Eσύ επέμενες να 'ρθεις να δεις πού μένω, εγώ δεν ήθελα και δεν θέλω. (Γι' αυτό δεν δέχομαι, ούτε υποδέχομαι κόσμο: γιατί η «σπηλιά» είναι μια «σύλληψη και εκτέλεση» ήκιστα ελληνική-αθηναϊκή-ανδρική, ανθρώπινη τεραστία-ημίθεου μέτριου-μικρούλη θεού κι άντε εσύ – ή όποιος άλλος – να καταλάβει.)
Βρεθήκαμε μερικές φορές έξω, στην Φωκίωνος, στην παραλιακή, στην Πάρνηθα, στο φοιτητικό σου δυάρι. Κι εγώ πάντοτε έφευγα στην κατάλληλη – και την πιο ακατάλληλη – την στιγμή έτσι που, όσο εσύ ξενέρωνες λιανική, τόσο τα έπαιρνες χοντρική. Δεν γινόταν δουλειά έτσι, άσε δε «σχέση» – τί σχέση να 'χει μωρέ ο παππούλης με το τεκνό, ο σχεδόν-βδομηντάρης με την λήγουσα-εικοσάρα ρε; Αν ήθελα εγγονή, θα «έγραφα» κάνα οικόπεδο στο ανήψι μου, μπας και γκαστρώσει επιτέλους την ζουμερή γαλλιδούλα του. Κι αν ήθελες εσύ κανέναν πουρό να «τού φας» το αυθαίρετο, θα «την έπεφτες» χύμα-δίπλα μου και μ' ένα τσαλίμι τζάμπικο και μια πιπούλα λαμπίκο, θα το 'χες το παραθαλάσσιο «κάβα» για τα γεράματα, να σού το ξε-σκονίσει μιάν-ώρα-νωρίτερα ο πρέζακας που μαλακωτραβιόσουν. («C' est la vie» πολλοί έχουν τραγουδήσει, ελάχιστοι όμως αποφύγει και ουδείς λέξη για τον νταλγκά αυτόν ψέλλισε.)
Όπως λέει ο Ααρών: «Down here / The river meets the sea» κι ασχέτως εάν η Κυψέλη ποτάμι δεν έχει (γιατί το μπαζώσαν οι μυκονιάτες εργολάβοι Καραμανλή), εδώ ακριβώς είναι που «In the sticky heat / I feel you'll open up to me» (αφού να μ' αρμέξεις δεν κάθομαι). Ώσπου στο τέλος με τσαμπουκά και μαγκιά το απαίτησες κι είπες: «'Ντάξ' ρε, κέρδισες. Δεν έχει σεξ, δε σε θέλω, δε μου κάνεις, ψόφησες. Μα θέλω να δω πώς έχεις τρυπώσει κι από πού βγάζεις τέτοια... άσε να μη σου πω τώρα...» συνέχισες μανιασμένη που δεν γινότανε το δικό σου, καταπώς απαιτούσες και γούσταρες.
Συμφώνησα, όχι γιατί δεν ήθελα να σε χάσω (αφού και δεν σε είχα ποτέ, και δεν επρόκειτο ποτέ να σε αποκτήσω), αλλά γιατί ήθελα – εγωϊστικά κι εγώ από την μεριά μου – να δω το «σοκ» που στη μάπα θα έτρωγες, όταν θα διαπίστωνες πόσο διαφορετικό είναι εκείνο που θα 'βλεπες, από τούτο που είχες εσύ-ήδη-μόνη σου φτιάξει. Κι έτσι απότομα σ' άρπαξα και πάνω στην δίκυκλη-πράσινη-σαύρα σε έβαλα: ένιωθα την καυτή σου ανάσα να την χώνεις επίτηδες απ' το ινιακό, να την φυσάς κατά μήκος τής σπονδυλικής στήλης μου, να την στοιβάζεις εκεί-γύρω στους όρχεις μου – δια παν ενδεχόμενον, τυχαία περίπτωση και σκόπιμο λάθος.
