Η αλάνα>>, (1/3)
Τί έγραψα στο πρόσφατο κείμενό μου "The μποστάνι tale";
"... τα σπίτια πρέπει να γκρεμίζονται εκ θεμελίων, όταν ολοκληρώνουν τον «κύκλο» τους. Όταν το ζευγάρι κάνει παιδιά, φύγουν αυτά και πεθάνουν οι γέροι, το σπίτι πρέπει άμεσα να γκρεμίζεται ώστε τα ίχνη να εξαφανίζονται, οι σκέψεις αυτών να διαλύονται, να μην μεταβιβάζεται τίποτα στις επερχόμενες και αδιάφορες γενεές..."
Tον Γιώργο Μαργαρίτη τον "γνώρισα" για πρώτη φορά, σε μια ταβέρνα κάπου στα Μεσόγεια που είχε στις αρχές τού '70 ένας μακρινός συγγενής μου. Τότε, ένας άλλος ελληνοαμερικάνος συγγενής φραγκάτος μάς κουβαλήθηκε και το τραπέζι ξιπασμένα μάς έκανε σ' εκείνο το μαγαζί, που τραγουδούσε - μέχρι πρωΐας - λαϊκά και κυρίως δημοτικά ο Γιώργος Μαργαρίτης. (Αλλά δεν είναι απόψε ο "Μαγκάρετ" το θέμα μου.)
Τα σπίτια όπου μέσα τους εγώ έζησα τούς μεγάλους μου έρωτες είναι... δυόμισυ, (και δεν θα σταθώ στο μισό). Χαλάνδρι (εκεί όπου χαλάνε οι άνδρες) και Πεύκη (εκεί όπου οι άνδρες σκιάζονται) είναι γειτονιές και περιοχές απ' όπου εγώ πια δεν περνώ, (απ' το 1987 στο πρώτο και απ' το 1995 στην δεύτερη). Γιατί;
Διότι "Σ' αυτό το σπίτι / Μετά το χωρισμό / Δε θα καθίσεις / Ούτε εσύ / Ούτε εγώ", απλά.
Εκεί όπου ο έρωτας κοινωνήθηκε δίχως να ξοδευτεί - και δεν επικοινωνήθηκε για να μην σπαταληθεί - άπαξ και έπαψε να υπάρχει, θα "την πληρώσουν" τα κτίρια, θα σκορπιστούνε τα τούβλα, οι κάσσες στον κάδο θα πεταχτούν κι οι τριανταφυλλιές στον κήπο θα ξεραθούνε. Τέλος έρωτος; Πέρας ζωής - έτσι εγώ λέω. Γιατί;
Διότι "Ούτε θα το νοικιάσουμε / Ούτε θα το πουλήσουμε / Θα το γκρεμίσουμε", στεγνά.
Εκεί όπου μιλήσαμε συνομιλήσαμε, φιληθήκαμε τσακωθήκαμε, ερωτευτήκαμε τρώγοντας ο ένας τον άλλο και μπουχτίσαμε έως αηδιάσαμε απ' το σεξ την ηδονή την λαγνεία - εκεί ακριβώς κι ευτυχώς άλλος χώρος και χρόνος δεν υφίσταται, δεν χωρά, δεν υπάρχει. Κι επειδή ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ έρωτας δεν είναι επένδυση σε μπετά σε λεφτά, σε δουλειά σε παιδιά, σ' εξουσία σε μαλακία - τότε παύει αυτός να διαθέτει διεύθυνση, locality and address, σπίτι κι οικία. Γιατί;
Διότι "Αυτό το σπίτι που χτίσαμε μαζί / Κι έχει στοιχίσει ολόκληρη ζωή / Όσο και να πονέσουμε / Όσο και να δακρύσουμε / Θα το γκρεμίσουμε", στυγνά.
