Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024

Ωδή στο Pall Mall. (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)

 

 Στην Κυ. (Με την ευχή, να βάζει ένα την ημέρα στο στόμα)

 

Καπνιστής «επαγγελματίας» δεν υπήρξα ποτέ. Ποτέ μου. Την πρώτη, μοναδική και τελευταία φορά που κάπνισα ένα (1) ολόκληρο πακέττο τσιγάρα ASTOR σε μερικές ώρες μέσα, ήταν σε ένα εφηβικό πάρτυ στην πρώτη Γυμνασίου – that's 1967 for you kids – όταν μια-ακόμη θεά των ονείρων μου και του ξύπνιου μου γνώρισα, και για να της κάνω εντύπωση κάπνισα ολόκληρο το πακέττο!



Έκτοτε άλλοτε το 'πιανα και «το κούραζα», άλλοτε το ξεχνούσα και ξεκουραζόμουν. Άλλοτε απλώς το κρατούσα μηχανικά και αμέριμνα, και άλλοτε το ρουφούσα με τέτοια μανία και καπατσιτά, που με είδε πολυετής χασικλής και μου ζήτησε ιδιαίτερα μαθήματα να του κάνω. Ας το ξεκαθαρίσω εδώ απ' αρχής, ώστε να μην σέρνονται παρανοήσεις/παρεξηγήσεις από τούτες τις βεραμάν και βρεμάν – that's "vraiment" for you my French chics – γκρέκικες, και βρεθούμε στο τέλος άπαντες δυσαρεστημένοι και τσακωμένοι:


Το κάπνισμα μού αρέσει πολύ, πάρα πολύ. Τρελλά πολύ, σε σημείο εντελώς «πτώσης». (Ειδικότερα και περισσότερα για αυτό, αργότερα.) Και το επαναλαμβάνω, επίτηδες για να σας ξυπνήσω: γουστάρω το κάπνισμα, ως εκεί που παίρνει... ΚΑΙ άλλο. Πιο κάτω. Και πιο πέρα. "From here to eternity, to the moon and back, till the end of the world" και για όλες τις επόμενες κινηματογραφικές επιτυχίες. Επειδή ΑΚΡΙΒΩΣ δεν είμαι εθισμένος-επαγγελματίας-άρρωστος καπνιστής, διαθέτω την μοναδική κι αποκλειστική πολυτέλεια να χαίρομαι το κάπνισμα, κάνοντας μόνο ένα-δύο-τρία τσιγάρα, ΟΠΟΤΕ ΘΕΛΩ. Να γεύομαι κάθε φορά πρωτόγνωρα τον καπνό, να απολαμβάνω το ντουμάνι να με τυλίγει μαγευτικά και την πικρίλα ν' ανακατεύει την γεύση μου, να αισθάνομαι την συντροφιά ενός τίποτα με το απόλυτο όλον τού ανθρώπου.


(ΠΡΟΣΟΧΗ: ακολουθεί ένας ειδικός διαλογισμός, και μάλιστα ένας λαμπρός τού Osho διαλογισμός, που έχει «σώσει» πολύ κόσμο – εάν τον αντέξει!)


Όταν έρχεται και καβαφικά μ' επισκέπτεται η ακατανόμαστη και ειδική ΕΚΕΙΝΗ στιγμή, πιάνω το πακέττο με τα τσιγάρα, ΑΜΕΣΩΣ, τότε κι εκεί. Μ' αυτό εννοώ ότι επειδή-ακριβώς I do not CHAIN-SMOKE, την ώρα που η συγκεκριμένη επιθυμία θα με κατακλύσει, είμαι έτοιμος-πρόθυμος να την υποδεχτώ θετικά και να την δεχθώ μ' ανοικτά χέρια. Κρατώ το πακέττο λιγάκι στα χέρια μου, το τουμπάρω χαϊδεύω το παίζω, το ανοίγω το φέρνω στην μύτη μου και ρουφώ τον μυρωδάτο κλεισμένον αέρα, όπως ακριβώς ανοίγω το συρτάρι με τα parfumé εσώρουχα τής Γαλλίδας μου όταν απουσιάζει εκείνη. (Εγώ πάντως ειδοποιώ: το κείμενο, άκρως αισθησιακό θα 'ναι.)



Εκεί, στην άκρη τής μύτης μου το κρατώ και σνιφάρω τα αιωρούμενα μικροσωματίδια τού ξεραμένου καπνού, λες κι ανήκω σε ινδουϊστικό τάγμα ρακένδυτων sadhus και gurus, από κείνους που στην Μέγα και Ιερά Πανήγυρη τού Kumbh Mela πατάνε κάτι κανόνια τετράφυλλα, να ζαλίζεται ο Πάπας που απ' το Βατικανό «τα πάντα - όχι ορά, αλλά - μετρά». Προτού κάνω οποιαδήποτε έτερη κίνηση, ενεργοποιώ απ' τις αισθήσεις μου ΜΟΝΟ την όσφρηση, και για έναν αποκλειστικό λόγο: Κάποιοι σκοπίμως διαδίδουν ότι η όσφρηση είναι η πρώτη αίσθηση που μας έρχεται και η τελευταία που θα μας εγκαταλείψει, μπαίνοντας-βγαίνοντας σε τούτον τον άπιστο αναίσθητο και μαλάκα ντουνιά. (Λέτε από τούτο ο Τσαγκαρουσιάνος να εμπνεύστηκε το αρκτικόλεξο LIFO; "First in, last out»; Χαχαχα.)


