(01.11.21)
Eίχα κάποτε μία ξαδέλφη μου μεγαλύτερη, που την καμάρωνα πολύ, την θαύμαζα πολύ, την αγαπούσα πολύ. Ήμουν δεκατεσσάρων-μόνο ετών και η Τζέλλα-το Τζελί-το Ζολί όπως την λέγαμε, ήτανε είκοσι τότε. Ψηλή-λεπτή-μελαχροινή (όπως ήταν η μόδα τότε), αεράτη-καλοντυμένη-σαγηνευτική (όπως ήταν οι νέες αστές τότε), μουνάρα-κουκλάρα-ντιβάρα (όπως ήταν όλες οι γυναίκες τότε) μέσα απ' τα μάτια και στα νεφρά ενός ξαναμμένου πιτσιρικά, μεσούσης τής Χούντας-μάλιστα τότε.
Με αγαπούσε αυτή ιδιαίτερα – καθώς ήμουν το μόνο αγόρι απ' την μεριά τής φαμελιάς τής μητέρας μου – ο θείος μου και πατέρας της μού έκανε από μικρό, άπαντα τα χατήρια και το δώρο μου από αυτούς κάθε Χριστούγεννα ήταν από ξεμυαλιστικό έως πανάκριβο, από κολακευτικό μέχρι καθοριστικό. Ακόμα θυμάμαι εκείνο το ιδιαίτερο, όταν μπήκα στα δεκαπέντε μου – το 1970 – κι επιτρέψτε μου την πλούσια παρένθεση τούτη: Ήλθε στο σπίτι μας το Τζελί για επίσκεψη, έφερε ένα βιβλίο γαλλικών στην σπασίκλα την αδελφή μου και ένα πακέτο κουτί ελαφρύ για εμένα τον νεανία, τον πύρκαυλο-γκομενίζοντα. Κάθισε στο σαλόνι αεράτη-βασιλικά, εκείνη κάπνιζε ήδη και έπινε, δέχθηκε τον καφφέ απ' την μάνα μου χαμογελαστά-σχεδόν-συγκαταβατικά και η ίδια μού πρόσφερε το δώρο μου Χριστουγέννων, (και θα το πάω αργά, για να μην το βιαστείτε!) Με φίλησε για ευχές αρχικά στο ένα μάγουλο μια φορά, με φίλησε δεύτερη στο άλλο μάγουλο στα χείλια μου πιο κοντά και με φίλησε και μια τρίτη-θανατερή-πιστολιστική κατάστομα-κατάψυχα-κατάρχιδα τελικά (με αυτήν την σειρά), συνδέοντας έτσι τα κατακόκκινα μάγουλά μου, τα άμεσα αποξηραθέντα χείλη μου και το διάπλατο στόμιο τής ουρήθρας μου, απ' όπου παρ' ολίγον να εκτιναχθούν ένας Ατλαντικός σπέρματος κι ο μισός υπόλοιπος Ειρηνικός εν μέσω θεόστεγνου σαλονιού διαμερίσματος τής Κυψέλης μας, καθώς τον λοιπόν Ειρηνικό μόλις τον είχα εγώ «παίξει»! (Πώς το έχει τραγουδήσει ο Μέγιστος Bob Seger; "Wish I didn't know now, what I didn't know then" πρώτον και δεύτερον, αυτές ήτανε τότε καύλες κούκλες μου και γι' αυτό τούτες ακόμα ρε μαλάκες κρατάνε!)
