Μην πανικοβάλλεστε, μην ανησυχείτε. Δεν πρόκειται να πεθάνω, ούτε ν' αυτοκτονήσω. Δεν πάσχω από terminal illness, ούτε μ' επισκέφθηκαν ο κύριος Πάρκινσον με την κυρία Αλτζχάϊμερ αγκαλιά. Τί εννοώ; Χτες έκλεισα τα εξήντα τρία μου χρόνια. Και ευθέως δηλώ ότι τούτα είναι τα τελευταία μου, γιατί δεν πρόκειται ποτέ ξανά η αφεντιά μου... γενέθλια να γιορτάσει. Γιατί;
Διότι: 1ον/ Το «63» είναι ένα γαμάτο και στρογγυλό νούμερο, for a number of reasons. Ως άθροισμα δίνει το εννιά, κάτι που για μένα που γεννήθηκα εννέα-εννάτου, ταιριάζει. (Άσε δε που ακολουθείται κι από δύο πεντάρια, το «'55» δηλαδή τού 1955, την χρονιά που με υποδέχθηκε η Κυψέλη. Χώρια που στα γιαπωνέζικα, το εννέα είναι το ku, που σημαίνει «κενότητα» κι από δω απογειώνεται πάσα πίκρα και ερμηνεία.) 2ον/ Μετά το «63» ο άντρας είναι για «καλά σαράντα» και εξηγώ: Το «64» είναι ένα σκαλοπατάκι χαδιάρικο μα αποχαιρετιστήριο πριν το «65», και το «65» είναι η ηλικία που το Υπουργείο Μεταφορών και Συγκοινωνιών σε θεωρεί πλέον ανίκανο για οδήγηση κάθε οχήματος και σε καλεί να το πείσεις εσύ ότι είσαι ικανός, για να σ' αφήσει να ξαναοδηγήσεις. (Για έναν τόσο πολύ δεμένο στον τροχό – όχι τής τύχης, ούτε τού κάρμα μα – τής μοτοσυκλέττας, αυτό είναι η μεγαλύτερη τιμωρία και αγωνία!) 3ον/ Απ' το «66» έως το «68» είναι κενά και αδιάφορα κουτρουβαλιαστά χρόνια, μόνο-και-μόνο για να σκάσεις ως προκαταβολικό αντίδωρο στο θεσπέσιο το «69», που είναι και η ωραιότερη τελευταία σου ηλικία. (Εκεί όπου ελπίζεις να απολαύσεις εσύ το ύστατό σου «69», εάν βρεθεί καμμιά ευέλικτη πρόθυμη να δει τον κόσμο κι εσένα ανάποδα φυσικά, χαχαχα!) Γιατί μετά ακολουθεί η μεγάλη-μαρμαρίνη «ταφόπλακα» τού Εβδομήντα, όπου και όταν πια είσαι ΕΠΙΣΗΜΑ γέρος. Κωλόγερας. Πουρός. (Ρε δεν πάν' οι χήρες να με έχουν για τζόβενο; Ρε δεν πάει η Φερράρι μου να στενάζει κάτω από το ποδάρι μου; Ρε δεν πάει η εξότικα βίζιτα να σπαρταράει κάτω απ' τον... Μπαρτ Ρέϋνολντς μου; Φιλαράκο άι γκατ νιούζ φορ γιού: είσαι πλέον Ε – ΒΔΟ – ΜΗ – ΝΤΑ και τέλος.)
Να ζήσω να ζήσω, μα επιτρέψτε μου – δεν θέλω να τα εκατοστήσω. Μέχρι τα πενήντα μου ζούσα σαν να είχα πεντακόσια επιπλέον «αύριο» δικά μου, στην κάβα μου. Μετά τα πενήντα όμως σκαλοπάτι εβάρεσα, κι ας ήμουνα τότε απολύτως γαμάτος. Και ευτυχής. Βασίλευα στο νησί και το ζούσα καργάτος, είχα τον «άνθρωπό μου» (τρομάρα μου) και έκανα μια ζωή τόσο πια φυσική-μεταφυσική, που κι αν λέπια δεν είχα βγάλει ακόμα, μιλούσα με πέρδικες και έπαιζα με δελφίνια, σαλαγούσα σπουργίτια και γάτες μάγευα, διαλογιζόμουν με σαύρες και κοιμόμουν με γίδια. (Έτσι έβλεπα, έτσι νόμιζα, έτσι ένιωθα και μην προσπεράσετε εσείς τα σημαντικά ρήματα τούτα. Άλλο βέβαια που ο «προχώ» μάλαξ εγώ, εγώ τα προσπέρασα πρώτος!)
