Έχω γράψει πολλά κείμενα, κλαίγοντας (άντε πάλι!) Έχω γράψει πολλά κείμενα στο τέλος κλαίγοντας, μα τούτο το κείμενο είναι το πρώτο που κλαίω από την αρχή, γράφοντάς το. Και κλαίω χωρίς να ξέρω το γιατί (όπως μόνο το βαθύ κλάμα είναι), κλαίω δίχως να με νοιάζει το γιατί (όπως μόνο το πλατύ κλάμα είναι), κλαίω και ευχαριστιέμαι που κλαίω αφού με στηρίζει με συνοδεύει, με συντροφεύει και μ' απελευθερώνει ΑΥΤΗ η φωνή, μοναδικά κι αποκλειστικά, πάντα.
Κυρίες και κύριοι – να απομακρυνθούν αμέσως παρακαλώ μπουζουκόβιοι κι άσχετοι, ο Σύλλογος Φίλων τού Πλιάτσικα και το fan-club τής Μόνικας, μα κυρίως όσοι δεν γεννήθηκαν και μεγάλωσαν μέσα στα fifties και sixties – o Μέγιστος Κάρολος είναι μεν Γάλλος δεν είναι όμως ο Καρλομάγνος, αλλά ο Charles AZNAVOUR. Και μόνον ακούγοντάς τον και μένοντας σ' αυτό το "Un mot de toi / Je suis poussière, ou je suis Dieu" απ' το "Tous Les Visages De L' Αmour" του με κάνει την ζωή μου να σταματώ, ακόμη και την ίδια την ανάσα μου, πόσω μάλλον να μην δύναμαι να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. (Πάντοτε ήμουν ευαίσθητος, με τα χρόνια βέβαια έχω γίνει πολύ-πιο-πολύ – γι' αυτό και η μόνη δύναμή μου είναι να το γράφω, να το εκθέτω, να το μοιράζομαι.)
Ο Charles Aznavour και εγώ, we come a long way back. Πρέπει να πήγαινα στο Δημοτικό, όταν είχαμε πάει ένα απόγευμα με την οικογένειά μου επίσκεψη σε ένα φιλικό ζευγάρι. Οι τέσσερίς μας-εμείς, στον κύριο Λευτέρη με την κυρία του Νόρα του και επιτρέψτε μου το απότομο και φαινομενικά-ξεκάρφωτο flash-back, (όσοι τ' αντέξουν, ν' αντέξουνε). Ο κύριος Λευτέρης ήταν ένας συμπολεμιστής τού πατέρα μου στο Αλβανικό Μέτωπο, ο οποίος με την οπισθοχώρηση έκανε τα χαρτιά του και αναχώρησε για την Αφρική. Την Κεντρική – αν δεν κάνω το παιδικό λάθος – Αφρική, εκεί όπου μπορούσες τότε να κάνεις ταχέως λεφτά εάν συμμετείχες στην εκμετάλλευση των ντόπιων, στην χυδαιότητα των γαιοκτημόνων και στα κουνούπια των ελών. (Μα τούτα εδώ, δεν μ' ενδιαφέρουνε τώρα.) Με ενδιαφέρει όμως όταν ο κύριος Λευτέρης πολλά χρόνια αργότερα στην Ελλαδίτσα μας την καραμανλική εμφανίστηκε, με την εκπάγλου και λεπτής καλλονής κυρία Νόρα του, την κατάμαυρη γυαλιστερή κι εντυπωσιακή Packard του, έναν παπαγάλο που ομιλούσε απταίστως την μπινελική-ελληνική κι έχτισε την διώροφη βίλλα του στους παντελώς-άγνωστους τότε Θρακομακεδόνες. Εκεί όπου μας κάλεσε ένα απόγευμα να μας επι-δείξει το σπίτι αυτός, και το three-course meal τραπέζι να μας κάνει η γυναίκα του. (Προσπερνώ χιλιάδες σημαντικές λεπτομέρειες και φθάνω σ' ετούτο...)
