Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024

OK, 66! (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)

 

(Σαν δυό βόμβες ανεστραμμένες, με τα φυτίλια προς τα πάνω τους, όρθια.)

 

(09.09.21)

 

Τόσα κι αυτά είναι τα «κλεισμένα» μου σήμερα χρόνια ζωής μου. Και είναι ήδη πολλά, καθώς πνίγονται αφρισμένα σε σκέψεις και λέξεις, ταξίδια φυσιολατρικά και πνευματικά γόνατα, αποτυχίες σειρά κι ένα σβηστό τζάκι μικρούλες-αγνωστούλες, προσωπικούλες-κρυφούλες  επιτυχιούλες.

Μόνον ευγνωμοσύνη έχω στους φραγμένους δακρυϊκούς πόρους μου: μού έχουν την ψυχή μου ανατινάξει. Μόνο χαρά έχω για τούς μπαζωμένους ζωής δρόμους μου: μού έχουν το μυαλό κάψει. Και μόνο την παράδοσή μου αφιερώνω σε ό,τι έλθει πια κατ' εδώ, κατ' εμού, κατά ουδενός υπαρκτού Ντάνη Φώτου.

No small thing this one, μέχρις εδώ να 'χω φτάσει. Αλλά το big n' difficult thing είναι και βρίσκεται... από δω και πέρα! (Τί πέρα να έχεις μωρέ; Τί νομίζεις πως πιο πέρα, πιο κάτω υπάρχει;) Ανοίγεις την πόρτα τής σπηλιάς – έχουνε πόρτα οι σπηλιές δύστυχε; – και ούτε ήλιος θα μπει ούτε άνθρωπος, ούτε γάτος ούτε η βροχή, οπότε; Μα αυτό είναι το «καλό», μετά μιαν ορισμένη ηλικία τού «ειδικής αποστολής» άντρα: δεν νοιάζεται (επειδή καίγεται) και δεν καίγεται (επειδή νοιάζεται) τόσο πολύ, που κι ο Θεός τον αφήνει ό,τι τού κατέβει να κάνει. Πλέον.

Αναρτώ την φωτογραφία αυτήν τού 2014 ειδικά, γιατί συμποσεί [sic] την μέχρι τώρα ζωή μου, my – not excess – baggage εξήντα έξι ετών, που δεν δύναμαι άλλο και παρακάτω να μεταφέρω. Ο αλτήρας τού ατσαλιού (α ρε προχώ βολεμένε Μισίμα), το μποκκέν από δρυ (ευλογημένε Διδάσκαλε Ουεσίμπα), το αλουμίνιο τού τιμονιού (ένας είναι ο Ντικ – «βασιλιάς» – Μπάρλεσον) και το πλαστικό πληκτρολόγιο (με το λεπτό μολυβάκι μου μέσα). Πίσω-αριστερά τα τρία προηγούμενα τα βιβλία μου και μπροστά-δεξιά η εικόνα τού τί θέλω να γίνω, (ας μείνω λίγο εδώ, γενέθλια έχω).


Ένα κύμα σηκωμένο κοφτό, ένα σπαθί κάθετο μαλακό κι από κάτω τους ένα μικρό μολυβάκι – αυτός είμαι όλος εγώ, μέχρι σήμερα, μέχρι τώρα. Μια τρικυμιώδης ζωή: σήμερα εδώ αύριο εκεί, χθες στο νησί κι αύριο στο Υπουργείο, τώρα στο γυμναστήριο και πριν μέσα στην Φύση. «Κάθε πέντε χρόνια αλλάζω ζωή» έλεγα και τώρα κάθε πέντε λεπτά ψυχικό δέρμα τινάζω. Μετά ένδεκα χρόνια μέσ' στα νερά, σάρκα δεν μού έχει μείνει καμμιά: απ' την μια η Σειρήνα με έγδαρε κι απ' την άλλη η γάτα-μου-Μανασσή ρούφηξε την ψυχή μου. Μετά από πενήντα χρόνια στην Κυψέλη μου συναπτά, μυαλό δεν μού έχει μείνει κανένα: απ' την μια το Ελαφάκι με άδειασε κι απ' την άλλη ο γάτος-Κοχί ανατίναξε την καρδιά μου. (Τα σαρκικά δώρα – από μια στιγμή και μετά – είναι τυλιγμένα σε φύλλα ΤΝΤ, είναι γαρνιρισμένα αβέρτα με Semtex.)

