Στην Κυριακή Τριπερίνα. (For that ancient evening and those distant words)
Δεν θέλω ν' ακούγομαι ως μισέλληνας, αλλά απ' τα τρία βασικά προβλήματα των Ελλήνων σήμερα, δεν έχω κανένα: δεν με απασχολούν τα ελληνοτουρκικά (δεν είμαι ξερόλα πρέσβειρα παρφουμάτη, ούτε σαλιάρης συνταξιούχος στρατηγός), δεν είχα ούτε έχω δραχμή/ευρώ/φράγκο (τί να μού «κλάσει» λοιπόν η οικονομική κρίση;) και ζω μόνος μου στην σπηλιά (όπου δεν τον συμφέρει να συχνάζει και να συνωστίζεται ο κορωνοϊός). Πώς λέω «Δεν κάνω λάθη, παρά μόνο λάθος»; Έτσι κι εγώ συμπληρώνω: «Δεν έχω προβλήματα, γιατί ΕΝΑ πρόβλημα έχω».
Ότι δεν έχω ΚΑΝΕΝΑ πρόβλημα!
(Μα γιατί μπαίνω στο θέμα μου, μπουκώνοντας απότομα και ανάποδα τούς αναγνώστες μου, ήδη απ' τον πρόλογό μου; «Υπομονή, υπομονή» δεν συνιστούν στους αρρώστους και τους τζογαδόρους; Στους παντρεμμένους και τους μετανοούντες πικρά; Στις λεχώνες και τους κλαψιάρηδες οφειλέτες τού Δημοσίου; Στις σιτεμένες μαυροφόρες τις χήρες και τις πύρκαυλες πιτσιρίκες τις οιστρογονοπνιγμένες;)
Πίναμε καφέ τις προάλλες στο σπίτι μιάς Γυναικάρας, που ελάχιστα γνωρίζω αληθινά, εδώ και μερικά τελευταία χρόνια. Και δώσ' του ιστορίες απ' το παρελθόν εγώ (ο οπαδός τού ΑΚΡΑΤΗΤΟΥ Άνω Λιοσίων) και δώσ' του σιωπές από το παρόν εκείνη (η οπαδός τού ΑΝΕΚΦΡΑΣΤΟΥ Αθλητικού Ομίλου Θηβών), μείναμε να καπνίζουμε και να σκεφτόμαστε πόσο χάλια αμφότεροι την πήγαμε την ζωή μας. Εγώ στην κατηφόρα αυτής ευρισκόμενος (και χαμένος ανάμεσα Βοιωτία κι Αιγαίο) κι εκείνη στο πλατώ τής ζωής της το μεσαίο (χαμένη ανάμεσα Μ.Κ.Ο. κι Υπουργείο). Εγώ έχω παραιτηθεί πλέον απ' την ζωή και την αφήνω να με πάει όπου κι όπως αυτή θέλει κι εκείνη έχει σταματήσει και «κατεβεί» λίγο απ' την ζωή, προκειμένου ν' ανασυνταχθεί, να δει πού-σκατά επιτέλους θ' αποφασίσει να την τραβήξει αυτή, να την ακουμπήσει ή να την παρατήσει. Και μέσα σε όόόλα εκείνα που λέγαμε, κάπου πετάχτηκε το επικό «Γέλα κυρία μου» των μυθικών Ψυχογιού-Μουσαφίρη-Καφάση. Κάτι έλεγα πάλι εγώ, κάπου γελούσε πάλι εκείνη και όταν συμπλήρωσα το δικό μου solo-digestivο «... γέλα μαζί μου», εκείνη ρεφραινάρισε «...αητέέέ» κι εγώ έσπευσα να την διορθώσω με το παλίμψηστο και σοφό μου «... αϊντέέέ»!
ΑΥΤΑ είναι «προβλήματα σοβαρά» κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι. Μέσα στην πίκρα τής κρίσης, μέσα στην πίκα των ελληνοτουρκικών και μέσα στην πίπα τού κορωνοϊού, ένας εξηντάρης-plus και μιά σαραντάρα-minus, άλλο νταλγκά δεν έχουνε δεν διαθέτουν, με άλλο πονοκέφαλο ή μανούρα δεν ασχολούνται δεν κόβονται, παρά μόνο για το πώς τελειώνει το ρεφραίν τούτου τού ύμνου τού λαμπρού λαϊκού Συνθέτη και Κύριου, Ηπειρώτη και Μουσικού Τάκη Μουσαφίρη! (Are we sane and saint at the same time, or what?) Και βάζει η κούκλα το Youtube στο iphone της κι αμέσως βγαίνει η Κωστάρα βραχνή, με το περουκίνι και τις χειλάρες, το πλεχτό πουλόβερ και τα ηδυπαθή μισόκλειστα μάτια κι αρχίζει να τραγουδά το μνημειώδες «Γέλα κυρία μου»... και με πέταξε εμένα σαράντα δύο (42) ολόκληρα χρόνια απότομα πίσω. (Άντε πάλι... "and here's the deal" που συμπληρώνει ο Μπάϊντεν κι αν αυτός εκλεγεί, θα 'ρθεί η Μελάνια τα χαλιά να μού στρώσει!)
Τον Κώστα Καφάση τον γνώρισα στην... Σχολή Αλεξιπτωτιστών! Το 1978! (Όποιος δεν κουφάθηκε τώρα, μπορεί, χωρίς χειρισμό Βαλσάλβα, να καταδυθεί στην τάφρο των Μαριανών – 10.983 μέτρα είναι αυτά!) Τότε ξεκινούσε το στρατιωτικό Tae Kwon Do να διδάσκεται στην ΣΧΑΛ και συναθλητές μου απετέλεσαν το πρώτο corpus των εκπαιδευτών. (Εμένα οι στραταίοι με κόψανε – αν και ήμουν φρεσκότατη και καλή μαύρη ζώνη 1 dan – λόγω γενειάδας βελουχιώτικης που μοστράριζα τότε κι έπρεπε να κουρευτώ και να ξυριστώ, αν ήθελα να δω στίβο μάχης και παρκέ ιδρωμένο.) Η εκπαίδευση ξεκινούσε στις 07:30 ακριβώς και τελείωνε στις 15:30 αυστηρά, ο υποδιοικητής εμφανιζότανε καθημερινά να τσεκάρει το μάθημα κι εμείς ήμασταν τόσο νέοι που, όχι μόνο δεν μας έφθανε η επίπονη διδασκαλία κι εκπαίδευση τής απαράμιλλης αυτής κορεατικής Πολεμικής – πραγματικά, στην συγκεκριμένη περίπτωση – Τέχνης, μα ξεκινούσαμε την ημέρα μας με δέκα χιλιόμετρα τρέξιμο και την κλείναμε μ' ένα πέρασμα απ' τον στίβο μάχης, (έτσι για να μην πέσουμε και αγύμναστοι εντελώς, το βράδυ στο μοναχικό μας κρεβάτι).
