Ημερολόγιο δεν κρατώ. Καταγράφω αραιά-και-σπάνια κάποια σκέψη μου που, είτε θα εμφανισθεί μόλις ξυπνήσω, είτε κάτι που διάβασα θα με κάνει να το αντιγράψω. Έτσι λοιπόν, όταν πλέον πιάνω με λατρεία παλιά κι ιερή το μολύβι μου, είναι για να καταγράψω κάτι που μου έκανε εντύπωση και συνάμα θα ήθελα να το έχω, να μου μείνει, να το θυμάμαι. Οι ώρες μπροστά στην οθόνη μου έχουν σχεδόν εξαφανισθεί, let alone σε οθόνη με κείμενο δικό μου. Δεν γράφω πια και δεν γράφω τίποτε πλέον – όλα τελείωσαν, τον κύκλο τους έκαναν και άσε τον Γιώργο Γκίκα να επιμένει πως «δεν κόβει το γαμήσι η πουτάνα»... (Μόνο που εγώ δεν γαμιέμαι αλλά γράφω, και επιπλέον δεν είμαι πουτάνα... αλλά αυτό δεν είναι της ώρας, ούτε δικό μου καν.)
Πρόφτασα έκλεισα τα 65 μου χρόνια και συνειδητοποίησα-σφράγισα ότι πλέον έχω γεράσει. Όχι μόνο επειδή δεν θυμάμαι μια λέξη που θέλω να εκφράσει επιτυχώς κι ακριβώς ένα μου νόημα, όχι μόνον γιατί ξεχνώ πού έχω αφήσει τα κλειδιά τής μοτοσυκλέττας μου, ούτε γιατί λαχανιάζω πια τόσο πολύ στην αερόβια άσκησή μου, ώστε να χρειάζομαι διπλό χρόνο ξεκούρασης κι αποθεραπείας τελικά.
"How does it feel?" τραγουδούσαν οι Stones στην εξαιρετική διασκευή τού Ντυλανικού "Like a rolling stone". Κι εγώ σάς λέω ότι είναι πικρό και σκληρό το συναίσθημα να κουράζεσαι εύκολα-γρήγορα πια, να σέρνεις τα πόδια σου ύστερα από ολοήμερο εντούρο (τρομάρα μου), να καραπιάνεσαι παντού (ύστερα από τετράωρο ζαζέν), να πίνεις πολύ νερό όλη μέρα και να κατουράς δέκα φορές μίνιμουμ. Να τρως μικρές μερίδες φαγητού και δύσκολα να χωνεύεις, να έχουν ελαττωθεί τα κιλά που σηκώνεις και να έχει ψαλιδιστεί η διάρκεια που το πουλί σου σκάβει τον στάζοντα ουρανό τού αιδοίου.
Πήγα για ένα μπανάκι δροσερό-φθινοπωρινό στην Ψάθα και φύσαγε τόσο γλυκά, που δεν είχα κουράγιο να σηκωθώ απ' το αρμυρίκι. Πήγα για έναν freddo καφέ στης Αρτέμιδας το σερφόστεκο και φύσαγε τόσο γλυκά, που δεν είχα κουράγιο να μην ανάψω τρίτο τσιγάρο. Πήγα για ένα καυτερό πεϊνιρλί στην Δροσιά και φύσαγε τόσο γλυκά, που δεν είχα κουράγιο να μην παραγγείλω επιπλέον κολοκυθάκια τηγανητά, συνοδευμένα με τζάτζικο και βουτηγμένα άπαντα στο μπυρέϊσιον. ("Where is this world coming to?")
Αρχίζω να υποψιάζομαι ότι δεν είμαι πλέον εγώ εκείνος που ήμουν. Κι εκείνος που κάποτε ήμουν εγώ, δεν περπατά μέσ' στα παπούτσια μου, δεν κοιτιέται μέσ' στον καθρέφτη μου, δεν πιάνει ο ίδιος άνθρωπος τις ίδιες παλιές μπάρες. Είναι αυτό η καιροφυλακτούσα και παροιμιώδης «κρίση ταυτότητας»; Είναι αυτό τα επερχόμενα και αλύπητα γεράματα; Είναι αυτό η αρχή τού τέλους τού βίου; (Δύσκολα κι αναπάντητα «τα επείγοντα και καυτά τούτα ερωτήματα του διαγωνισμού μας»!)