Πώς «τηνε πάλεψα» τελικά; Μα κρατώντας όρθιο κάθετο δυνατό, απογνωσμένο κοφτερό λαμπερό, φοβικό τρομερό και αιματηρό το «σπαθί» των νεφρών μου. Όπου κι αν βρέθηκα διεφώνησα, μ' όποιους κι αν έκατσα ετσακώθηκα – εκτός απ' τις τρεισήμισυ γυναίκες τής πανηγυρικής και μεστής ζωής μου αυτής, που αγάπησα παλαβά και έχασα κραταιά, δεν πειράζει «νερό και βενζίνη». Το σπαθί όμως είναι τού άντρα η πατερίτσα που κρατά και με τα δυό χέρια του, προτού γεράσει και τού πέσει αυτουνού, προτού τονε ξεζουμίσουνε και τούς ακουμπήσει τούτος την πιστωτική του. Το σπαθί τού ανδρός είναι το πραγματικό πέος του – δεν είναι μαλάκες οι Γιαπωνέζοι ευγενείς-στρατιωτικοί που θεωρούσαν το κατάνα ως την ιδία ψυχή τους. Εμείς εντώ στο Ελλάντα ντεν κατέουμε από σπαθιά, εμείς εδώ μόνο πακέττα Ντελόρ κι ΕΣΠΑ καταλαβαίνουμε, τραπεζικά και αγύριστα δάνεια, δημοσιοϋπαλληλίκι αράγματος και ποδολατρεία τής πεθεράς, άπλωμα τα κυλοττάκια κορούλας μας και καφενέδικο τσαμπουκά, η συνταξούλα να τρέχει.

Δεν θα είχα ανάσα μέσα στα «κύματα», δεν θα είχα ζωή με το πληγοτρόφο «σπαθί» μου στα χέρια, εάν δεν είχα το μολυβάκι μου βουτηγμένο στης καρδιάς μου τα αίματα – η ΜΟΝΗ αλήθεια ΑΥΤΗ είναι. What kept me going through all these years ήταν και είναι μόνο το μολυβάκι μου – μαύρο μικρό, πάντα ξυσμένο προσεκτικά ν' ακουμπά στο χαρτί μαλακά και ν' αφήνει το ίχνος μου στις σελίδες. «Το μολύβι μου είναι η ενδοφλεβία βελόνα μου» έχω πει και ουδείς το γνωρίζει. «Το μολύβι μου είναι το σαρκικό μου νυστέρι» έχω συμπληρώσει και ουδείς ασχολήθηκε. «Το μολύβι μου όμως τώρα πια έχει αρκεσθεί, έχει σωθεί, έχει τελειώσει» σήμερα συλλογίζομαι και εδώ θα το πω, όσοι/όποιοι/εσείς να το μάθουν. Κοιτώ τα δυό βαζάκια που πάνω στο γραφείο μου έχω ως σήμερα: το ένα έχει τα μικρά «γραμμένα»-ξυσμένα-«τελειωμένα» μολυβάκια με τα οποία το «Ελένης νήσος» έγραψα και το έτερο, τα ίδια-αντίστοιχα-άλλα με τα οποία το «τα τρία μι» έσκαψα. Τα κοιτώ τα ξανακοιτώ και «πλήρης έργων και ημερών» νοιώθω κι ας μη με ξέρει κανείς: οι επτά-διακόσιοι-τόσοι αναγνώστες μου είναι οι νονοί και σωτήρες μου, βαρκάρηδες εντός ποταμού τής ζωής και πρόδρομοι εκτός αγωγού τής πνοής – καλά να 'ναι.

Δεν κάνω ετήσηιο ισολογισμό, Α.Ε. δεν διαθέτω. Ούτε μ' αρέσουνε τα μνημόσυνα, ημέρα γενεθλίων μου κιόλας. Μα ευρισκόμενος στο «κεφαλόσκαλό» μου αυτό, να πετάξω είμαι πανέτοιμος, δίχως φτερά καν στα χέρια μου, δίχως αλεξίπτωτο στην δική μου την πλάτη. Δυό πόδια που τρέμουνε έχω κάτω μου, δυό μάτια που εντελώς-θολά άνωθεν βλέπουνε και μια καρδιά που σφύζει ζωή, εκβάλλει κραυγή και πιστεύει Θεό – Χρόνος και Χώρος απουσιάζουνε, άνθρωποι και ποντίκια λουφάζουνε, θάλασσα κι ουρανός περιμένουν. Μία είναι η ευλογία τού κανείς να μην σε ξέρει εσένα: μπορείς να πεις ό,τι θες, μπορείς να κάνεις ό,τι θες – «δε χάνει βελόνι η Βενετιά» άμα δεν παντρευτείς εσύ, «πληρώνει μια συνταξούλα λιγότερη ο κρατικός μπεζαχτάς» άμα αναχωρήσεις εσύ, «δεν αυτοκτονεί η γραική λογοτεχνιούλα» άμα δεν γράψεις εσύ άλλο. (Ότι θα 'μουνα πλέον τόόόσο ελεύθερος, ούτε στα πιο πορνό όνειρά μου.)