Είχε βραδυάσει, το φθινοπωρινό κρύο ήταν απολαυστικά-δαγκωτό στους πρόποδες τής Πάρνηθας, οι μεγάλοι είχαν κουρνιάσει στις πολυθρόνες μπροστά απ' το τζάκι πίνοντας το cognac που η κυρία Νόρα σέρβιρε σε μεγάλα ποτήρια κρυστάλλινα, και εμάς τα παιδιά μάς απασχολούσαν τα δώρα που είχαμε έκπληκτα απ' το ζευγάρι δεχτεί. (Καθώς τούτο παιδιά δεν διέθετε, ένεκα η ζημιά που το ιταλικό βλήμα είχε κάνει στους όρχεις τού κυρίου Λευτέρη.) Κάποια στιγμή η λεπτή κι εντυπωσιακή, αεικίνητη κι αεράτη κυρία Νόρα προς το ευμέγεθες "στεροφωνικό συγκρότημα" κατευθύνθηκε, έβαλε έναν LP δίσκο μέσα του κι αμέσως η γλυκεία μεταλλική, βραχνή και ρομαντική, παθιάρικη και νοσταλγική φωνή τού Σαρλ Αζναβούρ ακούστηκε. Για δυό-τρία δευτερόλεπτα άπαντες άφωνοι και ακίνητοι μείναμε, μέχρι που ο κύριος Λευτέρης την στάχτη τού πούρου του στο πάτωμα έσταξε κι έκραξε προς μέγα ξενέρωμά μας: «Κλείσ' τον αυτόν ρε Νορί. Αυτός είναι σα να τραγουδάει με μια πατσαβούρα στο στόμα»!! (Δεν περιττεύει να πω δυό πράγματα μνημειώδη, που έκτοτε και εκεί ισόβια αποκόμισα: 1ον/ τον Σαρλ Αζναβούρ ακαριαία, πιστά και βαθέως αγάπησα και 2ον/ τον κύριο Λευτέρη ακαριαία, αιώνια κι άπατα μίσησα, κι αυτόν και τα λεφτά του, και την αμαξάρα του και την γυναικάρα του – όλα σάς λέω και για πάντα μάλιστα.)
Όταν αργότερα άκουσα το "La bohéme" τού 1965, αυτό το μοναδικά-γαλλικό chanson στον υψηλότατο και πολύ κοφτερό πήχυ αυτόν επάνω των μεγάλων τού cabaret, δεν μπορώ παρά να παραδεχθώ πόσο τολμηρό υπήρξε το τραγούδι ετούτο για την εποχή του. Και για τα τότε πραγματικά-ανεκτικά ήθη και έθιμα, συνήθειες και αντιμετωπίσεις των λιγότερο τυχερών αυτής τής ζωής: πένητων καλλιτεχνών, αδυνάμων ναρκομανών, εύπιστων γυναικών, λειωμένων αλκοολικών, ομοφυλόφιλων παραδομένων. (Το τραγούδι αυτό απαιτεί να ακουστεί ΜΑΖΙ με το "Comme 'ils disent'", για ευνόητους λόγους που όσοι γνωρίζουν τα σωστά γαλλικά κι έχουν ακόμα υγιή σχέση με το πετσί τους, θα καταλάβουνε.)
Όταν αργότερα άκουσα το "Que c'est triste Venise" τού 1964 ταξίδεψα απ' την Κυψέλη μου εγώ πιτσιρίκος ακίνητος, πάνω στα βρώμικα νερά τής φλογερής και μοιραίας πόλης ετούτης. Φαντασιωνόμουν ώριμη ζωή χορταστική, εμπειρίες τεκτονικές και αποτρόπαια λάθη κρατώντας την θύμηση μιας κάποιας θυελλώδους σχέσης που στα μπουγαδολασπόνερά της βούλιαξε, καθώς των Δόγηδων η συνωμοτική omerta έσπευσε να καλύψει την ακατάπιωτη πτωμαΐλα τής "inutile beauté devant nos yeux décus".