Δεν ξέρω, μα το ζω, το παρακολουθώ. Δεν ξέρω τίποτα πια, πάνω στην ώρα και την στιγμή, στην εποχή και τον αιώνα που γνωρίζω τα άπαντα... που με αφορούν μόνο. Αυτό που νιώθω είναι ότι τώρα το σώμα μου με εγκαταλείπει αργά αλλά σταθερά, προοδευτικά και διαλυτικά, ανεξέλεγκτα κι επαναστατημένα. Κι όσο εγώ επιμένω να βγάζω 250 ημερήσια χιλιόμετρα αγωνιστικού-εκδρομικού endurο, όσο η ψυχή μου τρελλαίνεται να αναψύχεται σε χειμερινόν αέρα δάσους και το μυαλό μου να βγάζει τον οριστικό του σκασμό κρεμασμένο απ' το κολλημένο μου γκάζι, τόσο οι τετρακέφαλοι και η μέση μου, το σβέρκο μου κι οι καρποί μου, η πλάτη μου και τα μάτια μου δεν αντέχουνε άλλο.
Ναι ναι, σάς βλέπω με άφατη ικανοποίηση – στα όρια τής εκδίκησης – να γελάτε που βασανίζομαι κι επιμένω τζόβενο(ς) να το παίζω. Ο ασπρομάλλης παππούλης που κολλημένος νεάζει κάνοντας ελεύθερες καταδύσεις δίχως τα μακριά carbon του πέδιλα μα με το παλιό το βαθύμετρό του ή μιξάροντας βάρη και crossifit, τρέξιμο στον στίβο και kata στο jo, ποδήλατο και σχοινάκι. Ποτέ μου δεν είχα την συμπεριφορά τής εκάστοτε ηλικίας μου και τούτο είναι το βασικό μειονέκτημά μου: όταν πρωτομπήκα στο Υπουργείο και όλοι οι συνάδελφοί μου μεταβληθήκαν εν μία νυκτί σε Τζων Σωσσίδη και Μαντλήν Ωλμπράϊτ, εγώ επέμενα να πίνω στ' au Revoir καθημερινά και να γυμνάζομαι πιο σκληρά-τότε στο body-building. Τώρα που όλοι οι συνάδελφοί μου μπαινοβγαίνουν αρχόντισες στις Πρεσβείες τους υπογράφοντας ό,τι ο κάθε Δένδιας-Κοτζιάς επιτακτικά τούς προστάζει, εγώ σταματώ την απογευματινή βόλτα μου για να χαϊδέψω επί μισή ώρα ένα πεταμένο γατάκι.
Ένα πράγμα, ποτέ δεν βρήκα στις τσέπες μου: την κοινωνική υπόληψη. Δύο πράγματα δεν διέθετα ποτέ μέσα στο παντελόνι μου: το οικογενειακό αιδοίο, ως σερβιέττα κοινωνική. Και τρία πράγματα ποτέ από το μυαλό μου δεν πέρασαν: λεφτά, εξουσία και μούρη. Και τώρα που το κορμί μου πλέον αποδομείται διαλύεται, χαμογελώ καθώς το βλέπω ν' αυτονομείται, να μη μ' υπακούει. Όλο και περισσότερα στα – κοντινά πλέον – ταξίδια μου κατεβαίνω απ' την μοτοσυκλέττα και σπεύδω να ξαπλώσω ν' αράξω κάτω από ένα δένδρο πλατύφυλλο, δίπλα σε ένα ρυάκι μουρμουριστό, μακριά από πολύβουες Εθνικές Οδούς και κωμοπόλεις σαλταρισμένες. Και μένω εκεί παρακολουθώντας ως χάνος τις μέλισσες να πετούν, να πουλάκια να κελαηδούν, τα χόρτα ναζιάρικα να θροΐζουν – πάει μάγκες μου, το 'χει χάσει ο Φώτος...
Κι όταν δεήσω να σηκωθώ, όταν αποφασίσω στην σπηλιά μου να επιστρέψω έχουν τόσο «ξεβαρύνει» τα μέλη μου, που κάνω μισή ώρα για να συνέλθω! Άντε να μαζέψω το yoga-mat, άντε να βάλω στην μπαγκαζιέρα τού Ténéré τα μπουκάλια νερό (ένα για πόσιμο κι ένα για προσκεφάλι), άντε να δέσω τα λοιπά πράγματα και να θυμηθώ πώς παίρνει μπροστά κι οδηγείται μία μοτοσυκλέττα! "THIS, it ain't ME" πανικοβλημένος κάποια στιγμή αναφώνησα, όταν κολυμπώντας καμμιά πεντακοσαριά μέτρα ξεπνόησα εντελώς, (πού 'σαι Αμοργούλα με τα τρίωρα τα κολύμπια σου, μόλις πριν δέκα χρόνια). Όταν ανεβαίνοντας πλακωμένος μια κροκαλοειδή ανηφόρα με το Husqvarna μου χρειάστηκαν τρεις (3) απόπειρες και μιά καρδιά που κρεμόταν από το στόμα μου, για να φτάσω να ξεκολλήσω. Κι όταν αποσύρθηκε η λωλή σαραντοπενηντάρα από κάτω μου να μαζέψει τα μέλη της και τα ρούχα της, εγώ έπρεπε να κλείσω ραντεβού με τον πούτσο μου για να τονε βρω ώστε να κατουρήσω.