Όταν τελειώνει ο έρωτας - εγώ λέω ότι - το σπίτι που τονε στέγασε, λόγο ύπαρξης χάνει. Οι κουρτίνες σαν καταδικασμένες κρέμονται, οι καναπέδες βουλιάζουνε μόνοι τους, τα πιάτα σκεβρώνουν στις θέσεις τους και το μπάνιο δεν διαθέτει τα αρώματά της και τα δικά του ξυριστικά. Οι αγριοφωνάρες του δεν κατσαρώνουν στους τοίχους τ' ακρυλικά, οι οργασμοί της δεν ανάβουν την κεντρική θέρμανση μόνοι τους, οι εκσπερματίσεις του την ΕΥΔΑΠ βουλιάζουνε στο Χρηματιστήριο και οι σπασμοί της τις κολώνες ΔΕΗ στον δρόμο απ' έξω τις ρίχνουν.
Χώρισαν ο άνδρας και η γυνή; Το σπίτι πάει για κατεδάφιση (στην σωστή και καλύτερη), για πώληση (στην μεσαία ξενέρωτη), για κατοικία τού ενός ή τού άλλου (στην ειρκτή φονική). Αν νομίζουν οι άνθρωποι ότι το μόνο που τούς τυλίγει σ' αυτήν την ζωή είναι η... πέτσα τους, είναι πικρά και τραγικά γελασμένοι. Μάς τυλίγουν μύρια πράγματα, υλικά κι άϋλα, συναισθηματικά κι ορατά, χειροπιαστά και ασύλληπτα, κάποια που μπαίνουν στο Ε9 και άλλα που χώνονται στην καρδιά - εκεί ούτε η Εφορία ούτε η Εκκλησία, ούτε τα ναρκωτικά ούτε το αλκοόλ, ούτε η Οικογένεια ούτε η Κοινωνία, ούτε ο θάνατος ούτε η αθανασία να μπούνε τολμάνε.
Τον Γιώργο Μαργαρίτη γνώρισα το 1981 όταν, κάπως αναγνωρισμένος αυτός πια, είχε βγάλει τον πρώτο δίσκο του "Εσύ μιλάς στην καρδιά μου". Και επί είκοσι (20) χρόνια συναπτά, κάθε χρόνο τον έβλεπα τακτικά, τον άκουγα τον απολάμβανα τον χαιρόμουν. Μέχρι που έφυγα στο νησί, έζησα εκεί το "μισό" σπίτι μου κι έκτοτε ούτε Μαργαρίτη ξανάκουσα (χα!), ούτε ξανά ερωτεύτηκα (χαχα!), ούτε επιθυμώ να ζήσω ξανά τί πέρασα-ξέρασα, τί κέρδισα-έχασα, τί καταράστηκα κι ευλογήθηκα (χαχαχα!) Γιατί;
Διότι κάθε σπιτικό-μετά τον χωρισμό πρέπει "Να γίνει μια αλάνα / Να παίζουν τα παιδιά / Και να πετάει σκουπίδια / Όλη η γειτονιά", τελικά.
"Νο man's land, buffer zone, beware memory mines" ταμπέλα πρέπει ν' αναρτηθεί όπου εκεί, μπουλντόζες τα μπάζα να στρώσουνε, να βάλει κι ο Δήμος κάνα παγκάκι για καμμία γριά, φωτισμό βραδυνό για ρομάντζα στα ζευγαράκια - άντε και μια παιδική χαρά... ΟΧΙ! (Ναι, είμαι εκδικητικός και μνησίκακος και θα το πάρω μαζύ μου: χωματερή σκουπιδότοπο τις θέλω τις Θερμοπύλες και την Sekigahara των δυό μεγάλων ερώτων μου και δεν παίρνω λέξη μου πίσω.)