Ξεκλείδωσα, σού είπα «Κλείσε τα μάτια σου», πήρα το χέρι σου και στην μέση τού ημίφωτου ισόγειου χώρου σ' οδήγησα. Σού τόνισα «Μην τα ανοίξεις ακόμα» και πήγα να φέρω μία πετσέτα να σκουπίσω τα βρεγμένα μαλλιά σου από την βροχή, που μόλις είχε ξεκινήσει(1) και να βάλω στο stereo το θεσπέσιο τραγούδι ετούτο(2). Δέχτηκες μαλακά το μυρωδάτο βαμβάκι και γουργούρισες θηλυκά στο άκουσμα τής καστράτης και γλυκείας φωνής τού ορλεάνειου Aaron. Κι έτσι ακόμα με μάτια κλειστά σε αγκάλιασα, σ' έσφιξα πάνω μου και άρχισα να (σε) χορεύω, να (μας) κινώ, να στεκόμαστε μετέωροι κι αεικίνητοι στην μέση τού κρύου και μεγάλου χώρου, (που ακόμα δεν είχες δει).
«Love comes out of nowhere, baby / Just like a hurricane / And it feels like rain» παράφωνα επανέλαβα μέσα στο ένα σου αυτί, καθώς τα δύο μου χείλια με ένα φιλί, τα δύο μάτια σου άνοιγαν και μ' ετούτα σε άφηναν να δεις, να νιώσεις, ν' αντιληφθείς. Εσύ για ένα λεπτό έμεινες καγκελωμένη και μαγεμένη, αφημένη κι ακίνητη, μαγκωμένη παρασυρμένη μα ταχύτατα ορμή και αδράνεια απέκτησες, δίχως ντροπή τα μάτια σου γούρλωσες και πλήρης εντροπίας άρχισες τον χώρο να αλωνίζεις. Κοιτώντας και σταματώντας. Ακουμπώντας κι απομακρυνόμενη. Θέση αλλάζοντας και μη τολμώντας να μην πιάσεις κι εκείνο, και τ' άλλο, ακόμα κι αυτό. Έξω η βροχή δυνάμωνε, ενώ οι Neville Brothers τριάντα ολόκληρα χρόνια πριν απ' το Municipal Auditorium τής γενέτειράς τους Νέας Ορλεάνης έστρωναν το μοναδικό-μελωδικό τους «χαλί» κι εσύ είχες μείνει ταπί και εμβρόντητη, άφωνη και ακράτητη, γριά και νινί ταυτοχρόνως.
Έπιανες το γκάζι τής μίας μοτοσυκλέττας και με το άλλο χέρι άνοιγες την ΧΑΜΕΝΗ ΑΝΟΙΞΗ τού Τσίρκα. Κούνησες την φόρμα τού Tae Kwon Do να δεις εάν είναι αυτή ζωντανή και πλησίασες το καδράκι με το γιαπωνέζικο δάσος να διαπιστώσεις εάν το ίδιο οι κερασιές τους εκεί, μυρίζουν και στην Κυψέλη. Σήκωσες το γούνινο γατάκι-αδελφάκι τού Μίστερ Κοχί και το φίλησες και κατόπιν τα μάτια σου περιδεή κάρφωσες σ' εκείνο το όρθιο ανεπτυγμένο λάβαρο με τον Κόκκινο Ήλιο στην μέση – δεν ρώτησες, ευτυχώς. Για να διακόψω τον ταξιδιωτικό ρεμβασμό σου, σε ξαναγκάλιασα και συνεχίσαμε τον χορό μας από κει που, έτσι όπως, δίχως δεν, άνευ μήπως. «Βaby can you feel it / Can you feel it / Oh rain / Οh it feels like rain» οι κουμπάροι από πίσω-από γύρω-από παντού ψέλνανε κι είχαν μετατρέψει το πτωχό loft μου σε ναό Σοφίας και Πίστεως, Αγάπης κι Ελπίδος κι ας μην ήταν 17 Σεπτεμβρίου ακόμη.
