(Δεν ξέρω εάν υπάρχει Θεός, αλλά ως Αφεντικό, ΑΥΤΟΣ είναι το δικό μας.)
O Bruce Springsteen είναι Μεγάλος καλλιτέχνης, Μεγάλος τραγουδιστής, Μεγάλος Ποιητής. Με μια κιθάρα στην γιγαντιαίων-σταδίων σκηνή και με ένα μολύβι στο στούντιό του, ο μικρούλης Βρούτος αυτός απ' την Νέα Υερσέη μεγάλωσε δύο (2) γενιές συνανθρώπων του/μας, παίρνοντάς τους/μας στο ταξίδι ζωής του.
Είμαι κι εγώ ένας ταγμένος του fan, με την διπλή έννοια μάλιστα: και του οπαδού, και του ανεμιστήρα! (Γιατί τί άλλο κάνει ένας οπαδός, απ' το να αναπαράγει τα τραγούδια το έργο του, να ουρλιάζει με τους παιάνες του και να ξεπατικώνει τα κόλπα τις μούτες του, τις μαγκιές τού ειδώλου του;) Με ποιόν εξ άλλου να ταυτιστώ ρε; Με τον Έλβις-τής-μαμμάς που μεγάλωσα; Με τον δύστυχο Μάϊκλ Τζάκσον τού νηπιαγωγείου που χόρεψα; Με το τραβέλι τον Μπόουϊ που αηδίασα; Όχι. Τούτος ο μικροαστός ο κοντός, ο δυναμίτης και τσαμπουκάς επί-πάλκου, ο μαέστρος κι αφεντικό τής πιο-δεμένης-γκρουπάρας τού πλανήτη – τής E Street band – με πήρε εκρηκτικά απ' το "Born to run", με πέρασε ψυχοπλακωτικά από το "Nebraska", με ύψωσε στο "River", με αποθέωσε στo μοναδικό "Born in the USA", με προσγείωσε με τα «διπλά» "Human touch" και "Tunnel of love"... και έκτοτε όλα χάθηκαν σε μία μοναδική επανάληψη, που τέλος και αρχή ούτε έχουν.
Μέχρι χθες που τον είδα κουρασμένο κι αδύνατο, αποστεωμένο και σαν φάντασμα τού παλιού εαυτού του, με το σκούρο το κοστουμάκι του, τα προχώ botox του και το επιμελημένο hair transplant του. Στο εικοσαετίας μνημόσυνο των αθώων νεκρών τού 9/11, της πτώσης των Δίδυμων Πύργων, στο φρέσκο τούτο – και πάλι, και άλλο – τοτέμ τής Αμερικής, που ψηφίζει Τραμπ και πολεμά όπου υπάρχει πετρέλαιο, που τον κόσμο κυβερνά και έχει χάσει όλες τις μάχες της σε όλον τον κόσμο μας, που ηγείται παντού και μόλις σκάσει μύτη ο τελευταίος λερός-σαλιάρης-φραγκοδιψής ανατολίτης γκουρού, τού στήνει ψυχικό κώλο.
Ο Μπρους Σπρινγκστήν ΕΙΝΑΙ επιτυχημένος, μα είναι καμμένος-κατεστραμμένος «απ' τ' αποδυτήρια» κιόλας. Τα σοβαρά "mental issues and problems" που κουβαλά και υποφέρει αυτός δεν στάθηκαν μεν ικανά κι αρκετά, δυνατά κι αποτελειωτικά να μην τον κάνουνε σταρ, μα κατάφεραν τελικά και οριστικά να τον έχουν διαλύσει εντελώς μέσα του, όσο κι αν το box-office δεν το δείχνει ετούτο. Στην αυτοβιογραφία του που έγραψε και κυκλοφόρησε – ένα εκπληκτικό βιβλίο, ειλικρινές μαγευτικό κι άριστο – μίλησε για πρώτη και όχι τελευταία φορά για την κατάθλιψή του, για τον τοξικότατο κι εντελώς άρρωστο πατέρα του, για την σιωπηλή μα λαμπερή παρουσία μητρός του. Για την Πάττι Σκιάλφα την γυναίκα που τονε στήριξε, την μουσική του και τα παιδιά του, τα όνειρά του και την υπόλοιπή του ζωή – όπως και ό,τι δηλαδή κάνουμε όλοι μόλις «μικρόφωνο-πάλκο-σελίδα» μάς δώσουνε. Χα!