Αναμνήσεις μνημόσυνα, σαρκικά μνημεία και πικρά εκχυματώσημα, ψυχικά ένσημα και συμβολαιογραφικά συλλυπητήρια, ετών τύμβοι και τζάκια στιγμών, ανεπανάληπτες επέτειοι και ανεπιτυχή συζυγάτα δεν αρμόζουνε στους Μεγάλους τούς Έρωτες που σμπαραλιάσαν ψυχές - ρε με τα τουβλομπετά τα μετά θα κάτσουμε να ασχοληθούμε;
Ο παλιατζής>>, (2/3)
Τί έγραψα στο προηγούμενο κείμενό μου, «Η αλάνα»;
«Όταν τελειώνει ο έρωτας – εγώ λέω ότι – το σπίτι που τονε στέγασε, λόγο ύπαρξης χάνει». Ναι, τα μπετά στέκονται, το γραμματοκιβώτιο έξω είναι μπουχτισμένο λογαριασμούς και διαφημιστικά, κάποια ρούχα χρησιμοποιημένα παλιά κρέμονται στις μισάνοιχτες τις ντουλάπες του και οι εστίες – κουζίνα και τζάκι – είναι σβηστές κρύες. (Για την τράπεζα και την κλίνη – εκεί όπου θρέφεται και ξοδεύεται ο έρωτας – δεν το συζητώ καν, άδειες και έρημες, ξερές μοναχές, ξέστρωτες και αθεράπευτες μένουνε κι είναι.)
Το ζευγάρι τής – κάθε – ιστορίας μας χώρισε. Ο άντρας πήγε στην δουλειά η γυναίκα κράτησε τα παιδιά, το θηλυκό πήρε τις φίλες της να πάνε Ντουμπάϊ για ψώνια και τ' αρσενικό μάζεψε τα κολλητάρια του, να πάνε Μύκονο για σερφιά. Κι έμεινε η φωλίτσα και το παχνί, η κοινή ευνή και η σαλονάρα με τα μπροκάρ να σκονίζονται, το γκαράζ δεν τραντάζεται απ' την Χάρλεϋ του, ο κήπος δεν πατιέται απ' το δικό της τζιπάκι. (Εδώ βρε τέλειωσε το παρελθόν, παρόν θα υπάρχει; Κι εκεί βρε που δεν βόσκει παρόν, μέλλον εσείς προσδοκάτε;) Μία η λύσις λοιπόν:
«Πάρε ό,τι θέλεις, παλιατζή / Από μια αγάπη που δε ζει / Αφού δε ζούμε πια μαζί / Πάρε ό, τι θέλεις, παλιατζή»
Ένας φίλος-μια φίλη έχει πια τα κλειδιά, πάει αυτός και ρίχνει ένα πεόπουλο στο γκομενάκι κρυφά, πηγαίνει αυτή και ποτίζει τις τριανταφυλλιές και τηλεφωνάει τζαμπέ με τις ώρες. Το βράδυ αφήνουν ένα φως ανοικτό, το πρωΐ αν θυμηθούν τα ρολλά θα σηκώσουν. Όποτε βουρλιστεί θα περάσει κι εκείνος, τα τελευταία πράγματά του να πάρει κι όποτε τσαντιστεί θα πάει κι εκείνη, την κατσαρόλα τού σουφφλέ, τον τριπλό δονητή και κάτι σπάνια ρίμμελ πίσω απ' το πλυντήριο πεταμένα να πάρει. Ένας θα δώσει την λύση λοιπόν:
«Αυτό το σπίτι που το βλέπεις σκοτεινό / Τον παλιατζή απόψε νά 'ρθει περιμένει / Για να μαζέψει ακόμα ό, τι μένει»
Τον Στράτο Διονυσίου ποτέ μου δεν γνώρισα από κοντά και προσωπικά. Αν και τον άκουγα πιστά και από παλιά, πάντα ντρεπόμουν να τού μιλήσω, να τον πλησιάσω, να τον χαιρετήσω. Κοντός κοστουμάτος δαχτυλιδάτος, γραβαττωμένος πιωμένος λουστρινιασμένος, βαρύς μελωδικός δωρικός – τον αντίκρυσα στην είσοδο τού θεάτρου Ζενέτου στον Λυκαβηττό, το 1981. Καθόταν σ' ένα τσιμέντο μπαίνοντας-δεξιά, είχε βγάλει προσεκτικά το σακκάκι του και κρατώντας μια παρτιτούρα με τα τραγούδια του, ζέσταινε την φωνή του. Χαμηλά βαριά μετρικά, διακριτικά σεμνά και αρχοντικά, απλά επαγγελματικά και αρσενικά. Κι ούτε τότε τού μίλησα. Σεβάστηκα τα βαμμένα μαλλιά του, έκανα στην πάντα όταν η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ Μαρίνα Βλαχάκη ήρθε και τον πήρε απ' το μπράτσο και φύγανε προς το πάλκο μαζύ, υπό τις κραυγαλέες επευφημίες και τα λαλημένα χειροκροτήματα τού κοσμάκη.