Όταν αργότερα άκουσα το "Hier encore" τού 1964 θυμήθηκα τον άλλον επικό ύμνο, το "Like a rock" τού όχι-πολύ-γνωστού τέκνου τού Detroit, Bob Sieger. Γιατί στο δικό μου ψυχικό μυαλό οι στίχοι των δυό τούτων «άσχετων» τραγουδιών ΟΛΟΪΔΙΟΙ είναι και για το ίδιο μιλούν: για τα νειάτα. Μπορεί βέβαια η αργυρή-κοφτερή φωνή τού Αμερικάνου με την έμφυτη μαγκιά και ροκιά της να απέχει έτη φωτός απ' την χρυσή-μαλακή φωνή τού Αρμένη με την έμφυτη σεμνότητα και μελωδικότητα, μα ΕΝΑ πιστεύω ότι τούς ενώνει: Αυτό τού δεύτερου το παιανικό "I stood high and I stood tall / Ηigh above it all / Ι still believed in my dreams" που χαρακτηρίζει και νοηματοδοτεί την μοναδική ζωή ενός νέου άνδρα.
Όταν αργότερα άκουσα το "Et pourtant" τού 1963, αυτήν την ροκιά που τζαζίστικα και τόσο ανάλαφρα-χαριτωμένα κουδούνιζε στ' αυτάκια μας τότε, απλώς ετοιμάστηκα για κάτι ολοταχώς και βρεταννικώς επερχόμενα «Σκαθάρια» με φράντζα φλώρικια κι ένα σύντομο, μα λαμπρό μέλλον μπροστά τους. (Μην ταράζεστε: Ακούστε προσεκτικά το ανωτέρω ασμάτιο, βάλτε μετά στο πικάπ το "Little child", κάντε την απαραίτητη ένθεν-κι-εκείθεν Μάγχης αντιστοιχία και το τσεκ πού να το στείλετε ξέρετε...)
Όταν αργότερα άκουσα το "La mamma" επίσης τού 1963, την μέγιστη ίσως επιτυχία του, έμεινα άφωνος κι έτρεξα στην μανούλα μου στην αγκαλιά της μέσα να πέσω μην την χάσω ο δύστυχος, (αυτήν που μέχρι σήμερα την έχω χαμένη). Γιατί δεν μπορείς να χάσεις κανέναν εσύ, εάν δεν έχει ΗΔΗ χάσει εκείνος τον εαυτό του. Και θα 'ναι κυρίως αυτός ο "fils maudit" που δίπλα της θα 'ρθει την τελευταία στιγμή, όταν αυτή σβήνει πια, το χέρι να της κρατήσει και την οδηγήσει – ΜΟΝΟΝ ΑΥΤΟΣ – εκεί. Πέρα. Οριστικά κι αποκλειστικά εκείνος.
Όταν αργότερα άκουσα το "Qui?" τού 1963 αντιλήφθηκα σε ένα μόνο τραγούδι ΟΛΑ τα λάθη που εμείς οι άντρες αυτόβουλα και χαρμόσυνα κάνουμε. Και επαναλαμβάνουμε. Και δεν πρόκειται ΠΟΤΕ απ' τα ίδια λάθη να βγούμε να ανασάνουμε, εάν δεν προσευχηθούμε στους στίχους αυτούς και τους αποστηθίσουμε περισσότερο κι από θεραπευτικό mantra, περισσότερο κι από γηπεδική ιαχή, περισσότερο κι από βαθύ-εκρηκτικό οργασμό μέσα στο κορμί Γαλλίδας ώριμης, παριζιάνας μάλιστα, με αίμα από Αλσατία μαζί κι Ιταλία!
