Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024

Mille grazie e buon ritorno Nino Cerruti. (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)


     

    Xθες πέθανε ο Νίνο Τσερρούτι. Ο πρώτος μόδιστρος – καταγόμενος μάλιστα από παλιά οικογένεια ιταλών κλωστοϋφαντουργών – designer ανδρικών ρούχων, που πήγε στο Παρίσι και άνοιξε την πρώτη boutique του, εκεί!

    Στην ανδρική ένδυση δεν είναι πολλοί οι επώνυμοι ράφτες, μα είναι απελπιστικά λίγοι οι στυλάτοι αυτοί. Με γραμμή «προσωπική», κόψιμο ρούχου «ατομικό» κι εφαρμογή να την χαίρεσαι να σε ακουμπάει. (Παράδειγμά μου; Την δεκαετία τού '80 που την γκαρνταρόμπα μου συνέθετα, αγόραζα ΠΑΝΤΑ και ΜΟΝΟ ιταλικά ρούχα. Τα HUGO BOSS ήτανε η εξαίρεση, γιατί ακόμα έφτιαχναν σταυρωτά τα κοστούμια τους και για επίσημο ένδυμα, τα σχέδιά τους ήταν πιο συντηρητικά, κλασικά, επίσημα, βραδυνά.) Και τις ελάχιστες φορές που ελληνικά κοστούμια αγόρασα, όχι μόνο δεν μού «πέφταν» καλά, όχι μόνο «κρεμόσαντε» χάλια επάνω μου, μα ήθελαν κι έναν σωρό διορθώσεις και βελτιώσεις.)

    Με τον καιρό, πολλά κι ακριβά χρήματα, αισθητική «γυμναστική» και προσωπικό κριτήριο βρήκα την μάρκα μου, την εταιρεία μου, τον αμπιγιέρ μου: CORNELIANI λεγόταν αυτός κι ακόμη διαθέτω κρεμασμένα στις θήκες τους τα παλτά του/μου, τις γκαμπαρντίνες του/μου, τα κοστούμια του/μου. Καμμιά φορά που νέος αισθάνομαι τα βγάζω και τα φορώ, με κοιτάν στην Φωκίωνος να περπατώ και με λυπούνται δίευρα να μού πετάξουνε, κομπλάρουν να με κοιτάξουνε, οι αράπηδες με βγάζουν φωτογραφία. (Γιατί τούτο το παλαιό και αρχοντικό, ανδρικό και διαχρονικό, αρσενικό και μοναδικό στυλ είναι τόσο αιώνια κλασικό – που δεν έκανε τζάμπα την Ιταλία χώρα πανέμορφη, την Φερράρι αυτοκινητάρα ακοπιάριστη, τον καπουτσίνο και την καρμπονάρα εθιστικά.)

    Όμως.

    Ο λόγος τούτου τού κείμενου δεν είναι μνημόσυνο τής νιότης μου ή ευχολόγιο των λατίνων. (Το καλό πάει ασσορτί με το κακό, η γείτων χώρα έχει παράξει και Μοάνα Πότσι και Οριάνα Φαλλάτσι, και Αργύρη Μπερλουσκόνι και Τζιοβάννι Φαλκόνε and I rest my case here.) O λόγος τού κείμενού μου ετούτου είναι... το πρώτο κοστούμι μου και γι' αυτό διηγούμαι...


    Πρέπει να ήταν 1970 ή 1971 – αδυνατώ πλέον να θυμηθώ – όταν η μάνα μου αποφάσισε ότι αφού στην εφηβεία μου μπήκα, έπρεπε να αποκτήσω κοστούμι. Είχα αρχίσει να συνοδεύω την αδελφή μου στα Αρσάκειου πάρτυ της, σε χορούς να με παίρνει η κουκλάρα η θεία μου για «καβαλλιέρο» της, στα ρεβεγιόν τής Πρωτοχρονιάς δεν μού άρμοζαν πλέον τζηνάκια κι αθλητικά. (Ο πατέρας μου στεκόταν παγερά αδιάφορος σε όλα αυτά, καθώς δεν υπήρχα γι' αυτόν, δεν υπήρχε εκείνος για μένα – πιο δειλά ακυρωτική και ακατανόμαστα εκδικητική στάση από αυτήν δεν έχω ματαπαντήσει.) Έτσι λοιπόν ένα απευκταίο απόγευμα με πήρε η μάνα μου – απολύτως μ' ανάγκασε – να μπούμε στο τρόλλεϋ και να κατεβούμε στην Σταδίου. Στο κατάστημα Athénée – δίπλα στο ήδη γνωστό μου Petrograd – που τότε η εμπορική του επωνυμία συνοδευόταν απ' το όνομα των ιδιοκτητών Τσιτσόπουλων. Ανεβήκαμε σιωπηλοί στον πρώτον όροφο και με σιγουριά κι αποφασιστικότητα κατευθυνθήκαμε στο "shop in shop"(!) που βρισκόταν στην πρόσοψη, ολόφωτο, με λευκά μάρμαρα κάτω, βαριές ντραπέ κουρτίνες στους τοίχους του κι όλους-κι-όλους δύο ευμεγέθεις καθρέπτες.

