Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024

Η πρώτη η δικιά μου η Μούσα. (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)

 

(03.03.19)

 

Θείες είχα πολλές, θείτσες ακόμα περισσότερες, μα γκομενάρα-σε-θεία-μου μόνο μιά: την Τέτα. (Από την Μούσα Ευτέρπη, εκείνην που σκορπά τέρψη κι απόλαυση, χαρά μουσική κι ευτυχία.)

Δεν ήτανε μόνο φιλόμουση και νεώτατη, κεφάτη και όμορφη, χαμογελαστή πρόθυμη και μοντέρνα ντυμένη. Δεν είχε να κάνει μ' εμένα που ήμουνα 15 ετών, άκουγα Clapton και Adamo ταυτόχρονα, νοίκιαζα μηχανάκια και κορόϊδευα κοριτσάκια – εγώ, ΕΝΑ σημείωσα, ΤΟΤΕ: την Τέτα ο πατέρας μου αγαπούσε ιδιαίτερα. Την συμπαθούσε πολύ (όσο η χθαμαλή ελευσίνια νέφωση επέτρεπε στις υψιπετείς πωγωνήσιες νιφάδες να πέσουν), μιλούσε και γελούσε μαζύ της πολύ (αφού η τσαχπινιά κι η δροσιά της κατέλυαν τα κακοφορμισμένα μπετά που φαμίλιες πακτώνουν) και την αγκάλιαζε την καμάρωνε πολύ (όταν επιτέλους το αρσενικό κύρος του επέβαλε την σεμνή την προτίμησή του).


Σε μιαν οικογένεια που χτυπιόταν και άφριζε ανάμεσα σε θείες αμερικάνες υπερφίαλες και αλβανές ανύπαρκτες απολύτως, αθηναίες ανασφαλείς πλουμιστές και λεψινιώτισσες μουλωχτές μα φραγκοπηγμένες – η Τέτα απλώς έλαμπε και τούτο ακριβώς πλήρωσε άχρι κεραίας. Προήλθε από διάδρομο σκοτεινό, πετάχτηκε σε οίκο δυσοίωνο και πορεύθηκε μέσα σ' έναν λαβύρινθο ωμού φόνου. Μέσα εκεί μεγάλωσα εγώ και η ευαίσθητή μου ψυχή τα άπαντα αμέσως κατάλαβε, από όλα χαράχτηκε και κάποια μπήκανε στα βιβλία μου μέσα. (Κάπου στο σπίτι της θα 'χει η Τέτα «τα τρία μι» που της χάρισα, όταν τυχαία την είδα μια μέρα στον δρόμο.)

Κι όταν ο αναπόφευκτος και αισχρός ελληνικός «ανεμιστήρας» πέταξε τα αμελώς-αποκρυπτόμενα και πλημμελώς-συγκρατούμενα οικογενειακά «κόπρανα» πανταχόθεν, η Τέτα σηκώθηκε κι αντιστάθηκε, ξεσηκώθηκε και αμύνθηκε, συνετρίβη και νίκησε τελικά. (Με τίμημα δυσαναλόγως μεγάλο-βαρύ, όπως γίνεται πάντοτε σε τούτες τις οικτρές περιπτώσεις.) Επέζησε μεν, μα κάπως διαλύθηκε – προσωπική μου άποψη τούτο. Χαμογελούσε πάντοτε σταθερά, μα όργωσε δύο πικρές γραμμούλες στα χείλη της σιωπηλά και οπισθοχώρησε συνειδητά υπαρξιακά... γιατί έπρεπε στα δεδομένα χαρακώματα να επιζήσει αυτή, ώστε ν' αναστήσει «ομαλά» τις δικές της τρεις κούκλες.

Οι άλλες οι θείες οι μάνες, οι νύφες οι συγγενείς δεν της το συγχώρησαν ποτέ αυτό τελικά γιατί... «Ποιά είσαι συ μωρή, που λεφτερώνεσαι όταν εμείς να στενάζουμε ψοφάμε ακόμα;» «Τί νομίζεις πως είσαι συ μωρή, που ακούς την καρδιά σου αντί για την τσέπη του, τον κόλπο σου αντί το πουλάκι του, τα παιδάκια σου αντί για την πάρτη-μας-μόνο;» Χα! Γειά σου ρε Τετάρα χαλκέντερη δυνατή, η πουτάνα η Ζωή εκεί βρήκε η σκρόφα να σε χτυπήσει. Κι έφτασε η γυναικάρα ετούτη στην δύση τού βίου της παρά-φύση-έδρα να έχει και να συνεχίζει να χαμογελά... ώσπου ο έτερος πούστης ο Θάνατος την εκδικήθηκε και της κέντησε καρκίνο απλόχερα, να ουρλιάζει η κουκλάρα απ' τους πόνους.