Επιμένω και παραμένω εδώ, καθότι πολύ βασικό. Όποιος με έχει δει να κρατώ το πακέττο μου κάνα τέταρτο κοτσαρισμένο-κρεμάμενο απ' την εκπάγλου-γλυφής μύτη μου, όχι μόνο απόρησε κι εκνευρίστηκε, μα ίσως ψυλλιάστηκε πως είμαι τε-λειωμένο χαρμάνι. (Και η απορία και έκπληξη συγκρούονται και ανακατεύονται μόλις βλέπει δικέφαλους-τούμπανα, βουνά-επιστήθιους και τετρακέφαλους συρματόσχοινων μάτσο... χμμμ, αυτά γράφω και μετά ουδείς με διαβάζει.)


Τέλος πάντων έρχεται κάποια στιγμή... Η στιγμή, και τραβώ το τσιγάρο. Το ανασύρω αργά-τελετουργικά απ' την θέση του την φωλίτσα του, την συστοιχία την αγκαλίτσα του, κατεβάζω το πακέττο σε δεύτερο πλάνο και υψώνω το σωληνωτό άσπρο χαρτί μετά τού πολυτίμου ταμπάκου... στα χείλη μου. (Δεν πρέπει να σας κρύψω ότι, εκτός από το υπόλοιπο παρουσιαστικό μου το οποίο διαθέτει Απόλλωνα κεφαλή, κορμό Ηρακλή, πόδια Kai Greene και μεσούλα Plisetskaya, τα χείλη μου τα κοπιάρισε ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ για την ταινία Havana.) Από δω ξανά-ξεκινά δεύτερο «στάδιο» εισπνοής, μα ΠΡΟΣΟΧΗ: Δεν το βάζω αμέσως στο στόμα μου μα τα φέρνω και πάλι στην μύτη μου – ξέρω ξέρω, έχω νομοτελειακά «καρφωθεί» πως έχω πρόβλημα με το δικό μου πουλί, καθώς η μύτη θεωρείται προέκταση πέους. Όπως και η μοτοσυκλέττα. Όπως και η Ferrari, (όχι η Lamborghini ή το Yugο). Όπως και ένα κάρρο άλλα αντρικά παραφερνάλια, που κάποια φεμινίστρια στραβοχυμένη κουφάλα κατηγοριοποίησε και τα κατηγόρησε ως φαλλοκρατικά σύμβολα και αξεσσουάρ μας.


Συνεχίζω όμως ακάθεκτος. (Γι' αυτό, κι επειδή η ανάγνωση θα τσιχλώσει απολαυστικά, αφρίστε μια μπύρρα.) Κρατώ ανάμεσα δείκτη κι αντίχειρα το τσιγάρο και το ελαφροπατώ βασανιστικά, χαϊδευτικά, τραγανιστά, αυνανιστικά. Επειδή οι περισσότερες μάρκες τσιγάρων «μου» ήτανε άφιλτρες, με τούτη την ελάχιστη συμπιεστική κίνηση, τρίβεται καυλιάρικα το ταμπάκο και το χνώτο του ξερνά, όπως ακριβώς τις μασχάλες της τις ελαφρούλικα αξύριστες αποκαλύπτει η Γαλλιδούλα μου όταν είναι υγρή κι έτοιμη να με πνίξει στον σηραγγώδη Σηκουάννα... της. (ΟΚ ΟΚ, δεν συνεχίζω. Με διαβάζουν και έφηβες, και δεν πρόκειται να είμαι εγώ εκείνος που θα λύσει το δημογραφικό τής Ελλάδας.) Notam προσωπική: επειδή όπως σας προανέφερα είμαι παντελώς-ερασιτέχνης καπνιστής, κρατώ το πακέττο τόσο καιρό, που σχεδόν διαλύεται τούτο. Τα τσιγάρα εντός του χτυπιούνται και τρίβονται, το κουτί τσαλακώνεται και το περίβλημα στραπατσάρεται, τον χειμώνα μάλιστα που μπαινοβγαίνουν αυτά στο δερμάτινο τζάκετ τής μοτοσυκλέττας, το πακέττο διαλύεται προτού καπνίσω εγώ τα εντός του τσιγάρα! (Σας είπα: είμαι η δίποδη, κινητή και λογοτεχνική «ντροπή» τού καπνιστή.)



Επειδή λοιπόν τα τσιγάρα μου συνήθως είναι πολυκαιρισμένα μπαγιάτικα, ο Αμερικάνος νονός μου που ίνδαλμά μου και δάσκαλός μου είναι προσωπικός, μ' έμαθε το τσιγάρο να το σαλιώνω κατά μήκος πριν το καπνίσω. Να το ακοστάρω δίπλα στα χείλια μου, να μισοελαφροπεταχτοκαυλοβγάζω την μυτερούλα ακρούλα από την ροζούλα γλωσσίτσα μου – ε ρε ο σατανάς κέφια που έχω! – και πάνω της να συρταρώνω γκαβλιάρικα κι αισθησιακά, ερωτικά πανηδονικά την ράχη τού δύστυχου σιγαρέττου, το οποίο σίγουρα θα έχει ανατινάξει τον προστάτη του από τούτο το ιεροφαντικό coitus interruptus το καπνιστικό μου. Ως όφις εγκαταλείπω σταγονίδια σίελου – πού 'σαι μωρή Εμπειρίκω εφοπλιστάντζα to eat and bite all my dust? – κατά μήκος τού άρτι-νωτισθέντος σιγαροχάρτου, εμποτίζων τα ψιλοκομμέ-φυλλέ κομμάτια καπνού, κάτωθι κει, αβλεπί. (Το ότι η υγρασία ετούτη, η «ψυχρασία» αυτή – πού 'σαι ρε Ζήκο; – προσδίδει νέα νεότη στον ήδη-καταβεβλημένο καπνό, «δεν το συζητώ» που λένε κι οι ψόφιες και γλώσσα μέσα δεν βάζουνε, αφού βεβαίως εκεί και έτσι που πρέπει να την βάλουνε, δεν τηνε βάζουν!)


