(29.03.19)
Επί προσωπικού # 1 (A.k.a., my worst nightmare.)
Το πρώτο μήνυμα το έλαβα εδώ και καιρό, μα δεν τού έδωσα σημασία. Ήτανε προ ετών όταν διαπίστωσα ότι γράφοντας ό,τι έγραφα, η κατάλληλη αρμόζουσα και διακριτή λέξη δεν μού ερχότανε πλέον αυτόματα στο μυαλό, μα αργούσε βασανιστικά και σκανδαλωδώς να ξαπλώσει στην γραμμή τού τετράδιου πάνω.
Το δεύτερο μήνυμα το έλαβα εδώ και μία χρονιά, στο οποίο επίσης δεν έδωσα σημασία. Έγραφα κάτι για την ταινία ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΩΡΑ και όταν έφτασα στο όνομα τού σκηνοθέτη της... κόλλησα. Σταμάτησα. Και «την άκουσα» εντελώς. Τον Τσάρλυ Σην φυσικά και θυμόμουνα, οπωσδήποτε τον Μάρλον Μπράντο, ο Ντέννις Χόππερ ουδαμώς μού διέφευγε κι εκείνη η μορφή τού Ρόμπερτ Ντυβάλ με τίποτα δεν ξεχνιέται... όμως! Ο σκηνοθέτης τού τιτάνιου και μοναδικού αυτού κινηματογραφικού έπους – ως όνομα – μού γλιστρούσε απ' την μνήμη συνέχεια και στις κλήσεις μου δεν απάνταγε, όσο κι αν στο μυαλουδάκι μου έψαχνα, απεκλείετο να ψαρέψω έστω τα αρχικά του! Βρε τί πλαγίως μέχρι και τούς Dean Tavoularis και Bill Polydouris θυμήθηκα, ο περίλαμπρος σκηνοθέτης όμως «Νονού» και λοιπών αριστουργημάτων παρέμενε «άγνωστος» κι επτασφράγιστος όντως.
Κοινώς, «τα χρειάστηκα». Σταμάτησα ό,τι έκανα, έκλεισα τα ματάκια μου και πήρα δέκα βαθιές εισπνοές/εκπνοές, τίποτα. Προσπάθησα απ' ευθείας να τον θυμηθώ, τίποτα. Προσπάθησα πλαγίως να τον θυμηθώ, τίποτα πάλι. Σηκώθηκα από το γραφείο μου και ήπια λίγο νερό, έκανα λίγο stretching – λες κι αν τεντώσεις ισχίο και τετρακέφαλους θα ξεκρεμαστεί και θα πέσει το ονοματεπώνυμο τού αμερικανοϊταλού δραματουργού αυτομάτως. Τίποτα λοιπόν, πιο τίποτα κι απ' το τίποτα και άπαντα ένα μαύρο σκοτάδι... σε χάλι! Είπα να μην πανικοβληθώ – «Σιγά ρε, ένα όνομα είναι» – μα για αυτήν-τούτην την πνευματική μου κατάσταση ανησύχησα, φόρεσα το τζάκετ μου και την «σαύρα» καβάλλησα να βγω να πάρω αέρα. Κι εκεί ανάμεσα ιεράς Ελευσίνος και Μάνδρας λασποθαμμένης, το ονοματάκι τής... Σοφούλας τής Κόππολα έσκασε μέσα στο κράνος μου και πήγα-καρφί στου τέως «ΦΩΝΙΑ» στο λιμάνι ευτυχισμένος για μπύρρες!
