"How does it feel?" προειδοποίησαν οι κάποτε-κυλιόμενοι και τώρα-κολλημένοι Stones.
Πολύ καίριο και προφητικό, σταθερά αιώνιο και δια βίου καταλυτικό το τραγούδι ετούτο. Που ενώ το 'γραψε ο νιός κι ένρινος Μπόμπ(ος), το πήραν οι γεροντάρες οι Stones και το από-γείωσαν εντελώς, «φορώντας» του μάλιστα το αφαιρετικό και παραισθησιογόνο μα τόσο αληθινό video-clip τούτο.
Όποιος/όποια τούς στίχους αυτούς δεν εδιάβασε, μετεξεταστέος στο μάθημα τής Kοινωνίας έμεινε, μετεξεταστέα στο μάθημα τής Oικογένειας κόλλησε. Όσοι και όσες προλάβανε μάλιστα και ζήσαν στα νειάτα τους την γραική χλίδα των Nineties, έχουνε πέσει τώρα στο viagra και την εναλλάχτα, στο bottox στην σύνταξη, στην λιτότητα κι αγαμία. Όσοι τότε κολύμπησαν στα λεφτά και την θηλυκτονία, σήμερα ψάχνουν τα ίχνη των εαυτών τους στις πλατείες τού διαδίκτυου, παλεύοντας να σωθούν απ' τον κορωνοϊό, βουτηγμένοι στους δεκάδες εσωτερικούς τους ιούς που δεν υφίσταται απ' αυτούς σωτηρία. Όσες τότε κολύμπησαν στα λούσα και την ανδροφαγία, σήμερα ψάχνουν τα ίχνη των εαυτών τους στους μπιντέδες τού πληκτρολόγιου, παλεύοντας να σωθούν απ' τον κορωνοϊό, πνιγμένες στους δεκάδες εξωτερικούς τους ιούς που δεν υφίσταται για τούτους παρηγορία.
Το άσμα μιλά για ένα κουκλάκι-τσουλί, για μια κουκλάρα-πεινάλα κοινωνικής ανέλιξης και μοδάτης κυκλοφορίας σε παρέες λαμπερές στα πάρτυ και τα μαγαζιά, με γνωριμίες άφθονες ανάμεσα στα κρεβάτια και τα ποτά – όσο η ούγια της έγραφε πέρναγε και όσο το κυλοττάκι της πετιόταν κυλιότανε στα παρκέ.
Groupies ζωής ήτανε τότε εκείνες οι γκόμενες, όπως είναι και τώρα, και πάντα. Αενάως κυκλοφορούσες αυτές, ημίγυμνες πρόθυμες, λυώμα στο πιώμα στην σκόνη στο σεξ, Μύκονο τον χειμώνα (με strapless) και καλοκαίρι στην Κέρκυρα (με γούνα vison), Πάσχα στα Αναφιώτικα το σπέρμα τού πρόχειρου να σκουπίζουνε στα σκαλάκια και Δεκαπενταύγουστο στην Μονεμβασιά σπρώχτες ν' αλλάζουνε, βγαίνοντας απ' το μπαρ τού Άγγελου, καταλήγοντας φυσικά να τούς πάρουνε όλους. (Και αυτή είναι βέβαια μιά ομορφιά και η τόλμη τού σεξ. Αρκεί βέβαια να έχεις τούς όρχεις την μήτρα την επόμενη μέρα το πρωί, να μπορέσεις να αντικρύσεις την μούρη σου στον καθρέπτη, όταν ξυρίζεσαι ή βγάζεις το μέηκ-άπ σου.)
