέφει βεβαίως δια βίου τούτη ως απαράδεκτα – όχι γιατί δεν ήταν καλά ή σωστά, αρκετά ή λαμπρά, όμορφα ζωντανά, αλλά ώστε στην τσίτα στην ένταση στην άρνηση να σε κρατά, με ασχολία με δουλειά με χαμαλίκι να σε πηδά, για να μην σηκώσεις εσύ ΚΑΝΕΝΑ κεφάλι απ' τα δυό που η Φύση σε προίκισε κι εσύ τα μπαζοβγάζεις τ' αδειάζεις μαρτυρικά δουλικά μέσα στην αδιάφορη και υπέροχη, σκοτεινή σαγηνευτική, άπιστη κι άπατη τρύπα.)


    Του άντρα ρε δώστε του μπύρρα και γήπεδο, αμάξια πολιτική, φιλοσοφία και πειρατεία και πάρτε του την ψυχή. Της γυναίκας, ό,τι και να τής δώσεις αυτής, ΑΥΤΗ θα σου πεί τί να/θα τής φέρεις εσύ: ό,τι δηλαδή την έχει βυζάξει-προστάξει το άλλο Μεγάλο Μουνί... η κυρία Κοινωνία! Αποτελεί μάλιστα πετυχημένο διαφημιστικό τρυκ ότι ο άνδρας αποκλειστικώς κι εντελώς κυβερνά και δημιουργεί: απλώς τον άντρα πετάξαν μπροστά για να φαίνεται, να του σηκώνεται να κοκκορεύεται και να πεθαίνει συνταξιούχος στο καφενείο, συρρικνωμένος παραλυμένος και λαλημένος. Η γυναίκα διάγει ακίνητη και γι' αυτό ζει, γεννά αγόρια-κορίτσια-σειρά τυπικώς διαφορετικά, ενώ απλώς Την Μήτρα επιμελώς συντηρεί και διαχρονικώς ανακυκλώνει. Τ' αντράκια μάλιστα που «μεγαλουργούν» στην ζωή – άσ' τα να καμώνονται και να λένε, όλα τους κι άπαντα από πίσω τους το 'χουνε το... μουνί και απλώς καρφώνονται πως τούτο δεν βλέπουν! (Σαν έναν συγγενή μου γνωστό μακρινό, που αφού τον είχε γαμήσει μεταφορικά και κάψει κυριολεκτικά η μαμμάκα του εντελώς – ε, στον μπούτσο πλακώθηκε στα γεράματα αυτός να γαμηθεί πραγματικά, να δεξιωθεί πρωκτικά, να το φχαριστηθεί κιόλας. What do they say? "If you can't join them, fuck you"!)


    Με τούτες τις λέξεις δεν διεκδικώ Γιωσάφατ μεροκάματα ή Φρόϋντ δημοσιεύσεις, γκουρουδάκων χασίσια ή κόρνες ραμφοφιλόσοφων – I just put down on paper "my two cents" και αυτό είναι όλο. Η καμμιά-δεκαριά μαμμάκες-συμμαθητές μου – απ' τους εκατόν σαράντα σχεδόν – ευτυχισμένοι να είναι όσο κι αν δυστυχισμένοι αυτοί ζουν, έτσι εγώ λέω. Γιατί μέχρι σήμερα στα 65 μου χρόνια ΔΕΝ είδα ΚΑΝΕΝΑΝ να ευτύχησε ΜΕ το μουνί, όσο κι αν ο πούτσος και το μουνί είναι πλασμένοι ο είς για το άλλο! (Μόνο για όσο κρατά η πράξη η ερωτική, μετά they HAVE to go their own unique, different and separate ways!)


    Και επί προσωπικού τώρα, για να βάζω και την δική μου «ουρά» στο μπλέντερ, στον τρίφτη: γι' αυτό ζω πλέον εγώ μόνος μου, αποφασισμένα δεδηλωμένα. Γι' αυτό από ετών δεν διαθέτω ή κατέχω αιδοίο εγώ: γιατί είναι αργά για να με κάνει «μουνί», αυτό που υποτίθεται πως ΘΑ με κάνει ευτυχή, εφόσον δεν βλέπω πόσο μαλάκα με έχει ΗΔΗ κάνει. Έχεις κύριε αιδοίο "within vicinity and perimeter"; Καλά να 'σαι, μα δεν ξέρεις ΚΑΝ τί σού γίνεται και τί σού 'χει ΠΙΑ γίνει. Δεν έχεις κύριε εσύ αιδοίο, ούτε στα πιο άγρια όνειρά σου; Ούτε βεβαίως εσύ ξέρεις τί σού γίνεται ή τί θα σού γίνει, μα ζεις μακάριος αδέσποτος αδαής, αθώος αφελής κι άχρηστος, περιφερόμενος «τήδε κακείσε» δακτυλοδεικτούμενος, ένας αληθώς-βλαξ rōnin. (Όπου η κατά λέξη μετάφραση τού ρονίν είναι: 1ον/ ο άνευ αφεντικού-νταβατζή ξεδοντιασμένος πολεμιστής, 2ον/ ο άνθρωπος ο αγόμενος και από κυμμάτων φερόμενος και 3ον/ ο σοφός σιωπηλός, ο καρτερικός μαρτυρών, ο αζευγάρωτος άσσος.)

     

     

      ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

     

    Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2020

    Διαβάστηκε 1694 φορές Κυριακή, 05 Ιουλίου 2020 09:11