Στον διαλογισμό με επισκέφθηκε τούτο. Και στέφθηκε άνετα κι άμεσα ως «Η» βέλτιστη και άριστη σκέψη μέχρι σήμερα που έχω κάνει «εγώ», όσο και για να «κάνεις» οτιδήποτε, ΕΣΥ πρέπει ν' απουσιάζεις. (Τα εισαγωγικά μπήκανε για ν' αφαιρέσουν τον δράστη και δημιουργό, απ' το αντικείμενο και τον σκοπό, απ' το έργο και τ' αποτέλεσμά του.)
Η ζωή μας τελειώνει όταν πλέον έχουμε ολοκληρώσει την – όποια και όση – ζωή μας εδώ στην γη: το έργο και τις μαλακίες μας, τα θεόρατα επιτεύγματα και τα χαμερπή τα συμφέροντα, τους δόλιους υπολογισμούς και τις θεϊκές ταπεινώσεις. Ή ακόμα καλύτερα: Πεθαίνουμε όταν πλέον ΑΛΗΘΙΝΑ δεν έχουμε τίποτε άλλο να κάνουμε εδώ πάνω σε ΤΟΥΤΗΝ την γη – τέλος. (Κι αυτό, ο μόνος κι ο είς που δεν το γνωρίζει και αντιλαμβάνεται αυτό, είμαστε... εμείς. Ακριβώς. Κι απολύτως.)
Αυτοί που πεθαίνουν «νωρίς», ή δεν έχουν τίποτε άλλο να κάνουνε πάνω στην γη, ή έχουνε αλλά το εμποδίζουν οι ίδιοι. Πεθαίνεις εάν έχεις κάνει τα πάντα εκτός απ' τον εαυτό σου να προχωρήσεις εσύ, και πεθαίνεις εάν έχεις περάσει τα πάνδεινα, προκειμένου αυτόν τον ίδιο τον εαυτό σου να μην προχωρήσεις. Όσοι γέροι πεθαίνουνε, εξαντλήσαν τα έργα/τα πάρεργα και πάνε καλλιά τους αφού κάναν κουμάντο αργό, να διαρκέσουν τα χρόνια. Και όσοι νέοι πεθαίνουνε, και τούτοι άδειοι κι εξαντλημένοι πηγαίνουνε, απλώς κατεβήκαν με μικρούλι ντεποζιτάκι στην γη και τούτο ρουφήξανε το στραγγίξανε λυσσαλέα.
Όλος ο καινοφανής προβληματισμός τούτος προέκυψε απ' τον «αναίτιο» θάνατο τού Μαρινάκου. (Μαζί με τα γόνατά μου που δεν με βαστούν, τα μάτια μου που δεν έχουν θαμπώσει ακόμα απ' το κλάμα, την γροθιά μου που έχει ανοίξει οριστικά πια, για χαιρετισμό και για χάδι.) Γιατί πέθανε-σκοτώθηκε, τάφηκε-έλειωσε ο Μαρινάκος μωρέ; Άνθρωπο δεν έβλαψε και τα ζώα τα αγαπούσε, την δουλίτσα του κοίταζε και τα δυό μηχανάκια του πρόσεχε, τις ώρες του διέθετε καταπώς ήθελε και τα υπόλοιπα που δεν ήξερε, εκείνος το/τα γνωρίζει. Αυτό όμως εγώ σκέφθηκα: ο βίαιος, τόσο βίαιος, ακαριαίος και βάναυσος, αιματοβαμμένος και στιγμιαίος θάνατος τού Μαρινάκου έγινε γιατί... «δε γινόταν αλλιώς», δεν μπορούσε να γίνει, άλλο δεν πήγαινε... Ο Μαρινάκος «έπρεπε» να πεθάνει, γιατί ο Μαρινάκος – π.χ., ως απλό, φρέσκο και κοντινό, γνωστό και μέγιστου πόνου παράδειγμα – είχε τελειώσει την όση και όποια «αποστολή» του ως Μαρινάκος εδώ, ή είχε κολλήσει μπροστά στην ΙΔΙΑ την «αποστολή» αυτή ακριβώς και δεν έκανε βήμα. (Ή δεν μπορούσε ή δεν ήθελε – δεν έχει πια καμμιά σημασία.)