Όταν αργότερα άκουσα το χαμηλόφωνα-επικό "Il faut savoir" – ηχογραφημένο τον Δεκέμβρη τού 1961 παρακαλώ, μ' ενορχηστρωτή τον Μεγάλο Paul Mauriat – κατάλαβα. Και κατάλαβα πολλά όταν τους στίχους ανέλυσα, τους κατάπια και τους τραγούδησα, τους ψέλλισα τούς εκθείασα, τους πρόδωσα και το πλήρωσα – τί να λέω εγώ που ξέρω και τί να συμπληρώνετε σεις που τώρα μαθαίνετε. Ειδικά μάλιστα για ΕΤΟΥΤΟ το τραγούδι μια μακρά στάση θα κάνω και θα πω κάποια περισσότερα για αυτό, γιατί όχι μόνο αξίζουν αλλά είναι ανεπανάληπτα, μοναδικά και αιώνια (και θα τα γράψω μεταφρασμένα to save you the torture and pain of true, carnal French, με τα εντός παρενθέσεων τα δικά μου):
1/ «Πρέπει να ξέρεις, να χαμογελάς ακόμη / Όταν το καλύτερο έχει αποτραβηχτεί / Κι όταν δεν μένει παρά το χειρότερο / Μέσα σε μια ζωή τόσο ηλίθια / Που δεν αξίζει ούτε για να κλάψεις.» (Μωρέ υπάρχει ένας-έστω χριστιανός, μουσουλμάνος ταοϊστής, άθεος μπαοκτζής, ψηφοφόρος τού ΣΥΡΙΖΑ ή σφυροφόρος τού ΡΟΥΒΙΚΩΝΑ που το ανωτέρω φυσικό, απλό μα πανδύσκολο έπραξε; Έστω ΜΙΑ φορά, έστω για δείγμα;)
2/ «Πρέπει να ξέρεις, να εγκαταλείπεις το τραπέζι (την σχέση) / Όταν ο έρωτας έχει ήδη σερβιριστεί (και χορταστεί) / Χωρίς να κρεμάς κάτι μούτρα (νάάά ) / Αλλά να φεύγεις δίχως να κάνεις θόρυβο (και μανούρα).» (Μάλιστα, ξέρω έναν: ο ντετέκτιβ Φίλιπ Μάρλοου, ο μυθιστορηματικός ήρωας και ιδιωτικός ντέτεκτιβ τού Μεγάλου Raymond Chandler! Δεν πειράζει το ότι είναι απλώς και αιώνια χάρτινος από το μυαλό τού δειλού και μανουριάρη αυτού συγγραφέα, μα άμα τον ρόλο τον έχουνε ενσαρκώσει ένας Humphrey Bogart και ένας Robert Mitchum, τότε είναι πιο ζωντανός κι από 'να kindergarten on crack!)
3/ «Πρέπει να ξέρεις, ό,τι κι αν σου κοστίσει / Να κρατάς όλη την δική σου αξιοπρέπεια / Και παρά ό,τι κι αν εμάς μας κοστίζει / Πρέπει να αναχωρούμε, δίχως να επιστρέφουμε.» (Αν νομίζετε ότι Yoga και Zen είναι να φοράτε κολανάκια πάνω σε χαλάκια, να εισπνέετε μυρωδάτα στικάκια και να μουρμουράτε ακαταλαβίστικα στιχάκια, την ώρα σας χάνετε. Τί έχω εγώ πει, που δεν το ξέρει κανένας, και δεν ενδιαφέρεται βέβαια; "The world is your dojo, AND zendo too" και τα υπόλοιπα είναι κουβεντούλες τού κομμωτήριου, του κινητού, του μπιντέ σας κυρίως.)
3/ "Πρέπει να ξέρεις, να κρύβεις τον πόνο σου / Κάτω απ' την μάσκα την καθημερινή / Και να συγκρατείς αυτές τις κραυγές τού μίσους / Που είναι οι τελευταίες λέξεις τής αγάπης.» (Γιατί αγάπη, φιλάκια και μυκονιάτικες selfies ατέλειωτες στήνουν και βγάζουνε όλοι τους, όταν: 1/ η πιστωτική τους έχει μέσα λεφτά, 2/ το πουλί τους έχει βγάλει φτερά και 3/ μπερδεύουν τα ξενοδοχεία με τα νοσοκομεία μετά. Να σε δω όμως μάγκα μου πώς χειρίζεσαι τού θήλεος το κεράτωμα, του συνέταιρου την κλοπή, του έφορα την ληστεία. Την αφραγκιά και τα δανεικά, την αρρώστια την ανημπόρια, την κατάθλιψη και την πεόπτωση – στην ξεφτίλα τού γαρμπιλιού θέλω να δω το «τιμόνι» σου και όχι μέσα στο δαγκωτό-μεγαλείο τού Nürbürgring με την Porsche GT3 RS!)