Φαίνονται – στα μάτια μου τα εκπαιδευμένα και πληγωμένα – τα σπίτια που είναι πια αδειανά από έρωτα και τον... proverbial παλιατζή περιμένουν. Όσο κι αν το παλιό τούτο επάγγελμα αφανίστηκε, είναι τώρα οι κατσίβελοι/γύφτοι/ρομά που τριγυρνάν με τα αιώνια Ντάτσουν τους τα στενά, ανακατεύουν και ξεκοιλιάζουν τούς κάδους, πριονίζουνε χάλκινες προτομές, κατεβάζουν τής ΔΕΗ μετασχηματιστές κι άμα λάχει και βρούνε πόρτα μισομαντάλωτη-ανοιχτή, μπουκάρουνε μέσα «να σε πούνε το μοίρα σου» ανύποπτε κι αθώε δικαιωματιστή βλάκα.
Ο χωρισμός τού ζευγαριού μπορεί να διακανονίζεται απ' τούς τέως συμβαλλομένους, από δικηγόρους και λογιστές, από συμβούλους γάμου και δασκάλους ψυχικής υγιεινής, από φίλες καριόλες και φίλους αδιάφορους. Μα κανείς δεν μιλά, δεν υπολογίζει, δεν εκφράζει τα... σπίτια! Τί τραβάνε αυτά μετά τον χωρισμό, (αφού το τί τραβήξαν αυτά κατά την συμβίωση, θα το πάρουν μαζύ τους). Mind you, εγώ είμαι ο πρώτος που είπα και έγραψα ότι «Τα πράγματα είναι πιο συναισθηματικά από τους ανθρώπους και πονάνε περισσότερο αυτά, καθώς δεν έχουν γλώσσα ή μυαλό να εκφραστούν να μιλήσουν». (Και πώς αυτό εικονογραφώ;) Έχασε ο καθρέφτης τού μπάνιου την μούρη που μέσα του ο ανήρ ξυριζότανε, έχασε κι ο καθρέφτης τής εισόδου την σιλλουέττα της που μέσα του η γυνή τις τελευταίες διορθώσεις στο ντύσιμό της εκεί έκανε. Δεν μένει τίποτε άλλο λοιπόν:
«Πάρ' το τσουβάλι κι έλα μέσα, παλιατζή / Έχω ενθύμια πολλά να το γεμίσεις»
Κι ένα βράδυ αργά, το 1987 πια, κατέβηκα στο «ΣΤΡΑΤΟΣ» τής οδού Φιλελλήνων με μια παρέα πουρών γιών εφοπλιστών, αφού με είχε καλέσει η ερωμένη μου, στο τραπέζι τού άντρα της, στην ονομαστική εορτή του. (Τολμηρό το σεναριάκι, προχώ και το ταμπλουδάκι, το έκανα μόνο-και-μόνο για τής συγκεκριμένης μοιχαλίδος τα ολόφλογα μέλη και τ' απατηλά μάτια, το σεξ της ήταν από άλλον πλανήτη.) Κι εκεί αντίκρυσα – ως άλλον Βασίλη Τσιτσάνη, στο πιο λαμέ παρφουμέ – τον Στράτο Διονυσίου ολόϊδιο, με την Μαρίνα Βλαχάκη ολόϊδια, (που μου θύμισε λόγω κουπ-μαλλιών την... Αλεξάνδρα, το ντουέττο-σεκόντο τού τρικαλινού «βλάχου»).