"Guys, this is NOT fun" να σας πω, και θα με θυμηθείτε όταν στην ηλικία μου φτάσετε. Και συνηθίσετε οι γυναίκες να μην σάς κοιτούν, τα μαλλάκια σας να βαράν αποψίλωση, τα δοντάκια σας ν' αραιώνουνε και τα πιτσιρίκια στον πληθυντικό θ' αρχίσουν να σάς μιλάνε. Εγώ το πρώτο κι ολόκρυο shock το 'παθα όταν χρειάστηκε ν' ανανεώσω το δίπλωμά μου οδήγησης. Το δεύτερο και πιο χλιαρό shock το 'παθα όταν έβγαλε φιρμάνι ο Χαρδαλιάς, οι εξηνταπεντάρηδες-κι-άνω δίχως μάσκα να μην κυκλοφορούν καν. Και το τρίτο κι οριστικό shock το 'παθα όταν πήγα να στήσω την διαλυμένη και προαναφερθείσα σαραντοπενηντάρα στα τέσσερα, για τρίτη-φορά-συνεχή και το περιώνυμο «Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης» πέος μου αρνήθηκε σύσσωμο κι αύτανδρο, άκαμπτο και αδιάλλακτο, αιματωμένο σεληνιασμένο να εισέλθει στο σκοτεινόν και γνωστόν προοπτικόν βάθος αξιοπρεπώς κι αποτελεσματικά, πορνοδιεγερτικά και πυρκαυλοργασμικά, σπερματικοπλημμυριστά και σερνικογενναία!
«Είναι ρε για γέλια ή για κλάματα;» δεν θα με ρωτήσετε σεις, καθώς ούτε εγώ τολμώ να ρωτήσω. Φρέσκος είμαι κι εγώ ρε παιδιά στην ΝΕΑ κατάσταση τούτη και ομολογώ πως δεν περίμενα διόλου να κάνει ΤΕΤΟΙΟ διαλυτικό σκαλοπάτι η ηλικία μου, στην τωρινή την ζωή μου. Εάν προσθέσω μάλιστα στο «μενού» ακόμη-έναν μαλάκα δικηγόρο (που ξέμπλεξα), ακόμη-έναν μαλάκα εκδότη (που δεν έχω μπλέξει) και ακόμη-έναν μαλάκα συγγενή (που έμπλεξα) - ε τότε έδεσε η σαλάτα με τα σκατά, πούλησα με πόνο καρδιάς το λατρεμένο SM 510 R μου και γλυκοκοιτάζω ένα... Πεζώ, ένα... 306, ένα κάμπριο ρε ποιός εγώ, που σε ξεσκέπαστο αυτοκίνητο "I wouldn't be caught dead in it" καταπώς είπε η Μισέλ Πφάϊφερ στον Πατσίνο στο Scarface.
Δεν χρειάζομαι σε σταυρό ν' ανεβώ, ώστε «τετέλεσται» για να πω. Δεν είμαι φυσικά κι ευτυχώς ο Χριστός, ώστε να ψελλίσω «κορμί μου κορμάκι μου, διατί με εγκαταλείπεις;» Δεν με ξέρει κανείς ώστε ν' ανησυχήσει να πει «Ρε τί να μαλακοκάνει αυτή η ψυχή;» κι αν δεν αρριβάριζε οίκαδε ο γάτος Μίστερ Κοχί δις-ημερησίως για το τακτικό του φαΐ, τον Φώτο πλέον θα τονε βρίσκαν από την σήψης αποφορά του. («Μακάβριος μάς έγινες ρε Ντανάκο μας, για κόφ' το γιατί δεν σου πάει».)