Τέλος πάντων – με παρακολουθούν Σατανάς και Θεός, και θέλουν να δουν πού το πάω – κάποια στιγμή τοποθετώ απαλά και προσεκτικά, τρυφερά και ηδονικά το ετοιμασμένο τσιγάρο στα χείλη μου κι εκεί το κρατάω. Για λίγο, όχι πολύ. Κάνα δίλεπτο λίγο, κάνα τεταρτάκι πολύ. Καμμιά ώρα κομμάτι, ένα ολόκληρο 'λιοβασιλέματος 'πόγιομα, και μέχρι να βγει το φεγγάρι. Καθώς ήδη στο έμπειρο χέρι μου σπαρταράει ο αναπτήρας ή το σπίρτο. (De rigeur, μια στάση εδώ.)


Το θέμα «φωτιά» το πλήρωσε χοντρά το ανθρώπινο γένος. Εκτός απ' το ότι ο φιλάνθρωπος Προμηθεύς «έφτιαχνε» κάθε μέρα καινούργιο συκώτι δωρεά-αετού, εκτός απ' τον κυψελιώτη κύριο Μίμη Πλέσσα, με το ανεπανάληπτο λαϊκό – αν και συγκρουσιακό – χιτ «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου», και εκτός απ' τον νεοκλασικό άντρακλα Νίκο Κούρκουλο που στραβοζεϊμπεκοχόρεψε το προειρρηθέν άσμα, επαναλαμβάνω πως το θέμα «φωτιά» έχει κάψει πολύ κόσμο. Απ' το politically-correct αμερικάνικο-παιδικό "Don't play with matches", μέχρι το αποκαλυπτικά χριστιανικό «Θα ρίξει φωτιά ο Θεός να σε κάψει, αν δεν σταματήσεις να παίζεις με το πουλάκι σου». Απ' το «Φωτιά με φωτιά» τού τενόρου Πάνου Κιάμμου, μέχρι το «Με μπικίνι και χωρίς κόμπλεξ η 42χρονη σταρ βάζει φωτιά στο Instagram» τής εγκύρου ημερησίας εφημερίδας η ΕΣΠΡΕΣΟ του ΠΕΚΙΝΟΥ. (Δεν είναι για παιχνίδι αυτά, παρακαλούνται «Μόνο οι άνω των 8» να ασχοληθούν παρακάτω για να διαβάσουνε.) Τέλος πάντων, εγώ ειδοποίησα. Ξανά.


Υπάρχει και ζει – και μας οδηγεί – κανών ένας: όσο πιο καλός ο καπνός, τόσο πιο με σπίρτο παλιό-κλασικό πρέπει να αναφτεί. (Προς Θεού: μην πάρετε εσείς ακουαφόρτε και το πετάξετε πάνω του, για ν' ανάψει. Μας αρκεί μια Κούνεβα που μας έκοψε την χολή και μας ξεφτίλισε μια-και-καλή, τέλος το πολιτικό μας σποτάκι.) Όταν γράφω για σπίρτο εννοώ εκείνο το μικρό κομματάκι ξυλάκι, που αν καταφέρετε και το ξεκολλήσετε απ' τα στόματα των κ.κ. Elli Wallach, Clint Eastwood και Lee Van Cleef, τότε είστε πραγματικός άντρας. (Τότε μόνον το Colt 1851 Navy Percussion που οι προαναφερθέντες ηθοποιοί κρατούν και συνεχώς χρησιμοποιούν ισούται εις μήκος με τους όρχεις σας, ένθεν κακείθεν εκείνου!) Εάν λοιπόν καπνίζετε εκείνα τα λαθραία τσιγάρα που πουλούν Ρωσσοπόντιοι στην Κεντρική Αγορά Αθηνών, ανάφτε τα και με μπιστολιά, ανάφτε τα και με βαρελότα Βροντάδου – ουδεμία ζημία ή σημασία. Άμα όμως έχετε στριμώξει ένα vintage Pall Mall – άφιλτρο φυσικά, σαν κι αυτά που καπνίζει συνέχεια ο my lips-copycat, Mr. Robert Redford, THE Man himself – τότε, οτιδήποτε λιγότερο από φύλλο κέδρου Λιβάνου θα σας κάνει ΜΕΓΑΛΗ ζημιά, ΚΑΙ σε γεύση, ΚΑΙ σε αίσθηση, ΚΑΙ σε μαγεία. (Πιστέψτε με, κι αν δεν μπορείτε, παντρέψτε με.)



