(20 ΜΑΗ 19)
Ο Βούδδας – λένε ότι – το έλεγε συνεχώς. Ο Όσσο το 'χει διηγηθεί μερικές φορές, τόσες ώστε να πάψουν τ' αυτιά ν' ακούνε φωνές, να κοπούν τα ποδάρια που σπεύδουν να τσαλαβουτήξουνε, να καταπέσουν τα χέρια που όλο θέλουν να κάνουν. Κι ο Λάο Τσου, μια φορά το 'γραψε μόνον: «Μην κάνεις τίποτε, με την απραξία κερδίζεται ο κόσμος.»
So the story goes like this:
O Βούδδας ταξίδευε μέσα σ' ένα δάσος. Η ημέρα ήταν ζεστή και δίψασε, έτσι είπε στον μαθητή του τον Ανάντα: «Πήγαινε πίσω. Προσπεράσαμε ένα μικρό ρυάκι. Πήγαινε πίσω και φέρε μου λίγο νερό».
Ο Ανάντα πήγε πίσω, αλλά το ρυάκι ήταν πολύ μικρό και είδε κάποιες άμαξες να περνούν από μέσα του. Το νερό είχε βρωμίσει, είχε γίνει λάσπη. Όλη η βρωμιά που είχε κατακαθίσει μέσα του είχε τώρα ανέβει στην επιφάνεια και το νερό δεν ήταν πόσιμο πλέον. Έτσι ο Ανάντα σκέφτηκε: «Θα πρέπει να επιστρέψω με άδεια χέρια». Γύρισε πίσω και είπε στον Βούδα: «Εκείνο το νερό έχει βρωμίσει εντελώς και δεν είναι πόσιμο. Άφησέ με όμως να πάω μπροστά. Ξέρω ότι υπάρχει ένα ποτάμι μερικά μίλια μακριά από εδώ, έτσι θα πάω και θα φέρω νερό καθαρό από εκεί». Ο Βούδδας είπε: «Όχι! Θα πας πίσω στο ίδιο ρυάκι».
Επειδή το είχε πει ο Βούδδας, ο Ανάντα αναγκάστηκε να το κάνει, αλλά πήγε πίσω με μισή καρδιά. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να φέρει νερό, σπαταλούσε τον χρόνο του άσκοπα κι άρχισε να νιώθει δίψα κι εκείνος. Αλλά επειδή το είπε ο Βούδδας, έπρεπε να πάει. Πήγε πάλι στο ρυάκι λοιπόν, και πάλι επέστρεψε δίχως νερό, και πάλι είπε: «Γιατί επιμένεις Διδάσκαλε; Εκείνο το νερό δεν είναι πόσιμο». Ο Βούδδας είπε: «Θα πας πάλι». Και επειδή το είχε πει ο Βούδδας, ο Ανάντα αναγκάστηκε να υπακούσει.
Την τρίτη φορά που έφτασε στο ρυάκι, το νερό ήταν όμως καθαρό, όπως πριν. Η λάσπη είχε φύγει με την ροή, η σκόνη με τον άνεμο, τα ξερά φύλλα είχαν χαθεί και το νερό ήταν καθαρό πάλι. Τότε ο Ανάντα γέλασε. Γέμισε την κανάτα του και επέστρεψε χορεύοντας. Έπεσε στα πόδια τού Βούδδα και είπε: «Ο τρόπος τής διδασκαλίας σου είναι μυστηριώδης μα θαυμαστός. Μου δίδαξες ένα μεγάλο μάθημα – ότι τίποτε δεν είναι μόνιμο και το μόνο που χρειάζεται είναι υπομονή».
Αυτή είναι η βασική διδασκαλία τού Βούδδα: Τίποτε δεν είναι μόνιμο, τα πάντα ρέουν, επομένως γιατί ν' ανησυχείτε; Επιστρέψτε στο ίδιο ρυάκι και στο μεταξύ όλα θα έχουν αλλάξει, καθώς τίποτε δεν παραμένει το ίδιο. Απλώς δείξτε υπομονή και πηγαίντε εκεί ξανά και ξανά και ξανά. Αρκούν μερικά λεπτά – μερικά χρόνια ή πολλές ζωές – και τα φύλλα θα έχουν φύγει, η βρωμιά θα έχει κατακαθίσει και το νερό θα είναι και πάλι καθαρό να το πιείτε.
Ο Ανάντα ρώτησε επίσης τον Βούδδα, όταν επέστρεφε την δεύτερη φορά: «Επιμένεις να πάω, αλλά μπορώ να κάνω κάτι εγώ, για να καθαρίσω το νερό;» Και ο Βούδδας απάντησε: «Σε παρακαλώ, μην κάνεις τίποτε, αλλιώς θα το κάνεις ακόμα πιο βρώμικο. Και προπαντός, μην μπεις εσύ μέσα στο ρυάκι. Απλώς μείνε έξω απ' αυτό και στην όχθη περίμενε, γιατί μπαίνοντας μέσα θα το ξανανακατέψεις. Το ρυάκι ρέει από μόνο του, έτσι άφησέ το να ρέει».
Τίποτε δεν είναι μόνιμο, η ζωή βρίσκεται σε μια ροή συνεχή, τα πάντα αλλάζουν απ' την μια στην άλλη στιγμή. Και όχι μόνο συνεχίζει το ρυάκι να ρέει, αλλά συνεχίζετε να ρέετε και εσείς. Προσέξτε λοιπόν τούτη την μη-μονιμότητα των απάντων. Μην βιάζεστε, μην προσπαθείτε να κάνετε κάτι – απλώς περιμένετε! Περιμένετε σε μια πλήρη έλλειψη δράσης. Και εάν μπορέσετε να περι-μείνετε, η μεταμόρφωση θα έρθει: αυτή η ίδια η αναμονή είναι η μεταμόρφωση.
(Άλλη μια – όχι «επίκαιρη», αλλά αιωνία – ιστορία ως χάδι ψυχής, αεράκι αναψυχής, πνευματική μαρμαρυγή Ανατολής. Έτσι ώστε η Δύση να μπορέσει να συνεχίσει στα νερά να βουτά, στα βαθιά τα σκατά, βραβεία να ψάχνει. Ο Χρόνος υπάρχει για να κρύβει σκόπιμα την Στιγμή: έχετε μία και όση ζωή για να μην αποφασίσετε... το μόνο που σκέψη κι απόφαση δεν ζητάει. Την ακίνητη σιωπή, την αναπόδραστη επιλογή, την ακαριαία αποδοχή – καλά να 'στε.)
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2019