Με πήρε το Τζελί-το κουκλί απ' το χέρι μετά, με κατηύθυνε στο τραπεζάκι τού σαλονιού όπου βρισκόταν ακουμπισμένο ένα μακρόστενο κουτί τυλιγμένο με υπέροχο βαθύ-μπλε χαρτί πολυτελείας, με έναν μικρό φάκελλο πάνω του. «Αυτό είναι το δώρο σου Ντάνη μου» η χαμογελαστή Tζέλλα μού είπε, το σήκωσε και μού το 'δωσε. «Σ' ευχαριστώ Τζέλλα μου» τής απάντησα χαρούμενος και κολακευμένος εγώ, που η μεγάλη και πρώτη μου εξαδέλφη, η κουκλάρα και μοδάτη ξαδέλφη μου, η κοινωνικότατη, με ερωτικές επιτυχίες διάσημες και μαγευτική όσο κι ιδιαίτερης ομορφιάς τυπάρα ξαδέρφη μου, μού έκανε την προσωπική τιμή να μού φέρει το δώρο σ' εμένα. Στο σπίτι. Στα χέρια μου. ("Those were the days" ήδη τραγουδούσε η Mary Hopkin κι όποιος εκείνες τις εποχές δεν τις έζησε, ακούει Sin Boy και Μόνικα, ξυπνά με την LIFO και ΑΝΤΑΡΣΥΑ Εκάλης ψηφίζει, GNTM βλέπει και ροχαλίζει με Σώτη.) Σκίζω το περιτύλιγμα λοιπόν μαλακά-τελετουργικά-απολαυστικά, εμφανίζω ένα πάλλευκο κουτί το οποίο ανοίγω, παραμερίζω ένα gris-souris ρυζόχαρτο κι αντικρύζω ένα πουλόβερ. (Ακόμα δακρύζω, πάντα βουρκώνω, δια παντός σεκλετίζομαι κάθε φορά που την σκηνή τούτη θυμάμαι.) Ακουμπώ το κουτί, πιάνω το μαλακό-αιθέριο-μερινό dark-navy-blue πουλόβερ στα χέρια μου κι ενστικτωδώς το φέρνω στο μάγουλό μου, για τρεις λόγους: 1ος/ για να κρύψω το κοκκίνισμά μου, 2ος/ για να νιώσω το χάδι τού εκλεκτού τού μαλλιού και 3ος/ για να το μυρίσω. Όταν μάλιστα είδα μέσα του την... «κάρτα αλλαγής» απ' το απλησίαστα-γαμάτο κατάστημα Ritsi τού Κολωνακίου κουφάθηκα και όταν επιπλέον κι αποτελειωτικά είδα την μάρκα τού πουλόβερ – JEAN PATOU παρακαλώ – έχασα και την ακοή μου για μερικών αιώνων τα ατέλειωτα δευτερόλεπτα.
Και επιστρέφω στην Τζέλλα.
Απόκοσμη, λίγο ειρωνική κι απλησίαστη με έναν μαγευτικό τρόπο. Πάντα χαμογελαστή (σε βαθμό πρόκλησης), πάντα αιθέρια (σε βαθμό παρεξήγησης), πάντα αδιάφορη (σε βαθμό προσβολής). Ντυμένη πολύύύ μετά την «τελευταία λέξη τής μόδας» στο Παρίσι ώμνυε, το Μιλάνο αντέγραφε, η Γενεύη «τής πήγαινε» και τα καλοκαίρια «πάντρευε» το Σαν Τροπέ της με το Λουτράκι μας. Προτιμούσε τα πλισσέ παντελόνια δεμένα στην μέση με αλυσίδα χρυσή, μικρό στήθος έχοντας φορούσε φαρδιά πουκάμισα με φουφουλάτα μανίκια, βαφόταν πάντα στο λεπτό και κοφτερό όριο μεταξύ Κατρίν Ντενέβ και Φρανσουάζ Ντορλεάκ κι ελαφροπατούσε κάτι γόβες στυλάτες εισαγωγής, που ακόμα η μάρκα τους δεν μού έσκαγε τσουνάμι τεστοστερόνης.