Γιατί πεθαίνουν οι άνθρωποι;

(Συγγνώμη, μα και ετούτο το έχω εγώ λύσει.) Όταν πονάνε πάρα πολύ πάνω στην γη και όταν δεν έχουνε κάτι άλλο να κάνουν αλήθεια. (Κι έχω λύσει και την επόμενή σας ερώτηση, βεβαίως-βεβαίως.)

Γιατί υποφέρουνε οι καλοί κι οι μαλάκες/καριόλες ζούνε πολύ, πεθαίνουνε σαν μωρά και δεν παίρνουν χαμπάρι ούτε δράμι; Διότι ο καλός υποφέρει-πονά για όλους-τους-άλλους, ενώ ετούτοι γλεντάνε μόνο για πάρτη τους. Κι έτσι, όταν άπαντες το torii τού Χάρου διαβαίνουνε, χωρίζονται σε δυό παρεάκια: οι καλοί δεν επιστρέφουνε ποτέ πια στην γη και αράζουνε ανάμεσα τζακούζι Χριστού και Μωάμεθ πισίνας. Κι οι κακοί ξαναπετιούνται σωρηδόν στην ζωή και ξαναμαλακίζονται, μέχρι που η χολή να τους βγει από την θηλή και η προστυχιά απ' τα μάτια. (Χα! Δεν τα λέω εγώ αυτά: όποιος δεν διάβασε Αποκάλυψη Ιωάννη και Θεία Κωμωδία τού Δάντη, «τα τρία μι» τού Ντάνη μετά και δεν έμεινε ενεός αιωνίως – «Ας πρόσεχε» που λένε και τα μαγκάκια τα βυζανιάρικα.)

Στης θείας μου Τέτας το vintage έπιπλο-στερεοφωνικό DUAL άκουσα εγώ σωστά κι εκκωφαντικά τα live των WΗΟ και Tom Jones. Στης θείας μου Τέτας τ' αυτιά εμπιστεύθηκα εγώ τις αγωνίες και τα όνειρά μου, που απαγορεύονταν καν να ψιθυριστούν στο παγωμένο μαυσωλείο-για-σπίτι δικό μου. Στης θείας μου Τέτας τα χέρια άκουσα για πρώτη φορά το βιολί, να παίζει κλασική μουσική και τα σώφυλλά μου να σκίζει. Και στης θείας μου Τέτας το σπίτι ικέτης προσέφευγα, να γλυτώσω απ' τα καταθλιπτικά ελευσίνια ψυχολογικά-χαμηλά, στραγγαλισμένα απ' τα καταπιεστικά ηπειρώτικα κυριαρχικά-υψηλά που απειλούσανε να καταστρέψουνε την εφηβική μου ψυχούλα – την ζωή μού την είχανε ήδη στιγματίσει αδρά.

Αν ο Γάγγης είχε ταχυδρομική διεύθυνση, Χρόνος αυτή θα λεγόταν. Και εάν ο Χώρος κυλούσε σαν τον Γιάνγκ Τσε, η Μουσική θα κυριαρχούσε στον κόσμο. Στην ζωή ενός έφηβου την δεκαετία τού Εβδομήντα, τίποτα δεν ήτανε ανοικτό, τίποτα δεν ήτανε φιλικό μαλακό, τίποτα δεν δινόταν απλόχερα ανυστερόβουλα και γενναία. Τί να κλάσει η Σκωτία το Γκστάαντ, η Κυψέλη ήταν Λονδίνο-Πεκίνο από τότε: μια γκρίζα ομίχλη ψυχοκτόνα κλαψιάρικια, μουγκή φονική δολοπλόκα και μια μυρμηγκοειδής κυριλέ γειτονιά που έσφυζε από καλοκρυμμένα εγκλήματα, δίχως φταίχτες μα σκόρπια θύματα πάντα.

Με την ατελεύτητη ανάπαυση τούτης τής κούκλας θείας μου ολοκληρώνεται – το αισθάνομαι, το νιώθω, το γράφω – ο Κυψέλειος κύκλος μου. Αν αμφέβαλλα κι αργοπορούσα την αναχώρηση, τώρα ξέρω ότι αμέσως θα φύγω. Το τριγωνάκι Ελάτειας κι Αίγλης αποχαιρετώ, το σπίτι μου Εκάτης και Αίγλης πωλώ και ως Οιδίπους εξ Αθηνών στην πολυφίλητη Βοιωτία θα εμβαπτισθώ θα αναιρεθώ, ανάμεσα Κιθαιρώνα και Ελικώνα. (Το οίδημα είναι για εμένα πάντα καρδιάς, το έγκλημα είναι για εκείνους, έκτρωμα μυαλού πόρνου.)

Εκεί όπου οι Μούσες «μου» πάντοτε κατοικούν, εκεί όπου η Ευτέρπη παντοτινά θα ηχεί, εκεί όπου ο Έρως λούζει τον Νάρκισσο και τρεις νέες θεές το αίμα μας φέρουν: Αλίκη, Χριστίνα και Νότα - οι κόρες Της.

 

ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2019

Διαβάστηκε 273 φορές Σάββατο, 02 Ιουλίου 2022 17:31