Είχα έναν φίλο τότε μπιστικό-γκαρδιακό, λαϊκό παιδί που έμενε στο Αιγάλεω και ήτανε μπογιατζής – «ζωγράφος μεγάλων επιφανειών» όπως έλεγε ο Χρήστος και γελούσε – ένα αλάνι πρώτης τάξης και πόντιος κλάσης ελάχιστης, ένας γερός αθλητής που είχε φάει κόλλημα μάλιστα με τον γκουρού Μαχαράτζ Τζι! (Δεν πειράζει, όλοι αγαπήσαμε τότε, μα δεν κάναμε έτσι. Γιατί κάναμε χειρότερα!) Ξυπνούσα λοιπόν στις πέντε, πεντέμιση ήμουν Αιγάλεω όπου με περίμενε ένστολος ο Χρήστος ήδη στο πεζοδρόμιο – για να μην ξυπνήσει την εργατική οικογένεια, που ήτανε κιόλας στο πόδι – και βία-έξι πλακωμένοι με την μοτοσυκλέττα μου ήμασταν στην πύλη τού στρατόπεδου, στον Ασπρόπυργο βρέξει-χιονίσει. (Παρένθεση: δεν πρόκειται ποτέ μου να ξεχάσω... δύο ευκάλυπτους: αυτούς εδώ τής Φωκίωνος Νέγρη όπου κάτω τους εγώ μεγάλωσα κι εκείνους εκεί στον Ασπρόπυργο όπου ανδρώθηκα δίπλα τους.) Ταχύτατη αλλαγή ενδυμασίας λοιπόν, πρωϊνή αναφορά για τους στρατευμένους – κι εγώ για λίγο στο ΚΨΜ – κι αμέσως μετά βουρ για εξοντωτική, παθιασμένη και επικίνδυνη εκπαίδευση.
Αξέχαστες μέρες, που ευτυχώς έχουνε ξεχαστεί. (Γιατί αν στα 65 μου πρόκειται να θυμάμαι συνέχεια τα νιάτα μου, καλύτερα να παντρευτώ στα γεράματα ένα αλλοδαπό γυναικάκι να μού τα φάει: ΚΑΙ τα λεφτά ΚΑΙ τα μυαλά, ΚΑΙ τις αναμνήσεις ΚΑΙ τις καταχρήσεις.) Η «υπηρεσία» τελείωνε στις τρεις-και-μισή-ακριβώς, εγώ έβγαζα το καταμουσκεμμένο do-bok μου, έκανα ένα παγωμένο ντουσάκι κοψοχολιαστικό-αναζωογονητικό και φορούσα τα ρούχα μου εκείνης τής εποχής: τζην και μπόττες, στρατιωτικό τζάκετ κι ένα τι-σερτ από μέσα, άντε και άμα ψιχάλιζε ένα φτηνό αδιάβροχο αγορασμένο απ' το Μοναστηράκι. Και καβαλλούσαμε την μοτοσυκλέττα επιστρέφοντας στο Αιγάλεω, άφηνα τον Χρήστο στο σπίτι του κι εγώ κατέληγα στο δικό μου, όπου έπρεπε ν' αντιμετωπίσω ξανά και εκ νέου το εχθρικό και δυσάρεστο, αντιπαιδαγωγικό και απορριπτικό συννεφάκι τής Κυψέλης τού ρετιρέ μας. Ιδιώτης όντας εγώ, και μέχρι να στρατευθούν όλοι οι συναθλητές μου, συμπλήρωνα με την παρουσία και διδασκαλία μου την εκπαίδευση τού Tae Kwon Do στο στρατόπεδο και απολάμβανα – για πρώτη φορά – την «ελευθερία κι αδιαφορία» ενός δημόσιου υπαλλήλου. Να ξεκινάς το πρωί την δουλειά σου, ξέροντας-και-μη-νοιαζόμενος για το τί μετά έρχεται: η ζωή σου δεν σού ανήκει, ο χρόνος σου είναι αλλωνών, εσύ το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να παραδώσεις στο Ελληνικό Δημόσιο το σώμα σου το μυαλό σου, την ανάσα σου και τον ιδρώτα σου κι όλα τα άλλα είναι τακτοποιημένα για σένα. Για τα επόμενα τριάντα πέντε χρονάκια. (Ώσπου επτά χρόνια μετά μπήκα κι εγώ στο ινφέημους Γραικό Δημόσιο, «απόλαυσα» το ίδιο νανουριστικό κι ευνουχιστικό συναίσθημα «ανεμελιάς και ελευθερίας», μέχρι που με χτύπησε καταπρόσωπο η κλεψιά τους και κατάκαρδα η πουστιά του και «την έκανα», με χοντρά «πηδηματάκια» μάλιστα!)
Κάθε Πέμπτη στην Σχολή Αλεξιπτωτιστών – όπου υπαγόταν το εξάμηνο-παρακαλώ «Σχολείο Tae Kwon Do» – γινόταν «νυκτερινή άσκηση». Δηλαδή ό,τι γινότανε το πρωί, γινότανε και μετά/το βράδυ/την νύχτα/τα χαράματα. Διπλή προπόνηση δηλαδή, πολλαπλή καταπόνηση δηλαδή και απόλαυση στο ζενίθ υψωμένη. (Παρένθεση δεύτερη: δεν είμαι στρατόκαυλος, μα εκείνη η αίσθηση πειθαρχίας και άσκησης – εν μέρει ψυχαγωγικό-ανατασιακό extreme sports και εν μέρει στρατιωτικό-αυστηρό physical training – εμένα με διέγειρε και το απολάμβανα. Όσο «πολίτης» κι αν ήμουνα, όσο και να μην διέθετα «πουλάδα» κι FN, έπαιρνα μέρος ολόψυχα στην ζωή και τις δραστηριότητες τού στρατόπεδου, φορώντας μάλιστα ολημερίς κι επαξίως την μαύρη ζώνη μου είχα κερδίσει τον σεβασμό και την εκτίμηση των «ανωτέρων» μου, παρ' όλα τα μόλις εικοσιτρία μου χρόνια.)
Μιά μέρα – θυμάμαι – είχαμε για κάποιον λόγο ειδικής επιδείξεως και νυκτερινής εκπαιδεύσεως μείνει στο στρατόπεδο μέχρι αργά. «Εξόδου» ο Χρήστος πήρε – με χίλια παρακάλια, μέσα και βάσανα – κατά τις δέκα, ήταν ένα βράδυ βροχερό-κρύο-μαγευτικό, ένα βράδυ που οι προαναφερθέντες ευκάλυπτοι σειόντουσαν σαν στρίππερς στον στύλο τους, σαν ποιμενικοί σκύλοι που ξύνονταν στην γκλίτσα τού τσοπάνη τους, σαν έλληνες εφοριακοί που μαζεύονταν γύρω από το ταμείο μικροέμπορα, σαν πρεζάκια που είχαν κολλήσει γύρω απ' την χούφτα τού πούσερ τους και άλλο δεν συνεχίζω. Ντυθήκαμε μ' ό,τι είχαμε βιαστικά, τυλιχτήκαμε μέχρι και μ' εφημερίδες για ν' αντιμετωπίσουμε τα περονιαστά-λίγα χιλιόμετρα πίσω στης Παλλάδας την πόλη και βγαίνοντας απ' την πύλη τού στρατόπεδου, το ευαίσθητο μάτι μου – θα ζήσεις χρόνια πολλά μεσιέ Ζαν-Πιέρ Μελβίλ, μιλ μερσί ρε εσύ – παρατήρησα μιάν... Alfa ROMEO 1750 Berlina τετράπορτη να ρελαντάρει ακίνητη απέναντι στο παρκάκι. Με τα φώτα της χαμηλά, τα παράθυρά της κατεβασμένα απ' όπου βγαίναν ντουμάνια καπνοί και μιά λαϊκιά μουσικούλα να τινάζει βροχούλα. Κόλλησα.