Γιατί πέθανε ο πατέρας μου 64 χρονών; (Ξέρω κι υποψιάζομαι τούς λόγους, τους έζησα κι επανειλημμένα τούς έγραψα και δεν με νοιάζει εάν έχω άδικο/δίκιο.) Γιατί πέθανε ο παππούς μου, 86 χρονών; (Αντελήφθην τούς εσωτερικούς όσο κι εξωτερικούς λόγους του, κι επίσης δεν με νοιάζει εάν δίκιο ή άδικο έχω.) Εντάξει, αλλά γιατί πέθανε ο Μαρινάκος μωρέ, 35 χρονών μόνο; Εδώ, απαντάω, εγώ: ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΛΟΓΟ που πέθανε ο πρώτος εξάδελφός μου Τζώννυ, μόνο 18 ετών από «λευχαιμία» και ο επόμενος εξάδελφός μου Γρηγόρης, μόνο 16 ετών από «μηνιγγίτιδα». (Κι εγώ ανέλαβα το επώδυνο κι επονείδιστο βάρος να διακηρύξω κάποια στιγμή ότι δεν πέθαναν απ' τις κυρίες αρρώστιες αυτές, αλλά από... δεν θα πω ούτε λέξη.)
Πεθαίνουμε γιατί δεν μπορούμε να πάμε άλλο μπροστά το σαρκίο μας, που κουβαλά την ψυχή μας. Και όταν το αντιληφθεί ΑΥΤΟ η καταπιεσμένη κι ασθμαίνουσά μας Ψυχή – δίνει μιά, δίνει δυό, δίνει πολλές ευκαιρίες και στο τέλος απ' το Σώμα πετά, το απορρίπτει ετούτο και διαχωρίζει «εαυτόν» και αναχωρεί γι' άλλο σώμα. (Έτσι λέω, και γράφω, και πιστεύω εγώ.) Το σώμα δεν ανήκει στο σώμα: το σώμα είναι το ακριβώς-επιλεγμένο και απολύτως-αρμόζον όχημα κι εργαλείο κατάλληλο τής Ψυχής, ώστε να μηδενίσει «χρέη κι υποχρεώσεις» αυτή και ν' αναληφθεί επιτέλους, δίχως να ξαναγεννηθεί τούτη ποτέ. Ξανά. Πάλι. (Έτσι τα 'χουμε εμείς στην Κυψέλη τούτα τα πράγματα, μέσω Ινδίας κι Ιαπωνίας – allow me that much though.)
Είστε ελεύθεροι κύριε και κυρία μου να κάνετε ό,τι θέλετε, μα η Ψυχή (σας) σάς περιμένει: Να κάνετε ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ κάτι γι' ΑΥΤΗΝ και όχι συνέχεια-διακαώς όλο και όλα για την δουλειά τα παιδιά, τον τζόγο ή τα λεφτά, τ' αμάξια ή τα ομόλογα, την εξουσία ή την αλητεία. Όχι τα πάντα βορά και θυσία στο καμίνι τού σώματος, όχι τα όποια-υπόλοιπα κάρβουνα και βενζίνη στο turbo τού νου – αφού τούτα αναγνώριση και δύναμη μάς δίνουν, στήριγμα και παρηγοριά, ξεχασιά και μαγκιά, αναβολή και επιβολή μάς χαρίζουν.