Έχω χωρίσει κι εγώ, έχω φύγει από σπίτια εγώ, παραλίγο να φύγω κι απ' το δικό μου το σπιτικό, όταν η «μισή-τρίτη» μου αναιδέστατα-έως-χυδαία το πρότεινε, επειδή λέει... «εσύ έχεις και στο νησί σπίτι»! (Χαχαχα: όταν οι πονηρούλες Ιχθείς ανταγωνίζονται τις κολπατζούδες Διδύμους, τότε απ' τις «ρουκέττες» που είναι ικανές να εξακοντίσουνε – προκειμένου την πάρτη τους πάντοτε να βολέψουνε – η Ουκρανία παιδική χαρά γίνεται, περιβολάκι η Σομαλία, ο Περσικός μια χορωδία μορμόνων παρθένων.) Τί μένει;
«Μάζεψε όλες τις σκληρές μου αναμνήσεις / Δεν έχω δύναμη να βλέπω τα παλιά / Που μου θυμίζουν μια χαμένη αγκαλιά»
Συγγνώμη κυρίες και κύριοι, ο ερωτικός «παλιατζής» πρέπει να επιδοτείται. Να ανοίξει κανονικά επιχείρηση, να έχει ΑΦΜ να πληρώνει ΦΠΑ, να «βγάλει» επαγγελματικό φορτηγό (καθότι το τσουβάλι δεν φτάνει πια για τα σημερινά τα φραγκάτα νοικοκυριά), να δουλεύει με ραντεβού και ν' αναλαμβάνει να αδειάζει σπίτια χωρισμένων-τσακωμένων-εχθρών πλέον. (Άλλη μια καινούργια, πρωτότυπη και καινοτόμα ιδέα μου, που στην Ψωροκώσταινα πάει απάτου, τού αποπάτου κι ακόμα πιό κάτου.) Να παίρνει «με χαρτί» τα κλειδιά, να μπαίνει ψυχρά και αδιάφορα σε κρύα και έρημα σπίτια και κατόπιν εγγράφων οδηγιών ή/και με παρουσία δικηγόρων, να αδειάζει ζωές κι έπιπλα, να σβήνει χάδια και να σηκώνει σκεπάσματα, ν' αποπαίρνει – έναντι πινακίου αμοιβής – μισοτελειωμένες κουβέντες και νεκρά συναισθήματα που δεν αφέθηκαν να ανθίσουν. Τί δεν ακούγεται;
«Από μια αγάπη που χτυπήθηκε σκληρά / Από του μαύρου χωρισμού τη συμφορά»
Καθότι ο χωρισμός – ένας μικρός μεν, βαθύς δε θάνατος είναι. Κι αν ο άνδρας θα περάσει στο πέος του άλλον χαλκά-για-νταλγκά και εάν η γυναίκα πακτώσει το αιδοίο της με άλλον κριό-χορηγό – είναι ΜΟΝΟ τα σπίτια που ΔΕΝ ξεχνάνε. (Γι' αυτό και πρέπει αυτά, μετά τον χωρισμό, να γκρεμίζονται: για να μην γίνονται νεκροταφεία, τα ληξιαρχεία.)
Ο άνθρωπος μετράει>>, (3/3)
Κανονικά, με την και-μόνο-αναφορά τού εισαγωγικού στίχου ετούτου τού «μουσαφιρέϊκου» (!) τραγουδιού, πρέπει το κείμενό μου αμέσως να κλείσω. Καθώς...