4/ «Πρέπει να ξέρεις να μένεις ψύχραιμος (ή σκέτα παγωμένος) / Και να κάνεις να σιωπά μια καρδιά που ήδη πεθαίνει / Πρέπει να ξέρεις να κρατάς τα προσχήματα (την φάτσα σου, τον αέρα σου, την ψυχή σου) / Αλλά εγώ, σ' αγαπώ πολύ (για να τα μπορέσω όλα αυτά) / Αλλά εγώ, δεν δύναμαι δεν μπορώ / Πρέπει να ξέρω, αλλά εγώ / Δεν ξέρω (απλά).» (Και κλείνει ο έμπειρος και σοφός Γάλλος με την μεγίστη αποδοχή τής Ζωής, αυτήν που ψυχικό ταττουάζ σού κάνει το χαμόγελο, κι εξωτερικό ορυχείο τις βαθείες ρυτίδες. Όταν ξέρεις ότι καλή η θεωρία και αρίστη η πρακτική μα εσύ, θα κάνεις αυτό που «ξέρεις» εσύ, αυτό που «μπορείς» εσύ, αυτό που εσύ τελικά "είσαι".)
Παρέθεσα σχεδόν όλο τούτο το εξαιρετικό και σημαντικό τραγούδι, όχι μόνο γιατί τα λέει όλα σχεδόν, αλλά απηχεί και ηχεί μιαν ολόκληρη εποχή όταν τα πάντα κατείχαν και διέθεταν ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ, προτού τα φράγκα κι η δόξα, η επωνυμία και η βλαχιά, η ψυχική εκπόρνευση και η σωματική εμπορία τα σύρουν όλα στην αγορά στα σφαγεία, στην εκμετάλλευση στην ευκολία, στην απόγνωση και στα ψυχιατρεία. Προτού ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ κατασκευαστεί, κόντρα στην βαλτώδη ΠΑΣΟΚΟΝΟΥΔΟΥ. Προτού τραγουδιστής βαφτιστεί ο Ρουβάς, ηθοποιός ο Λαζόπουλος, πολιτικός επιστήμων-αναλυτής η Σώτη Τριανταφύλλου και δήμαρχος «της μπουκάλας μας» ένας κυρ-Γιάννης. Προτού η Ελλαδίτσα γοητευτεί από κνώδαλα μπαρουφολογούντα, προτού οπλίσει ένα Λαφαζάνη και τον στείλει να μουντάρει το Νομισματοκοπείο, προτού ανακαλύψει πως η σουβλακερί είναι η μπατιρέ-συνέχεια τού sushi. (Am I ready to puke, or what?)
Παρατηρείστε πώς ο Σαρλ Αζναβούρ τραγουδά. Πώς μπορεί να είναι τόσο ΣΙΩΠΗΛΟΣ ένας τραγουδιστής, με τέτοια ΦΩΝΗ και ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ τέτοιο; Πώς μπορεί να είναι τόσο εκφραστικά ΛΙΤΟΣ ένας τραγουδιστής, με τέτοια ΠΟΛΥΕΤΗ κι ΕΠΙΤΥΧΗΜΕΝΗ σκηνική παρουσία; Πώς μπορεί επιτέλους μωρέ να είναι τόσο θεατρικός ένας τόσο κλασικός τραγουδιστής, με τέτοια γκάμα, χωρίς – κυρίως – να διαθέτει ανάστημα, σώμα, λάμψη, πρόκληση, τερτίπια, νάζια, κραυγές; Μ' ένα μικρόφωνο στο στόμα και δυό μάτια στο κοινό του βαθιά, μια εξαιρετικά ενορχηστρωμένη μουσική πίσω του και μια επαγγελματική σιγουριά που προέρχεται απ' το παλιό-καλό, κλασικό fifties & sixties τραγουδιστικό αλύπητο μεροκάματο, (βλ. Τώνη Μαρούδα και Βασίλη Τσιτσάνη, Maurice Chevalier και Georges Brassens). Περπατά χαρισματικά μα θεατρικά και διακριτικά πάνω στην σκηνή, μιλά διηγείται και τραγουδά... κάνοντας από δεκαετιών, αυτό που φέτος-σήμερα-τώρα ο... Bruce Springsteen κάνει στο Broadway και είναι sold-out για μήνες. (Του οποίου τυγχάνω αιμοδοτικά fan!) Πού βρίσκει το ανάστημα αυτός ο αδύνατος κοντούλης, πού βρίσκει τις βαθιές νότες αυτός ο άσαρκος γαλλιδάκος, πώς μαγεύει κοινό και «κοινά» (sic) καμμιά εβδομηνταρά-σερί χρόνια αυτός που στην Ελλάδα, στην καλύτερη περίπτωση θα είχε περίπτερο και στην χειρότερη, θα τύλιγε βρώμικα έξω απ' τα γήπεδα φωνάζοντας σε χαζομπεμπεκομωρά «Όνειρο ζω, μη με ξυπνάτε»!