Πλησιάζω την μοτοσυκλέττα μου που είχα παρκάρει καβωμένη έξωθεν πύλης, την ξεκλειδώνω αργά και πιο αργά βάζουμε αδιάβροχα κράνη, δένουμε τις τσάντες με τα ιδρωμένα ρούχα τής άσκησης και ξεπαρκάρουμε μαλακά, ώστε να ξεκινήσουμε τα λίγα χιλιόμετρα τής επιστροφής μας. Η Alfa ROMEO απέναντι ακίνητη σταθερά, το μοτέρ να δουλεύει αργά κι ο οδηγός της να καπνίζει, μόνο που τώρα κάτι σκιές ελαστικές σβέλτες, κάτι πράσινοι μπερέδες και χακί μπατλ-ντρες από κάπου σκάσανε και μάς πλησιάσανε, αιφνιδιαστήκαμε αρχικά και τρομάξαμε μετά. (Ήταν σχετικά-πρόσφατο και το συμβάν που επί Χούντας, το τέως Βασιλικό-και κατόπιν Πολεμικό Ναυτικό είχε κάνει καψόνι πικρό, στους «χουνταίους» καταδρομείς και δη μέσα στην περίφημη την Σχολή τους: βουτήξανε ΟΥΚάδες απ' του «Παλάσκα» και με ρουφιάνικο ατέλειωτο πλαγιοκόλυμπο ξημερώσανε-ξενερώσανε απαλά στου Ασπρόπυργου την ακτή, «την πέσαν» αθόρυβα αποφασιστικά στην Σχολή, τους πιάσαν τούς ανυπόπτους καταδρομείς «στον ύπνο» και αφού τούς δέσανε ΑΠΑΝΤΕΣ κανονικά, βάψαν τα αρχικά τής μονάδας τους σε όλους τούς τοίχους με μπογιά κατακόκκινη! Ο μύθος μάλιστα το θέλει να σκάει το πρωί ο διοικητής, κι απ' τον φρουρό τής πύλης μέχρι τον αξιωματικό υπηρεσίας να τούς βρίσκει όλους δεμένους και ντροπιασμένους, ξεφτιλισμένους μελανιασμένους – το τί έγινε μετά στο Πεντάγωνο, ακόμη τα γραφεία κι οι τοίχοι του το θυμούνται και δεν τολμούν να το πουν.)
Ανοίγουνε – από μέσα – και οι υπόλοιπες τρεις πόρτες τής Alfa έτσι στο ανεξήγητο και το ξεκούδουνο, βουτάνε εντός της τρεις-τέσσερεις καταδρομείς μαλλιοκούβαρα έρπειν και πρηνηδόν, πατάει γκάζι ο μυστήριους ντράϊβερ και σπινιάροντας μέσα στην γλίτσα το κρύο και το μίγμα ατμόσφαιρας αστυνομικής ταινίας και ληστείας Τραπέζης κινηματογραφικής, μένουμε εμείς ήδη μουσκεμένοι κι εμβρόντητοι να κοιτάμε τον διάσημο-τότε Κώστα Καφάση στο τιμόνι τής καρακουρσάρας του, να 'χει φορτώσει τις καυλιάρες «σειρούλες» και να πατά γκάζι προς άγνωστη, μα ηδυπαθή και πεοστάζουσα κατεύθυνση... Γίναμε γνωστοί έκτοτε: ο κύριος Κώστας να περιμένει τα «κομάντα» καπνίζοντας, εγώ να περιμένω τον φίλο μου, να κοιτώ τον τηλεοπτικό Ιωνάθαν τής ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ και να μην ξέρω τί να σκεφτώ από όλα. Ροκάς δεδηλωμένος τότε, σιχαινόμουν το λαϊκό τραγούδι, όσο κι αν στην κεντρική Αγορά που μεγάλωσα ο γιός τού Λουκά Νταράλα ο Γιώργος μάς έφερνε τούς καφέδες. Ο Σπύρος Ζαγοραίος σκούπιζε τότε το μαγαζί, ο Παναγιώτης Μιχαλόπουλος στο πάλκο τραγούδαγε, ο Πρόδρομος Τσαουσάκης έκανε γκεστ εμφανίσεις και ο Σωτήρης ο Μπέλλου με την φούστα και τα γυαλιά όταν ερχότανε, απολάμβανε τον απόλυτο σεβασμό και την προσεγμένη κουβέντα απάντων.
Μιά φορά μάλιστα – που είχα πάει στον Ασπρόπυργο τον φίλο μου «εξόδου, μετά διανυκτερεύσεως» για να παραλάβω εσπευσμένα, γιατί είχαμε κανονίσει με μία κομμώτρια τις καύλες μας να μας κουρέψει αυτή – περιμένοντας εκεί δίπλα στην πύλη τον Χρήστο, με είδε ο «κύριος Κώστας» και βγήκε απ' τ' αμάξι του και με πλησίασε θαρρετά. «Αγόρι, σε βλέπω γύρω συχνά, τί κάνεις εδώ;» με ρωτά κι εγώ κοιτώντας εκείνα τα τύπου-ξανθά του μαλλιά, αυτόματα θυμήθηκα την cult ταινία τού Αλέκου Σακελλάριου «Καλώς ήλθε το δολλάριο». (Την οποία άπαντες ποοολύύύ μετάάά είδανε, κι εκτιμήσανε τάχα μου, και γελάσανε τάχα μου, και πλακωθήκαν ν' αναμασούν τις ατάκες της τάχα μου, απ' την ώρα που πρώτος ο Πέτρος Κωστόπουλος και μπαγιάτικα-κατόπιν οι free-press φυλλαδούλες των υπαλλήλων/αντιγραφέων του πιπιλίσανε και παπαγαλίσανε τούτες.)
Ας το ξεκαθαρίσω όμως εγώ, απ' αρχής, τώρα. Η ομοφυλοφιλία πάντοτε στην Ελλάδα αβέρτα, γιγαντωμένη και άντεργκράουντ «έπαιζε», όλοι την ξέρανε μα δεν θέλανε να την ξέρουν (σαν την Χούντα π.χ.) Η «φτερού» ο Αντρέας και η εκδιδόμενη Αλόμα στην Συγγρού απολάμβαναν ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ λαϊκής αποδοχής, για δυό λόγους λέω: 1ον/ γιατί τότε τα λαϊκά στρώματα μ' ετούτους/ες ξεχαρμανιάζανε, είτε «δίνοντάς τους πιπούλα», είτε βρίζοντάς τους και δέρνοντας και 2ον/ γιατί πάντα τα λαϊκά στρώματα – στην συν-τρι-πτι-κή πλειοψηφία τους – είναι δειλές κόττες και δεν τολμάγανε να κοντραριστούν με την απύλωτη γλώσσα ετούτων. Που έτσι και σ' έπιανε στο αχόρταγο το «ροδάνι» της, δεν σε ξέπλενε όχι ο Γιανγκ Τσε, μα ούτε το ρυάκι τού Ποδονίφτη! (Κι ετούτα τα γράφω εγώ που μεγάλωσα με μάτια ανοικτά και αυτιά τέντα, με πρόθυμη κίνηση ΕΝΤΟΣ τής τότε-ζωής και φιλέρευνη πορεία ΕΚΤΟΣ των αιώνιων-γραικών κυκλωμάτων και όχι τα τεκνάκια τής σημερινής ηλεκτρονικής και απλήρωτης «δημοσιογραφίας», που ό,τι διαβάσουνε στο Διαδίκτυο αναμασούν, προκειμένου στον κάθε τηλεργασίας-γκαουλάϊτερ να αρέσουνε και καρριερούλα ως πουλαίν του να φτιάξουν.)