Μεγάλωσα πια, το αισθάνομαι. Γέρασα πλέον, το νιώθω. Επέστη ο χρόνος, το λέω και θα το πω και ουδέν πρόβλημα έχω μ' αυτό. Στα τριάντα μου χρόνια δεν «έγραφε» τίποτα. Στα σαράντα, «γράφανε» άπαντα. Στα πενήντα, «έγραφα» κανονικώς αρμοδίως και ευτυχώς εκείνα που μου γράφανε και έγραφα αναρμοδίως-αντικανονικώς-δυστυχώς εκείνα που με γράφανε – και δεν κάνω διόλου παιγνίδι με λέξεις. Δεν είναι ότι το σώμα μου πρέπει σήμερα να συσκεφθεί μετά του εαυτού του, για να ξεκουνήσει να γυμναστεί. Δεν είναι ότι το μυαλό μου πρέπει σήμερα να συσκεφθεί μετά του εαυτού του για ν' αποφασίσει, να εργαστεί. Δεν είναι ότι η ψυχή μου δεν έχει με κανέναν να συσκεφθεί σήμερα για ν' αποφύγει να κατακρημνισθεί, να βροντήξει. Είναι ότι έχοντας ζήσει και μπουχτίσει από ΑΥΤΗΝ την ζωή, δεν επιθυμώ πλέον καμμιάν άλλην, τίποτε άλλο, κανένανε πια – μα ας μείνω λίγο εδώ παραπάνω.
Ξεκινώντας από το σώμα, στα τριάντα ανεβαίνεις ακόμα δυνατός και φορτσάτος, άκαμπτος πούρος κι αδιάφορος, νέος σκληρός και ωραίος. Στα σαράντα κάνεις πλατώ, έχεις στήσει ένα-δυό πράγματα κι αγωνίζεσαι να τα επιβάλλεις να επιβληθείς, να διακριθείς να φανείς, να σε κάνουν να γίνεις. Στα πενήντα, χοροπηδάς κατεβαίνοντας, έχεις πλέον πολύ φορτίο στις πλάτες σου, τα γόνατα έχουν σημειώσει κακώσεις, η τσέπη σου έχει αδειάσει-γεμίσει πλείστες φορές και το γυναικάκι, αγωνίζεσαι να το ικανοποιήσεις. Μα στα εξήντα, ακόμα κι η κατηφόρα σε κάνει ν' ασθμαίνεις: πλέον δεν αντέχεις και δεν μπορείς για πολύ, όλο και κάτω απ' την ομπρέλα αράζεις, πίνεις την μπύρρα σου καπνίζεις τσιγάρο σου και φιλοσοφείς κατά κόσμου, αφού τον κόσμο δεν μπορείς ΟΥΤΕ να γεμίσεις, ΟΥΤΕ να τον γαμήσεις πια. Και τούτα τα λέω εγώ και μάλιστα σήμερα, που χάριν του εμμονικού και παντοίου αθλητισμού έχω ένα σωματάκι κουκλί, μια φυσική κατάσταση κυριολεκτικά αστεράτη και βγάζω προπόνηση καθημερινή όχι πλέον ΤΟΣΟ πρωταθληματική, όσο ΑΠΟΛΥΤΩΣ απολαυστική – νά και κάτι που είναι δώρο υπέροχο στα εξήντα. Όμως. Απ' τα εξήντα μου ΑΚΡΙΒΩΣ και μετά, έχω βαρέσει κεφαλόσκαλο και δη ντούρο. Πάνω απ' τα μάρμαρα και κάτω απ' τα παχιά κόκκινα τα χαλιά υπάρχει γαρμπίλι και πέτρα, κάτι ξερόκλαδα με ντενεκέδες σκουριά, σπασμένα γυαλιά, πεταμένα χαρτιά και καναδυό καμμένα ελαστικά, (απ' αυτά που θυσιάζουνε κάθε σαββατόβραδο τα αλάνια στα Εξάρχεια αβέρτα). Το «61» πέρασε αδιάβαστο, ίσως γιατί έκανα – ΞΑΝΑ – αλλαγές στην ζωή μου. Άντε και το «62» δεν το 'νιωσα, γιατί μου πήρε τα μυαλά ΤΕΛΕΙΩΣ η Κρήτη. Το σημερινό «63» όμως το άκουσα και «την άκουσα», γιατί μαζί με κάποιες συνειδητοποιήσεις γραψίματα, ομολογίες σπασίματα, σιωπές και ξελαρυγγιάσματα κατάλαβα ότι εγώ, δεν πρόκειται ποτέ πια ξανά να γιορτάσω γενέθλιά μου.