Παρατηρώ όλο και πλέον προσεκτικά τα διάφορα ραμολιά που κυκλοφορούν στην Κυψέλη. Και θα 'θελα λίγο να σταθώ σε αυτά, τόσο για να τα περιγράψω, όσο και για να τα συνηθίσω. Καθώς είναι κάτι σκορπισμένες ψυχές ντιπ τρελλές, κάτι κορμιά σκελετωμένα και άπλυτα, με χαλασμένα δόντια και στραβοπατημένα παπούτσια, με μαζεμένες γόπες που πετάνε οι Αλβανοί και μισοτελειωμένους φραππέδες που πετάν' οι Αφρικανοί και είναι ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ Έλληνες υπήκοοι τούτοι. Όσο στο καφενείο ΤΟ ΚΟΣΜΙΚΟΝ στήνονται από πρωίας οι καλοζωϊσμένοι συνταξιούχοι κι αυτοματιάζονται και κογιονάρουνε, τόσο κυκλοφοράνε – δίχως να ζητούν ποτέ τίποτα – οι σαλταρισμένοι άλλοι αυτοί και είτε μιλούν μόνοι τους, είτε σωριάζονται απ' τα χάπια τους χαυνωμένοι. Δεν είναι λίγοι-δεν είναι πολλοί και δυστυχώς δεν είναι καν γέροι. (Άμα εκπέσεις τού ελληνικού κοινωνικού «μαντριού» και είσαι από πενήντα και πάνω, μετρημένες είναι οι μέρες σου, θα σε βρούνε μετά κάνα καύσωνα ή θύμα τού κορωνοϊού αυτομάτως.)
Η τριπλέττα «κρίση-κορωνοϊός-ελληνοτουρκικά» έχει γονατίσει την Ελλάδα οριστικά και κυριολεκτικά, ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ την χώρα μας θάβει. Άμα μάλιστα παρέλαβε «το μαγαζί» απ' τα χέρια ενός ψεκασμένου Αλέξη ένας ψηφισμένος Κούλης, χάρη μάς κάνει ο Ερντογάν που δεν έχει κάνει ακόμη τεκέ – σιγά μη, τζαμί – ΚΑΙ τον Παρθενώνα. Χάρη μάς κάνει η Μέρκελ που παίρνει τα τριαντάχρονα «ασυνόδευτα-ανήλικα» προσφυγόπουλα, αυτά τα αφγάνια που περπατήσαν 4.5000χλμ με το iPhone τους «άστρο και οδηγό», ώστε να χωθούνε στο Μόναχο να συμπήξουν την Πέμπτη Φάλαγγα που θα γκρεμίσει οριστικά-αυτήν-την-φορά τις πύλες τής παρφουμαρισμένης κωλόγριας Βιέννης. Και χάρη μάς κάνει ο Τραμπ που βγαίνει φωτογραφία με την πρέσβη μας κυρία μας Αλεξάνδρα μας Παπαδοπούλου μας, αυτήν για την οποία σφάχτηκαν Μπακογιάννη και Σαμαράς, Τσίπρας Κοτζιάς, το υπηρεσιακό συμβούλιο τού ΥπΕξ και το Γενικό Λογιστήριο τού Κράτους. «Καλά ρε Φώτο, τί δουλειά τώρα έχουνε όόόλα αυτά, με τα πουρογεράματα τα δικά σου;» θα με ρωτήσετε και εάν εγώ σάς απαντήσω, σημαίνει ότι δεν καταλάβατε και εάν δεν εσείς καταλάβετε, δεν χρειάζεται εγώ καν να σάς απαντήσω. «Ενός κακού μύρια έπονται» και όταν δεν τού σηκώνεται τού ανδρός, βεβαίως φταίει το γυναικάκι που τού 'χουν πέσει στο πάτωμα τα βυζιά και τονε βάζει να τα σφουγγαρίσει κιόλας. Βεβαίως φταίει η πεοπτωτική εξωτερική μας πολιτική, όταν ο ανήρ δεν μπορεί να «κάτσει κάτω απ' την μπάρα», εφόσον ο πήχυς τής εθνικής αξιοπρεπείας και τσαμπουκαλοειδούς γκρεκολεβεντιάς έχει αλφαδιαστεί εντελώς με το χώμα. Και βεβαίως φταίει ο Τουρισμός και ο Εφοπλισμός – οι γνωστές καραμελένιες «ατμομηχανές αναπτύξεως» – που δεν μπορεί να επιβιώσει πια ο έλλην πουρός, τώρα που είναι η τσέπη του άδεια από δάνεια, τα ρεντρουμάδικα πάμφθηνα κι οι αιγαιοπελαγίτικες παραλίες καργαρισμένες πεταμένα σωσίβια και φουσκωτά ξεσκισμένα. (Τις εξωλέμβιες τις αρπάξανε στο φτερό οι ηρωϊκοί ακρίτες μας και τις πουλάνε πανάκριβα στο διαδίκτυο, «άχαρτες κι ολοκαίνουργες» οι φραγκολιμάρες καριόλες.)