Ο κύριος Κώστας Καφάσης ερχότανε στον Ασπρόπυργο, «φόρτωνε κομάντα» και ουδείς είχε πρόβλημα τότε μ' αυτό, τέλος. Όλοι στην πουστοελλάδα – όχι με την ομοφυλόφιλη έννοια – γνωρίζουνε άριστα τί κάνει ο διπλανός τους μα δεν λένε τίποτα, γιατί άριστα ξέρουνε ότι κι αυτός, ξέρει απ' έξω κι ανακατωτά τις πομπές τους. (Και μιλώ για εποχές που αν έβγαινες και δήλωνες ότι «τον έπαιρνες», δεν σου δίνανε θέση σε Πολιτιστικό Οργανισμό ή σε ελληνικό κόμμα, αλλά ούτε θέση στο λεωφορείο δεν έβρισκες, γκέγκε; Γιατί εδώ, στον γωνιακό μπερντέ τον αιδοιοπροβληματικό αυτόν παρήχθη το ιντερνάσιοναλ «Έξω μπούστη απ' τη μπαράγκα»!) Στον 21ον αιώνα μας λοιπόν πια, το γκεηλίκι έχει γίνει από σταριλίκι έως "divinity" καταπώς λέει η αδελφή μου, (και είναι το μόνο σωστό που 'χει πει). Τόσα χρόνια καταπίεσης, βίας ξεφλουδισμένης και καύλας ζηλευτής των ομοφυλόφιλων και τώρα περάσαμε στο άλλο λαλημένο το άκρο: θα καθιερωθεί και ποσόστωση, τα ομοφυλόφιλα-παντρεμμένα-τεκνοποιημένα-τακτοποιημένα ασφαλιστικώς και συνταξιοδοτικώς, ιδιοκτησιακώς και κληρονομικώς ζευγάρια θα «προικίζονται» με «μόρια»(!), ώστε να παίρνουν παντού «θέσεις». (Όπως οι μετανάστες και τα ΑΜΕΑ, οι πολύτεκνοι και οι ανάπηροι πολέμου, οι έλληνες πρωταθλητές και οι άγαμες θυγατέρες δημόσιων υπαλλήλων.) Στην Ελλάδα – και παγκοσμία βέβαια – οι ομοφυλόφιλοι «πήραν» τις Τέχνες (αφού τούς γαμήσανε τις ζωές), όπως η Αριστερά στην Ελλάδα πήρε το «ηθικό πλεονέκτημα», (αφού έχασε η ίδια η μαλακισμένη την Εξουσία μέσα απ' τα οπλισμένα χεράκια της και κατέληξε η ψίχα και η μαρίδα της στην εξορία ή τον τάφο). Τούτα λοιπόν μόνον εγώ θα τα σκεφτώ, θα τα πω και θα τολμήσω να γράψω – τέλος. Και θα το χοντρύνω πιο κάτω.
Οι πούστηδες τότε διέθεταν ΚΑΙ σεμνότητα ΚΑΙ ήθος, ΚΑΙ καύλα ασύνορη ΚΑΙ λεπτότητα άλλου. Τονε «παίρνανε» λες και λειτουργία στην... Μητρόπολη κάνανε («Θου Κύριε φραγήν τω στόματί μου»), επί δέκα μέρες μετά για τούτο μιλάγανε και δεν στήσανε μπαϊράκια και φυλλάδες ηλεκτρονικές, για να χώσουν να κρύψουνε ότι πήγανε στο αλληλέγκυο [sic] και πολύχρωμο Athens Pride! Παρέλαση διψασμένων-για-πέος ομοφυλόφιλων γινότανε τότε στον Εθνικό Κήπο – δίπλα βέβαια απ' την... Προεδρική Φρουρά χαχαχα – όπως τα σκυλάδικα πάντα «κολλούσαν» έξω απ' τα στρατόπεδα των κωμοπόλεων, δίπλα και στα μπουρδέλλα. Το πού και πώς έδινες τότε το σώμα σου, στην υποκρίτρια Ελλάδα πάντα ασυλία και συνένοχη σιωπή διέθετε, δεν χρειαζόταν ως άλλες βίβα-Ρένα Δούρου και σάλτα-Ραχήλ Μακρή να παλουκωθούνε στα κάγκελλα ΕΡΤ, ώστε να τραβήξουν τις κάμερες πάνω τους, μπας και τηλεοπτικό γαμπρό βρούνε! «Έκαστος εφ' ω ετάχθη» δεν υποδεικνύει η ψευδοσοφή ρήση; Γιατί θα πρέπει να τυπώσουμε λοιπόν στο χαρτονόμισμα των χιλίων ευρώ την μαρτυρική μορφή τού Ζάκι-πρεζάκι, της ξεφωνιάρας Ζάκι-drag queen, του δύστυχου Ζακ Κωστόπουλου επειδή επέλεξε εκείνος ΑΥΤΗΝ την ζωή, και ΑΥΤΗ-ΑΚΡΙΒΩΣ η μαγευτική/φονική η ζωή δύναται απ' το να σε εκθέσει σε κινδύνους κοινωνικούς ή και να σε σκοτώσει με «νόμους» ελληνικούς, χώρια δε χασάπικους εντελώς και τελείως;
(Θα επιχειρήσω μια σύζευξη τώρα, μια «γέφυρα» κι ας μην είμαι εγώ ο «πρωτοκαπετάνιος» τής LΙFO Διονύσης Χαριτόπουλος, αυτό το μεγαλοστελέχι τής ναϊντίλας διαφήμισης και λατρεμένο χασμπαντάκι Μαλβίνας που ξεκίνησε απ' τον Πειραιά, ανέβηκε Κολωνάκι, άραξε στο Βελούχι και δεν αφήνει τον Άρη τον δύστυχο να ησυχάσει να κοιμηθεί και να μετανιώσει;) Έπαιξες κυρία Αριστερά μου τα ζάρια σου εσύ στον Εμφύλιο; Ανέλαβες Αντίσταση και αδελφοκτόνα σύρραξη, προκειμένου να μας κρεμάσεις στ' αρχίδια τού Στάλιν; Μπράβο σου και τιμή στους αγώνες σου: ο ελληνικός λαός ΚΑΙ ΣΕ ΣΕΝΑ το αίμα του γενναία σπάταλα κι αφιλοκερδώς έδωσε, μα όταν είδε ότι έκατσες εσύ «γατάκι και πουτανάκι» ενός αχαιού και αγγλόφιλου Παπατζή, σού γύρισε μωρή μαλάκω την πλάτη! Και ποίο το μάθημα που εγώ-μόνον δεικνύω και γράφω εδώ; Επέλεξες την ζωή και τα έργα σου ρε; Ανέλαβες να ταΐσεις την καύλα σου ή το ιδεολογικό σου αυθαίρετο; Δικές σου λοιπόν οι αμοιβές κι οι αποτυχίες, δικοί σου οι ουρανομήκεις οι οργασμοί κι οι κλωτσιές στ' αχαμνά απ' τους στρέητ που ψοφάν' για τούτο που κατά/επί/διώκουν. (Ανάσα και διαλογισμό συνιστώ, ξαναδιάβασμα αργό-κατανοητικό των προηγουμένων μου λέξεων και σιωπή ημιώρου προς χώνευση και αφόδευση τούτων.)