Μα από πού ξεκίνησα; Απ' τα σημερινά τα γενέθλιά μου. Να ζήσω λοιπόν, να είμαι καλά, (που και χάλια που είμαι, είναι μία χαρά). Το πίσω είναι μια δέσμη μαραμένων ανθών, το τώρα είναι μια νεροτριβή συγκεχυμένων στιγμών και το αύριο είναι μια κουτή λεωφόρος. Στάχτη έβαζε αντί για αλάτι στο φαγητό του ο Παΐσιος, μπέρμπον βάζει αντί για νερό στο κορμί του ο Ντάνης – η Κυρία Ζωή και με τούς δυό μας γελά, μόνο που ο πρώτος κρατάει τον Ουρανό και ο δεύτερος ούτε το εσπασσουάρ του δεν δύναται πια να κρατήσει.

Κύμα και σπάθη και μολύβι μαζύαυτά ήταν η μέχρι-σήμερα 66-ετών μου ζωή. Κι από δω κατευθύνομαι να τα εγκαταλείψω και τούτα, καθώς η κάθοδος προς την γη απαιτεί καμμιά χειραποσκευή, καμμία εγγύηση, καν μία ελπίδα. Φθάνεις απλώς στον σταθμό, κρατάς εισιτήριο κι οβολό ανά χείρας και ανεβαίνεις γενναία και κραταιά σε ΟΠΟΙΟ «τραίνο» πρώτο φθάσει μπροστά σου. (Το πού και σε ποιούς, πότε και γιατί θα σε βγάλει αυτό – δεν είναι δική σου δουλειά βλάκα, αφέσου επιτέλους κουτέ στον Μέγα και Μύστη Μηχανοδηγό να σε πάει Εκείνος.) Αυτό σκοπεύω να κάνω λοιπόν φίλες και φίλοι μου, πλέον: να κόψω σχοινί, να φτύσω καπίστρι. Να εγκαταλείψω σπηλιά, να στεγνώσω από τα νερά, στον Μαρίνο το σπαθί να χαρίσω με rei και στην Ειρήνη τα μολυβάκια μου να προσφέρω με giri.

Αισθάνομαι ευτυχής και χριστός, ελεύθερος και πιστός, αδέσμευτος κι αιχμαλωτισμένος. Πλημμυρισμένος από ζωή, αγκαλιασμένος με θάνατο – ΑΥΤΟ είναι ΟΛΟ. Και είμαι χαρούμενος που έχω ακόμη μυαλό, για να το γράψω εδώ, αφινίριστο αδιόρθωτο και πηγαίο. Και είμαι λυπημένος που ακόμη χέρι διαθέτω εγώ, για να το αφήσω εδώ. (Πώς το είπε η Χριστίνα; «Μετά το '66' υπάρχει ΜΟΝΟ το '69'» – α ρε γυναικάρα απέθαντη, μήτρα απλησίαστη, ζωοδότρα μοναδική μας!)

Δεν σας κρατώ άλλο, εξ άλλου it's MY day σήμερα. Σάς ευχαριστώ που μαζύ μου φθάσατε έως εδώ και σάς υπέρ-ευχαριστώ που λακίσατε καταλλήλως. Σάς ευχαριστώ που μοιραστήκαμε ό,τι πετάξατε και πετάξατε ό,τι άξιζε για να μοιραστούμε. Από εδώ και εμπρός – πώς το είπε ο Ρομαίν Γκαρύ; – ο καθένας στα χέρια του έχει το δικό του προσωπικό εισιτήριο: η ζωή του θα ξοδευτεί για ν' ανακαλύψει the bittersweet way τον ατομικό τερματικό του σταθμό. Όπου εκεί δεν υπάρχουν κύματα σπαθιά μολυβάκια, εκεί υπάρχει μόνο χαμόγελο κι αγκαλιά, αγάπη και έρωτας, χάδι και ευτυχία.

 

Να είμαι καλά, καλά κι εσείς νά 'στε

 

 

 

 

ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2022

Διαβάστηκε 585 φορές Δευτέρα, 27 Ιουνίου 2022 08:15