Η Ψυχή περιμένει και κάνει ό,τι μπορεί, προκειμένου το Σώμα με ΤΟΥΤΗΝ να «ευθυγραμμιστεί» και να πετάξει, αφού τής το επιτρέψει. Κι όσο δεν βλέπει απογείωση και ανάσταση αυτή, λύτρωση και επιστροφή στην Πηγή, τόσο μαραζώνει μέσα μας η Ψυχή και τόσο το δικό μας «χωμάτινο» σακκούλι-ντεπόζιτο αδειάζει. Δεν ερχόμαστε στην Γη ΓΙΑ το σώμα, αλλά ζούμε στην Γη ΜΕΣΩ σώματος, ώστε η Ψυχή ν' απογειωθεί και να μην ξαναρθούμε στο παραδεισένιο καραμπούρδελο τούτο. (Έτσι μάλιστα όπως το έχουμε καταντήσει, εμείς!) Μεγαλώνοντας όμως κι εκπαιδευμένοι «κατάλληλα» πιανόμαστε με το ένα-το άλλο, ετούτο-εκείνο και στο τέλος χανόμαστε... μέχρι να βρεθούμε στο νεκροτομείο κοκκαλωμένοι να μην μπορούμε να κοιτάξουμε καν τα ποδάρια μας, κι ας τρέχουνε ήδη των λευκών σκουλικιών τα σαλάκια. (Άσε δε με αυτά που έχουμε καταναλώσει και βάλει στο σώμα μας, δεν τρωγόμαστε ούτε κι από «...φυματική σαρανταποδαρούσα με πρόβλημα μηνίσκου στα 25 από τα 40 πόδια και κρατώντας σακούλες με τα ψώνια της εβδομάδας από τα Lidl» καταπώς δίκην σκωτσέζικου χιούμορ κρυόκωλου εκειός ο ντιπ-αχαρακτήριστος και μπιτ-αμόρφωτος Τσαλακώτος με την τσακαλωμένη γλώσσα του και την ατσαλάκωτη την παπάρα του καμαρώνοντας-κιόλας-ο δύστυχος είπε.)
Η Ψυχή επιλέγει εκ του Σύμπαντος το ανάλογο σώμα, το «φοράει» αυτό και ως μόνο «έργο» της έχει – και αγωνίζεται δυσβάστακτα για αυτό – να μας οδηγήσει προς την μη επανεμφάνισή μας εδώ, τέλος. Μα εμείς, παντογνώστες και επηρμένοι, γαμάτοι και γεμάτοι, φουσκωμένοι ως έλληνες πανεπιστημιακοί και χρηματισμένοι ως έλληνες εφοριακοί την «γράφουμε» κανονικά και με τον – Μωσαϊκό κιόλας – νόμο. (Πώς το 'πε η Ρίτα Σακελλαρίου για έναν της τραβαμπήχτη καυλογκόμενο; «Μου γράφει, τον γράφω, έχουμε αλληλογραφία...»!) Και υπομονή θα κάνει η κακόμοιρη η Ψυχή, και άπαντα θα τα καταπιεί, και θα επιτρέψει να λησμονηθεί και αυτή να καταχωνιαστεί... μα the clock is ticking, and not in the form of a bomb. Κι ένα πρωί λέει «Πάει ο Μαρινάκος, ρε!», ένα απόγευμα κλείνει τα μάτια του ο πατέρας μου, σβήνει ολόρθο πεταμένο σ' έναν τηλεφωνικό θάλαμο το δεύτερο ξαδερφάκι μου κι ο παππούλης μου πεθαίνει με το γλυκά πικρό και δειλά αθώο χαμόγελό του στο στόμα.
Γρηγορείτε συνάνθρωποι, η Ψυχή δεν περιμένει: γιατί έχει αναμείνει αναμμένη χιλιάδες ζωές, εκατομμύρια ζωές, ανείπωτους κι ανεκλάλητους αιώνες ζωών υπομένοντας Κόλαση και Ανάσταση προσδοκώντας. Τρανά πάνω της-γύρω της την περισφίγγει ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ το πρέπον κορμί και απλώς ελπίζει ότι ΑΥΤΟ, αυτήν την φορά θα είναι το τελευταίο, προκειμένου να μην αναγκασθεί ΞΑΝΑ να ενσαρκωθεί αυτή, να κολυμπήσει σε έναν ωκεανό σπέρματος, να χυθεί σε μία σπηλιά ωαρίων ώστε να γεννηθεί ακόμη ένας άνθρωπος, προκειμένου... συμπληρώστε εσείς ό,τι διανοείστε και προαιρείστε.