(Το στρίβω, αλά γαλλικά.) Εάν οι Γαλλίδες είναι στο σύνολό τους χαριτωμένες θεές, ναζιάρες και άπλυτες, υστερικές τού πεοθηλασμού, διδακτόρισσες του κλειτοριδικού, ακαδημαϊκές τού κολπικού και του πρωκτικού νομπελίστες, οι λίγοι Γάλλοι που ξεχωρίζουν είναι απλά χαρισματικοί στην εικονογράφησή τους (Ζαν Πιερ Μελβίλ), απλά μοναδικοί στο ξεδίπλωμά τους (Ζινεντίν Ζιντάν), απλά ανεπανάληπτοι στην ατομική ομορφιά τους (Αλαίν Ντελόν), απλά λιτοί στην εκφραστικότητά τους (Αλμπέρ Καμύ), απλά γοητευτικοί ανεξάρτητα απ' την ηλικία τους (Υβ Μοντάν) και απλά αξέχαστοι γιατί είναι ΑΥΤΟΙ και ΑΥΤΟ μόνο: Γάλλοι, Άντρες και τίποτε άλλο μετά. (Γιατί άπαξ και είσαι ένας ΤΕΤΟΙΟΣ σπάνιος κι εκλεκτός Γάλλος, «Τί να το κάνεις το μαρτζαφλάρι και τί να την κάνεις και την Φεράρι» που έχει πει ο Παύλος Εμμανουήλ και ουδείς αντιλήφθηκε το άτομο τί τούς είπε.)
Ο Σαρλ Αζναβούρ τραγουδά μέχρι σήμερα απλώνοντας μια καρριέρα πάνω από εβδομήντα χρόνια, γιατί όπως έχει πει "La retraite, c' est pas mon truc" και η μετάφραση αφιερώνεται αποκλειστικά σε αυτούς πού ψήφισαν Πολάκη κι Αλέξη, Δούρου και Αχτσιόγλου: «Η σύνταξη, δεν είναι το χαβαδάκι μου».) Γεννημένος ως Shahnour Vaghinag Aznavourian – αρμενικής καταγωγής, μα Γάλλος πάνω απ' όλα – μέχρι και στις 24 Αυγούστου 2017 περπάτησε στην Χολλυγουντιανή "Walk of Fame" ως το 2.618 άστρο της, και πολύ το χάρηκε τούτος. Χαρακτηριστικά και σεμνά. Μ' εκείνο το χαμόγελο τής πλήρους καρριέρας κι εκείνη την αποδοχή τής θεώρησης εκ του μακρόθεν-μακράν. Α very close second? (Δεν αντέχω να μην το πω, και δεν ξέρω πώς εσείς θα το πάρετε:) ο Μέγιστος Frank Sinatra. Το ξέρω το ξέρω, τελείως άλλα μεγέθη, τραγούδια, ζωές μα για μένα είναι ίδιοι καλλιτέχνες. Μπορεί ο Αμερικάνος να είναι μάγκικα Ιταλός, μαφιόζικα πονηρός, χλιδάτα αεράτος στο πάλκο, γυναικοδεσμώτης με μικρόφωνο και πότης με ονοματεπώνυμο, μα ο μεσιέ Σαρλ στέκεται – πάντα κατ' εμέ – άνετα κι ισοδύναμα δίπλα του με γαλατικό χιούμορ και φινέτσα παριζιάνικη, συναίσθημα βαθύτερο και ουχί εντυπωσιακό, δίχως show-biz κόλπα και box-office νάζια, δισκογραφικά τερτίπια και βραβεύσεις εμπορικές. (Και θα φτύσω το νεοελληνιάρικο πικραμύγδαλο τού στυλ «Άμα ο Γαλλάκος δικέ μου ήτανε