Ε λοιπόν, τα Χριστούγεννα τού 1971 – πενήντα χρόνια δηλαδή πριν το σήμερα – τί μού έφερε το Τζελί; Έναν δίσκο, ένα LP, ένα «βινύλιο»... όπως τα αποκαλούν σήμερα και τρέχουν τα σάλια των συλλεκτών, που δεν θέλουν να τα ακριβοπληρώσουν! Και ποίο ήταν αυτό; Ενός γκρουπ – κι όχι «μπάντας», γελοίοι αμόρφωτοι – που έφερε τον παράξενο τίτλο CHICAGO TRANSIT AUTHORITY και ως «χιτ» είχε ένα τραγούδι που τιτλοφορείτο "I'm a man"! Μόλις τον έπιασα εγώ, αφού ευχαρίστησα βέβαια-πάντα την Τζέλλα για το ψαγμένο κι απόλυτα πετυχημένο το δώρο της, τής «την βγήκα» κιόλας λέγοντάς της ότι «Τζέλλα μου, αυτό το τραγούδι, μήπως είναι εκείνο που έχουνε πει οι Spencer Davis Group;"! Γέλασε εκείνη με την γνώσης-ατάκα μου, «Ναι» μού απάντησε, «Του Στηβ Γουΐνγουντ» συμπλήρωσε το όνομα τού επικού αυτού μουσικού, που εγώ ακόμα δεν ήξερα και μετά ποτέ δεν θα ξέχναγα φυσικά.
And THAT, made ME, a Man!
H εξαδέλφη μου Τζέλλα, το χριστουγεννιάτικο δώρο της και το τραγούδι ετούτο. (Χωρίς να έχουν απόλυτη σχέση οι στίχοι του, βέβαια.) Αυτό που έγινα κι είμαι σήμερα, αυτό που πίσω μου άφησα και αυτό που αρνήθηκα να δουλεύσω μπροστά μου. Σε όλη μου την ζωή, να 'μαι άνδρας αντάξιος τής λέξης αυτής πάλεψα, δεν δέχθηκα διαπραγματεύσεις συμβιβασμούς και υπογραφές συμφώνων «συνεργασίας, φιλίας και καλής γειτονίας» (όλα τούτα τα γραικά πιασοκώλικα), όμως έμαθα να δένω σωστά την γραβάττα μου για εμένα-ναι πρώτιστα, για την γυναίκα που θα συνόδευα την συγκεκριμένη βραδυά κατά δεύτερον και τριτευόντως να ξέρω μετά να τής την περνώ στον λαιμό σωστά-σφικτά και πολλαπλά-οργασμικά τα ξημερώματα πάντα.
Χαίρομαι κι ιδιαίτερα απολαμβάνω σήμερα πια, να 'μαι άνδρας. Με τις ψυχικές ουλές και τις ρυτίδες στα μάτια μου, τα καταβεβλημένα από την άσκηση και τον διαλογισμό πόδια μου, τα άσπρα και λιγοστά μου μαλλιά. Κι όταν φοράω καμμιά φορά την ιταλική gabardina μου με τα μανίκια-réglant, τις suede μεξικάνικες μπόττες μου με τα φαρδιά αμερικάνικα slacks μου, το αγγλικό tweed το σακκάκι μου με το chemise-de-polo από κάτω – νιώθω ότι διόλου δεν γέρασα ή μάλλον ευτυχώς που έχω γεράσει: γιατί κάθε χρονιά καλύτερος γίνομαι, πιο αρρενωπός πιο μαλακός πιο θηλυκός. Αναχωρώ απ' την «εικόνα» τού άΝΤρα και εισέρχομαι στο «εικόνισμα» τού αΝΔρός, εγκαταλείπω το τομάρι τού «σκληρού καριόλη» (που ουδέποτε διέθετα) και δεν ορρωδώ να εκθέσω την τρυφερή ψυχή τού «παιδιού μέσα μου» (όπως έγραψα στην αφιέρωση-σε-εμένα τού τελευταίου βιβλίου μου).