Τί απλώς σκέφτηκα; Ότι όσο πιο βίαιος είναι ο θάνατος κάποιου και μαρτυρικός, τόσο έχει πολύ μαρτυρήσει ΕΝ ΖΩΗ η Ψυχή, και τόσο πιο σκληρά και χοντρά παλεύει ετούτη ν' αναχωρήσει. Διότι δεν την αφήνει δεν την απαλλάσσει, δεν την ελευθερώνει το δύστυχο το κορμί, αυτήν την άτυχη την Ψυχή κι απειλεί να την «διασύρει» δια βίου. Και σπαρταρά – εντελώς ασυνείδητα από εμάς η Ψυχή – προκειμένου απ' το σιωπηλό τούτο εσωτερικό μαρτύριό της ν' απαλλαγεί, κι όταν το όλο σενάριο στο «αμήν» φτάσει – δίνει μιά και άπαντα τα γκρεμίζει τα ισοπεδώνει: πεθαίνει λειωμένος ο Μαρινάκος από νταλίκας ροδιά, από overdose το δύστυχο ξαδελφάκι μου, από βαθειά κατατονικά γηρατειά ο παππούς μου κι από λυσσαλέα αγκίστρωση στην ζωή ο πατέρας μου, απ' αυτήν ακριβώς την ζωή που δεν χάρηκε διόλου.
Έτσι κι αυτά λέω εγώ, και χρείαν αποδείξεων ουκ έχω. Τάϊσες την ψυχή σου κυρίως φιλάρα μου ή έφτιαξες μια κωλάρα για μούρη; Χάϊδεψες την ψυχή σου αγόρι μου ή γάμησες ό,τι κινείται, με την χαρακτηριστική κι εκμαυλιστική ανάμεσα μπικιναρισμένη φουντίτσα; Έθρεψες με νέκταρ αγάπης χαράς, προσφοράς και υγείας, φωτός και στεφάνων την ψυχή σου κορίτσι μου, ή απεδύθης στον «νυν υπέρ πάντων» αγώνα γαμπρού και εξοχικού, μαγαζιού και καρριέρας, παιδοποιίας κι επαγγελματισμού το αυθαίρετο οίκημα; Εάν τα έκανες όλα αυτά, θα ζήσεις – έτσι λέω εγώ. (Που βέβαια – συμπληρώνω – εάν τα έκανες όόόλα αυτά, δεν σε νοιάζει αληθινά πια αν θα ζήσεις ή θα πεθάνεις, καθότι το 'χεις λύσει εσύ το μέγιστο μεταφυσικό κι υπαρξιακό ζήτημα. Και φώναξε τον Τσε και τον Σαρτρ τις παντόφλες σου να σου φέρουνε, ο Μαρξ να σού γυρνά τις μπριζόλες και ο Σόρος να ξεταπώνει το Σατώ σου Γκαμώ – δεν συνεχίζω άλλο με αήττητες ύβρεις.)
Όσο την Ψυχή σου αποκλειστικά υπηρετείς, θα ζήσεις και θα επιζήσεις όσο ακριβώς «οφείλεις και χρωστάς» εσύ, στο παρόν σκήνωμα τούτο μέσα στο οποίο έχεις εμφανιστεί ήδη. Κόβε χιλιόμετρα και μηδένιζε έργα, αντί να κόβεις δρόμο και να χτίζεις μπετά. Με τί με «χαστούκισε» λοιπόν σκληρά-τρυφερά ο Koten Roshi, όταν γονατιστός τού εξομολογήθηκα ότι έχω βρεθεί μπροστά σ' ένα αδιέξοδο στην ζωή μου; "Become your dead-end" o μεταφραστής μού μετέφερε, «Γίνε Ο ΙΔΙΟΣ το εμπόδιο κι αδιέξοδό σου» το 'σπασα εγώ σε απλά ελληνικά και καθομιλούμενα κυψελιώτικα και χρειάστηκα άάάλλα δυό-τρία χρονάκια διαλογισμού, καμμιά σαρανταριά χιλιάδες χιλιόμετρα οδικά μέχρι στην σπηλιά επιτέλους εγώ να βρεθώ κι εκεί να ακινητήσω οριστικά κι ανεκλάλητα πλέον.
