In aeonic memory of Hugh Ηefner
Του το οφείλω αυτό. Απόλυτα κι απολύτως. (Και άλλα μερικά, μα πρωτίστως ετούτο.) Και για να τελειώνουμε εξ αρχής – καθώς οι αναγνώστες μου είναι ασυγκράτητοι και καποιανής ηλικίας πλέον – με το PLAYBOY τού Hugh Hefner «τον έπαιξα» για πρώτη φορά and here folks is the ravishing, juicy and complete story.
Παρένθεση πρώτη, μόνη μα ουσιαστική: Το σεξ είναι η βάση, το κίνητρο και η δύναμη που κάνει τον κόσμο μας να υπάρχει. Ο οργασμός είναι η βάση, το κίνητρο και η δύναμη που κάνει εμάς να υπάρχουμε. Και το σπέρμα είναι η βάση, το κίνητρο και η δύναμη που όχι μόνο κάνει τον άντρα να υπάρχει, αλλά να υπάρχει μοναδικά διακριτά, αρσενικά και δυναμικά, απ' την πρώτη φορά πάντα. (Που σαν την πρώτη, άλλη δεύτερη, ποτέ δεν υπάρχει.)
Βρισκόμαστε λοιπόν στο 1965, εγώ πηγαίνω στην 5η τάξη στο 26ο Δημοτικό στην Φωκίωνος Νέγρη και παλιάς-Λήμνου, όταν δέχτηκα ένα αιφνίδιο-συνωμοτικό τηλεφώνημα σπίτι μου, απ' τον παιδικό φίλο και γείτονά μου Γιώργο Σ. (Ας ψεκάσω τον πρόλογο με μερικά «προσωπικά δεδομένα», δεν πειράζει. Αυτό μ' έκανε εμένα συγγραφέα πανελλήνια άγνωστο και συγχρόνως ιδιοκτήτη των σώψυχων κι ιερών των ελαχίστων αναγνωστών μου.) Γεννήθηκα στην Κυψέλη, και μάλιστα ΕΚΕΙΝΗΝ την Κυψέλη που το ROXY τής οικογένειας Ανέστη ήταν κυριλέ κινηματογράφος, η Quinta τού πολίστα Μπάμπη Μουτσάτσου στην νύχτα «κένταγε», το ζαχαροπλαστείο ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ των ομώνυμων αδελφών στην πλατεία διέθετε εκείνες τις εκπληκτικές καραμέλλες μέσα σ' εκείνα τα μαγικά γυάλινα βάζα. (Σαν τα παιδικά μάτια, άλλα δεύτερα ούτε καν ως ανταλλακτικά δεν κυκλοφορούν, λέω εγώ.) Με τον Γιώργο ήμασταν φίλοι κολλητοί και συμμαθητές, ως γείτονες μάλιστα περνούσαμε ώρες ατέλειωτες παίζοντας στην ταράτσα μου, ή διαβάζοντας Coco Bill στο δωμάτιό του. Έχοντας μάλιστα μπει σε μια ηλικιακή εποχή, σωματική περιοχή και ορμονικό ναρκοπέδιο από νωρίς, ψαχνόμασταν αμφότεροι χωρίς να γνωρίζουμε τί ζητάμε, ξυνόμασταν αμφότεροι χωρίς να αντιλαμβανόμαστε τί μας τρώει και μιλούσαμε αμφότεροι ώρες ατέλειωτες γι' αυτό που ούτε εικόνα ή μορφή, σάρκα ή πνεύμα είχε πάρει ακόμα. Για μας.
Ο Γιώργος είχε «τραβήξει χαρτί» δύσκολο γιατί αφ' ενός ήταν μοναχοπαίδι και μοναχογιός, αφ' ετέρου διέθετε μια μητέρα ντίβα και σύμβολο, très προχώ και μπουτ γκαμώ και αφέ τρίτου (sic), σαν να μην τού φτάναν τα ήδη πολλά και βαριά βάσανα, συγκατοικούσε ΚΑΙ με δυό θείες που όποιος τις είδε, τυφλώθηκε. (Τότε.) Όποιος τις παντρεύτηκε, δεν άντεξε και τις χώρισε. (Μετά.) Κι όποιος τις προσπέρασε, έκτοτε υστερικά τις αναζητάει. (Πλέον.)