Σ' αυτό όμως που θέλω να σταματήσω εγώ είναι σε ένα πράγμα, εξ επόψεως κείμενου μάλιστα και γραφής ιδιαιτέρως. Και είτε εσείς μού το επιτρέψετε, είτε σπεύσετε να με θεωρήσετε ματαιόδοξο νάρκισσο, ψηλομύτη και φαντασμένο – σαν εκείνη την συντριμμένη κι υπερφίαλη την ψυχή, την βασανισμένη σαλταρισμένη, την ψυχοπαθολογικη κι επιθετική – εγώ θα το γράψω και θα το πω, εδώ τώρα:
Το κείμενο κι οι κουβέντες τού τωρινού Σπρινγκστήν απηχούν και μιλούν για ό,τι ακριβώς γράφω κι εγώ επί χρόνια. Με την ίδια σοβαρότητα και ενάργεια, βάθος και πόνο, ειλικρίνεια και παραδοχή, αυτοξεβράκωμα τόλμη, γενναιότητα και συμπόνια, όλη αγάπη και μη ελπίδα – δεν συνεχίζω γιατί οι λέξεις μου είναι περισσότερες απ' τού αοιδού και επιπλέον εγώ, ως απόλυτα άγνωστος, δύναμαι και μπορώ να εκφραστώ πιο ελεύθερος/α πλέον.
Αυτά που έφτασε τώρα να λέει ο Σπρινγκστήν, μετά τριάντα χρόνια βαθιάς και επώδυνης ψυχανάλυσης, πενήντα χρόνια επιτυχίας, μια πλήρη και σωστή οικογένεια και μία ολόκληρη πρόθυμη και συνεργατική πίσω του-δίπλα του Μουσική Βιομηχανία, εγώ τα έχω ξεκινήσει να τα εκφράζω απ' την πρώτη μέρα που έγραψα και εκδόθηκα, τυπώθηκα και διαβάστηκα, δεν εκδόθηκα κι απορρίφθηκα – όπως σάς είπα το 1976, (δηλαδή 45 χρόνια πιο πριν, μισόν αιώνα-σχεδόν πάλι). Και δεν είναι θέμα περιεχόμενου, καθώς εγώ μουσικός ή ροκάς ή κοινωνικός επαναστάτης ή φερέφωνο εργατικής τάξης δεν είμαι. Εγώ όμως μίλησα γραπτώς και τρανώς για την κατάδυση στην ψυχή, τον εφιάλτη πορείας, την αγωνία αναπνοής, την ανάσταση που δεν έρχεται και το στο-μεταξύ-τής-ζωής δράμα και πόνο.
Εάν εξαιρέσει κανείς τα δυό πρώτα βιβλία μου – τής περιόδου 1985-1990 – απ' το 1991 που για μοτοσυκλέττε» να γράφω ξεκίνησα, τότε άρχισα κιόλας για την Ζωή να μιλώ, με φορέα το δίκυκλο, με μπαστούνι την ρόδα, με αφορμή το γκάζι και μ' αντικείμενο την μοτό. Με την κυκλοφορία τού «Ελένης νήσος» – ακόμα είμαι στα ψυχικά σπάργανα – το λογοτεχνικό-υπαρξιακό «πράγμα μου» υπνώττει ποσώς, μα ήδη σπαρταρά κραταιώς καθώς ο σέρφερ η Ελένη ο Πάκος, ο Ευριπίδης η Δέσποινα ο Φώντας είναι τα πρόσωπα δράματος, που δεν είναι δράμα: είναι ακριβώς οι εφιαλτικοί ήρωες μιας γκρέκας ζωής που ουδείς θέλει ποτέ του να δει, πώς και γιατί ξετυλίγεται έμπροσθέν του και τονε πνίγει.
Απ' το 1991 εγώ αρχίζω να γράφω «σοβαρά και βαθιά», καλύπτοντάς το αυτό μ' ένα μηχανάκι και αφήνοντας ίχνος μέσω ενός καλού-τότε περιοδικού. Τα καλαμπούρια τσαχπίνικα, το εκκεντρικό τότε life-style μου μπορεί να κάλυψαν και να προφύλαξαν τις αλήθειες που έλεγα, μα σ' αυτές εγώ πιστός-σταθερός έμεινα μέχρι σήμερα και για πάντα. Μεσολαβούν τα χρόνια απουσίας και ερημίας μου στο νησί – όπου κυοφορώ αβάσταχτα «τα τρία μι», χωρίς να το ξέρω – και ένα αιφνίδιο και βίαιο πρωϊνό «σπάν' τα νερά» και γράφω εγώ αυτά, καταιγιστικά. Πάλι αλήθειες σκληρές και μάλιστα ανυποχώρητες: όλην την ρωμιά βρώμα την πετώ στο προσκήνιο, το χειρουργείο γίνεται μέσα στο πεδίο καθημερινής μάχης, οι όλμοι πέφτουν βροχή, το αίμα ρέει ποτάμι, ο τραυματίας σφαδάζει από πόνο και θάνατο, κι εγώ ως χειρουργός παραλίγο να γίνω λυώμα. Για να σωθώ – κάπως – δραπετεύω και γλιστρώ στο Διαδίκτυο, συγγράφω πολλά στην ιστοσελίδα μου και γράφω περισσότερα στο Facebook, όπου εκεί ξεκινάει ξανά το κουτό party: άπαντες με διαβάζουνε και ταυτοχρόνως κανείς, γιατί όλοι «μάτι» θέλουν να πάρουνε εκ τού ασφαλούς, μα δίχως να «πληρώσει» κανένας. Όλοι θέλουνε μέσα σ' αυτό πάρτη τους να «τον παίξουνε» και εξ αποστάσεως δη, μα εκεί μέσα δεν θέλει δεν τολμά και δεν πρόκειται να γαμήσει κανείς, και προπάντων.