Σταμάτα ΠΡΩΤΑ κύριε μαλάκα, σταμάτησε. Και τότε θα «επιτρέψεις» να εμφανιστεί έμπροσθέν σου το ΔΙΚΟ ΣΟΥ το αδιέξοδο και τότε εσύ – σε διαβεβαιώ, κάτι που απολύτως γνωρίζεις εσύ, γι' αυτό και τόσο το αποφεύγεις – θα τρομοκρατηθείς τόσο πολύ που ή θα φωτιστείς ή θα τρελλαθείς, δεν παίζει σενάριο άλλο. Εμ γιατί φίλες και φίλοι νομίζετε ότι ο κόσμος δουλεύει παντρεύεται, κάνει λεφτά κάνει παιδιά, χτίζει παλάτια και πεθαίνει σ' ιδρύματα, γυμνάζεται προσκυνά, γαμάει και πουλά, ξεφτιλίζει και αγοράζει; Για να αποφύγει ΑΥΤΟΝ ΑΚΡΙΒΩΣ τον ανυπέρβλητο ΤΡΟΜΟ ΚΕΝΟΥ – τέλος.
Κι όσο τον αποφεύγει ΑΥΤΟΝ, τόσο ανυμέναια μένει η Ψυχή, στέρφα και χήρα προτού καν αυτή παντρευτεί, προτού σε κρεββάτι ηδονής και καύλας αράξει η κουκλάρα για να χαρεί, ένα τόσο δα λιγουλάκι. Γιατί το σώμα δεν είναι η βελόνα ρε τού πικάπ αλλά το ηχείο, και ό,τι μουσική βάλει η Ψυχή – ΑΥΤΗ θ' ακουστεί μέσα στην γενική και κοινωνική, εκκωφαντική και εξανδραποδιστική μαλακία που αενάως κυκλοφορεί. Και θα σκοτώνεσαι θα πεθαίνεις συνέχεια μέχρι να το αντιληφθείς τούτο: ΕΣΥ κι η ΔΙΚΗ ΣΟΥ Ψυχή προηγείσθε, και δεν υπάρχει «όμως, αλλά...». Υπηρέτησες την Ψυχή; Θα ζήσεις όσο σ' εσένα αναλογεί, μα δεν πρόκειται να ξαναγεννηθείς ακόμη αμέτρητες φορές όσες. Ικανοποίησε σε ΑΥΤΗΝ την ζωή την ΔΙΚΗ ΣΟΥ Ψυχή – μέσω τού σώματος ως φορέα κι οχήματος πάντα – και συντόμως κι απρόσμενα θα εμφανιστεί Η στιγμή που δεν θα ξανάρθεις σε τούτην την καυλιάρα και μπουρδελιάρα την γη, να μαλακιστείς παρομοίως όπως μέχρι σήμερα εσύ έκανες, όπως επίσης δισεκατομμύρια συνάνθρωποί σου κάνουν το ίδιο.
Αυτό είναι περίπου όλο αυτό. Άμα κολλήσεις στο σώμα στην γη, δεν ξεκολλάς. Άμα κολλήσεις στα ψυχικά στα πνευματικά στα ουράνια, δεν ξεκολλάς. Το «εμπόδιο» σού φέρνει κόλλημα και η επένδυσή σου σ' αυτό τ' «αδιέξοδο», στην κατάθλιψη θα σε ρίξει. Τί βοά σιωπηλά το λαμπρό και σκληρό Ζεν; «Πήγαινε και κάτσε στα ποδαράκια του βράχου αμέριμνος κι άσε το βράχο να σε παγώνει, να σε σκιάζει! Φορτώσου του μωρέ μ' αυταπάρνηση και τότε – είσαι-δεν είσαι συ σίγουρος – θα έρθει άγνωστο ποία στιγμή ο βράχος κι επάνω σου θα λυγίσει.» Και για να σ' το κάνω πιο απτά και λιανά, δεν πρόκειται να λυγίσει κανείς βράχος βρε, απλώς εσύ θα έχεις ως «εγώ», ως «ύπαρξη», ως «επιθυμία», ως «στόχος-σκοπός», ως «αποτέλεσμα και πρωτάθλημα» εξαφανιστεί και τότε θα αναδυθεί η Ψυχή, να σ' αγκαλιάσει και να σκορπίσει στο ασύλητο και ασύλληπτο Σύμπαν. (Διάβασε τυχερέ βλαξ την σκηνή τού νεκροταφείου στο - χέσε με άμα το βρεις - "τα τρία μι" και τότε έλα να μου πλύνεις την Maserati!)