ΕΙΜΑΙ ΑΝΔΡΑΣ – δεν χρειάζεται να το σκεφτώ καν, και όταν κάνω αυτό που θέλω εγώ, και όταν κάνω αυτό που θέλει εκείνη. (Οι άλλοι – για μένα – απλώς δεν υπάρχουνε, γιατί ο υπόλοιπος κόσμος είναι μια λαμπρή ομάδα ανθρώπων σαν και εμέ, μα έως εκεί πάντα.) Διότι από εκεί και μετά, υπάρχει μόνον η γυναίκα μου (όποια και όποτε αυτή είναι) – και μετά όμως και πριν απ' αυτήν, μόνον εγώ υφίσταμαι και υπάρχω (για όποτε και όσο εγώ είμαι). ΑΝΔΡΑΣ αναπνέω, γιατί έμεινα αλύγιστος όταν έπρεπε και λύγισα όταν έπρεπε πάλι. ΑΝΔΡΑΣ παρέμεινα, γιατί αντιστάθηκα στις ευκολίες που λυμαίνονταν την ζωή μου και παραδόθηκα στις δυσκολίες που την ζωή μου λυντσάρισαν. ΑΝΔΡΑΣ θα τελειώσω, γιατί εύχομαι όταν επέλθει τού χρόνου το ρήμα-το ρήγμα-το πρόσταγμα, προθύμως να παραδοθώ και εκθύμως να παραδώσω.
Σε ετούτους μάλιστα-ακριβώς τούς καιρούς όπου ο σαλταρισμένος φεμινισμός – λαστιχώνοντας την κακομοίρα την κλειτορίδα του, να τηνε κάνει σαρμέλα-μακρυτέρα Τζων Χολμς – ευελπιστεί να λιανίσει την πατριαρχία, να πουτσοκόψει την φαλλοκρατία και να κρεμάσει στ' αυτάκια του τούς όρχεις τού τελευταίου αρσενικού ορθίου-και-καυλωμένου, maybe it does not pay to be a Man, αλλά είναι βέβαιο ότι it's a prayer to live like A man απολύτως βεβαίως. Γιατί αυτό είναι ο ΑΝΗΡ: μιά προσευχή, μία ευχή προς τον αναγραμματισμό της ακριβώς, μια κλήση και κλαγγή προς την ΡΗΝΑ – και κάθε ερμηνεία τής λέξης ετούτης δεκτή.
Ο rock ύμνος εκείνος προς τον άνδρα σκάφτηκε μέσα μου το 1971, καθώς ημερησίως κι από χίλιες φορές στο πικάπ μου τον έβαζα, τον έπαιζα και τον άκουγα, τον χόρευα και «την άκουγα» – έχτιζα πρωτίστως τότε τον εαυτό μου. Όχι απόλυτα-σύμφωνα με τις κραυγές και τα λόγια τού τραγουδιού, αλλά με τον εξωτερικό του ρυθμό του αυτού, τα άγνωστα και επείγοντα τα υπόλοιπα τα συμπλήρωνα εγώ με την φαντασία μου και τις άγουρες ακόμη επιθυμίες μου τότε. Άνδρας είσαι όταν παραμένεις παιδί και ανήρ έχεις γίνει, όταν πλέον φτιάχτηκες γέρων. Άντρα σε έκαναν οι κραυγαλέες-πάμπολλες ήττες σου και άνδρα σε κάναν οι σιωπηλές-ελάχιστες νίκες σου, αυτές ακριβώς που σού στοίχισαν τελικώς περισσότερο απ' τις πρώτες. Άνδρα δεν σε έκαναν οι άλλες/οι άλλοι: άντρας έγινες εσύ μόνος σου, στην επίπεδη τού γραφείου σου στέππα, στον απόκρημνο καταρράκτη τής προσευχής σου, στην άνυδρο έρημο τού μοναχικού κρεβατιού σου και στο κρεωφάγο κι απάνθρωπο μπλέντερ τής κοινωνικής επανάστασής σου.