Fuck them, what do I care? Και σε ελληνικά-κυψελιώτικα, τί κατάλαβα που ενδιαφέρθηκα; Και γυμνάστηκα και διάβασα και εξετάστηκα, και κάθησα κι έγραψα; Τί κατάλαβα που δεν έκλεψα και δεν είπα ψέμματα, δεν ξενογάμησα και δεν πλαστογράφησα, δεν τηλεφωνικά υπονόμευσα και δεν κορόϊδεψα κατάφατσα ούτε έναν; Τί κατάλαβα που ακαταλλήλως δεν έγλειψα (διότι καταλλήλως είμαι μαέστρος), τί κατάλαβα που κώλους δεν έπιασα (διότι δεν μου αρέσει να μου πιάνουν τον κώλο); Όταν άπασα η Ελλάς επί Σημίτη και επί Κωστάκη και επί Γιωργάκη χεζόταν στο τάλληρο και σκουπιζότανε με το πεντοχίλιαρο, εγώ την ψωροαμειβόμενη δουλίτσα «τους» κοίταγα, γυμναζόμουν και έγραφα, κυκλοφορούσα και χόρευα, ερωτευόμουνα κι απογοητευόμουν. Ουδέποτε ανήκα σε κανένα μαντρί, εις ουδέν μαγαζί – για να 'ρθει κείνη η δαγκώστομη Μανίνα Ζουμπουλάκη και ν' αποκαλέσει την χερούκλα που τόσα χρόνια μπουκωμένα την τάϊζε και την ανέδειξε, την έστησε και την αυθαδίασε ως «Κωστοπουλιστάν» να την πει ρε! Τούτη λοιπόν η προ αιώνων ειλημμένη μου απόφαση – συνεργούντος τού ρημαγμένου πλέον σαρκίου μου – μ' έχει ρίξει σε στενωπό πόνου και άρνησης, δυσθυμίας πικρίας, ερωτημάτων εναγωνίων και αδύνατων αποφάσεων. (Και δεν είμαι κι ο Γιώργος ο Σιούντας ρε παιδιά, ν' αρπάξω το Johnnie Walker και να τα σβήσω όλα διαμιάς...)
ΟΚ ΟΚ λοιπόν, έτσι θα πορευτώ. Με ό,τι έχω, ό,τι μού έμεινε, όποιος κι αν είμαι. Αν το κορμάκι μου την ανάπαυσή του επιθυμεί, be it. Αν το μυαλό μου δεν χωρά πια ούτε μία άλλη από λέξεις σειρά, so be it too. Κι αν κάποια στιγμή η ψυχή μου θελήσει να διαχωρίσει την θέση της, άσ' την να πάει αυτή όπου θέλει. Θα απορρίψω ως όφις το πουκαμισένιο σαρκίο μου, θ' ανατινάξω συνάμα το office τού νου μου και θ' αρπαχτώ από την ψυχή μου συγγνώμη ζητώντας της, που την απαρνήθηκα επί εξηνταπέντε συναπτά και σκληρά χρόνια.
Ποτέ δεν είναι αργά Ντάνη μου, για την Ψυχή δεν υφίσταται Χρόνος. Καθώς η ψυχή δεν είναι κορμί, η ψυχή δεν διαθέτει μυαλό, η Ψυχή είναι Πνεύμα και θυμήσου βλάκα εσύ πως δεν ονόμασες τυχαία το πρώτο φουσκωτό σου στην Αμοργό «ΠΝΕΥΜΑ», ούτε το δεύτερό σου ετούτο «ΨΥΧΗ»! Κι αν το σώμα σου γέρασε και το μυαλουδάκι σου άφρισε, έχει μείνει μοναχά η δική σου ψυχή εκλεκτή κι εσένα ακόμη-και-πάντα προσμένει. Brace up λοιπόν γενναίε μου, ακούμπησε την «ρομφαία» τής γλώσσας σου κι αγκάλιασε τα «μαρουλόφυλλα» τής καρδιάς σου: γιατί η καρδιά είναι η κιβωτός τής ψυχής, εκείνης οι βαλβίδες σιγουρεύουν την κυκλοφορία τού χιλιομετροφάγου αίματος, εκείνης οι κοιλίες και οι κόλποι ξανά στην Ζωή θα σε αποδώσουν θα σε χαρίσουνε, αν δεν προλάβεις να μετανιώσεις και τα τινάξεις.
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2020
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2020