Κάθε ζωή που τελειώνει, ήτανε για να πάει έως εκεί – μην κλαίτε και προπαντός μην χτυπιέστε, (γιατί επιπλέον καρφώνεστε). Κάθε ζωή που ΔΕΝ τελειώνει, ελπίζει ακόμη και προσμονεί [sic], το μαρτύριό της ετούτο να τελειώσει στην γη. (Κι έτσι βρίσκεστε εσείς στον σταυρό, είτε τον χριστιανικό, είτε τον πολεμικό.) Τα πάντα τα «ρυθμίζει» η δική σας Ψυχή – «Άσε μου το πηδάλιο Ντόλα» ξεφώνιζε ο Γκιωνάκης φουρκισμένος με την Μπεάττα Ασημακοπούλου που τον έτρωγε με το άγχος της και τα νεύρα της, τα έμμηνά της και την μανούρα της, την γλώσσα και την ομορφιά της. Φροντίστε εσείς ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ την Ψυχή, και θα σας φροντίσει κι αυτή με απολύτως θεϊκό τρόπο. Εγγράψτε την στα ευμεγέθη και υπερπλήρη παπάρια σας εσείς την Ψυχούλα σας και η εξόδιος ακολουθία σας θα είναι όχι μόνον μαρτυρική, μα και μαλακίας αξία. (Ποία η σημαντική διαφορά, που ουδείς-τίποτα κάνει; Ότι ο θάνατος έρχεται κάάάποτε και ελαχίστως κρατά, ενώ η καυλιάρα ζωάρα 70-80 χρόνια κρατά κι εκεί μέσα άπαντες μάς γλείφουνε και εμάς προσκυνάνε – χαχαχα!)
Ουδείς ενδιαφέρθηκε να ρωτήσει – άσε δε που δεν πρόλαβε – τον Μαρινάκο εάν προτιμά να πεθάνει. Ο πατέρας μου, μετά την εγχείρηση και κρατώντας τούς δύο ορούς, όρκους αλλαγής τρόπου ζωής έδινε και μόλις καλόγιανε λιγουλάκι, πάλι την δουλειά του σκεφτότανε. Το ξαδελφάκι μου για κάτι μπυρόνια κι ένα τσιγαριλίκι πετάχτηκε με τα κολλητάρια του να ρουφήξει, κι επειδή μόλις από κραταιά μηνιγγίτιδα αναρρώνυε δίχως κανένας να τον φροντίσει, έπαθε και shock και o.d. από τρεις τεκίλες ρουφιάνες και μία ξεκωλιάρα Μαρία Χουάννα.
Του καθενός ο θάνατος είναι ΔΙΚΟΣ ΤΟΥ και ουδείς είναι δυνατόν-δυνατός ανάμεσα να σταθεί – τέλος. Έτσι λοιπόν, "Count your blessings son" και μην το γαμάς κύριε μαλάκα λαμπρέ, κάνε κανένα καλό «για την ψυχούλα σου τώρα» που σταυροκοπιώνται χριστιανοπεριπαθώς οι γριές και πάνε μετά σπίτι τους, μετράνε τις λίρες-τα repos-τις μετοχές και δεν δίνουνε τού Σταυράκη τού χαρμάνη ούτε τζιβάνας δεκάρικο, άσε δε την δόση του πλήρη. Ότι άπαντες θα πεθάνουμε, τίποτε πιο βέβαιον τούτου: το ΠΌΤΕ και ΠΏΣ θα πεθάνουμε όμως στο χέρι μας είναι και δη στα κρινοδάχτυλα τής Ψυχής, στην αφράτη παλάμη και μυρωδάτο καρπό της Αυτής, στα μανικιουρισμένα νυχάκια της και στο μοναδικά γλυκό Της χαδάκι που μ' αυτό συνοδεύονται – γκέγκε;
Εάν θέλουμε να πεθάνουμε γενναία και αξιοπρεπώς, να βάλουμε επιτέλους την Ψυχή πρώτη. Εάν θέλουμε να πεθάνουμε πανηγυρικώς και τιμητικώς, καρφώστε εσείς το Μυαλό πρώτο. Και εάν θέλουμε να πεθάνουμε ξεφτιλισμένα κι απάνθρωπα, βάλτε το ρημάδι το crossfitάδικο Σώμα-τρομάρα του ως πρώτιστο-πρώτο. «Μετρημένα κουκιά» είναι άπαντα και μανούρες-μαγκιές ή ελληνικές λαμογιές εδώ δεν χωράνε: τα "Greek statistics" για κάτι τραπεζοταϊσμένα ευρωπαιόπουλα αρμόζουν και τόκους παράγουνε, κι όποιος διαδίδει ότι του Χάροντα έχει το κινητό επειδή παντρεύτηκε την τσούλα κορούλα του – τον έχει γελάσει Αυτός, πρώτος. (Και δεν γελάω καθόλου εγώ, μετά το κλάμα που έριξα απ' τον «άδικο» θάνατο Μαρινάκου. Γιατί στον θάνατο τού πατέρα μου να κλάψω δεν μπόρεσα, στου παππού μου τον θάνατο δεν μου επιτρέψαν να πάω και τα ξαδέλφια μου πεθάνανε στην Αμερική, εγώ έπρεπε να πάω σχολείο.)