Φίλες και φίλοι, αυτή είναι η τελευταία φορά που θ' ασχοληθώ με το ημερολόγιο και θα 'χω σημειωμένη την μέρα. Γενέθλια πια δεν πρόκειται να εορτάσω εγώ αλλά... θα το πω... θα τολμήσω εγώ να το πω... τον «θάνατό μου» ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ θα γιορτάζω! Από σήμερα λήγω τις σχέσεις μου με τον κύριο Χρόνο κι αδιαφορώ για τα κόλπα του, τις μετρήσεις και τις προσθέσεις του, τις αφαιρέσεις και διαιρέσεις του – οι πολλαπλασιασμοί είναι για τ' ανθρώπινο είδος. Από σήμερα παύω εγώ να μετρώ, να μετριέμαι. Το μικρό ταπεινό και φτηνό ξυπνητηράκι που έχω για τον διαλογισμό μου θα πάει για πέταμα, μαζί με το ρολόϊ μου που για πούλημα έχει πάει. Από σήμερα για εμέ ο χρόνος απόλυτα σταματά, και εάν το καταφέρω αυτό, θα 'χω δυό κέρδη εκλεκτά και συνάμα βαριά: 1ον/ θα σιωπήσω τελείως και 2ον/ απόλυτα θα χαθώ. (Φαντάζεστε εσείς καλύτερο δώρο για έναν 63άρη;)
Να το ομολογήσω εδώ: όταν πέρσυ την «σαύρα» αγόρασα – το KAWASAKI ZRX 1200 R δηλαδή – μόλις είδα την πινακίδα της, πετάχτηκα αυτομάτως στην Τράπεζα. Να πληρώσω. Δεν μ' ένοιαζε το κουρασμένο απ' τα χιλιόμετρα μοτεράκι της, τα φθαρμένα ελαστικά, το κιβώτιο που κοπάναγε, το μεγάλο σέρβις που αμέσως ζητούσε. Γιατί; Διότι μόλις είδα την πινακίδα της, την αγόρασα και «τηνε ψώνισα» επί τόπου καθώς «ΒΑΧ 163» πινακίδα κυκλοφορίας το μηχανάκι οπισθόγραφε κι εγώ μόλις το είδα, ως εξής το εδιάβασα: «ΒΑΧ» όπως το νταλγκαδιάρικο ποθητό βογκητό, «1»=ένας, «63»=άρης είπα και γέλασα, «Βαχγελίστρα μου, ένας εξηντατριάρης» ανέκραξα και χαμογελώντας απ' την Σαλονίκη επέστρεψα, γράφοντας άλλη μια χιλιομετρική εφτακοσάρα «κατσαρομάλλα» που 'λεγε κάποτε ο μπράδερ ο χιουμορίστας με το GSXR. (Και μόλις παντρεύτηκε το Νινάκι αυτός, πάει ο μπράδερ, πάει το χιούμορ, πάει και το GSXR!)