Λασβέγκας-μεριά, θα τον είχε κάνει 'μια-χόρτα' τονε μαφιόζο».) A very close, and Irish, third? O επίσης Μέγιστος Van Morrison! Το ξέρω το ξέρω, σε μια χώρα όπου o Παντελής Παντελίδης ενταφιάστηκε με την στολή που ο ίδιος έβγαλε, οι κρεοφάγοι «Σφυροφόροι καταδρομείς» δεν έχουνε πάει στρατό και ξεχαρμανιάζουνε σε χασάπικα, το να βάζω σε μία γραμμή κι ένα ζύγι τούτους τους «ξένους» καλλιτέχνες, κάνει την ελληνική-θαυμαστή λέξη «καλλιτέχνης» να βγαίνει απ' το ΣΟΥ-ΜΟΥ και να βουτά απεγνωσμένα-αυτοκτονικά κατακέφαλα στο ΚΟΥΚΛΕΣ! (Του συγγραφέα σημείωση: το πρώτο ήταν μπουζουκτζίδικο τής Άννας Αλιφραγκή στην Ιερά οδό στο Αιγάλεω, και το δεύτερο είναι ένα «εναλλακτικό στέκι ψυχαγωγίας» σε πάροδο τής Λεωφόρου Συγγρού με drag-show – τυλίχτε μου «χωνάκι» λαχαναγορίτικο μια LIFO μέσα της να ξεράσω.)
Ας επιστρέψω όμως εγώ στην παιδική εποχή και ζωή μου. Το 1961 ήμουν μόνο έξι ετών και πήγαινα πρώτη Δημοτικού, στο 26ο στην πλατεία Κυψέλης. Ο πατέρας μου είχε κάνει ήδη το δικό του τυροκομείο, η μητέρα μου έλαμπε στην κορυφή των 33 χρόνων της και η αδελφή μου είχε από τότε χαθεί μέσα στο σπηλαιώδες-έως-σηραγγώδες ΑΡΣΑΚΕΙΟ. Η φωνή εκείνη που στους Θρακομακεδόνες πρωτάκουσα χαράχτηκε μέσα μου κι όταν ο Adamo με ξενέρωσε απ' την αιδοιοθύελλα που πάνω του μάζευε, ο Al Bano με απομάκρυνε απ' το σαμιαμίδι – την Ρομίνα Πάουερ – που πάνω του βεντουζάρησε κι επειδή ήθελα κομμάτι-ως-άνθρωπος ν' απαλλαγώ απ' τα σκληρά δεσμά τού Μεγαλύτερος-απ'-αυτόν-δεν υπάρχει Elvis Presley, κατρακύλησα στην γλυκιά αίγλη και ήπια μαγεία τού Φραντσέζου. Είτε επειδή τον πρόσβαλε έτσι ο κύριος Λευτέρης (τον οποίον διέγραψα έκτοτε, μ' εκείνη την μανία τού προδομένου απ' το ίδιο το μέχρι-τότε ίνδαλμά του), είτε επειδή η πονεμένη κι ακαλλιέργητη χυδαιότητα τού «Αφρικάνου» φραγκάτου τράκαρε μέσα μου σκληρά, με την εξ ίσου πονεμένη μα καλά «χωνεμένη» λεπτότητα τού γαλλάκου «τραγουδιάρη» (όπως ο σουρωμένος «κύριος» Λευτέρης τον βάφτισε). Και μια και είμαι σε τούτην την γειτονιά, τα ίδιας-εποχής ακούσματά μου περιείχαν φωνές και ονόματα όπως τού Jimmy Fontana και τού Sergio Endrigo, τού Domenico Modugno και τού Adriano Celentano – αλλά ήδη έχω ξεφύγει απ' το πρόσωπο και το κύριο θέμα μου εγώ.