Τα χέρια μου δέχονταν τις σταγόνες απ' τα «κλαίοντά» σου μαλλιά και μετά τα 'φερνα στο στόμα μου – κοινωνία να γευθώ, ευλογία σου να δεχθώ, μυστήριό σου να μεταλάβω. Χορεύαμε απαλά-μαλακά, δυό κορμιά: το δικό μου μαγκωμένο απ' τα χρόνια και συνάμα λυμένο απ' τον έρωτα τον κεραυνοβόλο και απροσδόκητο, το δικό σου δαγκωμένο απ' το πάθος το αστραπιαίο κι απρόσκλητο και τα ελάχιστα κι αδύναμα χρόνια να το στηρίξουν. «That ain' no cause to leave» πρόλαβα και σού είπα μόλις σπαρτάρησες έτοιμη να σαλτάρεις να φύγεις, να δραπετεύσεις να γλυτώσεις από τούτο που – δεν το 'βλεπες πως – ερχότανε, μα ένιωθες πως θα σε παρασύρει, χτυπήσει, σκοτώσει. Έσφιξα και δυνάμωσα την αγκαλιά μου, μισή-παγίδα και μισή-φάτνη, μισή-υπόσχεση και μισή-κατάσχεση κι ας μην υπήρχε ούτε σκέψη ούτε πράξη προς απόδειξιν ουδεμιά – τα λογιστήρια άλλην εποχή και σ' άλλην περιοχή, απάδουν ερωτύλου ερημικού.
Κι όταν βρεθήκαμε στο πατάρι «Lying underneath the stars / Right next to you», τότε απ' τον τρόμο τής ομορφιάς σού είχε κοπεί η μιλιά – περιγράφω: Όταν πρωτόρθα στην ασκητική μου «σπηλιά», όλην την έβαψα φυσικά. Κι επειδή στο πατάρι της έβαλα το κρεβάτι μου δίπλα στα ρούχα μου, εκεί έβαλα και την γωνία διαλογισμού-προσευχής μου. Και έβαψα το ταβάνι αυτής ολόκληρο ένα ciel pal, ένα αχνό γαλανό, ένα συννεφιασμένο φωτεινό, ένα μπλε διακριτικό που μέσα του ήταν κατάφορτο και κατάστικτο από... άστρα. Ναι, άστρα. Άστρα μικρά και πολλά, χρυσά και σπαρτά που άλλοτε λαμπύριζαν κι άλλοτε έσβηναν, άλλοτε με φώτιζαν με οδηγούσαν και άλλοτε με τύφλωναν με ξεστρατούσαν. Κι όταν στον σεξουαλικό οργασμό σου εσύ – τον πρώτο ή τον δέκατο; Δεν ήσουν δα κι η Καιτούλα που αυτούς τούς εμέτραγε, με χειροκίνητο αριθμητάρι που έφερε μάλιστα! – σήκωσες τα χέρια παραδομένη και τρελλαμένη, φώναξες και κραυγή έσυρες, ιαχή και νίκη μεγάλη, πρωτόγνωρό σου απόκτημα και κατόρθωμα, δώρο ιερό θείο: «Πιάνω τ' αστέρια μαζί σου αγάπη μου» έκραξες έσταξες κι εκεί έχυσα εγώ, την ζωή μου όλη-όση-όποια ακόμα κατείχα, μέσα σου αποκλειστικά-ολικά-πάντα.