Η εξαδέλφη μου Τζέλλα δεν ζει πια. Σε έναν πρόστυχο κι εξοντωτικό ξανά της καυγά με την μαμμά, γύρισε το κεφάλι της, το ανοικτό παράθυρο στον 4ο όροφο κοίταξε και για να μην πνίξει την φονική και στρίγγλα κωλόγρια, πήδηξε στην άσφαλτο και την αιωνιότητα ταυτοχρόνως. Αυτό το λιγνό αποστεωμένο πλέον κορμί διαλύθηκε-έλειωσε-πολτοποιήθηκε στον άσημο δρόμο τής Κυψέλης μας, η κηδεία που ακολούθησε σε στενό οικογενειακό κύκλο έγινε μια πάμφωτη-καλοκαιρινή-πανηγυρική μέρα – πήγα κι εγώ γαμάτος-τριαντάρης-πια με το κοστούμι μου και την μοτοσυκλέττα μου ν' αποτίσω φόρον αίματος και τιμής, ευχαριστιών και ευγνωμοσύνης, συντετριμμένος αδυνατώντας το παραμικρό να κατανοήσω και να δεχθώ. Το Τζελί τσιμεντώθηκε στο οικογενειακό μαυσωλείο μας, ήπιαμε τον καφφέ το κονιάκ κι εγώ άναψα πρωτάκουστα-μεσημεριάτικα ένα μπλέ-μακρύ Dunhill και γύρισα σπίτι μου ψυχικά κομματιασμένος, σαρκικά άφωνος, πνευματικά ενεός. Και η πρώτη μου κίνηση μόλις επέστρεψα στο σαλόνι μου ήταν να πάω στο πανάκριβο Thorens μου, ν' ανοίξω τούς δίδυμους Nad μου και ν' αφήσω μέσα απ' τα πυργωτά JBL μου το τραγούδι τής Τζέλλας μου ΑΥΤΟ ν' ακουστεί, για πρώτη και φορά τελευταία.
"I'm a man" πάντοτε, τώρα κι αείποτε, ποτέ κι αιωνίως. Δεν υφίσταται πώς, δεν υπάρχει γιατί, δεν χωράει για ποιόν, δεν μετρά καν για πόσο. Είμαι αυτό που ασταθώς περπατά, καθώς αυτά που κρέμονται πλέον ανάμεσα, έχουν βρει την σκιά τους, το βάρος την δύναμη, την κατεύθυνση τής ανατολής και την διεύθυνση δύσης. Είμαι αυτός που πλέον δεν σκέπτεται, καθώς αυτό που κρύβεται μέσ' στο κεφάλι μου, έχει εξατμιστεί δεν υπάρχει. Δεν είμαι αυτός που τρανώς και δημόσια συζητά, καθώς των άλλων η αναγνώριση ποτέ δεν πέρασε καν έξω απ' την πόρτα μου – let alone να μπει μέσα στο σπίτι μου, να στολίσει το σαλόνι μου, να φουσκώσει το πορτοφόλι μου, να θηλυφουντώσει την κλίνη μου. Αλλά είμαι αυτός που άσημος κι άγνωστος σιωπά, καθώς η ατομική και προσωπική εξερεύνηση συνεχίζει και συνεχίζεται – let alone να με σκάβει να μ' ανατινάζει να με πετά, το ψυχικό σπίτι μου να πουλά, το υπαρξιακό πορτοφόλι μου να αδειάζει και την αρσενική-μοναστική κλίνη μου να έχει αγιάσει.
Διότι ΑΥΤΗ εστί Η τιμή και ποινή τού να είσαι "A Man", ΤΟΥΤΗ υπήρξε τής Τζέλλας Η εντολή, ΕΚΕΙΝΗ έχει σταθεί τής ζωής μου Η οδηγία: Βe a man foremost and firmly πρώτιστα, be a man κυρίως και πάντοτε, be a man μόνο και ένας. (Τα υπόλοιπα είναι δύσκολα αναγνώσματα, απρόσιτα διαγωνίσματα, ιερά εικονίσματα και πανάκριβες αναμνήσεις.)
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2022