«Once upon a time you dressed so fine / Threw the bums a dime in your prime, didn't you?» ξεκινάει το άσμα και προειδοποιεί. Όχι εμένα όχι εσένα αλλά αυτήν, αυτήν που τής λέγανε «Βeware doll, you're bound to fall» κι εκείνη πιο βαθιά στον αρωματικό βούρκο έπεφτε, πιο πολλά ψυχικά ντραγκς έπαιρνε, πιο πολλά πέη άρμεγε μη χάσει την σειρά απ' τα παλαμάρια που πίστευε πως στον ντόκο την δένανε, την κρατούσαν. «You used to laugh about» κατάμουτρα σε όποιον από το χέρι την έπιανε και την συγκρατούσε, προσπαθούσε δυό λόγια αλήθειας να τής πει κι εκείνη «You thought they were all kidding you» κι όχι μόνον. Απ' το άγχος πειρατικής ύπαρξης και τον πανικό ληστρικής επιβίωσης ποτέ δεν «Τurned around to see the frowns οn the jugglers and the clowns / When they all did tricks for you», απ' την καύλα τής τσίτας και την ντάγκλα τής πίπας – όχι τής σαρκικής – ποτέ δεν «Understood that it ain't no good, you shouldn't let other people get your kicks for you» κι όχι μόνον.
Αν διάλεξες αυτόν τον τρόπο «ζωής» – πρόσεξε, δεν είναι δικός σου αυτός, αλλά είναι απολύτως και μόνο των άλλων. Εσύ απλώς εκεί βρίσκεσαι for the free – pussy – ride, μα ξαναπρόσεξε γιατί «...στο τέλος της γιορτής» καταπώς έχει τραγουδήσει η Ρίτα, «μη βρεθείς, μόνη, με δυο ποτήρια / Ένα για σένα κι ένα για σένανε»! Αν γουστάρεις συνεχώς και νυχθημερόν να κυκλοφορείς, να χαριεντίζεσαι και να συζητιέσαι (αφού δεν ζητιέσαι), να καυλαντίζεις αισχροκερδώς και να πηδιέσαι αφιλοκερδώς (αφού δεν γαμιέσαι), αυτός ο δρόμος έχει πει ο Τσε Γκεβάρα ότι «δεν οδηγεί πουθενά, παρά μόνο στην πικρή κι ατιμωτική ήττα». Όταν βρέθηκε στο Κονγκό επανάσταση – πάλι – να ξεκινήσει με ελάχιστους κουβανούς σύντροφους και δεκάδες αράπηδες να κοιτάνε ν' αρπάξουνε λάφυρα-αντί-όπλα και να βιάσουν χωριατοπούλες θεοστρόγγυλες ζουμερές, αντί να ξεκοιλιάσουνε φύλαρχους αγορασμένους προδότες και σαμάνους πουλημένους καταδότες.
Όταν είχες τα φρέσκα τα κρουστά νιάτα σου, το δέρμα σου άντεχε τα ξενύχτια σου και το συκώτι σου έμοιαζε στο αιδοίο σου ως μηχάνημα φίλτρου. Τότε έλεγες ότι «Υou never compromise» εσύ, εκμεταλλευόσουν και στράγγιζες τού μαλάκα φραγκάτου σου την πιστωτική, άλλαζες σπίτια και βίλλες λες και ήσουν θεά μυθική, ταξίδευες συνεχώς κι εμφανιζόσουνα διαρκώς νέα-αλλαγμένη-διαφορετική, εξωτική-επιθυμητή-παραναλωματική, ώσπου. «Κάτι» έγινε (εσύ δεν έκανες ποτέ τίποτα), κάτι «έγινε» (εσύ δεν κάνεις ποτέ τίποτα), δεν πήρες χαμπάρι καθώς κανείς δεν σού εκόμισε επισήμως την είδηση ότι όλα αυτά που θεωρούσες εσύ δεδομένα και δωρεάν ΤΕΛΕΙΩΣΑΝ, επειδή ακόμα τα πατούσαν τα πόδια σου (όταν δεν τα 'χες στον πολυέλαιο καρφωμένα), επειδή ακόμα γυαλίζαν στα μάτια σου (όταν δεν ήτανε κατακόκκινα απ' την μαστούρα και την χασούρα), επειδή ακόμη σε χύναν στο σώμα σου (όταν δεν σού ρίχναν σαμπάνιες και πέρλες σειρά, σε αλείφαν με χαβιάρι και βότκα εσέ σε ποτίζανε, σε χαρίζαν μετά στα γκαρσόνια και τούς παρκαδόρους να χαρούνε κι αυτοί γεύση, ξεμπούκωμα, μπινελίκι...) Όμως.