Ο Κώστας Καφάσης ήταν ομοφυλόφιλος, έτσι όπως ΜΟΝΟΝ ΕΚΕΙΝΟΙ οι ομοφυλόφιλοι ήταν ομοφυλόφιλοι, και δεν είχαν ανάγκη ΚΑΝΕΝΑΝ. Και δεν ομιλώ εξ ονόματος ουδενός, πόσω μάλλον νεκρού, πόσω μάλλον αγνώστων. Μα αυτή η sui generis «πουστιά» που συνέχεια σήμερα «σέρνεται» κι αυτοκουδουνίζεται κι αυτοηδονίζεται, που κατά παντός κινητού κι ακινήτου τινάζεται και ακκίζεται, εξακοντίζεται και κολλά, τα αντίθετα αποτελέσματα φέρνει από τούτο που προσδοκά. (Κι ας χρηματοδοτήσει η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών το ΑΚΟΕ ώστε «δράσεις» να κάνει). Κι ετούτο το νέο στοιχειό τού "queer" τρομάρα τους, που τα γενναία ελληνόπουλα απ' τα πρωτοπόρα αμερικανάκια κοπιάρανε, πιο άηθες κι αηδές κάναν το κράξιμο, αφού αυτοκράζονται πλέον τούτοι ερεθισμένοι κι ελεύθεροι, πρώτοι και πρώτα. Θα το πω όμως εδώ, κι έχω βαπτίσει όχι μόνον τα χέρια μου, μα το στόμα και την πέννα μου ΚΥΡΙΩΣ και ΚΑΤΑΛΛΗΛΩΣ έχω καθάρει:
Η πουστιά τότε είχε κρυφή μα «αρσενική» αρχοντιά, δεν είχε την σημερινή κραυγαλέα και φανερή, κραχτή κι επιθετική «διεκδικητική-δικαιωματική» ζητιανιά της. Άμα και όπου ακούς «δικαιώματα» λέω εγώ, σημαίνει ότι κάτι ζητάς και γι' αυτό (το) συζητάς. Άμα κάτι τί επιδιώκεις, θα μπεις σε συζήτηση-διαπραγμάτευση με τούς άλλους για να αρέσεις ή να κερδίσεις. Κι άμα το κάνεις κιόλας αυτό, έχεις ήδη δώσει το μισό... Αιγαίο μωρέ, απλώς κοίτα Κούλη κι Αλέξη! Τα «δικαιώματα» είναι κοινωνικές-νομικές έννοιες που κρατά και μοιράζει ανάλογα και αντίστροφα, άδικα-πονηρά και έξυπνα-χειριστικά η κουφάλα η Κοινωνία: κι όπως «έκαμε» ΠΟΛΥ ΣΩΣΤΑ η προκομμένη Αριστερά το '46-'49 που πήρε τα όπλα, έτσι ΔΕΝ πρέπει να κάνει ο Άνθρωπος σήμερα – says I. Ζήσε την ζωή σου εσύ – στην αφανή ως Κώστας Καφάσης και στην εμφανή ως Ζάκι Ο – κι άσε τις στυμμένες και στημένες φωνές να τις πάρει ο αέρας: για καρεκλίτσες τού κωλαράκου τους γλείφουνε-προαλείφονται και για μπαγιόκο επαρχιώτικο στην μανούλα τους για να καταθέσουν-χαρίσουν τα κάνουνε. Όλα.
«Έχεις φωτιά λεβεντόπαιδο;» άκουσα τον Κώστα Καφάση όρθιο δίπλα στην μοτοσυκλέττα μου να μού λέει. Η Alfa ROMEO του πιο πέρα έβραζε, τα φύλλα ευκάλυπτων από πάνω μας θρόϊζαν και γελούσανε, καθώς βλέπανε το τσιγάρο τού αρσενικού μόρτη αυτού αναμμένο στο στόμα του κι εμένα έκπληκτο και αθώο, νέο και ετοιμόλογο να «το σώνω» ψελλίζοντας το κουτά-παιδικό και καυλωτικά-ξενερωτικό... «δεν καπνίζω κύριε Καφάση»! «Τώρα γιατί μού το κάνεις αυτό;» ατακάρει ο θηλυκός μάγκας μετά, «Τούτο το 'κύριε' τί το θέλεις;» με ερωτά, «Έλα να κάτσουμε μέσα στ' αμάξι να μη βρέχεσαι, το φίλο σου περιμένοντας» συμπληρώνει ο ήδη-αστέρας. Σαν υπνωτισμένος εγώ από το χοντροπούστικο και λεπτοκυριλέ «πέσιμο» τον ακολουθώ, η βροχή είχε δυναμώσει η καριόλα συνένοχος, ο Χρήστος αργούσε, ήταν μόλις 1978 και το «Γέλα κυρία μου» ακουγόταν απ' το 8-track τής κρεμ μπερλίνας συμπληρώνοντας το σκηνικό που μόνο ένας Γιάννης Οικονομίδης πάντα ψοφά να ζηλέψει και ουδέποτε θα μπορέσει να καταγράψει. (Αν δεν κάνει ταινία του πρώτα το δικό μου «Ελένης νήσος»... χαχαχα!)
Εκεί πρωτάκουσα εγώ – που τότε είχα αυτιά μόνο για Led Zeppelin και Keef Hartley – το «Γέλα κυρία μου», δια φωνής 8-track και παρουσίας Κώστα Καφάση. Εκείνο το μουχρωμένο απόγευμα τού 1978 περιμένοντας έξω απ' την πύλη τού στρατόπεδου «ΑΝΧΗ Κ. ΣΕΕΜΑΝ» άκουσα εγώ την ήδη-τριών ετών μεγάλη επιτυχία τού συνθέτη Τάκη Μουσαφίρη και στιχουργού Κώστα Ψυχογιού να ηχολογεί ανάμεσα στο caffé-au-lait δερμάτινο σαλόνι τής κουρσάρας και να χτυπά πάνω στην δίπλα-παρκαρισμένη μοτοσυκλέττα μου. Να την παίρνει την ελαφροβαριά μουσική ο σβουριχτός αέρας και να την στέλνει στ' αραγμένα «αρόδο» πλοία και να την γυρνά νταλγκαδιάρικα πίσω μετά, να την σιγοσφυρίζει διακριτικά έως κι ο φρουρός εις την πύλη. Χα! Ήξερα, το 'νιωθα πως έτσι και μ' έβαζε ο Καφάσης στο αυτοκίνητο, μετά θα με βρίσκανε ίσως και μόνο από τα κορδόνια. Καταλάβαινα κι αντιλαμβανόμουνα – και το σφράγισα πανηγυρικά τότε – ότι η καύλα πρόσωπα και φύλα δεν κοιτά, χώρο και χρόνο, στιγμές και αιώνες, απαγορεύσεις και άδειες, συνθήκες και συμφωνίες. (Μα ήταν αλλού κατατεθειμένη εμένα η καύλα μου. Η επιλογή μου ουδέποτε δίστασε στο αιδοίο να βυθιστεί να χαθεί, στην μήτρα να προσπέσει και να λατρέψει – συν το ότι ήδη έγραφα τρία λαμπρά χρόνια τού συγκλονιστικού-πρώτου μου έρωτα και η ομοφυλοφιλία δεν μου ταίριαζε ούτε ως καρναβαλιού ξεκάρφωμα.)