To cut a long and bitter and alcoholic story short, «το τηλέφωνο χτύπησε» (που είπε ο Ζαμπέτας), ο Ντανάκος το σήκωσε (που γράφω εγώ) και στην άλλη άκρη τού μαντατοφόρου καλώδιου ήταν ο φίλος μου-μεν, πύρκαυλος-δε Γιώργος, με μια φράση κάτι ανάμεσα σε διαταγή κι εντολή, γαύγισμα κι υλακή, απειλή και καταστροφή, παρακάλι κι απόγνωση σκέτη. «Ντανούλη, έλα αμέσως εδώ. ΤΩΡΑ» ο φιλαράκος μου λιγωμένα ψιθύρισε και το ακουστικό του κατέβασε, δίχως ερμηνείες κι επεξηγήσεις. (Πρώτη φορά συνέβη αυτό, έτσι.) Πάντοτε από τηλεφώνου τα λέγαμε λίγο, είτε συναντηθούμε να παίξουμε, είτε όχι. Είτε μαζί να διαβάσουμε, είτε με τις ώρες μουσική απ' το στερεοφωνικό τού πατέρα του να ακούσουμε (άλλη μεγάλη μορφή τούτος), είτε ραντεβού στην πλατεία να δώσουμε για να κοντράρουμε στο γκελάρισμα τα «κακά» super-ball μας.
Τίποτα δεν ψυλλιάστηκα και ξεκίνησα αμέσως για την οδό Βελβενδού. Στην μάνα μου ένα «πάω στον Γιώργο» μουρμούρισα, μια ματιά της αδιάφορη μού έριξε αυτή κι εγώ τριπόδισα την μαρμάρινη σκάλα τής οδού Κρίσσης, καθ' οδόν προς εκείνον. «Τί να με θέλει, και μάλιστα έτσι απότομα, ξαφνικά;» Ο Γιώργος, μεγαλωμένος στα ώπα-ώπα και με γαλλική κουλτούρα απ' την κούνια του, βεβαρημένος από γονείς απαστράπτοντες και θαμπωμένος από θειές ανυπέρβλητες ήτανε πάντοτε ευγενής προσηνής, λιγομίλητος και γλυκός, χαμογελαστός και δειλός, εκτός απ' τις φορές που τον καβάλλαγε το εκ πατρός «βλάχικο» αίμα του και τα 'κανε άπαντα «Γης Μαδιάμ» μη υπολογίζοντας τίποτα και μη σταματώντας έναντι όποιου.
Η πόρτα του ήτανε ήδη ανοιχτή κι ο Γιώργος στεκόταν στις μύτες των ποδιών του, λες και το παρκέ ήταν σπαρμένο νάρκες αλειμμένες με βούτυρο, λες και μέσα κοιμότανε ένα βρεφοκομείο μωράκια. (Περίεργο!) Δεν υπήρχε εκείνο το πρωινό ψυχή σπίτι του, και καθώς εμείς πηγαίναμε στο σχολείο τρείς μέρες πρωί-τρείς μέρες απόγευμα, ήμασταν απόλυτα μόνοι. Συνηθισμένος εγώ αυτόματα κατευθύνθηκα προς το δωμάτιό του δεξιά, όταν εκείνος – πάντα αμίλητος – απ' το χέρι με άρπαξε και λέγοντας μου ξεψυχισμένα-σκανδαλισμένα και τρέμοντας «από δω έλα», με τράβηξε στου πατέρα του το γραφείο αριστερά.