So, that's it and that's all folks. Γονατίστε μπροστά στην Ψυχή και υπηρετείστε την ΤΟΥΤΗ και ΤΩΡΑ! Θα χάσετε ΑΥΤΗΝ την ζωή, μα δεν θα ξαναποκτήσετε άλλη: να ξαναγεννηθείτε δεν πρόκειται και δι' ενός γιγαντίου, απονενοημένου και θαυμαστού άλματος στα ουράνια θα βρεθείτε – not bad at all εάν αναλογιστείτε ότι εκεί μουσική παίζει ο Τζίμμυ Χέντριξ στου Σοστακόβιτς την μπάντα, απαγγέλλει ο Μαγιακόφσκυ τού Κάλβου τα έπη, μαγειρεύει ο Τσελεμεντές και τραπέζι στρώνει ο Ντέϊβιντ Νίβεν. Λυρικώς άδει το Μαράκι η Καλογεροπούλου, ο Αρίστος Ωνάσης κάνει την ταξιθέτρια κι ο Τζιάννι Ανιέλι την χωρίστρα του φτιάχνει συνέχεια, μια και περιμένει την Ώγκουστ Έημς, την καναδή πορνοστάρ την γλυκούλα να ζευγαρώσουν...
Και δεν συνεχίζω, αφού εσείς επιμένετε εδώ στο Ελλαντίτσα να κάθεστε, Πολάκη και Γερουλάνου-γωνία να τιτιβίζετε, Σώτη και Δοξιάδη να μελετάτε εμβριθώς και με Τσίπρα-Ζωΐτσα-Γιάνη και Λαφαζάνη κοινώς να την «βγάζετε»! (Κι από γυναίκες...; Την Σκορδά με τον Παπανώτα για πρωϊνή πάρλα και συντροφιά.) "Serves you right to suffer" λοιπόν μάγκες μου, «έκαστος εφ' ω κόβεται να ταχθεί, εκεί όπου αράζει ποτίζεται και λικνίζεται, εκεί θα την βγάλει» το δικό μου ρητό άπταιστα λέει, και συμφωνεί μ' εμένα και ο συνθέτης του, ο Μέγιστος μπλούζμαν ο Τζων Λη Χούκερ.
Και το κλείνω μ' αυτό το περιληπτικό: η Ψυχή δεν είναι δική σας. Χάρη σάς έχει κάνει αυτή, που σας έχει ντύσει με όποιο κορμί, ώστε να δει εάν εσείς κάπου θα την πάτε αυτήν, θα την κάνετε ΑΛΗΘΙΝΑ κάτι. Κι αν εσείς μείνετ' ακίνητοι, κεντάτε στο σημειωτόν και κορνάρετε σαν πλαγκτόν – θα σας παρατήσει ολόσωστα τούτη και θα συνεχίσει για άλλον και αλλού για να ζει, να ζήσει να πραγματωθεί, να πετάξει να λυτρωθεί, ν' αναστηθεί και ΠΟΤΕ-ΠΙΑ να μην επιστρέψει. (Εδώ, στο πλουμιστό το κενό και σ' εσάς τούς επιτυχημένους μαλάκες.)
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2020