Τα λόγια τού τραγουδιού που μάς σιγοντάριζε, ο Κώστας Καφάσης δίπλα μου που με κοιτούσε και έλυωνε, ο Χρήστος που αργούσε. Το τσιγάρο που τώρα στο τασάκι τής Alfa κρεμότανε, ο ιδιοκτήτης της κατάλαβε ότι «τουλάχιστον πιπούλα δεν πρόκειται να 'βγαινε» και με κοιτούσε αυτός λίγο εχθρικά-λίγο περίεργα, καθώς τον κοιτούσα κι εγώ ίσια στα μάτια. Τα 23 χρόνια στον άνδρα ήδη αρκούν, ώστε να καταλάβει εάν η ομοφυλοφιλία είναι "his thing or not", τουλάχιστον ΤΟΤΕ. Τότε που μεγαλώναμε εμείς μόνοι μας, παίρναμε τον δρόμο μας μόνοι μας και δεν πατούσαμε στους, ούτε εξαρτιόμασταν από τους άλλους. (Γονείς ή γκόμενες, καλούς φίλους ή τρόμπες ινστρούχτορες, αρχιδοκοπτικά κόμματα ή συλλόγους ξενερωτικούς.) Ήμασταν μια γενιά «ειδική» τότε και ελάχιστοι άνθρωποι την αποτελούσαμε: αυτοί που ΔΕΝ γίναμε Χρηστοβακαλόπουλοι και Παυλοτσίμες, Μαρίες Δαμανάκηδες ή Λαλιώτηδες παπανδρεϊκοί, φραγκοδιψή κοτζαμπασόσκυλα, διαπλεγμένοι δημοσιογράφοι, παχύσαρκοι κουλτουριάρηδες. Εμείς οι ελάχιστοι αριθμητικά τότε, κλάναμε μα ακούγαμε προσεκτικά τον Πουλικάκο, κοροϊδεύαμε τον μπέϊμπυ Κουτρουμπούση και θαυμάζαμε δειλά-κι-από-μακριά τον αλκοολικό Κοροβέση. Εμείς οι ελάχιστοι αριθμητικά τότε, φτύναμε το ρεμπέτικο μα ακούγαμε μαγεμένοι τον Στέλιο Ζαφειρίου, κοροϊδεύαμε την μεταπολιτευτική κόπρο που σάλταρε σκασμένη για «φράγκα και λεφτεριά» (όταν ο Πάνος Τζαβέλλας ήδη είχε παλέψει με την Χούντα στην Πλάκα) και θαυμάζαμε ανυπόκριτα και κρυφά τον Αλέκο Παναγούλη (που κειτόταν από ετών στο Πρώτο Νεκροταφείο τεζαρισμένος χτιστός, υμνημένος λειωμένος, προδομένος κι εκτελεσθείς, λησμονηθείς συλημένος).
«Ξένος εγώ / Περαστικός / Μπήκα στο δρόμο σου» κεντούσε σεκλέτικα και βραχνά ο Καφάσης απ' το κασσετόφωνο, εγώ καθόμουνα δίπλα του με την πόρτα μισάνοιχτη, το ψιλόβροχο ήδη κένταγε την ταπετσαρία τού αμαξιού και ο κύριος Κώστας μού χαμογελούσε διεγερμένος απολύτως καυλιάρικα και διόλου αμήχανα, ενώ εγώ τον κοιτούσα ενοχλημένος διόλου καυλιάρικα και απολύτως αμήχανα – έτσι γίνεται hombres μου άμα δεν τα βρίσκουνε μεταξύ τους οι άντρες. (Και δεν είναι ανάγκη και ΠΑΝΤΟΤΕ να τα βρίσκουνε, ξαναγκέγκε;) Μπροστά μου ήτανε καθισμένος ένας τότε-σταρ κι απέναντί του «Ξένος εγώ / Λίγη ταυτότητα / Δίχως καυτή προσωπικότητα» καταπώς με περιέγραφε δηκτικά, αργά και συνάμα παρακαλεστικά ο «στερεοφωνικός» Κώστας Καφάσης από τα ηχεία, καθώς ο ολόϊδιος-ζωντανός καθόταν στην θέση τού οδηγού ακουμπώντας πάνω στο ξύλινο τιμόνι και κάπνιζε, ενώ εγώ τώρα χαμογελούσα απ' τα παραπονεμένα μα αξιοπρεπή λόγια τού τραγουδιού κι απ' την ασυμφιλίωτη την σιωπή τού τραγουδιστή που ήταν μπροστά μου.
«Δικό σας είναι το τραγούδι κύριε Καφάση;» τον ρωτώ τότε εγώ. «Όχι ρε φίλε» απαντά τσαντισμένος αυτός, που δεν τού 'κατσε η ξεπέτα-πιπούλα, καθώς το ντεκοράκι ήτανε μπουτ-και-μπιτ καυλωτικό – αράξτε να περιγράψω λοιπόν, να το κοπιάρει ο Δημήτρης Παπαϊωάννου και να το βάλει κι αυτό «στις μεγάλες τις πίστες» του, να τού ζηλέψει καρριέρα ο σχωρεμένος ο Μπίστικας και να τον αγκαλιάσει η ντέημ Δασκαλάκη-Παρθένη-Αγγελοπούλου-κι εδώ σταματάν τα επώνυμα! Απογευματάκι φθινόπωρου ενός λιτού κι αρχαιοελληνικού Ασπροπύργου, κάτι δηλητηριασμένοι ψωραλέοι μα ευκάλυπτοι ανθιστάμενοι, κάτι αραχτά σαπιοκάραβα μακριά, κάτι βιαστικά φορτηγά πιο κοντά και στα εκατό μέτρα δίπλα μας καμμιά διακοσαριά σκληρά, κάθετα και ανυψωμένα πέη να περιμένουν πότε θα σημάνει «εξόδου» ώστε όξω να πεταχτούν, να πάνε σπιτάκια τους να τινάξουν τ' αρχίδια τους μέσα στις αναμένουσες – και μ' αναμμένο το μητρικό τους μοτέρ – μήτρες. Ένα αγγελοπουλικό ψιλόβροχο έπιπτε (και όχι το ζαμπέτειο «ράϊ θρου» με το πασπαλιστικό ακομπανιαμέντο-χαβαλεδάκι του), ένα Κουρκούλειο κρυωματάκι μάς τύλιγε (κι απουσίαζε ο Κύριος Μίμης Πλέσσας να παίξει τα πρώτα ακκόρντα τού «Βρέχει καυλιά στη στράτα μου»), καθώς «Κοίτα η ψωλή μου / Λάθη που κάνει / Έναν καυλιάρη / Ποιος τονε πιάνει / Αν απ' την καύλα του / Κοντεύει να πεθάνει» άκουσα εγώ τον διπλανό μου «αστέρα» να μουρμουρά να μονολογεί, καθώς έδυε πίσω απ' την Κούλουρη οριστικά η ευκαιρία τού αρπαχτού ξαφνικού σεξ, εκεί μέσα στο τσίλικο και καταχυμένο σαλόνι τής Alfa του, εξ αιτίας ετούτου τού γυμνασμένου τέκνου που από πουστοτσιμπούκια τούτος δεν καταλάβαινε, τί έχανε ο κώλος του που δεν έβαζε αυτός κρέας.