(Θα παρακάμψω ονειρεμένες λεπτομέρειες και πλάνες περιγραφές, ώστε να μην κουράσω κι αφρίσω τον σταθερά αγχωμένο και πιεσμένον αναγνώστη μου.) Το γραφείο τού «Τζιμάρα» ήταν ένα ακίνητο δρύινο θωρηκτό, επενδεδυμένο με πράσινο δέρμα. Μια καρέκλα πίσω του ανακλινόμενη και βαριά, κι όπισθέν της wall-to-ceiling μια βιβλιοθήκη με βιβλία και περιοδικά, φακέλλους χαρτιά, εφημερίδες και άρθρα κομμένα. (Ο «Τζιμάρας» ήταν δημοσιογράφος EKEINHΣ τής εποχής, που έγραφε σε φύλλα χαρακτηριστικού-δημοσιογραφικού χαρτιού κίτρινου, και μάλιστα με πένα απολύτως.) Αλλά το θέμα μας δεν ήταν ο έτσι-κι-αλλιώς απουσιάζων «Τζιμάρας», το θέαμά μου ήταν ο φίλος μου Γιώργος που με διέταξε να καθίσω στην καρέκλα τού πατέρα του ακίνητος και, με γυρισμένη την πλάτη στην βαρυφορτωμένη βιβλιοθήκη του, να κλείσω τα μάτια.
(Δεν θα παρακάμψω όμως παιδικές στιγμές και μαγεμένες περιγραφές, γιατί ΑΥΤΕΣ ΜΟΝΟ αξίζουν να υπάρχουνε και να ζουν, ιδιαίτερα εάν τα πενήντα έχεις περάσει. Πόσω μάλλον και τα εξήντα σου.) Όταν είσαι σκάρτα-δέκα ετών και «Ο» φίλος σου σού λέει «κάτσε και σκάσε», εσύ όχι μόνον κάθεσαι, μα αν σου πει «άνοιξε το παράθυρο τώρα και πήδα», θα το κάνεις εσύ. In childhood there are no buts and ifs, tomorrows or maybes: στην παιδική ηλικία και στην φιλία την παιδική υπάρχει μία ΑΓΑΠΗ μοναδική και ένας άφυλος ΕΡΩΤΑΣ που δεν θα ξανάρθουν ΠΟΤΕ, (and I rest my first – and foremost – case here). Όταν σού λέει ο Γιώργος ορθά-κοφτά κάτι, ΟΛΑ είναι προάγγελοι παιχνιδιού, ΟΛΑ είναι αφορμές για διασκέδαση, ΟΛΑ είναι βουτηγμένα σε μιά χαρά κι ευτυχία, και τυλιγμένα σε ατέλειωτες ώρες που η Disneyland και το Hollywood έπρεπε να εφευρεθούνε για να υπάρξουν. (Is this magic, or what? Όχι κυρίες και κύριοι, this is τού Ντάνη nostalgia at its sweetest AND best.)
Βουλιάζω στου «Τζιμάρα» τον θρόνο λοιπόν, με τυλίγει η μυρωδιά τού καπνού του, νιώθω το χάδι τής δικής του robe de chambre κι ακουμπώ με το χέρι μου τα χρυσά του γυαλιά. Κλείνω τα μάτια μου και προς στιγμήν ονειρεύομαι ότι είμαι σαραντάρης-πετυχημένος-δημοσιογράφος στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, ότι συνεργάζομαι με τα ΕΠΙΚΑΙΡΑ, ότι δίνω άρθρα μου στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων και κυρίως ότι φοράω γραβάττα απ' το πρωί ως το βράδυ. Ονειρεύομαι προς στιγμήν ότι με λένε Σ. Δημήτριο, ότι για σύζυγο έχω εκείνην την ψηλή και λεπτή, επιθετική κι εντυπωσιακή, αεικίνητη και δυναμική γυναίκα by the name of, by the name of, by the name of... Noémie (που σημαίνει «γλύκα» στα γαλλικά και διόλου νηνεμία στα κυψελιώτικα) και ζω συγγράφοντας στο γραφείο μου, καπνίζοντας το πούρο μου και πίνοντας το ουΐσκυ μου, ζώντας ΤΗΝ τέλεια κι ατελείωτη τούτη ζωή που αποκλείεται να κυκλοφορεί σ' άλλα τεύχη!