«How does it feel, how does it feel? / To be without a home / Like a complete unknown, like a rolling stone». Τώρα στραγγισμένη και πεταμένη, εξορισθείσα τού χημικού κι υλικού παραδείσου τους «Now you don't talk so loud / Now you don't seem so proud / About having to be scrounging your next meal» – ποιά εσύ που βασίλισσα κάποτε μια τσούλα τού τώρα, μια κούκλα αστραφτερή κάποτε, μια κοινοτάτη πουτάνα να σε προσπερνούν και να σε φτύνουν κι οι τριτοκοσμικοί, (όταν τούς ζητάς τράκα τσιγάρο ή φράγκο). Τρέχεις μανικά και υστερικά πίσω απ' τα παλιά μεγαλεία σου – ούτε καν ενδιαφέρθηκες να δεις το CASINΟ τού Scorsese προς μελέτη, οδηγία, παραδειγματισμό έστω – τούς παρακαλάς τούς κολλάς, τούς τον παίρνεις στο στόμα προκλητικά επιθετικά και τούς κουνάς τον πεσμένο τον κώλο σου μπας και θυμηθούν και τσιμπήσουν, μα αυτοί πάντα διαθέτουνε νέο-φρέσκο-καλύτερο «εμπόρευμα» δίπλα τους πάνω τους, στα χέρια τους απ' την τσέπη τους, καθώς οι οίκοι ανοχής από δυό (2) πράγματα ποτέ δεν ξεμένουν: από πρόθυμες πουτάνες στημένες και έτοιμες κι από μίζερους πελάτες φραγκάτους μαλάκες.
Και πήρες τηλέφωνο έναν-έναν μια μέρα όλους σου τούς παλιούς και νεώτερους εραστές, τούς κλάφτηκες κι έκλαψες, συγγνώμη τούς ζήτησες και ατάκα τούς έβρισες, προσφέρθηκες να τούς πουληθείς και πλειοδότησες να ξεφτιλιστείς, προκειμένου κι απλώς να γλυτώσεις. Απ' τον δρόμο που έμεινες, απ' τις τράκες που τις σιχάθηκες, απ' το ξύλο των υαινών-νταβατζήδων σου κι απ' τα χρέη που είχες στον πούσερ σου, (που ήδη σε είχε πουλήσει στον αφγανό μπόσση του). «Nobody's ever taught you how to live out on the street / And now you're gonna have to get used to it», αν κι η ελπίδα πως χάνεται τελευταία σού είπανε «As you stare into the vacuum of his eyes / And say do you want to make a deal?» έπαψες να το πιστεύεις κι αυτό καθώς ζεις βρώμικη άφραγκη και χαμένη, με στερητικό να σε κουδουνά, με περίοδο να σε πλημμυρά και με διάρροια να σε βρωμοποτίζει παντού – ποιάν, εσένα.