Και σκάει αίφνης η Χρηστάρα μετά ΛΟΚατζίδικου συν-πληρώματος, οι λοιποί τρείς καταδρομείς σαλτάρουνε λυσσασμένα και βιαστικά στο αμάξι, βγαίνω εγώ απ' αυτό και την μοτοσυκλέττα μου καβαλλώ, διηγούμαι στον φίλο μου τα καθέκαστα κι αυτός με μουτζώνει που δεν «πιπούλα τού έδωσες», αφού «ο λεγάμενος όχι μόνο είναι μαστόρι στο ζαχοθερμόμετρο, μα χώνει και πεντακοσάρικο ή χιλιάρικο, άμα τον έχεις πάνω από τριάντα χιλιόμετρα πόντους». Βγαίνουμε εμείς ήδη-μουσκίδι απ' την βροχή που δυνάμωνε στην Αθηνών-Κορίνθου και πίσω μας η κρεμ 1750 τού τραγουδιάρη τιγκαρισμένη στο καυλωμένο εθνόσημο, στις αναπεπταμένες «πουλάδες» και τα νωτισμένα μπερέ τα φώτα μάς αναβόσβηνε, με τους υαλοκαθαριστήρες της μάς χειροκρόταγε και με τα σπιναρίσματά της μάς καταλάσπωνε, μας αποχαιρετούσε. Καθώς έστριβε αυτή δεξιά για Σκαραμαγκά, εκεί στα δυό-τότε ξενοδοχεία ημιδιαμονής για να πιούνε καμμιά μπυρρίτσα ρε τα παιδιά, άντε να κατεβάσουνε και κανένα ουϊσκάκι. (Πριν να.) Και δώσ' του απ' τ' ανοιχτά-κατεβασμένα παράθυρα το «Γέλα κυρία μου» ν' αντηχά παιανικά διονυσιακά, εμείς οι δύο μπροστά πάνω στην μηχανή και οι τέσσερις πίσω μας μέσα στ' αμάξι τυλιγμένοι άπαντες ένα μουσκεμμένο και μελωδικό «Ένα καταδρομέα / Ποιος τον μετράει / Κι αν ο Καφάσης τον αγαπάει / Ποιος τον νοιάζεται ποτέ / Αϊντέέέ...»
Άμα έχεις ζήσει τέτοιες, στιγμές, μόνον μετά σαράντα-καί χρόνια μπορείς να τούς επιτρέψεις να βγούνε ν' ανασυρθούν, στο πληκτρολόγιό σου επάνω να γλιστρήσουν να εκφραστούν, και ν' αναπαυθούνε. Κι όταν προχθές με την σαραντάρα-σε-γυναικάρα «τσακώθηκα» εάν ο Κώστας Καφάσης λέει στο ρεφραινάκι του «αητέέέ» (που δεν ταιριάζει ντιπ) ή «αϊντέέέ» (που θυμίζει εντελώς Μάκη Δεμίρη ως κοιμισμένο γκαρσόνι στο ατσιδάτο «Καλώς ήλθε το δολλάριο»), όσο και εάν επέμενα εγώ για το δεύτερο, εκείνη επέμενε για το πρώτο. (Τί έχω πάνσοφα αντιγράψει; "You know why women are called the opposite sex? Because we like sex, and they like the opposite"!) Και δεν μπορώ τίποτα πλέον να κάνω εγώ: ο φίλος μου Χρήστος λάκισε πάχυνε, τον χώρισε κι η ρωσσίδα αφού τού πήρε λεφτά και παιδί και ο Κώστας Καφάσης έχει ταφεί, αφήνοντας πίσω του τέτοιον ύμνο. Ο δε Κώστας Ψυχογιός, μετά από μιά ΠΟΛΥ μεγάλη μα ΑΓΝΩΣΤΗ καρριέρα και δη ΣΙΩΠΗΛΗ – όπως γίνεται ΠΑΝΤΟΤΕ στην Ελλάδα με τους ΑΛΗΘΙΝΟΥΣ και ΞΕΧΩΡΙΣΤΟΥΣ δημιουργούς που δεν περάσαν απ' τα χεράκια τού Μάτσα και του Λαμπρόπουλου, του Θεοδωράκη τού Χατζιδάκι, της Καλλιανέση ή της Καραϊτίδου, του Λυμπέρη ή του Κωστόπουλου (to name just these fabulous and "inglourious basterds") – άφησε πίσω του επιτυχίες ανεπανάληπτες και αξέχαστες που μόνον εγώ-και-καμμιά-δεκαριά-άλλοι-στραπατσαρισμένοι-αντίστοιχα σιγοσφυράμε ακόμα.
Στο στρατόπεδο τού «ΑΝΧΗ Κ. ΣΕΕΜΑΝ» στον Ασπρόπυργο ξαναπήγα περί το έτος 2000 να το επισκεφθώ, όταν διοικητής του ήταν ένας γνωστός μου, ο ταγματάρχης Θεοδώρου Δημήτριος. Είχα πολύ αλλάξει πλέον εγώ, μα το στρατόπεδο δεν είχε αλλάξει καθόλου: απλώς το ΚΨΜ είχε γκρεμιστεί (λόγω σεισμού τού 1981), προς την θάλασσα είχε προστεθεί μία αίθουσα με πολλά βάρη και ο στίβος μάχης ήταν εκεί, όπως κι ο πύργος εκπαιδευτικής ρίψης αλεξιπτώτου. Ήμουν άλλος πλέον εγώ, εντελώς και τελείως: είχα ήδη σκουλαρίκι-μικρό κρίκο στ' αυτί, κοτσίδα-μακρύ το μαλλί μου και φορούσα ένα πρωϊνό-prince de Galles κοστούμι, γκρι-καρρέ με ρίγα πρασινωπή, ταιριασμένη με καφεπράσινες μεχικοτεξανέζικες καουμπόϋκες μπόττες! Κι από πάνω είχα ρίξει έναν χακί επενδύτη κρουστό, ένα βαρύ υφασμάτινο στρατιωτικό vintage των '70's σουηδικό M59 Field Army μακρύ τζάκετ που «κένταγε», με ζέσταινε και με ταξίδευε, τους άλλους εντυπωσίαζε κι εμένα με συνέδεε με το παρελθόν μου. (Να, κάτι τέτοια έκανα εγώ στην άδολή μου ζωή και δεν με διαβάζει κανένας, ούτε με θέλει κανείς – άσε δε στην εκκλησιά να με πάει να με στεφανωθεί και της FERRARI μου τα τέλη κυκλοφορίας και το τεκμήριο να πληρώσει.)