«Άνοιξ' τα μάτια σου. ΤΩΡΑ» ακούω τού φίλου μου Γιώργου την κομμένη φωνή, και μου παίρνει κλάσματα δευτερόλεπτου στην Κυψέλη να προσγειωθώ, στην οδό Βελβενδού να βρεθώ, στο σπίτι τού Σ. να είμαι. Ανοίγω τα μάτια μου που πέφτουνε στο γραφείο του και πάνω κει, επάνω εκεί, εκεί πάνω είναι ένα ορθάνοιχτο γυαλιστερό περιοδικό, με δυό γυναίκες γυμνές σε μιά πόζα. Ή μία γυναίκα γυμνή σε δυό πόζες. Ή χιλιάδες γυναίκες, χιλιάδες φορές γυμνές, σε χιλιάδες ακίνητες πόζες. That was IT, and THIS will always be, και σε μια μόνο λέξη: ΡΕΥΣΗ. Μπαααμ and no other sound at all. Ούτε ήχος μέσ' στο μυαλό, ούτε θόρυβος απ' τον δρόμο. Ούτε σκέψη μέσ' στο κεφάλι σου, ούτε σύσπαση μυϊκή απ' το σώμα. Μόνο ένα «ΜΠΑΑΑΜ» υπαρξιακό κι ένας θάνατος αναπνέοντας με μάτια ανοιχτά, μια ζωή κώματος με κατάκλειστα μάτια.
(Όποτε στην μετέπειτα ζωή μου χρειάστηκε να εικονογραφήσω ή να περιγράψω την μηδενική ταχύτητα, ΤΟΥΤΗ την ηγερία εικόνα Αρχής και Τέλους μαζί αναφέρω. «ΜΠΑΑΑΜ.» Και το σλιπάκι μου έβρεξα με μία κολλώδη υγρασία, μία ασπρογαλαξιακή διασπορά, μια εκροή όχι απ' τη μύτη μου π.χ. αλλά απ' το πουλί μου που κατουρούσα. (Ως τότε.) Εκείνην ακριβώς την στιγμή, μη αντιλαμβανόμενος τί μού συνέβηκε, είχα μείνει έκθαμβος και εμβρόντητος να κοιτώ την, την, την... Ούρσουλα Άντρεςς – με δυό σίγμα ρε, σαν τους αμέτρητους άντρες! – που απλωμένη-ξαπλωμένη στο τέντα-σπαγκάτο «σαλόνι» τού ορθάνοιχτου περιοδικού με κοιτούσε ψυχρή-ελβετική-ακίνητη, εμένα που έβραζα-κυψελιώτικα-εκσφενδονισμένος.
Then and there entered Hugh Hefner, the Man Himself. In my life. For the life of me, for the first time.
Μόλις είχε κυκλοφορήσει το Playboy με εξώφυλλο την τζαιημσμποντικιά Ελβετίδα θεά κι ο «Τζιμάρας» το είχε αγοράσει για να γράψει ένα άρθρο γι' αυτό, για αυτόν και για κείνην. Και το είχε «απρόσεκτα» κρύψει στην βιβλιοθήκη του, όπου το ανακάλυψε ο φιλομαθής – και διόλου περίεργος – γιός του. Κι εκείνος στην στιγμή και εκεί που το ανακάλυψε και το άνοιξε, γίνηκε άντρας. Και μη μπορώντας κι αντέχοντας τέτοιαν υπαρξιακά εκπυρσοκροτική ανακάλυψη μόνος του, τον φίλο του στο τηλέφωνο κάλεσε, ως μάρτυρα και βοηθό, συμμέτοχο κι αρωγό, συνένοχο και συμποσιάρχη να έχει.