(Επανέρχομαι λοιπόν, καθώς ήλθε η ώρα.) Όλα είναι στην θέση τους: 1/ Το τσιγάρο στο θεληματικό, μισάνοιχτο και υγρό, προκλητικά κοφτερό, αντρικό στόμα. (Τί, μόνο η Λένα Μαντά και η Μπάρμπαρα Κάρτλαντ ξέρουν ρομάντζα να γράφουνε; Αμ ξέρει κι ο ΦΩΤΟΣ!) 2/ Το σπίρτο αναμμένο και όρθιο, αλειμμένο και επικίνδυνο, «προμελετημένο, καρφωτό και λαδωμένο» που θα 'λεγε κι ο Βασίλης Τσιτσάνης, εάν του επέτρεπε η τρικαλινή αρχοντιά του στο δικό μου επίπεδο να κατέλθει, 3/ Το βλέμμα τού καπνιστή μισόκλειστο κι αδιαπέραστο, η μύτη τού ταμπακιέρο – ναι ναι, προσπερνάω, την προσπερνάω – το κεφάλι τού φουμαδόρ σε ημικλινή ένταση, ο σβέρκος τού χαρμάνη σε κάμψη σακάτη... Και μόλις συνάπτεται ο υμέναιος τσιγάρου-φωτιάς – επιτρέψτε μου να το χοντρύνω λιγάκι, αφού δεν σηκωθήκατε για να κατουρήσετε και επιμένετε εμέ να διαβάζετε – τότε ΑΥΤΗ η στιγμή ΑΚΡΙΒΩΣ είναι τόσο ΜΟΝΑΔΙΚΗ, που με άλλες δυό ΜΟΝΟΝ προσομοιάζει. (Έτοιμοι;) Μοιάζει φίλοι και φίλοι – οι φίλες θα σοκαριστούνε ευχάριστα, όπως ακριβώς ο Ψυχάρης όταν έμαθε τον θάνατο τού Χρήστου Λαμπράκη – α/ με την πρώτη γουλιά αγαπημένου-παγωμένου ποτού που βάζει ο άντρας στο στόμα και β/ με τους πρώτους πέντε πόντους πυρπολημένου-προεντεταμένου πέους που βάζει ο άντρας στον κόλπο γυναίκας. (ΣτοΝ κόλπο είπα, και όχι στο κόλπο μίας γυναίκας – προσοχή, there is a WHOLE world of difference and injury and pain involved into this πυθαγόρειο νι.)


Τώρα, ρηηηηηηηηηηηηηηλλλλλλλλλλλλλλλλάάάάάάάάάάάά΄ξξξξξξξξξξξξξξξξξξξξ. Εδώ ήρθαμε, γι' αυτό ήρθαμε κι από τούτο θα φύγουμε, όταν. Σαν την στιγμή ΤΟΥΤΗ, άλλη μία υπάρχει στην γη: ο οργασμός. (Και στον ουρανό, ο διαλογισμός.)Τα δέκατα τού δευτερολέπτου εκείνα όταν ο καπνός έχει καργάρει την στοματική κοιλότητα, έχει μπουκάρει στην σοφίτα τής μύτης, έχει βουτήξει στ' αμπάρια πνευμόνων κι έχει τιγκάρει τις ευσταχιανές. Έχει πιτογυροδιπλώσει την γλώσσα, έχει περάσει τα δόντια ένα πίσσας ακρυλικό, έχει ποτίσει το σάλιο, έχει ανατινάξει το αίμα, έχει τσουρώσει τα επινεφρίδια, έχει ξεκορδελιάσει τον μυελό κι έχει τσιμεντώσει τα κόπρανα, (η χαρά κι ευλογία τού δυσκοίλιου amongst others). Πού και να 'μουνα ιατρός: σε φέϊγ-βολάν να 'χα τυπώσει τούτο που τζαμπέ σεις διαβάζετε και γελάτε μ' εμένα, στο Μάλιμπου τώρα θα 'μουνα με τα Καρντασιανάκια μανικιούρ να μου κάνουνε, η Μελάνια τον καφέ θα μου σέρβιρε κι η Βασιλική Θάνου θα τηλεφωνούσε στον Αλέξη, να διώξει τον Καρανίκα ώστε εμένα να πάρουνε. (Όχι στον στρατηγικό σχεδιασμό, τί ξέρω εγώ με του Harvard το εκκωφαντικό διδακτορικό, εγώ ζήτησα να συνοδεύω τα βράδυα αυτό το μωρό που το λένε Αχτσιόγλου.)


Ουσιαστικά ο ρόλος μου ως χρονογράφου-διηγηματογράφου έχει τελειώσει. Μαζί του τελείωσε και ο ρόλος μου ως παλμογράφου-καρδιογράφου. Αυτός όμως που τώρα απλώς ξεκινά, είναι ο ρόλος τού συναξαριστού-υμνογράφου τού αγίου Καπνού, του οσίου Ταμπάκου – όχι Ταμτάκου ανάγωγοι – και του μάρτυρος Νικοτιανού, της οικογενείας Στρυχνοειδών, της τάξεως Στρυχνωδών, της ομοταξίας Μονοκοτυλήδωνων, της συνομοταξίας Αγγειόσπερμων και του βασιλείου Φυτών σκέτων. (Ουφ!)


Με τις πρώτες τζούρες και ρουφηξιές, πατησιές βαρβάτες και αξέχαστες τραβηξιές – ε ρε μάγκες μου κέφια και γλέντια. Ουδείς άλλος κατοικεί επί γης, εκτός από εσάς και το τσιγάρο στο δάχτυλο and I'm writing about pure magic here. (And the kind of completely unmolested one, if you catch my drift.) Τί να κλάσει το ΛΟΤΤΟ και το χατ-τρικ τού Ολυμπιακού. Τί ν' αεριστεί η κασσέττα τής Πάμελα Άντερσον και του Τόμμυ Λη. Τί να μυρίσει το Chanel no. 5 σε εμφιάλωση Πακιστάν και να εξαερωθεί η οσμή κολπική, δεκαεξάχρονης καλλονής, μόλις έχει αυτή φωτογραφηθεί με τον Τζάστιν Μπήμπερ και προτού τούτος «την πάρει» στο σεπαρέ το χαρέμι του. (Νuff said, right?)