Τα βιβλία είναι Η αρένα μωρέ, οι πιτσίλες τού Φούμπού είναι για μουνάκια αγάμητα και ψυχάκες μαλάκες. Το βιβλίο πρέπει να πας να το αγοράσεις εσύ, να το πάρεις στα χέρια σου και να κάτσεις να το διαβάσεις, να αναμετρηθείς με αυτό και να 'σαι έτοιμος παντελώς όχι μόνο να χάσεις, αλλά και να χαθείς – απ' αυτό μόνο. Γι' αυτό δεν πρόκειται ποτέ τους τους να εκδοθούνε «τα τρία μι»: γιατί οι νταβατζήδες-εκδότες προφυλάσσουν τούς αναγνώστες-πουτάνες τους και οι γκόμενες-αναγνώστες φυλάν-προστατεύουνε τις μπέμπες-ψυχούλες τους από την Αποκάλυψη τον Αρμαγεδδώνα και τον Κατακλυσμό, το Ντιέν Μπιέν Φου και την μάχη τού Σωμμ, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια – σ' αυτούς δώστε τους Μάστερ Σεφ και GNTM, μεσημεριανάδικα και κωλάδικα, κυριακάτικη πίστα Επίδαυρου και καφφέδες σαββατιάτικα στο Μπουρνάζι...
Μόνον εγώ έγραψα και γράφω ακόμα αυτά – τόσο βαθιά τολμηρά και ειλικρινά, ψυχικά υπαρξιακά μεταφυσικά, δυνατά αδιάφορα και γενναία. Αυτά που μουρμουρά στις συνεντεύξεις και στα σόου του ο Σπρινγκστήν, εγώ τα 'χω πει αθόρυβα-άγνωστα-σχεδόν μυστικά επί χρόνια: βρίσκονται άλλα στην ιστοσελίδα μου, άλλα στις αναρτήσεις μου, λίγα στις καθημερινές κουβεντούλες μου και τα περισσότερα στα χαρτιά μου. Γιατί; Διότι η Ελλαδουλίτσα δεν είναι Αμερική και ουδέποτε τούτη θα γίνει... τίποτε άλλο από μια χώρα συνταξιούχων-απ'-τα-γεννοφάσκια τους, καρμίρηδων πλούσιων, ζηλωτών τού ισόβιου κοινωνικού εμφυλίου, τουρίστες μέσα στην ίδια την χώρα τους και εχθροί απάντων... εκτός τής μαμμάς τους.
Οι Γραικοί τα ξέρουνε όλα, τούς ξέρουνε όλους. Οι Ρωμιοί τα έχουνε κάνει όλα (στην γειτονιά τους), το έχουνε κάνει με όλους (έτσι λέγεται η χούφτα τους) και κανέναν άλλον δεν πρόκειται να ακούσουνε, αφού τον Μωϋσή για ντελίβερυ-μπόϋ τον έχουνε, τον Χριστό για να στέλνουν γριές και πεθερές εκκλησία, τον Βούδδα για να πηγαίνουν οι γκόμενές τους να κάνουνε λιποδιάλυση και τον ΑλεξηΚούλη τα επιδόματα να τούς φέρνουν. Ρε δε' πα' να μιλά' ρε συ Φώτο για τα πάνδεινα τής γκρέκας ζωής, ρε δε κό' το λαιμό συ περί τής ανωτέρου ελληνικής κοινωνίας και αμέμπτου ελληνικής οικογένειας; Τα αυτάκια τού γκρήκμαν είναι ραμμένα κλειστά, όπως ακριβώς τού κάνανε την ψυχή του, και έτσι ακριβώς αγωνιωδώς την κρατά.