Θα μπορούσε η όλη ιστορία να τελειώσει εδώ – και να γυρίσουνε στις δουλειές τους οι ισοβίως βιαστικοί αναγνώστες μου – μα όχι μια ιστορία που γράφει ο Ντάνης. Όχι φυσικά και ποτέ, μια ιστορία τού Ντάνη που γράφει ο ίδιος ο Φώτος μάλιστα. Και φυσικά ουδαμώς μια εγκελαδική και μνημειώδης στιγμή, σαν την ΠΡΩΤΗ τού Χρόνου σχισμή και ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ τού Χώρου ουλή, όταν ένα πουλάκι παιδικό χύνει δίχως να στάξει. Άπαξ και χτες πέθανε ο, ο, ο... Χιού Χέφνερ – πεθαίνουνε ρε τα είδωλα; Χάνονται ρε τα ινδάλματα; Σβήνονται ρε οι Μορφές των ανθρώπων; – εγώ κυρίες και κύριοι ευθέως δηλώ ότι θα «τηνε παίξω» απόψε για πάρτη του. ΠΡΟΣΟΧΗ. Δεν θα μαγκώσω το γυναικάκι να παραλάβει μια-ακόμη δικιά μου παχυλή "à la crème" και στα τέσσερα. Ούτε θα στείλω μηνυματάκι στο ζετεμάκι το καυτερό απ' το Τροκαντερό, το «πληρωτέο άμα τη εμφανίσει», να αριβάρει κατά τις οχτώ, στο ίδιο το μέρος το γνωστό, «για καρδοχτύπι» (που έλεγε ο Ρίζος). Όχι κυρίες και κύριοι: η ευλογία αυτή οφείλει εξ ολοκλήρου κι εξ αδιαιρέτου να μπει να κατατεθεί εις μνήμην τού εκλιπόντος ΕΤΟΥΤΟΥ, στον ΜΟΝΟ τραπεζικό λογαριασμό που ΕΚΕΙΝΟΣ καταλαβαίνει και όρισε, θέσπισε και υπέγραψε, κληροδότησε κι ανεχώρησε πλήρης. Κι αυτό το «τραπεζικό προϊόν» – παλιαδερφάρες τρομάρα σας – λέγεται ΑΝΔΡΑΣ και ενίοτε και ΑΝΗΡ, κι όσοι κατέχουνε το μέγιστο λεξικό των Liddell-Scott-Jones ας εγκύψουνε μέσα του για να οργασθούν καλολογικώς-φιλολογικώς αρχικώς και αρρενικώς-ολικώς τελικώς.
Μόλις βραδυάσει απόψε λοιπόν, θα βάλω ένα Jim Beam σε on-the-rocks χαμηλό, θ' ανάψω ένα ΚΑΡΕΛΙΑ Excellence μυρωδάτο-απαλό και στην καρέκλα τού γραφείου μου θα καθίσω. Κι επειδή δεν διαθέτω πια τα ΔΙΚΑ ΜΟΥ τα PLAYBOY – που τα χάρισα γαμώτο μου ένα απονενοημένο απόγευμα είκοσι χρόνια ολόκληρα πίσω – θ' ανοιχτώ στο Διαδίκτυο κοιτώντας εικόνες γυμνές και ημίγυμνες απ' τα χιλιάδες τεύχη τού περιοδικού τού Χιού Χέφνερ. Έχουμε και λέμε λοιπόν, το προσκλητήριο κυριών είναι κι αρχίζει:
Με την Kennedy-ξενέρωτη Marilyn Monroe (τεύχος Δεκέμβρη 1953), την πλαστικοπληθωρική Jane Mansfield (Ιούν. '63), την Cro-Magnon εκρηκτική Raquel Welch (Δεκ. '79), την κουφαλοσειρήνα Bo Derek (Μάρ. '80), την νεφροστραγγιστική Kim Basinger (Φλε. '83), την κυριλομοντέλα Cindy Crawford (Ιούλ. '88), την κουγκαρομιλφάρα Sharon Stone (Ιούλ. '90), την αδικοχαμένη-σαμπανιζέ Anna Nicole Smith (Ιούν. '93), την τρελλοαλανιάρα Jenny McCarthy (Ιούν. '94) και την Lacanoσημειολογική Pamela Anderson... (Oκτ. '89, Φλε. '91, Ιούλ. '92, Aύγ. '93, Noέ. '94, Γεν. '96, Σεπτ. '97, Ιούν. '98, Φλε. '99, Ιούν. '01, Μάη '04, Γεν. '07 και Γεν. '11) και σταματάω εδώ εξ αιτίας σας που δεν αντέχετε άλλο, συνάμα γνωρίζοντας ότι αισχρά αδικώ – άλλες κι υπόλοιπες, εκλεκτές και εξ ίσου σπερματοαπελευθερωτικές – χιλιάδες κουκλάρες. Χιλιάδες γυναίκες. Χιλιάδες τίμια κι άγια τού περιοδικού εικονίσματα που κράτησαν το τού καθενός εξ ημών – από βαρβάτη λαμπάδα ως καντηλάκι γεροντικό – πέος όρθιο κι αναμμένο. Ελπίζον, προσμένον κι αρτεσιανό. Πρόθυμο, φιλοπόλεμο καρπερό. Θυμωμένο, παραπονεμένο, μα εσαεί σαγηνευτικό. Τρομακτικό και μικρό, υπερμέγεθες σημαντικό και σε δισεκατομμύρια κόπιες.
Και μόλις ερθεί η στιγμή που πια ο προστάτης μου ετοιμάζεται «ν' ανεβεί στα βουνά», τον «Μιζέρια» να ξυπνήσει, τ' αρχίδια του ως φυσεκλίκια ξανά να ζωστεί να επαναστατήσει – πού τον θυμήθηκα; – και να εκραγεί, τότε θα τις κάνω ΟΛΕΣ "save and delete" και θα κρατήσω ΤΗΝ ΜΙΑ Ursula Andress ανοικτή φωτεινή, ζωντανή εκτυφλωτική, και γενναία ξανά παιδικά, μπροστά της θα εκσπερματώσω. Και μια μόνο λέξη θα βγει, ένας ήχος κι ένα όνομα ανάμεσα στου σπασμού μου το κάρωμα και των δοντιών μου τριγμό θ' ακουστεί: "This is for YOU Mr. Hef'"... και την ζωή μου θα συνεχίσω.
Μισή.
Γιατί άντρα δεν με έκανε η πρώτη μου πόρνη. Άντρα δεν με έκανε η πρώτη μου γκόμενα. Άντρα δεν με έκανε ο πατέρας μου που σε μπουρδέλλο δεν με πήγε, ούτε οι κολλητοί μου που σε μπουρδέλλα μεν πήγαμε, αλλά ουδέποτε εκεί γάμησε σωστά-αντρικά καμμιάν και κανένας. Εμένα κυρίες και κύριοι άντρα με έκανε ΜΟΝΟΝ ο Χιού Χέφνερ με τ' όνομα, και μάλιστα κοιτώντας εγώ, απλώς ένα περιοδικό του. (And I rest my second – and last – case here.) Εκείνο το επίμονο και πρωτοπόρο, φιλόδοξο και διεισδυτικό παλικάρι απ' το Σικάγο, ΕΚΕΙΝΟΣ Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ΑΝΤΡΑΣ, ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΕΚΔΟΤΗΣ ήτανε: εκδότης κειμένων ΚΑΙ γυναικών, γραφιάς par excellence KAI γυναικάς ad infinitum – λένε μάλιστα ότι απ' το πολύ το Viagra που στα γεράματα έπαιρνε, είχε κουφαθεί εντελώς και στο τέλος. (Fuck them, who cares? I don't.)