To Fort-Nox να χαρίσουν σε καπνιστή, την στιγμή αυτή με τίποτα δεν την αλλάζει. Ρε να του πούνε «σε καταριέται η μάνα σου», αγρόν αυτός θ' αγοράσει, (κι ας έχει αδήλωτο ημιϋπαίθριο). Ρε τον Τορκουεμάδα απ' τον τάφο να του σηκώσουνε, καρφιά πυρωμένα στην ουρήθρα τούτος να του περάσει – βράχος ακίνητος ο καπνιστής, τα γέλια απ' την κυνική αδιαφορία θα βάλει. Ρε ανάσκελα έτοιμες κι ανοιχτές την Κατρίν Ντενέβ (στα νειάτα της), την Μπριζίτ Μπαρντό (στα νειάτα της) και την Σοφία Λώρεν (στα νειάτα της και αυτή), μαζί με την Λετίτσια Καστά (now you're talking man!), την Ναόμι Κάμπελ (now you're mean man!) και την Μόνικα Μπελούτσι (now I'm coming maaaan!) – Αλάσκας παγωμένο ηφαίστειο ο καπνιστής, βουδδιστής μοναχός σε ντεκαποτάμπλ μοναστήρι στην Λάσσα χριστουγεννιάτικα, και-δεν-τρέχει-Παΐσιο-κάστανο ο ερίφης!



Και σοβαροπροσωπολογώ: ΠΟΤΕ μου δεν θα ξεχάσω την στιγμή και την εποχή, που κάπνισα το τελευταίο μου άφιλτρο, το Pall Mall μου. Με κάθε τζούρα ένιωθα ότι «Η ζωή / Η ζωή εδώ τελειώνει / Σβήνει το καντήλι μου», κυριολεκτικά. (Και πού, αληθινός καπνιστής να 'μουνα.) Με κάθε αγωνιώδη και μοιραία ρουφηξιά αισθανόμουν ότι «Η ψυχή / Η ψυχή, σαν χελιδόνι / Φεύγει απ' τα χείλη μου», επιθανάτια κι επιγραμματικά. (Και πού να κάπνιζα τέσσερα πακέττα Marlboro, όπως ο μπριλλάντε ζωγράφος και κύριος Γιώργος Σιούντας.) Δεν θέλω να το χοντρύνω – γι' ΑΥΤΟ το χοντραίνω – μα σε μία χώρα όπου έγινε επιτυχία το Βαζαιογιαννούλειο «Να σταματήσω δεν μπορώ / εσένα και το Μαλμπορώ», ή πολιτικό άσυλο στον προσωπικό τεκέ τού Ερντογκάν πρέπει να αιτηθούμε, ή το σκουριασμένο ξυράφι τού Βαν Γκόγκ να αρπάξουμε και να κόψουμε σύρριζα τα αυτιά μας. Και ουράνιο με υδράργυρο μέσα να ρίξουμε εν είδει τσιμέντου.


Πώς η γυμνασιακή αγαπούλα σου απομακρύνεται στην φθινοπωρινή βροχερή λεωφόρο, χέρι-χεράκι με τον φρέσκο της πουστόφλωρα γκόμενο; Πώς η φοιτητική Ιμπαρούρι σου ξυρίζει επιτέλους γάμπες κι αιδοίο, φοράει ταγιέρ και βαρά δωδεκάωρα στην διαφημιστική, στην χρηματιστηριακή, στης Κωνσταντινουπόλεως τα στουντιάκια; Πώς το πρώτο ποδηλατάκι σου, το αρπάζει ο πατέρας σου και σου λέει «το κλειδώνω στο υπόγειο, μέχρι να μου φέρεις δεκάρια στον έλεγχο»; Πώς ο σκυλάραπας σού κολλάει στο κούτελο την κρύα κάννη τού Browning, σου αρπάζει μέσα απ' τα χέρια τα κλειδιά τής ολοκαίνουργιας Mustang σου κι απομακρύνεται να την πάει να την «κόψει» στην αλάνα τού Χόρχε; (Να συνεχίσω; Δεν σας ρωτώ, συνεχίζω.)
Πώς ο καριόλης συνάδελφος λάδωσε κι έγλυψε, κώλο έστησε και πρωκτό πρόσφερε - ή εάν πρόκειται περί τής θηλυκής συναδέλφου, μ' έναν ξεπεταχτό πεοθηλασμό, την προαγωγή μέσα απ' τα χέρια σας άρπαξε και μείνατε εσείς στο φωτοτυπικό αμανάτι; Πώς χτύπησε το τηλέφωνο και κάποιος σάς ανακοίνωσε ότι μακρυνός μα αγαπητός ξάδελφος στούκαρε με τ' αμάξι, βούλιαξε με το σαπιοκάραβο, τονε φάγαν οι Μαορί, έσβησε με καρκίνο 25 κιλά σκελετός; (Άσ' τα να πάνε.)


Ένα γρήγορο σπριντ λοιπόν προσωπικό μου "down memory-lane" τα εξής βγάζει:



Το πρώτο μου τσιγάρο ήταν ΑΣΣΟΣ άφιλτρος-φυσικά, τράκα απ' το ανύποπτο πακέττο τού πατέρα μου. Το πρώτο μου πακέττο αγοραστό ήταν HELLAS SPECIAL, τόσο για την ασύλληπτου design κασσεττίνα του, όσο και γιατί μύριζε απολύτως εξωτικά. Εξαμερικανισμένος στην εφηβεία μου, με τον αλήστου μνήμη ξάδελφό μου μαζί ψωνίσαμε το πρώτο μας ASTOR. Mε το πρώτο μου ΡΗΓΑΣ αυνανίστηκα, θέλοντας να ταιριάξω τον οργασμό από μέσα μου, με τον οργασμό από έξω μου, (ποιός είναι ποιός, εσείς να το βρείτε). Μια κι οι συμφοιτητές μου ήταν γραμμένοι-τσιμεντωμένοι στην ΚΝΕ, δοκίμασα τα Santé τους και δεν μου αρέσανε, μα δεν τα ξέχασα όμως και τα ξανακάπνισα είκοσι χρόνια αργότερα. Όταν το ζετεμάκι μου σπούδαζε στο Παρισάκι του θεώρησα πρέπον και σκόπιμο να το παίξω κι εγώ Σερζ Γκαινσμπούργκ, κι έτσι στρώθηκα στων Gitanes την μελέτη. Στο Πολεμικό Ναυτικό που υπηρέτησα, κόλλησα με τα Winston ενός κληρούχα κι επειδή τον λαιμό μού ανέσκαψαν, το γύρισα στο πιο υγιές Lucky Strike. Kαι τότε, και τότε, «σαν αστραπόόόβροντο» εμφανίστηκε στην ζωή μου και στα χέρια μου έπεσε το... «παλμαλάκι»! (Όχι το μπουζουκόβιο παλαμάκι, ούτε το σεξουαλικό μπαλαμούτι, έτσι;) Εννοώ κι αναφέρομαι στο κοντοστούπικο και αξέχαστο, γευστικότατο και μυρωδικότατο, κόκκινο και τσαχπίνικο Pall Mall, το οποίο με το μοναδικό του θυρεό και mottο "In hoc signo vinces" – «Με τούτο το έμβλημα νικάς» – έχει ισοβίως ταττουαζαριστεί όχι μόνο εκεί που πιάνει η μελάνη, αλλά και εκεί που ούτε τα σκουλήκια τής γης θα διανοηθούν ν' ακουμπήσουν.


Ποιό άλλο τσιγάρο μωρέ είναι βαλμένο στο πακέττο ανάποδα, τούμπα; Έτσι ώστε, αφού είναι άφιλτρο, να μην το πιάνει και το «λαδώνει» το μαστόρι ή ο χτίστης, ο λαδάς ή ο θερμαστής, ο εφαρμοστής ο καλουπατζής, ο γεωργός ο σιδηρουργός κι ένα τραίνο άλλοι υπόλοιποι πραγματικοί άντρες; Ποιό άλλο τσιγάρο μωρέ πρωτοκυκλοφόρησε το 1899, ως premium cigarette μάλιστα, και πήρε το όνομά του από γνωστό λονδρέζικο δρόμο; Ποιό άλλο τσιγάρο μωρέ έγινε «νούμερο ένα» την λαμπρή και δύσκολη δεκαετία τού '60, οδηγώντας εσωτερικά και υπόγεια τον πλανήτη ολόκληρο με την ρήση του "Per ardua ad astra", («Μέσω αντιξοότητας στα αστέρια»); Ποιό άλλο τσιγάρο μωρέ «παντρεύτηκε» τον δίδυμο «αδελφό» του – το Lucky Strike – σε ένα εταιρικό merge n' buy-out το 1994; Ποιό άλλο τσιγάρο μωρέ διαθέτει ΚΑΙ τρίτη επιγραφή, τρίτο σύνθημα, τρίτο τσιτάτο κι υπογραφή, "Wherever particular people congregate"; (Προσοχή στο "particular" και το "congregate" πληηηζ!)


Το ομολογώ: είμαι άπιστος. Όχι στις σχέσεις μου στις οποίες είμαι ακραιφνώς μονογαμικός, αλλά στα τσιγάρα μου, προ και μετά τού Pall Mall ο μαλάκας. Τον άφησα τον κόκκινο δυναμίτη αυτόν και ασχολήθηκα με κάτι Marlboro menthol πράσινα, με κάτι Dunhill blue τής δεκαετίας τού '90 – εκείνα στην παλιά κασσεττίνα την κυριλέ, που βγαίναν για χρόνια μόνο σε βαθύ κόκκινο, «σχεδόν μαύρο» κύριε Βαλτινέ μας χασμουροακαδημαϊκέ μας! Ακόμη και επειδή ο Μάστοράς μου των εγγλέζικών μου μοτοσυκλεττών Ευριπίδης Αλεξανδρόπουλος κάπνιζε Αντινικότ 22, έκανα και εγώ το «αγροτικό» μου δίπλα του, έκατσα ώρες ατέλειωτες να τον παρατηρώ να τον βοηθώ, να του ψήνω τον ελληνικό και να του δίνω τα γερμανοπολύγωνα, να κρατάω ακίνητο τον σκελετό για να «κρεμάσει» ο Άρχοντας το κιβώτιο τού NORTON Cοmmando μου.



Κι όταν εκεί γύρω στα τέλη τής δεκαετίας τού 2000 το άφιλτρο Pall Mall απ' την αγορά εξαφανίστηκε, προσπάθησα εγώ να το σώσω καπνίζοντας το «καινούργιο» Pall Mall Filter. Ρε σεις; Άπαξ κι η γυναίκα σας με άλλονα έφυγε, μπορείτε εσείς να έχετε ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΤΟ ΣΕΞ, με την πρώτη-τυχούσα βιτσιόζα; Ρε σεις; Άπαξ και πουλήσατε – λόγω ανάγκης – την ALFA Romeo και δη την 2000 GT Veloce σας τού 1973, μπορείτε εσείς να μπείτε να οδηγήσετε ένα Nissan Micra; Ρε σεις; Άπαξ κι ο γιατρός το Lagavulin σάς απαγόρεψε, μπορείτε εσείς να πιείτε ένα κατρούτσο-σε-κατρουλιό, είτε ούζο είναι αυτό, είτε ρετσίνα γιοματάρι σιχτίρι; Είχα πρόβλημα σοβαρό, και θα το λέω ως το τέλος τούτης της δακρύβρεχτης συγγραφικής και καπνιστικής λιτανείας: και πού να 'μουνα πραγματικός καπνιστής!