Όόόλος ο υπόλοιπος κόσμος ανοίγεται μάχεται, ακούει και προχωρά, μιλάει και σκέφτεται... μα στο Ελλάντα μόνο «μισθοί και συντάξεις», «η πατριαρχία φταίει για τις γυναικοκτονίες», «αυστηρή προθεσμία για τους ημιϋπαίθριους» και «έρχεται νέο τσουνάμι φόρων». Μια γελοία χώρα που πουστοκαμώνεται διαρκώς, αφεντικά γλύφοντας και υπάλληλους χρυσοπληρώνοντας, προκειμένου αλλοδαπούς εργάτες γης αυτή να μαδά και αλλοδαπές σεξεργάτριες αυτή να γαμάει. Η Ελλάδα ήταν, είναι και θα μείνει για πάντα μωρό, όσο αρνείται να μεγαλώσει και να ακούσει, να διαβάσει και να δεχθεί, να αναλάβει ευθύνες και να δημιουργήσει. (Π.χ.; Γνώρισα μια σαραντάρα ρε που ολόϊδια η χώρα μας είναι: θρασύδειλο τσαμπούκι προπαντός, τσιμπούκι για τσάρκα και φράγκα δευτερευόντως, σεξάκι για κάβα και άραγμα, προδέρμ και συνεχή ύπνο.)
Κάτσε μετά εσύ Φώτο να γράφεις βιβλία και κείμενα, που εκατό νοματαίοι διαβάζουνε και σπεύδουνε να ξεχάσουν. (Εδώ ρε έφτασε στα σακατεμένα εβδομήντα του ο επιτυχημένος-παγκόσμια Σπρινγκστήν για να αρθρώσει με αίμα αυτά που από-ετών «τραγουδάς» εσύ και τώρα άπαντες τον διαβάζουν και τον ακούν, ώστε να ξέρουν από πού ακριβώς πάλι να δραπετεύσουνε, και θες και ζητάς εσύ κάτι άλλο;) Ξανά χα! Η μικρούλα Ελλάς «να τη βγάλει» η πουστοκακόμοιρη θέλει μωρέ, και να την βγάλει να τηνε δείξει και να περάσει απαλά ο καιρός για να σαλτάρει στον τάφο ανέπαφη τούτη. Η Ελλάδα δεν θέλει πόλεμο (με την σύμμαχο Τουρκία π.χ.) μη και χάσουν σαιζόν τα γκαρσόνια της, η Ελλάς δεν θέλει βιβλίαγια πόλεμο (σαν «τα τρία μι» π.χ.) μη και ξυπνήσει αιφνίδια απ' «τις αυταπάτες και την ησυχία της», η Ελλάς είναι μια γκόμενα που θέλει να περάσει καλά, να μη δώσει πολλά, να μην την ακουμπήσει κανείς και να ψοφήσει μιαν ώρα αρχύτερα, απ' την στιγμή που ο Πλάστης και η Ζωή τής δώσαν την ασήκωτη ευθύνη ψυχής και αιδοίου, ανάσας κι εγκέφαλου, σώματος και δημιουργίας.
Kiss my sweet n' little ass ρε συ Boss, τώρα θα καταλάβεις εσύ τί εννοεί το γυναικάκι σου όταν – κάθε φορά που σε ξαναπιάνει κατάθλιψη – σού λέει "Somebody give this man, his pills". Γι' αυτό εμείς στο χαζοελλάντα είμαστε τυχεροί: γιατί τσαλαβουτάμε και χαροπαλεύουμε μέσα σε τόσο και τόσα άσχετα γκομενογύναια, που ουδεμία με εμάς σοβαρά θα ασχοληθεί, κι ευτυχώς έτσι! Κανείς δεν διαβάζει εδώ, κανείς δεν ακούει εδώ, κανένας δεν θέλει να ζήσει εδώ και κανείς από δω πουθενά του δεν πρόκειται πια να πάει. Γιατί εάν αντιθέτως ΝΑΙ, εδώ στην Ελλάδα μωρέ είχαμε 300 σοφούς και 2.500 χρόνια λαμπρής ιστορίας κι εμείς αρκούμαστε σε Δοξιάδη και Σώτη (τα κακά παραδείγματα), σε Mad Clip και Sin Boy (τα καλά παραδείγματα), σε Σεφέρη κι Ελύτη (τα σκοτεινά παραδείγματα), σε Μαριέττα Φαφούτη και Μεσιέ Μινιμάλ (τα φωτεινά παραδείγματα).
Πφφφ, Ελλάδα. (Ποιά Ελλάδα μωρέ;) Χώρα και γη φυσικά και υπάρχει, Έλληνες δεν υπάρχουν επάνω της, άνθρωποι δεν θέλουν να ζήσουνε πάνω της, ψυχές δεν τολμάνε να ανασάνουν και να τιμήσουν – έστω για μία στιγμή – την ύπαρξη το δώρο την ευλογία. (Γιατί αυτό θέλει πόνο και εργασία, αυτοθυσία και άγνωστο, πίστη κι αγάπη, κι ετούτα «τα χόρτα» παρ' υμίν ούτε φύονται ούτε καν επιτρέπονται – με αντιλαμβάνεστε υποθέτω, «μια μέρα μόνο που έμεινε»... λέω!
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2022