«How does it feel, how does it feel? / To be without a home / Like a complete unknown, like a rolling stone» επιμένουν οι φραγκάτες οι γεροντάρες με τις κιθάρες και τα μικρόφωνα, ο Τζάγκερ ο φραγκοφονιάς, ο Κηθ Ρίτσαρντς ο άνθρωπος που έκανε τα ναρκωτικά μπεμπελάκ, ο σιωπηλός και βαψομαλλιάς Ρόνυ Γουντ και ο προσφάτως συγχωρεθείς Τσάρλυ Γουάτς, (που ενώ κυριλέ κοστουμάτος και φαν τής τζαζ μάς το έπαιζε, υπήρξε πάντοτε τελικώς-δυστυχώς «ο ντράμμερ του Τζάγκερ»). Τί να σού πούνε πλέον εσένα αυτοί που κάθε τραγούδι τους ανεβάζει τον δείκτη τού New York Stock Exchange και καυλώνει τον πάπαρο τού Nikkei, κάθε χιτ των πουροροκάδων αυτών κάνει μιλλιούνια πιτσιρίκων με μια κιθάρα στα χέρια να φαντασιώνονται πως είναι ο Χέντριξ και άλλα-τόσα δισμιλλιούνια δεσποινίδων με έναν καθρέφτη και ένα κινητό στα χέρια να φαντασιώνονται πως ως νέες Καρντασιάν πηδάν οικονομικά κι αρμέγουν λογιστικά τον κάθε Κάνυε Γουέστ τής Τσαμουριάς ή τον όποιο Σιν Μπόϋ τής Καλιφόρνιας.
Τώρα πια «When you ain't got nothing, you got nothing to lose», δυό πραγματάκια σού μένουνε, ή μάλλον τρία. Τα δυό πρώτα «μοναστήρι» κι «αυτοχειρία» ονομάζονται και το τρίτο το αμφίβολο, «σπίτι και γάμος». Δεν θέλω να είμαι πεζός ή καν κυνικός, μα τα σημερινά μοναστήρια δεν είναι ντάτσα για αποτοξίνωση και η αυτοκτονία είναι messy, bloody and covered with piss n' shit, (ρώτα κι εκείνους που ξέρουν). Tο τρίτο σου δε «χαρτί», το σπίτι των γονιών σου κι ο γάμος μ' εκείνον τον καψουράκο που απάτησες κι έφτυσες, τού έφαγες τόσα πολλά λεφτά και τού ξετσιμπούκωσες τόσα ελάχιστα χύσια... έχει από ετών παντρευτεί, έκανε τρία παιδιά, διαθέτει εξοχικό πεθερά, δουλειά κι έγνοιες σειρά κι όταν βρεθήκατε, ντράπηκε να σού δώσει εκείνο το πενηντόευρο που τού το άρπαξες βίαια μέσα απ' τα χέρια και σηκώθηκες κι έφυγες, στον έμπορα βιαστικά να το σκάσεις.
Αμ σ' τό 'λεγε κάποτε εκείνος ο παράξενος γέροντας που όλο τον έβριζες τον κορόϊδευες, τον περίπαιζες τα βυζιά τού μοστράριζες, σήκωνες την φούστα μπας και δει αυτός τα αβράκωτα πόδια σου και τού πάρεις «πόντο», εσύ, τότε. (Πάντοτε ήσουν εκδηλωτική, εκθαμβωτική και προκλητική. Πάντοτε ήσουν εγωιστική, καννιβαλιστική και αυτιστική. Πάντοτε ήσουν χαμένη, λαλημένη, ξεφτιλισμένη. Πάντοτε ήσουν νεκρή, θαμμένη και ξεχασμένη.) Τώρα όμως είναι «αργά, είναι πάντα αργά όταν μετανιώνουμε πια, είναι πάντα πολύ αργά όταν είμαστε έτοιμοι να ζήσουμε αληθινά πια» – έτσι σού είπε ο γέροντας τώρα. Όταν ήρθε στο νοσοκομείο για να σε δει, κρινάκια μυρωδάτα μεθυστικά στα κίτρινα χέρια σ' απόθεσε και σε κοίταξε με μάτια υγρά και την καρδιά του κομμάτια.
«How does it feel?» πια; Δεν είναι τίποτα, είναι ο Θάνατος με την μεγάλη Του αγκαλιά, ο Κύριος απλώς τον έχει στείλει αυτόν βιαστικά, εσένα να σ' απαλλάξει απ' τον εαυτό σου. Έστω και τώρα, έστω κι αργά, έστω για πάντα.
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2022