    Δεν θυμάμαι τίποτα, παρά μόνο τον νεαρό κύριο που μάς εξυπηρέτησε. Ξανθός με ίσιο μαλλί και μακρύ, λεπτός, φυσικά κοστουμαρισμένος μα διαφορετικά απ' ό,τι στους δρόμους εγώ έβλεπα, στις παρέες μου θαύμαζα και στα περιοδικά ζήλευα. Ενώ έξω εκεί στην ζωή η Ελλάδα το 1970 – μεσούσης τής Χούντας, μην το ξεχνάμε αυτό – χαροπάλευε ανάμεσα σε καμπάνες παντελόνια κι αμπέχωνα, ζαμπετοκρατείτο και άκουγε τον Μίκη κρυφά, στο σχολείο κυνηγούσαν για τα μαλλιά (η Λεόντειος εξαίρεση ήταν) κι ο Πουλικάκος από φούντα το μόνο που δεν ήξερε ήταν στων εύζωνων τα τσαρούχια, εκεί, στον πρώτο όροφο τής Σταδίου ένας υπάλληλος ήταν ντυμένος... CERRUTI ολόκληρος!

    Η μάνα μου διάλεξε ένα κοστούμι μονόπεττο, σε ένα χρώμα α-νε-πα-νά-λη-πτο, α-πε-ρί-γρα-πτο, α-ξέ-χα-στο: σκούρο μπρονζέ, με βαθιές αποχρώσεις χρυσού και καφφέ, που το απόγευμα έπαιρνε το χρώμα θαμπωμένου χαλκού, το βράδυ γινότανε μαύρο και το πρωί δεν άντεχες να το κοιτάς, έτσι μαλακό καλοραμμένο χυτό που 'ταν. (Επί προσωπικού, δεύτερον: a very close second ήταν ένα κοστούμι που αγόρασα το 1987, τού CORNELIANI: πράσινο αιθέριο και ανοικτό, εξ επόψεως fabric και tessuta ήταν ανάμεσα στο cool-wool και το μεταξωτό, με «ενδοφλέβια» απόχρωση μέσα του τόσο σε χρυσό, όσο και σε χαλκό... άφωνος μένω ακόμα και σήμερα που σπανίως και αυστηρά – εντός σπηλιάς – το φορώ.) Μίλησε εκείνη λίγο με τον πωλητή, το διάλεξε-το ξεκρέμασε-μού το έδωσε και με έστειλε βαρυεστημένο και μουτρωμένο στο δοκιμαστήριο να το φορέσω.

    Εγώ μέχρι τότε φορούσα μόνο τζην κι αθλητικές φόρμες, δεν με ένοιαζαν τα ρούχα αρκεί να 'ταν άνετα και ζεστά. Δεν υπήρχανε τότε γυφτόπουστες ινφλουένσερς ή σιλικονόκουρμπες μπέμπες τα νιά χαϊβάνια να μαντρώσουν και να τα οδηγήσουνε, να γίνουνε άπαντα μπάσταρδα ενός Kanye West (στην καλύτερη) και ενός Sin Boy (στην αίσχιστη), μούλικα μιας Kim Κardashian (στην καλύτερη) και μιας Τούνη (στην άσ' την να πάει). Ο κόσμος τότε καλοντυνόταν – όπως μπορούσε και μ' ό,τι είχε καλύτερο – όταν και μόλις απ' το σπίτι του έβγαινε, είτε για να πάει στο γήπεδο ή στην λαϊκή, είτε να πάει στου Τσιτσάνη ή στον Τάκη Μωράκη.