Σήμερα όμως, τα «νέα» ήταν χειρότερα. Στεκόμουν στης Τράπεζας το γκισέ «δι' υπόθεσίν» μου κι όταν ο ρέκτης υπάλληλος το ΑΦΜ μου εζήτησε, εγώ και το κρανίο μου βαρέσαν κενό απολύτως. (Πού 'σαι ρε Bodhidharma αλανιάρη να δεις πώς επιτυγχάνεται το «κενό», δίχως να πρέπει να σαπίσουνε τα ποδάρια σου, καθήμενος σε zazen επί εννιά χρόνια!) Μπλόκαρα εγώ, ο υπάλληλος με κοίταγε και αδημόνως περίμενε, κι εγώ δεν έβγαζα ούτε μια λέξη λες και είχα πάθει ένα αναμνηστικό εγκεφαλικό, ένα γνωσιακό ορθοστατικό, ένα πληροφοριακό blackout ολοκληρωτικό! Ρε τί νούμερα ψέλλιζα, τί ασσόδυα τζάμπα κατέβαζα και τετράδες βαλέδες – ούτε τα εννιά νούμερα τού ΑΦΜ γενικώς δεν συνελάμβανα, να τα προσγειώσω στην γλώσσα μου και στον τραπεζικό να τα κελαηδήσω.
Κρύος ιδρώτας με έλουσε, και μόνο στην σκέψη τού Αλτσχάϊμερ. (Ένας θείος μου που βασανίστηκε απ' αυτό, όχι μόνο έχεζε ό,τι ώρα ήθελε στο σαλόνι του, όχι μόνο ξεπόρτιζε και δεν τονε βρίσκαν παρά βδομάδες μετά στα Χανιά ή στον Έβρο, μα κάθε φορά που αντίκρυζε την επί πεντηκονταετία γυναίκα του, τής έλεγε «Εσένα θέλω να σε παντρευτώ, εσένα γουστάρω»!) Ο κρύος ιδρώτας μέσω άρματος πανικού είχε ξεχειλίσει στις μπόττες μου, ο υπάλληλος δεν ήξερε εάν έπρεπε να καλέσει το 166 ή τον επόμενον κάστομερ κι εγώ χαροπάλευα ακόμα ανάμεσα σε αριθμούς-νούμερα-μηδενικά μένοντας ενεός και εμβρόντητος, κολυμπώντας σε λεπτά εναγώνια που ζυγίζαν αιώνες.
«Συγγνώμη» ψέλλισα, «εξυπηρετήστε παρακαλώ τον επόμενο, θα κάτσω εδώ μπας και θυμηθώ λιγουλάκι» ψιθύρισα και ηττημένος ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ και ΣΚΑΣΤΑ προδομένος σωριάστηκα ΕΚΚΩΦΑΝΤΙΚΑ σε μια κατακόκκινη πολυθρόνα. «Δεν είναι τίποτα Ντάνη μου» αναλογίστηκα, «σκέψου να ξεχάσεις οριστικά τον κωδικό τού κομπιούτερ σου» σάλταρα – λες και η Ανθρωπότης μετά την πυρπόληση τής βιβλιοθήκης τής Αλεξάνδρειας θα έχανε επωδύνως και δια δευτέραν μοιραίαν φοράν τα γραπτά φώτα τού αποσβολωμένου τού Φώτου. Δεν θα σας κρατήσω άλλο σε αγωνία, ούτε θα παρατείνω το τρομακτικό σας βασανιστήριο, καθώς ανέκτησα εντός των επομένων λεπτών τον γαμημένο αριθμό τού ευλογημένου μου ΑΦΜ και ολοκλήρωσα επιτυχώς και χαμογελαστά την υπόθεσή μου. Μα...