Εγώ τούτο μοναχά ξέρω: ότι ο πρώτος μου οργασμός που με συγκλόνισε και άντρα με έκανε – ασχέτως αν δεν έσταξα σταγόνα καμμία – ήτανε κοιτώντας την Ούρσουλα Άντρεςς, στο PLAYBOY τού μοναδικού και ανεπανάληπτου Χιού Χέφνερ. Του άντρα που ΟΛΑ στην ζωή του τα ΕΚΑΝΕ: Έγραψε και πολέμησε, τρις παντρεύτηκε και όργια έκανε, λεφτά ντάνιασε και ταμπού γκρέμισε, κυκλοφορούσε συνέχεια με πυτζάμες και pumps, και χαμογελούσε συνέχεια πίνοντας Pepsi. Κάπνισε πήδηξε μίλησε, διοίκησε τσακώθηκε τόλμησε, ανεβοκατέβηκε ξαπλωσηκώθηκε νεκραναστήθηκε κι είμαι σίγουρος ότι στον παγκοσμίως-συμφωνημένο Παράδεισο που τώρα αυτός βρίσκεται, χαμογελάει πονηρά-παιδικά σ' εμάς αποκάτω. Και κανονίζει ΚΑΙ ΕΚΕΙ να βγάλει ένα «παραδεισένιο» περιοδικό, με όλες εκείνες τις «παραδεισένιες» θεές που στην άσαρκη Shambhala αυτή έχουν οι αειθαλείς κουκλάρες αράξει. Άσε δε που είμαι σίγουρος ότι ο γάτος ο Χιού, τον κ.κ. Παντοδύναμο-Μεγαλοδύναμο στον παροιμιώδη «κουβά» θα βουτήξει: τέτοια είναι η εωσφορική του καπατσιτά, που και τον ίδιο τον Κύριο είναι ικανός να τον βάλει να τον χρηματοδοτήσει – τόσο για τα πρώτα έξοδα τού καινούργιου περιοδικού, όσο και για τα μπετά τής νέας επουράνιας έπαυλής του.
That man lived his life at his best and its full. It was HIS life και για όσους κι αυτούς που γεννήθηκαν τον μήνα που το πρώτο τεύχος τού PLAYBOY του κυκλοφόρησε, θα τον θυμόμαστε πάντα. Πιο κι από πατέρας μας στάθηκε, γιατί σε αντίθεση με τους δυστύχους τούτους, μόνον ο Χιού Χέφνερ για την καύλα μας ΑΥΤΟΣ ενδιαφέρθηκε. Τις πρώτες καύλες μας ΑΥΤΟΣ φρόντισε. Και στην τελευταία μου καύλα κι οργασμό τού θανάτου μου, ελπίζω να διαθέτω την διαύγεια και τ' όνομα το δικό του να μπορέσω να μνημονεύσω, έστω ψελλίζοντας, αν μπορώ μουρμουρώντας. Μαζί με καναδυοτρία άλλα όπως τού Όσσο τού Βούδδα και του Χριστού, τού Sekkei Harada τού Bodhidharma τού Lao Tzu, του Samuel Hahnemann τού Ryke Hamer τού Rüdiger Dahlke.
Ας το μαζέψω λοιπόν, τούτo το κάπως-βαρύ και πικρό-τολμηρό "down memory lane" μου. Tί είπε η – εμένα ΠΡΩΤΗ «διδάξασα» – Ούρσουλα Άντρεςς, όταν την ρώτησαν οι χαλβάδες-γραφιάδες γιατί έκανε εκείνην την τολμηρή φωτογράφιση; Ε, γιατίίί; Εκείνη απάντησε: «Διότι είμαι πανέμορφη.» (Μια ατάκα-κατάθεση που σίγουρα μέσα της μιλά, γράφει και υπογράφει ο Μέγιστος "Hef'". Χαμογελώντας πάντοτε ως παιδί και ζώντας παντοτινά ως άνδρας.)
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2017