Μουσικός δεν είμαι ούτε τραγουδιστής, μα το vibrato τής φωνής τού Σαρλ Αζναβούρ όταν το άκουσα απ' το λαρύγγι τής Τάνιας Τσανακλίδου, κατάλαβα γιατί ο Άλκης Κούρκουλος έπεσε μέσα. Στιχουργός δεν είμαι ούτε ποιητής, μα απ' τους στίχους που η Άννα Βίσση – δια χειρός Γιάννη Πάριου – τραγούδησε, κατάλαβα γιατί ο Χάρης Βαρθακούρης καρριέρα κανταδόρου δεν πρόκειται ποτέ του να κάνει. Η αληθινή όμως μαγεία τούτου τού ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟΥ τραγουδιστή είναι η ικανότητά του να έχει πει τα ΙΔΙΑ τραγούδια, ΤΟΣΕΣ χιλιάδες φορές και ΚΑΘΕ φορά να είναι διαφορετικά, να τα εκπνέει αλλιώτικα, να τα τονίζει φρέσκα κι αγνώριστα και να τους εμφυσά ζωή Τέχνης απολλώνεια, όμως ΜΟΝΟΝ ένας πραγματικός και ανεπανάληπτος Maître μπορεί.
Από γιός εστιάτορα, στην αγκαλιά τής Edith Piaf ίσως (καθώς κανέναν δεν άφησε να της ξεφύγει αυτής, με δυό ελληνάκια κιόλας: τον Ζωρζ Μουστακί και τον Τεό Σαγκαπώ=Θεοφάνης Λαμπούκας!) Aπό οpening artist γι' αυτήν στο OLYMPIA, Πρεσβευτής Καλής Θέλησης τής UNESCO. Από Αρμένης activist, ηθοποιός σε εξήντα τέσσερις (64) ταινίες! Με τρείς – κατ' άλλους πέντε – γάμους, με οκτακόσια (800) τραγούδια γραμμένα απ' αυτόν και εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες ρεσιτάλ ανά τον κόσμο ολόκληρο ο μικρόσωμος και ταπεινός καλλιτέχνης ετούτος, όόόταν αναπαυθεί θα πάρει μαζί του ΟΡΙΣΤΙΚΑ μια ζωή κι έναν τρόπο ζωής που δεν πρόκειται ΠΟΤΕ να ξανάρθει. (Στην γη ή τουλάχιστον σ' ετούτη την γη όπως έστι κι ευρίσκεται σήμερα ο γνωστός μας πλανήτης.) Διότι όποιος έζησε – ακόμη και στην Ελλαδίτσα μας – τα fifties και sixties, μόνον ετούτος «δικαιούται δια να ομιλεί», για τότε που η ζωή ήταν όντως απλή, μετρημένη κοινή, καλοντυμένη κι εργατική, αστική και συντηρητική, αισθητικά λαμπρή και πολιτικά οικτρή. (Το τελευταίο, ουδέποτε πρόκειται να παυθεί!)
Δεν έχω κάτι άλλο να πω, γιατί δεν θέλω να πω τίποτε άλλο. Τούτος ο συγγραφέας εξ άλλου έχει αποκτήσει ιστορική αρετή και αυτοκτονική πείρα στον πνευματικό ανασκολοπισμό. Κι αν γράφει, δεν ξέρει το γιατί – έτσι λοιπόν δεν χρειάζεται να ξέρει και δη να πει, γιατί σταματάει. Ίσως για να βάλει στο Youtube ν' ακούσει και κυρίως να δει, ν' απολαύσει τον Μεγάλο Γάλλο καλλιτέχνη αυτόν, τον μοναδικό κι ανεπανάληπτον Σαρλ Αζναβούρ. Και ν' αντηχήσει η κουρασμένη καρδιά του από συναισθήματα πικρόγλυκα αληθινά, παλιομοδίτικα ξεπερασμένα μα ποτέ ξεπεσμένα. Να ξαναζήσει εποχές που έζησε έξω του, συνέθεσε μέσα του, με τούτες συνδέθηκε και βίωσε μια ζωή που δεν πρόκειται να ξανάρθει. Και αυτό ακριβώς είναι που κάνει την ζωή πανάκριβη και υπέροχη: Το ότι ποτέ δεν πρόκειται να είναι ίδια ξανά, καθώς την πρώτη φορά που αυτή εμφανίστηκε, ήταν η μοναδική της και τελευταία.
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2017