... είναι η πρώτη φορά που σφράγισα πως επήλθε το πνευματικό μου το τέλος. (Και το δικαιολόγησα μάλιστα.) Όταν μέσα σε δώδεκα μέρες συνέγραψα «τα τρία μι», όταν μέσα σε δυόμισυ χρόνια το δούλεψα το επιμελήθηκα το τελείωσα και όταν το εξέδωσα σ' ένα εξάμηνο μέσα – έκτοτε «κάηκα» βαθιά κι ολικά, ανύποπτα μα κυριολεκτικά. (Το να ζυμώνεις Ορθοδοξία και Επανάσταση, ελληνική εγκληματική οικογένεια και γκρέκα κοινωνία πουτάνα, πολεμικές τέχνες και ιταλική μηχανολογία, rock hits και Colt shots – that's waaay tooo much για την κακομοίρα την Ελλαδίτσα, ακόμη και για Νομπέλ αιδοιολογοτεχνίας!) Η ζημιά στην αρχή δεν φάνηκε καθότι ήταν σπρωγμένη στην «γωνιά», μα τώρα έχει απλωθεί η «φονική» ιδεών πυρκαγιά και μ' έχει αφήσει σιωπηλό βροντημένο. (Δεν είμαι χέστης ούτε κωλόγρια ρε, ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ήλθε το «τέλος» και η σιωπή αφού ο μάλαξ εγώ ακόμη σκέπτομαι και μιλάω, ενίοτε γράφω κι εκφράζομαι, δεν λέω οριστικά να αποσυρθώ να ξεκουραστώ, να ξεπριζάρω τα άπαντα και να χαθώ σαν μια πευκοβελόνα το χάραμα, πέφτοντας μέσα σ' ένα κρύο ρυάκι.)
Ας μην πω τίποτε άλλο, ας σεβαστώ το μικρό τούτο δράμα μου κι ας «συσκεφθώ μετά του εαυτού μου» for the painful and lost years to come. (Δεν προεξοφλώ τίποτε, μα το «μπαμ» τούτο το σημερινό στάθηκε για εμένα τόσο ειδοποιό δυνατό, που αποκλείεται πλέον να το αγνοήσω.) Και αναρτώ ανωτέρω – ως παραμυθίας παρηγορία – την ΜΟΝΗ φωτογραφία που σκέφτηκα, στον Διδάσκαλο να προσπέσω να με βοηθήσει.
«Οnegaishimasu O Sensei» να γογγύξω να πω, προσκυνώντας τον κι εκλιπαρώντας τον να με κρατήσει να μ' ευλογήσει, να με οδηγήσει και να με θέσει Αυτός όπου γη, όπου δει.
Επί προσωπικού # 2 (A.k.a., my best daydream.)
Ευχαριστώ όλους και όλες που ήδη διάβασαν το προηγούμενο κείμενό μου. Περί φόβου Αλτσχάϊμερ και τρόμου απώλειας, κενού συνείδησης και τρύπα τής μνήμης. Είμαι μάλιστα σίγουρος ότι άπαντες ήδη απήντησαν καταπώς σκέφτηκαν, ήδη σκέφτηκαν καταπώς διάβασαν και ήδη ξέχασαν, καταπώς κινήθηκαν τα εντόσθιά τους. (Μπορείτε αυτό να το «τρέξετε» και ανάποδα.)
Ο φόβος απώλειας, ο τρόμος κενού και η φρίκη τής εγκατάλειψης είναι – κοινά και ανθρώπινα – θέματα με τα οποία παλεύω πολλά χρόνια. Όσο Tae Kwon Do ή Aikido κι αν έκανα, σε όσον διαλογισμό ή όργια κι αν έλαβα μέρος – το αποτέλεσμα είναι ίδιο και το αυτό: παραμένουν αμετακίνητα κι απαράλλαχτα, haunting and daunting you, σε συνοδεύουνε έως τάφου. Κι αν αποφασίσεις εσύ ότι εν ζωή θα πεθάνεις, θα ζήσεις με κορεσμό κι ανατίναξη. Κι αν αποφασίσεις εσύ ότι θα πεθάνεις μετά θάνατον, θα πεθάνεις από μαρασμό και κατάθλιψη.