    Μα.

    Μόλις πέρασα στα πόδια μου εκείνο το ύφασμα και έριξα πάνω μου εκείνο το σακκάκι, ανατρίχιασα. Μόλις ένιωσα το ελαφρύ και κρουστό του μαλλί να τρίβεται στα άτριχα πόδια μου... μού σηκώθηκε(!) και μόλις κούμπωσα πάνω μου το μονόπεττο με την μεταξωτή «ανάγλυφη» φόδρα... να χύσω κόντεψα. (Ειλικρινά ομιλώ και ουδόλως με νοιάζει να με καταλάβει ή να με πιστέψει κανείς. Και τώρα, και τότε. Γιατί άπαξ και έχω γράψει δυό επικά μυθιστορήματα που μετά τον θάνατό μου θα γίνουν ανάρπαστα, επιμένω και σωστά λέγω όσον και αληθώς, ότι πλέον δεν μ' ενδιαφέρει η άποψη, η γνώμη και η κωλοτρυπίς κανενός.) Και μόλις βγήκα απ' το όχι-στενό, με σκαμπώ-και-κρεμάστρα δοκιμαστήριο, κοιτάχτηκα στον κάθετο και μεγάλο καθρέφτη και έμεινα. Πέτρωσα. Γοητεύτηκα. Και στο φτερό άνδρας έγινα. (Κι άντε ψάχτε εσείς να σάς τα γράψει ΑΥΤΑ, κάνας βασιλοπαντρεμμένος Ζαμπούνης ή κάνας Χωμενιδάκος μπρεμπομπεμπές... χαχαχα!)

    Στον καθρέφτη απέναντι στεκόμουν εγώ, μόνο που δεν ήμουν εγώ αλλά ένα κοστούμι CERRUTI που μ' είχε αγκαλιάσει-φωτίσει-εξυψώσει-αναστήσει, (με αυτήν την σειρά ακριβώς). Έμεινα άφωνος, κοιταζόμουν αμίλητος και δεν πίστευα πώς μπορούσε ένα απλό και πανάκριβο ρούχο να με μεταμορφώσει τόσο πολύ. Δεν είχα αρχίσει ακόμη εγώ να ξυρίζομαι, φορούσα από κάτω ένα βαμβακερό και λευκό υποκάμισο και τα παπούτσια μου ήταν – για την συγκεκριμένη περίπτωση – ένα ζευγάρι μαύρα μοκασσίνια από του ΠΕΤΡΙΔΗ. (Απ' του ΜΟΥΡΙΑΔΗ αγόραζε ο πατέρας μου τα παπούτσια του κι απ' το au Bon Ton οι θείοι μου τα BALLY τους.) Κι όμως αυτόν που στον καθρέφτη εγώ είδα ήταν ένας νεαρός κύριος, ακούρευτος μεν μα «κυριλέ» απολύτως, «ατσούμπαλος» μεν μα καλοντυμένος απόλυτα. Τα λεπτά πέττα στο εφηβικό στήθος μου κατεβαίναν «χυτά και ρευστά» ως την κοιλιά, οι ώμοι τόνιζαν το αναπτυσσόμενο σώμα μου και η «μεσάτη» γραμμή αναδείκνυε το απών-σκίσιμο πίσω στο σακκάκι. Οι πιέττες στο παντελόνι δέναν απόλυτα με τις κάθετες «κοφτερές» τσέπες του, στα παντζάκια δεν υπήρχε ρεβέρ φυσικά και τα θυλάκια τής ζώνης ήταν τόσο μικρά, που φοβήθηκα πως θα μού βάζανε καμμιά χρυσή αλυσίδα σαν και αυτή που φορούσε η Ζωή Λάσκαρη, στις ταινίες τού Δαλιανίδη! (Μην ξεχνάτε: "Ιt's not the economy", it was ΤΗΕ 70ies stupid!)