Αποφάσισα λοιπόν να συγκεντρωθώ, να προσηλωθώ και ν' αποκτήσω ΕΝΑΝ σκοπό, ΕΝΑ πακέττο, ΕΝΑ τσιγάρο προσωπικό. Και μετά την πώληση-απορρόφηση-εξαφάνιση τού ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΣ, ΕΝΑΣ δρόμος απέμενε, ΕΝΑ ελληνικό εμπορικό σήμα, ΕΝΑ τσιγάρο – "and the winner was" ΚΑΡΕΛΙΑ. (Πάντοτε άφιλτρο. Και μάλιστα στην επανεμφανισθείσα κλασική κασσεττίνα του, την «χρυσή» που την λένε οι ανά-την-επικράτεια περιπτεράδες συγχωρεμένε κύριε Μπουσμπουρέλη μας.) Κaι άραξα εδώ, απολαμβάνοντας a very distant second βέβαια, μα άμα το καλοσκεφτεί κανείς, όχι και μακρινή τόση. Τα ελληνικό αδελφάκι τού «δικού μου» Pall Mall δεν είχε ΤΙ-ΠΟ-ΤΑ να ζηλέψει απ' τον αμερικάνο πρόγονό του αυτόν, στεκόταν στο χέρι μου και το στόμα μου, στα πνευμόνια μου και το σάλιο μου, στον γαλλικό μου καφέ και στο αμερικάνικου-νότου μπέρμπον μου μία και δύο και χιλιάδες χαρές – το προσυπογράφω. Έβγαινα από τρίωρο ψαροντούφεκο και τούτο αναζητούσα, λες και σε λίγο στην ηλεκτρική καρέκλα θα με καθίζανε. Πήγαινα στο χειμωνιάτικο Au Revoir – τον παλαιότερο, μοναδικό και διάσημο Ναό οινοπνεύματος στην Αθήνα την πόλη μου και την Κυψέλη την γειτονιά μου – και το ΚΑΡΕΛΙΑ το άφιλτρο συνόδευε άνετα και διακριτικά, αδρά κι υποστηρικτικά, ξερά και μυρωδικά είτε το απογευματινό Campari μου, είτε το βραδυνό Jim Beam μου, είτε το χαραματιάτικο Oban Single Malt μου.



"I rest my case, your Honor" ήμουν πανέτοιμος να δεσμευτώ, μέχρι που ένα βράδυ αμαρτωλό, ο εξοντωτικός συνδυασμός αφαγίας δύο ημερών, τεσσάρων γενναίων και βιαστικών ποτών, πέντε τσιγάρων πατητών-ρουφηχτών και δύο ματιών που μού κόψανε ήπατα-νεφρά-κουράγια και με ματιάσανε μπούνια, βρέθηκα – ποιός; Εγώ! – στο πάτωμα τού Au Revoir, κοστουμαρισμένος το μουσκεμένο στον ιδρώτα μου Hugo Boss, τις Buffalo καουμπόϋκες μπόττες μου με τις φλόγες και τα γαζιά στο ανάσκελο, τα σκούρα μου Ray-Ban κάπου σκόρπια κοντά και το ROLEX Sea-Dweller μου να μετρά την καρδιακή αρρυθμία που είχα αναιτίως και υπαιτίως βαρέσει! Τί ντροπή. Και σαν να μην έφτανε καν αυτή, επειδή δεν συνερχόμουν απ' την κολπική μαρμαρυγή και την εφίδρωση, απ' το μεθύσι και το σοκ νικοτίνης, απ' τις ζαλάδες και την παρεπόμενη πτώση τής πίεσης, απ' το πρωτοφανές μάτιασμα και το πύρκαυλο «Σε θέλω τώρα ολόκληρο μέσα μου, μα συνοδεύομαι – δε βλέπεις; – απ' το μαλάκα η μαλάκω. Και τί να σου κάνω αν θες, πάμε κάτω στην τουαλέτα ΤΩΡΑ να με πάρεις ΑΠΟ ΠΑΝΤΟΥ κι ό,τι γίνει ας γίνει, τρελαίνομαι και δε ξέρω τί θα κάνω μαζί σου ΕΔΩ» τής κουκλάρας που με κοίταγε, και μου «το 'χε κάνει» με τα μάτια όσες φορές έπεσε στο κρεβάτι η Γαβριέλα των Αθηνών, όσα έκλεισε ραντεβού η μαστρωπός μαντάμ Κλωντ τού Παρισιού και όσους ξεπέταξε άντρες η Χιούστον η πορνοστάρ, εκείνη μωρέ που «πήρε» σε μία ταινία 620 νομάτους-σερί, μαζί με το βραβείο Γκίνεςς τής πορνοβιομηχανίας! (Μ' αυτά και μ' αυτά, αφίχθη το 166 τελικά απ' το πουθενά και με ρούφηξε μέσα του, ώστε στοργικά κάποια στιγμή στο Γ.Ν.Α. Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ να με αποθέσει χαράματα, να περάσω ζεστούλικα κι ήσυχα την βραδυά σε μια very cozy γωνίτσα-κρεβάτι.)