«Look at ΜΕ! LOOK at me» κραυγάζει ο ΝτεΝίρο στο ΗΕΑΤ, την ώρα που ετοιμάζεται κατά πρόσωπο να εκτελέσει τον κακοποιό που τον γκρέμισε. Και την μασάω εγώ την θεϊκή τούτη σκηνή απ' το 1995, προσπαθώντας να την γευθώ να την χωνέψω να την αφοδεύσω. Και μόλις ολοκληρώνεται ο «κύκλος» αυτός, ξανά ξεκινώ από την αρχή μέχρι να φθάσω στο σήμερα, στην κατάσταση να μην βάζω τίποτα στο στόμα μου πια και να μην βγάζω τίποτε απ' το ορθόν μου και πάλι. (Με εννοείτε; Είστε μαζί μου ως εδώ; Το έχουμε απόλυτα πλέον;)
Εάν σταθείτε ολόρθοι μέσα στην κοσμοβριθή Τράπεζα και αβέρτα λουσμένοι στην αγωνία καθίσετε (έστω) και αντιμετωπίσετε (εντελώς) το γεγονός τής στιγμιαίας απώλειας συνείδησης και μυαλού, μνήμης και ύπαρξης, αρχείου και σκέψεων, κόσμου και σύμπαντος όλου – τόόότε Μεγάάάλο Βήμα εκάνατε, από δω και πέρα «κατηφόρα είναι» που λεζαντάρουν και τα μαγκάκια.
Εάν βγείτε ολόρθοι μέσα στο κοσμοβριθές Internet ή στο σκοτοβριθές Facebook και αβέρτα λουσμένοι ευδαιμονία σηκωθείτε (εντελώς) και εκθέσετε (έστω) το γεγονός ότι φοβηθήκατε πανικοβληθήκατε, τα χρειαστήκατε και χαθήκατε, πεθάνατε κι επανήλθατε στην ζωούλα – τόόότε μικρούλη μα ασύλληπτο συνάμα διασκελισμό κάνατε, από δω και πέρα δεν υπάρχουνε δρόμοι κι ενδείξεις, δάσκαλοι οδηγοί, χάρτες τσιτάτα.
Εάν χάσεις, δεν θα χαθείς κι αν χαθείς, δεν θα χάσεις – αντίθετα απ' ό,τι κοινωνία και οικογένεια, παπάδες πολιτικοί, γκόμενες και νταντάδες, νταβατζήδες κι ινστρούχτορες τονε παίζουνε συνεχώς, για να μας παίζουνε διαρκώς. Εάν δεχθείς και αποδεχθείς να σταματήσει η ζωούλα σου οποτεδήποτε – και το αντιμετωπίσεις κατάματα και γενναία ετούτο, έστω τρέμοντας λιγουλάκι – δεν υπάρχει περίπτωση απολύτως το παραμικρό να πάθεις εσύ, τέλος.
Διότι τί χειρότερο να πάθεις μωρέ βαρυόμοιρε, σε μια χώρα που ψηφίζει τιμονιέρη έναν Τσίπρα Αλέξη, ζηλεύει μια Μυρσίνη Λοΐζου σαπιόδοντη και καμαρώνει τρίτο κόμμα τούς ναζιστές τούς φονιάδες; Τί χειρότερο να πάθεις μωρέ δύστυχε όταν η γυναίκα σου παίρνεται, εσύ μοιχεύεσαι και τα παιδάκια σου βιάζονται να σε κληρονομήσουν; Τί χειρότερο να πάθεις μωρέ άτυχε όταν χρωστάς επειδή σού χρωστάνε, δεν σε πληρώνουνε επειδή δεν τούς πληρώνεις εσύ και άπατοι θα πάτε όλοι μαζί – μαζί με εμάς που δεν έχουμε φράγκο, γιατί δεν χρωστάμε σε κανέναν και πουθενά;
Η στιγμιαία απώλεια μνήμης που βίωσα ήταν ένας γλυκός παφλασμός για να δω καταπού προχωράω. Το πότε θ' αφήσω τον μαλάκα κόσμο αυτόν δεν μ' ενδιαφέρει, ούτε καν το γιατί: αυτό που με νοιάζει είναι να μη γίνω Ανδρέας Παπανδρέου και Πάριος, Κώστας Καββαθάς και Μακάριος, Καραγάτσης και Χαριτόπουλος, Αβραμόπουλος Βαρουφάκης – to name but a few of those infamous cubs! Και σαν αυτούς δεν θα γίνω εγώ, γιατί δεν με ξέρει κανείς την στιγμή που εγώ αγωνίστηκα να μην γνωρίζω καν τον δικό μου εαυτό, να προβάλλω το δικό μου εγώ, να μου κάνουν τεμενάδες κι αέρα τα πλήθη τ' αδιάφορα. Ζω από στιγμή σε στιγμή κι αν πέσω χαθώ μέσα σε μια Τράπεζα – τί να μού «κλάσει» εμένα το σκηνικάκι αυτό, αφού εγώ έχω πέσει στ'... au Revoir μέσα; (Χαχαχα.)