«Όταν τελειώσαν τα λεφτά / Τέλειωσε κι η αγάπη»
... και δεν υπάρχει εν Ελλάδι-ή-απανταχού άντρας ή σύζυγος, γκόμενος ή χορηγός, τεκνός ή πουρός, βλάκας ή πονηρός, τροπεοφόρος – σωστά το 'γραψα, άσ' το – ή αιδοιοβαστάζος που να μην κλίνει το γόνυ ή τύπτει την κεφαλή, και στο άκουσμα τής θεϊκής τούτης δήλωσης μόνο. Επαναλαμβάνω λοιπόν προς κατάποση εμπέδωση και όχι αφόδευση, καθώς μόνο με δια-βίου-διαλογισμό πάνω σ' αυτό δύναται ο εκάστης κλειτορίδος ο κλειδαράς να κοινωνήσει και μυστηρίου και εξιτήριου, και απολυτήριου και αγιασμού απολύτως.
«Όταν τελειώσαν τα λεφτά / Τέλειωσε κι η αγάπη»
Άντε και χώρισε το ιδανικοζηλευτοζεύγαρο και όπως προείπα, επέστρεψε ο ανήρ στην δουλειά και η γυνή στα παιδιά, αναχώρησε η μαντάμ με τις απαραίτητα-μαλακισμένες τις φίλες της για Λος Άντζελες (να πάει να κάτσει στον μποτοξά τής Μαντόννας) και επέβη τού πανάκριβου ιστιοπλοϊκού ο μεσιές με τούς απαραίτητα-μαλάκες τούς φίλους του (να πάνε να πηδήξουνε πάμφθηνα αλανιάρικα κουβανάκια). Παρατήσαν λοιπόν σύξυλο κι έρημο το λυόμενο ή την έπαυλη, το διαμέρισμα ή το προικώο, εξουσιοδοτήσανε δικηγόρους και λογιστές την περιουσία και τα μαχαιροπείρουνα να χωρίσουνε, τα αυτοκίνητα τα κοσμήματα, τα σώβρακα τις κυλόττες και τις ζωές τους συνέχισαν – όπως θέλανε, όπως ξέρουνε, όπως τούς λένε.
Το 1988 – που κυκλοφόρησε το άσμα αυτό – εγώ ήμουνα στα ντουζένια μου. Δημόσιος υπάλληλος ζηλευτός, γκόμενος απλησίαστος και άξιος φθόνου, φραγκάτος πολύ-πολλαπλώς, με διπλωματικό διαβατήριο και δέκα ώρες δουλειά την ημέρα, δύο άπαιχτα βιβλία διηγημάτων και μια συλλογή εικοσιδύο μοτοσυκλεττών. Προτού μάλιστα ταχθώ σώψυχα και ολότελα στο «ελαφάκι» – την δευτέρα γυναίκα μου – είχα γνωρίσει και γευτεί ΤΕΤΟΙΑ πρωτόγνωρη επιτυχία στο θηλυκό φύλο, όση μπακουριά είχα μασήσει και δεν φτύσει σε ΟΛΑ τα προηγούμενα χρόνια μου! (Γιατί, θα ρωτήσετε εσείς οι αγαθοί-πονηροί.) Διότι η γυνή και δη η ελληνίς, το θηλυκό και δη το γραικό, η μήτρα και δή άλα γκρέκα μόλις μυριστεί πορτοφόλι και μονιμότητα, οικονομική άνεση και σωματική ευρωστία, προθυμία ιπποτική και ευκολία ζωϊκή – μεταβάλλεται σε σαρκικό ραντάρ κλίνης-τραπέζης, καναπέ και παρκέ, γκαράζ και κουζίνας, πισίνας και αποθήκης μαζύ...