Είδα ό,τι ήταν να θυμηθώ, περιήλθα ό,τι δεν υπήρχε καν αυτό κι αποχαιρέτησα τον καταδρομέα-σκοπό. Σήκωσα τα πέτα τής στρατιωτικής καμπαρντίνας μου και κατευθύνθηκα στο αυτοκίνητό μου(!), που είχα παρκάρει λίγο πιο μακριά και δίπλα στην θάλασσα τώρα. Ο φθινοπωρινός ήλιος το αττικό σύμπαν κατάκαιε, φυσικά και δεν έβρεχε μα πάντα φυσούσε, οι νταλίκες ρολλάριζαν σταθερά απ' την Εθνική και τα παραγγέλματα των εκπαιδευτών πηδούσαν τον τοίχο τού διπλανού στρατοπέδου. (Μιά χαρά ήμουν και μόνο 45 χρονών, κανένα κενό ως εδώ, ουδέν άλμα περιττό διακινδυνευμένο.) Ξεκλειδώνω την πόρτα τού αυτοκινήτου μου και δύο κινήσεις αποκλειστικά έκανα: η πρώτη ήταν να πατήσω το κουμπί, για να σηκωθεί και να μαζευτεί πίσω η υφασμάτινη οροφή και η δεύτερη ήταν να σπρώξω μαλακά το cd, ώστε το στερεοφωνικό για να παίξει. (Και μια τρίτη: το άφιλτρο τσιγάρο μου άναψα κι ας ήταν για μένα πολύ πρωί, κι ας ήθελα να μοιάσω ελάχιστα με τον Μαρτσέλλο Μαστροϊάννι, κι ας ουδεμία σχέση είχα με τον Αλαίν Ντελόν ή τον Λίνο Βεντούρα.)
Ήθελα απλώς ν' ακούσω πάλι το «Γέλα κυρία μου» και να φέρω στα μάτια μου μπρος, τον γνωστό μου Κώστα Καφάση. Να κουδουνίσω χαρμόσυνα στα αυτιά, τον άγνωστόν μου Κώστα Ψυχογιό με την πενιά και να μπερδέψω, να κοροϊδέψω τον Χρόνο. (Ο Χώρος δεν αλλάζει μωρέ, γιατί σπεύδουν και τον ξεθεμελιώνουν οι άνθρωποι τακτικά, κάνοντας την ιερή Ελευσίνα τού Λάτση-τιμάριο και την λίμνη Κουμουνδούρου ιδιοκτησίας-παππού μου κάποτε, χωματερή τοξικών μπάζων τώρα.) Στεκόμουν εκεί δίπλα στο ανοικτό αυτοκίνητο όρθιος, άκουγα την βραχνοκελαρυστή, αδερφομάγκικη φωνή τού πρώτου καυλοράπ [sic] τραγουδιού αυτού που, αν και μπουτ-λαϊκό είναι και-γαμώ την σύνθεση, με τα θεσμικά μπάσσα του και τα βασιλειάδεια αρμόνια πίσω του – Τάκης Μουσαφίρης at his best είναι αυτά, τί άλλο Θεέ μου θα γράψω! «Γέλα Ασπρόπυργε / Γέλα μαζί μου» ένιωσα μιά φωνή να βγαίνει από μέσα μου και κοίταξα γύρω μου – δεν υπήρχε κανένας. Δυό σκυλιά απ' αυτά που τριγυρνούν πεινασμένα έξω από τα στρατόπεδα, κάτι γύφτισσσες πλένανε διπλωμένες προκλητικά κάτι χαλιά σε κάτι υπερχειλίζουσες βρύσες, η θάλασσα ως Μεγάλη Αδιάφορη τανυόταν μαργιόλικα και ο καταδρομέας-σκοπός «κλαρίνο» ακίνητο κι άπνευστο παρών εις την πύλη.
Τίποτα. Το τσιγάρο μου έσβησα, έβαλα μπρος τ' αυτοκίνητο και από κει έφυγα άφωνος σιωπηλός, χαλκέντερος όσο κι απαρηγόρητος, απαραμύθευτος και πάλι χαμένος. Ο Κώστας Καφάσης στον τάφο του γύρισε, ο Κώστας Ψυχογιός το διπλοσταυρωτό σακκάκι μέσ' στην ντουλάπα του κρέμασε κι εγώ έχω από πολλές δεκαετίες κάθε «επαφή και στήριξη» απωλέσει. Ζω μέρα-τη-μέρα και μ' ό,τι μού 'χει χαρίσει η ζωή: οι μπόττες μού πέφτουν στενές πια, τα κοστούμια μου κρέμονται στις θήκες τους μέσα, σκουλαρίκι-κρίκο πια δεν φορώ και το κάπνισμα έχω από καιρού κόψει. Μοτοσυκλέττα ακόμη διαθέτω και οδηγώ σταθερά, ένα αυτοκίνητο convertible μαύρο με κόκκινα δερμάτινα καθίσματα έχω στους τάκους σηκώσει κι απ' τον Ασπρόπυργο ούτε καν πλέον περνώ, καθώς με πονάει η Ελευσίνα. Την «πουλάδα» και τον μπερέ που η Σχολή Αλεξιπτωτιστών «Τιμής Ένεκεν» μού προσέφερε τα έχω στον βαφτισιμιό μου χαρίσει, η δεκαετία τού '70 έχει απολύτως σβηστεί και καπακωθεί απ' την δεκαετία τού '90, και τούτη η λαμπρόπικρη και κουτή έχει οριστικά χαπακωθεί και θαφτεί, απ' το κρίσης μιλλένιουμ τώρα.
Μόνον και μόνος έχω μείνει εγώ να ξυπνώ τα χαράματα και να γράφω ετούτα. Να πίνω καφέ με την Γυναικάρα στο-σημείο-μηδέν και να τής διηγούμαι αυτά που εγώ έζησα κι εδώ έγραψα, εν είδει ζωντανού μνημονίου αντί ψόφιου μνημόσυνου. "You only live twice" είχε ολόσωστα και άπαξ-σοφά πει ο Bond-James Bond και το 'νιωσα τούτο εγώ: όχι την πρώτη φορά εκεί το 1978, έξω απ' την Σχολή Αλεξιπτωτιστών για λίγα λεπτά, στο αμάξι τού Κώστα Καφάση, μα τότε αρχές τού 2000, έξω απ' την ίδια Σχολή Αλεξιπτωτιστών επίσης για λίγα λεπτά, μέσα στο δικό μου αυτοκίνητο με την συγκινητική και αξέχαστη παρέα των γνωστών-άγνωστών μου και ιδίως τού τραγουδιού τους που τα ξεκίνησε όλα.
«Γέλα κυρία μου», γέλα μαζί μας. Γέλα Ζωή, γέλα κι εσύ όπως κάνω εγώ που σκέφτομαι τον Καφάση εδώ, που τραγουδώ Ψυχογιό και ευχαριστώ Μουσαφίρη.
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2020