"There is no prosthetic for that" λέει ο Πατσίνο, στο ΑΡΩΜΑ ΓΥΝΑΙΚΑΣ. Εάν χάσεις την πίστη ΣΟΥ στον εαυτό ΣΟΥ (και ουχί στο ταλαιπωρημένο στημένο, κατασκευασμένο και τυραννισμένο ΕΓΩ σου), δεν μπαλώνεται η «τρύπα» αυτή ουδαμώς. Ούτε με φράγκα ούτε με ντήλια, ούτε με εξουσία ούτε με δύναμη, ούτε με στολή ούτε με ζαρτιέρες, ούτε με στο Όρος απόδραση ούτε με duplex στο Manhattan. So who gives a sincere and true fuck: απόλαυσε την κορυφή και την πτώση σου, τα προκαταρκτικά και τον οργασμό όσο, το γέλιο κάνε ένα με το κλάμμα σου και τα παιδικά σου χρονάκια τύλιχ' τα με τα γεροντάματα αντάμα.
Βγήκα και το 'πα, γιατί κατάφερα και κατάματα το κοίταξα 'γω κι άμα κοιτάς τις «σκιές» σου – αχ Μαράκι αγάπη μου άγνωστη και μονάκριβη, ατυχή καταδικασμένη – τότε τα φαντάσματά «σου» διαλύονται, ο Θάνατος προσοχή στέκεται μπρος σου και η Ζωή σού εξασφαλίζει ότι δεν θα επανεμφανιστείς στον κοσμάκη αυτόν, να σού κάνει την μήτρα κουρέλι και τ' αρχίδια για μιαν ακόμη φορά αλοιφή.
Εάν δεν το περνούσα αυτό, δεν θα το βίωνα κι αν δεν το έγραφα, δεν θα το «ξεφούρνιζα» εδώ αρωματικό φρέσκο. Εάν δεν βιώσεις ένα ζωντανό σου κενό, δεν θα ξέρεις τί βρίσκεται λίγο πιο πέρα κι αν κοιτάξεις ΚΑΤΑΜΑΤΑ ΔΥΝΑΤΑ τις «δικές σου» σκιές κι αγκαλιάσεις ΔΗΜΟΣΙΑ κι ΑΝΟΙΧΤΑ τα «δικά σου» φαντάσματα, δεν θα ξεκολλήσεις ποτέ από του Χρόνου τον πρωκτό, του Χώρου την μήτρα.
Και τώρα λοιπόν, στο κλείσιμο των δύο αναρτήσεών μου ετούτων, ΜΊΑ φωτογραφία μου αγκαλιάζω και προσκυνώ, θαυμάζω την και γελώ, ντούρος και όρθιος χαίρομαι καμαρώνω – ως τροφαντό χαμογελαστό baby, μόνον ενός έτους απλώς.
Ιδού λοιπόν διδάσκαλός μου προσωπικός, οδηγός χαρισματικός και ειδώλιο ζωής αιωνίας: είμαι εγώ, που δεν είναι κανείς, σαν όλοι μας πάντα.
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2019