    Εκεί και τότε ένιωσα ότι ένα ρούχο μπορεί να σε κάνει είτε Κοινούση, είτε Gunter Sachs von Opel. Eκεί και τότε κατάλαβα ότι άνδρας είναι ΜΟΝΟΝ αυτός που μπορεί να φορά οτιδήποτε – αρκεί να 'χει στην ντουλάπα του ένα blazer απ' την Savile Row, ένα tweed σακκάκι εκδρομής από την Σκωτία, ένα smoking τού Yves Saint Laurent, ένα πρωϊνό power-dress τού Armani και φυσικά άπαντα τα υπόλοιπα CORNELIANI να είναι . Περπατούσα στην ολοφώτεινη αίθουσα και κοιταζόμουν αποσβολωμένος: κάτι μέσα μου βαθιά με εδάγκωσε, και το ευφωνικό-παρελθοντικό έψιλον το προσθέτω για να δώσω μεγαλείο-χαρά-απόλαυση στην ΠΡΩΤΗ σκηνή και στιγμή ενός μικρού άνδρα. Κοιτάζω την μάνα μου, χαμογέλαγε. Κοιτάζω τον πωλητή, χαμογελούσε. Κοιτάζω και έξω από τα παράθυρα και η πολύπειρη Σταδίου στραφτάλιζε, φωταγωγημένη και εορτάζουσα, ήταν Χριστούγεννα τότε. Δεν ήθελα να το βγάλω από πάνω μου, περιττό να το πω. Δεν καταλάβαινα τί φορούσα και προπαντός το γιατί, μα δεν ήθελα να το βγάλω από πάνω μου, τέλος τελεία. Άκουγα τα σχόλια των γύρω μου, λες και ήμουν σε θάλαμο αποπίεσης δυτών βάθους. Έβλεπα τα φώτα γύρω μου κι εγώ είχα «σβήσει» παντελώς μέσα μου. Μύριζα, ναι μύριζα το ύφασμα πάνω μου κι αν δεν τον είχα παίξει – ευτυχώς, δυό φορές ήδη, εκείνο τ' απόγευμα – θα είχα ξανά ξεροχύσει μέσ' στο κοστούμι! ("Ain't that a Man?" τραγουδά σταθερά και ρωτά καρφωτά ο Muddy ο Waters.)

    To ότι το πρώτο κοστούμι μου ήταν CERRUTI δεν το θυμάμαι απ' την θήκη και την κρεμάστρα του, που μού δώσανε. Το θυμάμαι απ' την απάντηση τής μανούλας μου, όταν θυμωμένος στα όρια τού σεισμού ο πατέρας μου, την απόδειξη είδε. Ουρλιάζοντας «μα με ΑΥΤΟ το ποσό, ζει ΜΙΑ οικογένεια, ΕΝΑ μήνα!» η μάνα μου ξερά τού αντέτεινε ότι «ΕΤΣΙ κι ΑΥΤΟ, πρέπει να 'ναι του γιου ΜΑΣ, το ΠΡΩΤΟ, κοστούμι ΤΟΥ» και δεν ασχολήθηκε άλλο. Μου πήρε κι ένα ανοικτό-κίτρινο πουκάμισο, μου έδωσε ανόρεχτα-μετά μια γραββάτα απ' αυτές που δεν φορούσε ο πατέρας μου – θεωρώντας την ως πολύ μοντέρνα – κι όποτε είχαμε υποχρεωτική/οικογενειακή/κοινωνική εκδήλωση, με σταύρωνε για να τα φοράω.


    Έτσι λοιπόν κι εγώ σήμερα μ' ετούτο το ταπεινό και σεμνό κείμενο αποτίω φόρο τιμής στον Nino Cerruti, τον άνθρωπο που με έντυσε για πρώτη φορά, χωρίς να τον ξέρω ή να με ξέρει εκείνος. Κι έκτοτε ποτέ δεν έτυχε ν' αγοράσω κάτι-οτιδήποτε απ' την εταιρεία-φίρμα-βιομηχανία του, λες και δεν μπορούσα να συλήσω ή να επαναλάβω την πρώτη ενδυματολογική μου φορά, που είναι σαν την παρθενική μου: θα την θυμάμαι για πάντοτε, αλλά δεύτερη να σταθεί αποκλείεται, δεν μπορεί, δεν υπάρχει.




     


     

     

     

     

      ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

     

    Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2022

    Διαβάστηκε 983 φορές Κυριακή, 16 Ιανουαρίου 2022 17:00