Happy to οblige εγώ τότε λοιπόν, στο Κολωνάκι ξυπνούσα το πρωΐ στα σαρκοκαπνισμένα σεντόνια μπαργούμαν, πεταγόμουν στο Υπουργείο τα τηλεγραφήματα για να δω, καβαλλούσα μετά το GPZ και ξυπνούσα την κουρασμένη μου οδοντίατρο για ένα πετί πρωϊνό μας. Στην Υπηρεσία φρεσκαρισμένος και μισοάδειος επέστρεφα, δούλευα έως το μεσημέρι εντατικά και μετά με περίμενε η «σπιτονοικοκυρά» – έτσι την έλεγα την τρίτη ερωμένη μου – και τρώγαμε μαζύ, προτού αγκαλιαστούμε πολύ. Ξεκλείδωνα το taxi-σε-Kawasaki κατόπιν, παρουσιαζόμουν ξανά στην δουλειά, τηλεφωνούσα για το απογευματινό μου aperitif στην «ζωγράφο» μου και σ' ένα διωράκι είχαμε «κάψει» μαζύ και καμβά και νεφρά. Πεταγόμουνα σπίτι μου κοστούμι ν' αφήσω και να βάλω φόρμα για γυμναστήριο, ερχότανε η χορεύτρια να με πάρει σ' εκείνο να πάμε και... «Πού να τρέχουμε ρε μωρό, ερωτευμένα και καυλωμένα, μέσα στη βρόχα;» τής έλεγα, και έτσι γυμναζόμασταν ξαπλωμένοι οριζοντιοκάθετα όπου πιο άβολα βρίσκαμε και γινόταν. Το βράδυ φυσικά, με εύρισκε «σπιτωμένον» αργά, στην μονοκατοικία θεσμικής συναδέλφου, όπου αντί να λύσουμε το Κυπριακό, αναλύαμε το πρωκτικό και χαμένος/η ουδείς/ουδεμιά βγήκε – (αμ σάς το 'λεγα ο δύστυχος γω, δεν έκανα για φλωράς διπλωμάτης!)
ΔΕΝ τα αναφέρω όμως ΟΛΑ αυτά για να επισύρω την μήνιν και ζήλεια, φθόνο και ειρωνεία, κατάρα και μάτιασμα. Τα είπα απλώς, για να τονίσω ακριβώς ότι ΜΟΛΙΣ απ' το ΥπΕξ παραιτήθηκα – και τελειώσαν τα πεντοχίλιαρα σε δολλάρια, που αμειβόμουνα τότε ως μετατεθείς στο εξωτερικό – λακίσαν άπαντα τα αιδοία λες και βάρεσε προσκλητήριο δίπλα μου ο Brad Pitt, λες και μοίραζε παχυλά επιδόματα παραπέρα ο Αλέξης ο Τσίπρας. Ενώ εγώ ο ΙΔΙΟΣ παρέμεινα – μείον τα Corneliani κοστούμια και τα Rossetti παπούτσια – εκείνες ΑΜΕΣΑ άλλαξαν μεταλλάχθηκαν, διάβασα την κρύα απορία και τον αγνό τρόμο στα μάτια τους κι επειδή είχαν συνδέσει το καρνέ μου των κάτωθι επιταγών με τον... κορνέ μου τον ύπερθεν αρχιδιών, «τηνε κάναν» αρμοδίως και κανονικώς, πανηγυρικώς και διακριτικώς άπασες οι κουφάλες. (Και δεν μπορείτε να φανταστείτε, από τότε ως σήμερα, πόσο ΠΟΛΥ τις ευχαριστώ.)
Δεν έχει καμμιά σημασία γιατί και πότε και πώς χωρίσαμε, ούτε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι. Μα άμα εγώ διέπομαι από το...
«Τί να τα κάνω τα λεφτά / Μπροστά σε όλα τ' άλλα»
...κι η άλλη προσκυνά κι οι άλλες τραγουδούν «Δεν καταλαβαίνω γιατί παραιτήθηκες! / Δεν σκέφτηκες πώς θα ζήσουμε; / Δεν νομίζω ότι μπορώ να σ' ακολουθήσω, στη νέα σου κι εγωιστική τούτη αλλαγή της πορείας μας / Κάνε ό,τι θες, εμένα μη με υπολογίζεις πλέον», τότε σηκώνεσαι συ αγέρωχος δυνατός, βάζεις ακόμη ένα ποτό και στο πλατώ αποθέτεις Μαγκάρετ, να τον σηκώσει αρχοντικά-μάγκικα τον αμανέ και να ψεκάσει το ερημωμένο-από-θηλυκό σύμπαν σου με το κλασικά-επικό...