Εδώ «έκλεισα» που είπε το έτερο τοτέμ το ελληνικόν... η Δήμητρα Λιάνη. Άπαξ και η στο εξωτερικό προσπάθειά μου για ανεύρεση τού αφίλτρου Pall Mall απέβη άκαρπη και τραυματική, το έκοψα το ρημάδι για χρόνια. Βρε τί το επόμενο βιβλίο μου έβγαλα, τί στο Aikido το έριξα, τί στις γκόμενες τού Reiki τα έριξα – τζίφος. Το σταθερό κι ανικανοποίητο αίτημα των πνευμόνων μου, μία λεξούλα κατείχε: Pall Mall. Το άμεσα-απαιτητό και αδιάφορα-επιθετικό αίτημα τού καφέ και του ποτού μου, μία φρασούλα κατέθετε: Pall Mall. Το εξουθενωτικό και ταπεινωτικό αίτημα τού before-sex και après-sex μου, μία παράγραφο δίλεξη καταλάβαινε: Pall Mall. Ε, «τα πήρα»! Μετέφερα λοιπόν το αίτημα τούτο τού εαυτού μου στον καθημερινό μου διαλογισμό και σοβαρά αντιμετώπισα την σφαγιαστική μου επιθυμία ετούτη: «Ή ταν, ή επί τας» ήτο το εσωτερικό mantra και motto μου, «εάν δεν βρω λύση σε τούτο το καίριο πρόβλημά μου, τις ενωμένες δυνάμεις Kυότο-Σινά να επιστρατεύσω, τα Κατουνάκια με την Ποκάρα να ενώσω εγώ – πάει θα τρελλαθώ, σαν την γκόμενα που με πέταξε χάμω.»



Έρχεται όμως αιφνίδια και κρυφά κάποια στιγμή, και το πρόβλημα – όποιο πρόβλημα – μόνο του λύνεται κι αυτομάτως. Πήγα στον Βαγγέλη τον περιπτερά, κοίταξα και μελέτησα επί ώρα τον ταμπάκικο πύργο πίσω του κι άπλωσα μηχανικά τα χέρι μου ΣΤΟ πακέττο. Έτσι στεγνά και ψυχρά, έτσι ξερά και απλά, έτσι αποφασιστικά νομοτελειακά, έτσι. Μπορεί "George Karelias and Sons" πάλι ν' ανέγραφε, μπορεί "Excellence" ως τίτλο να πρόβαλε και "Luxury Virginia" να υπέγραφε – μα τώρα ήξερα πια, είχα βρει την μεθαδόνη μου κι ελιξήριό μου. Μπορεί να μην ήτανε άφιλτρο, μπορεί να ήτανε ένα μίγμα παλιού Dunhill μπλε και κυριλέ KAΡEΛIA Φίλτρο, μα για να συνεχίσω – out of all άκαπνο people in this world – να ζω, το Pall Mall έπρεπε να ξεχάσω. Έρχεται μια στιγμή στην ζωή – μωρέ πολλές περισσότερες είναι αλλά συνηθίζεις τελικά, δεν πειράζει – και πρέπει να ξεχωρίσεις τις ψυχρές αναμνήσεις σου από τις θερμές σου επιθυμίες, τις γηραιές εξαρτήσεις σου από τις νεανικές ικανότητές σου, τις παλαιές επιδόσεις σου από τις τωρινές δυνατότητές σου. Όλα έχουν το τέλος τους και δεν περίμενα ΠΟΤΕ ότι ένα «ταπεινό» πακεττάκι τσιγάρα – έστω Pall Mall – θα μου σφράγιζε το μέγιστο υπαρξιακό-φιλοσοφικό θέμα και ερώτημα τούτο, με τέτοια τελική άνεση και τέτοια οριστική βεβαιότητα. Ό,τι έζησες γεύτηκες κάπνισες κύριε – ΑΥΤΟ ήταν τελείωσε, δεν πρόκειται να ξανάρθει. Γιατί ΑΥΤΟ είναι η ζωή, ένα τσιγάρο Pall Μall τελευταίο. Και εάν εσένα σού πήρε μερικές δεκαετίες να τ' αντιληφθείς, τί είναι αυτές μέσα-μπροστά στην αιωνιότητα πάντα; Τίποτα δια παντός δεν κρατά, η ζωή των ανθρώπων δεν γίνεται ΓΙΑ ένα πράγμα, ΜΕ ένα πράγμα, ΠΡΟΣ ένα πράγμα ΠΟΤΕ τελικά. Η ζωή των ανθρώπων βαστά όσο ένα τσιγάρο αληθινά: ξεκινά με φωτιά, σου θολώνει μετά τα μυαλά, σου καίει δάχτυλα και πνευμόνια κανονικά και την κρύα πυτζάμα σου γεμίζει με στάχτη νομοτελειακά – δεν πειράζει. Αρκεί που έζησες την ψευδαίσθηση τού καπνού ως συντροφιά, αρκεί που ρούφηξες την πραγματικότητα τού ονείρου ως λησμονιά, αρκεί που έζησες την αιωνιότητα σε τρία λεπτά – όσο κρατά ακριβώς η ζωή ενός άφιλτρου Pall Mall ουσιαστικά, αυτό είναι.


«Όπου μαζεύονται οι ιδιαίτεροι άνθρωποι» τελικά, με «όποιο σήμα νικάς» πραγματικά και «απ' την αντιξοότητα έως τ' άστρα» αληθινά – αρκούνε αυτά ως οδηγίες-κλειδιά, ως φρυκτωρίες και προσταγές, ως παρηγορία κι ευχαριστία. Εξαιρετικά και μοναδικά πράγματα είναι αυτά, γιατί είναι πολλά, και μάλιστα από ένα ταπεινό-αληθινό-τελευταίο τσιγαράκι: το άφιλτρο Pall Mallάκι!

 

ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2017

Διαβάστηκε 3037 φορές Τρίτη, 18 Ιουλίου 2017 13:39