Σε κοιτούσα σιωπηλός ανοικτός δεκτικός, «I'm wondering who you are» σού 'λεγα δίχως λέξη να βγάζω, «How do you do it baby» επανελάμβανα δίχως μιλιά, «Leave your heart out on your sleeve» σε ικέτευα άνευ λόγου, «Let it wash away the pain» σε παρακαλούσα αληθινά τώρα, γοερά πια, δυνατά επί ώρα. Αγχώδεις ιδρώτες και εκχυμώσεις φλεγόμενες, σεντόνια τσαλακωμένα και τσίνορα ποτισμένα – από την έξω βροχή ή απ' την εσωτερική καύλα; Συνεχίζαμε να κάνουμε έναν πρώτον ανήμερο κι ακόμα ανενημέρωτον έρωτα, «Βaby can you feel it / It feels like rain», σωστά. Γιατί έτσι όπως είχαν ανοίξει οι σωματικοί-συναισθηματικοί-ψυχικοί μας κρουνοί, είχε σταματήσει η Πλάση και η ΕΥΔΑΠ και μάς κοιτούσαν αν θα τελειώσουμε πότε, ο Μόρνος φοβότανε για το φράγμα του, το Fort Knox για τον δικό του χρυσό και οι Πυραμίδες τής Αίγυπτος για την πολύτιμη καφφέ κόκα τους που Αφροδιτικά και Αθωρικά μάς είχαν ποτίσει.
Είχα τον φεγγίτη μισάνοιχτο επίτηδες κρατημένον, έτσι ώστε «The wind howls your name» να μην το ξεχνώ – σιγά μη, τέτοιο που 'ταν. Είχα τραβήξει μάλιστα από πριν τις μεγάλες και βαριές μου κουρτίνες – για απόλυτη και πρώτη και μοναδική τους φορά – έτσι ώστε «The clouds roll in across the moon» να θυμάμαι την ημέρα που στην οικεία σπηλιά μου μπήκες εσύ, στον φαλλοπάσσαλό μου εσύ κάθισες και τα έσβησες – ευτυχώς κι επιτέλους – άπαντα όλα. «Batten down the hatches baby» σού είπα λυσσασμένα αποφασισμένα, όταν σε ξαναπήρα στα χέρια μου για να σε πηδήξω να σε γαμήσω, να σε ξεσκίσω και να σε λυώσω (με ύψιλον φυσικά), να σού κάνω έναν έρωτα απονενοημένο νεανικό, γεροντικόν εκλεκτό, θανατερό και ευγονικό, αναστάσιμο κι επιφωτιστικό. Όπου «Batten down» σημαίνει σφράγισε-κλείσε-ασφάλισε, δέσε-κλείδωσε-τάπωσε, τσιμέντωσε-σιδέρωσε-πάκτωσε τα «hatches» ως νήματα-κλείστρα, ως δέματα-λύτρα, ως καταπακτές νεφρικές προς τον αξέχαστον ομφαλό τής αιωνίας στιγμής μας. (Αm Ι ΤΗΕ greatest writer Κυψέλη has ever seen, till Time immemorial απολύτως κυρίως;)
Ησυχάσαμε. Οι ανάσες μας ξαναβρήκαν τον αχνό τον παλμό τους, μέλη χυμένα μισά-στο πάτωμα και μισά-στο κρεβάτι. «This stormy stormy weather» τού σεξ είχε φύγει, είχε πάει αλλού κι είχε κάνει χώρο και θέση σε αυτήν την απανεμιά που αφήνει τ' απόβροχο στα ξεζουμισμένα κορμιά. Σηκώθηκα, πήγα στα πόδια σου και τα φίλησα, ένα-ένα δύο-δύο πολλά-πολλά όλα-όλα ικετεύοντας και καλώντας σε, παρακαλώντας σε και προσπίπτοντάς σε «Let your love / Come down» σε μένα σε μας, όπου κι όπως, αείποτε και ποτέ – δεν μ' ένοιαζε και δεν είχε καμμιά σημασία.
Γιατί άμα ένιωσες ΜΊΑ φορά την γεύση τής βροχής να πέφτει ως ιδρώτας σώματος και σινδόνη αισθήσεων πάνω σου, παντρεύτηκες τυχερέ-καψερέ την ΙΔΙΑ την Μήτρα με παράνυφο την Ζωή και θείους αγγέλους, κουμπαράκους σεραφεικούς τούς Neville Brothers.
Δεν θέλω λοιπόν τίποτε άλλο, αφού άπαντα πια «They feel like rain»... that bear your beloved, unforgettable and sacred name.
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2022