«Εγώ που έφτιαξα αυτά /Εγώ θα φτιάξω κι άλλα»
Πείτε με ό,τι θέλετε, φορτώστε με όποια επίθετα κι ουσιαστικά γουστάρετε – ΑΥΤΗ όμως είναι η ατράνταχτη γνώση και πείρα μου, εμπειρία και πίκρα μου, αλήθεια πορείας και δείκτης ζωής, μάθημα μέγιστο και πάθημα ελάχιστο, (μπροστά και πίσω από/σε ΟΛΑ ΕΚΕΙΝΑ που τραβάνε αυτοί που μείνανε παντρεμμένοι κι εξαρτημένοι, ευνουχισμένοι και αδειανοί, παραλυμένοι και αχαμνοί – μακρές αναμνήσεις ανδρών κάποτε, κομμένες ψυχές ερείπιων τώρα). Θα το πω: ΜΟΝΟΝ ο Έρωτας – και δη ο δουλεμένος σκληρά κι ο πληρωμένος αφόρητα – κρατάει μαζύ αρσενικό-θηλυκό, τέλος. Τα λεφτά η δουλειά, τα παιδιά τα προικιά, η εξάρτηση η εκμετάλλευση, ο πειθαναγκασμός κι ο μαϊμουδισμός είναι χαπάκια πολύχρωμα, να σάς καμαρώνει μπροστά το Δεκαπενταύγουστο το χωριό και να σάς θάβει από πίσω χριστουγεννιάτικα η Εκάλη. ΑΥΤΟ και ΑΥΤΑ έμαθα πιστά και βαθιά εγώ και ένα θα συμπληρώσω, θα πω:
«Κουβέντα από το στόμα δε θα βγάλω / Ο άνθρωπος μετράει / Τίποτ' άλλο»
Γιατί, 1ον/ Αν κάτσω να σού εξηγήσω εγώ, θα πει ότι δεν σηκώθηκες να καταλάβεις εσύ κι αν εσύ τον κώλο σου δεν εκούνησες, εγώ περιορίστηκα να τον παραλάβω από εκεί ακριβώς όπου σ' τον γαμάνε και 2ον/ Μόνον αν κάνεις το δικό σου εσύ, με ευθύτητα κι ειλικρίνεια, τιμιότητα και compassion, τρυφερότητα δίχως οppression, αγάπη και προσφορά, γενναιότητα κι ισορροπία – ΤΟΤΕ και ΜΟΝΟΝ εσύ «μέτρησες» και «μετράς», θα «μετράς» και θα είσαι «μετρημένος», πρώτα ως άνθρωπος, μετά ως ανήρ και τελικά ως ψυχάρα. Για δικό σου οδηγό-πλοηγό, μάντραμ και προσευχή, τροπάρι προσκυνητάρι, κραυγή και κλαγγή, ευχέλαιο κι ευαγγέλιο ο αξέχαστος και μοναδικός σουξεδιάρης Τάκης Μουσαφίρης το άσμα ΕΤΟΥΤΟ συνέθεσε-στιχούργησε κι επιθυμεί να σού καρφώσει σωματικά, πριτσινώσει πνευματικά και ηθικά σού οξυγονοκολλήσει ο εκλεκτός και τελευταίος αοιδός Μαργαρίτης Γεώργιος.
Το ζευγάρι είναι για να δοκιμάσει μαζύ, ο ανήρ και η γυνή είναι για να ζήσουν αιώνια και μπροστά-πίσω τους σπίτια και υλικά, συμφέροντα χειριστικά και συναισθήματα εξανδραποδιστικά είναι για να σού κρύβουν τον «ήλιο», ή έστω το «φως». Ποιό; Ότι μόνο, αρχικά-τελικά, στιγμιαία-παντοτινά «Ο άνθρωπος μετρά» και βρες εσύ κύριε φίλε μου απ' τους... δύο, ποιός είσαι.
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2022