Δόξα τω Θεώ, έζησα. Γεμάτα, όχι όσο γαμάτα θα ήθελα, μα πολύ ζωντανά. Και να δηλώσω εδώ πότε το ένιωσα τούτο για πρώτη φορά; Πότε δηλαδή δήλωσα έναντι Κυρίου και κάτωθι βράχων τής Αμοργού, το δικό μου «Νυν απόλυσον τον δούλον σου Δέσποτα»; Το 2001 κιόλας, όταν πλέοντας χαράματα στα μαύρα κρεμαστά τού νησιού τα νερά ένιωσα τόσο ελάχιστος μα τόσο πλήρης, τόσο γεμάτος και τόσο κενός, τόσο ευτυχής και τόσο τελειωθείς που ζήτησα από τον Θεό – εκεί τότε εγώ – εάν Εκείνος επιθυμεί να μου την πάρει την δική μου ψυχή, να την διαθέσει όπου κρίνει κι όπου θέλει Εκείνος. Από τότε λοιπόν έχουν περάσει ΕΠΙΠΛΕΟΝ δεκαεπτά συναπτά χρόνια τα οποία τα θεωρώ από σκανδαλώδη έως ευλογημένη παράταση, και εάν μέσα στα χρόνια αυτά κατάστρεψα και ξανάφτιαξα την ζωή μου, είμαι πλέον από ευτυχής που βρίσκομαι σήμερα πάνω στο πληκτρολόγιο και το κοπανάω αυτό, και δεν αφήνω τον γάτο τον μίστερ Kohi να κοιμάται εκείνος.
ΟΚ, η κούκλα με την οποία «δεν επιθυμώ να συνάψω σχέσεις» – καταπώς κεντάει ο Ζήκος – λέει ότι δείχνω πολύ-μα-πολύ νεώτερος. (Τα λέει αυτά, γιατί αποφεύγει να με ρίξει στο κρεβάτι, μην πάθω καμμιά ολίσθηση σπόνδυλου, καμμιά ρήξη προστάτη, κάνα αεροπλανικό ορθοστατικό, χα!) ΟΚ, ο μαλάκας με τον οποίο «δεν επιθυμώ να συνάψω σχέσεις» – καταπώς κεντάει ο Ζήκος – λέει ότι δείχνω πολύ-μα-πολύ γηραιότερος. (Τα λέει αυτά, γιατί αποφεύγω να τον ρίξω στο χώμα, μην πάθει κάνα γναθοσυντριπτικό, καμμιά διάτρηση πνεύμονα, κάνα πρωκτοδιασταλτικό, χαχαχα!) Εγώ ένα θα πω: Άμα έχεις ζήσει στην Ελλάδα απ' το 1955 έως σήμερα έτσι όπως εγώ έζησα τούτη την υπέροχη πουστοχώρα, σού αρκούν – και είναι ΗΔΗ πολλά – τα εξήντα τρία σου χρόνια. Καθότι και επειδή – όπως έχει πει ο Γιαννάκης – «Η Ελλάδα είναι το περιβόλι του μαλάκα», εδώ είναι το επί γης τελειότερο γυμναστήριο για να πας ή Δαφνί ή στον Όλυμπο, να τρελλαθείς ή να στεφανωθείς, να εγκληματήσεις και να φυλακιστείς ή να το φιλοσοφήσεις και ν' αναστηθείς, ισοβίως και αιωνίως. Όποιος στην Γραικία μίλησε δούλεψε, συναναστράφηκε ψήφισε, αγάπησε πήδηξε, πλήρωσε φόρους και διαφώνησε, ζήτησε «συνέχεια διοίκησης» και «τήρηση πλάνων» και δεν πλένει παρμπρίζ στα φανάρια ή δεν έχει γίνει πρωθυπουργός, τότε έχει γίνει σοφός – τέλος. Και μάλιστα σοφός άγνωστος, γκουρού γειτονιάς – όχι από κείνους που έπηξε το Διαδίκτυο και μαζεύουν χοντρές με κελεμπίες και φλώρους μελίρρυτους γύρω τους και κάνουνε μαγαζάκι το παρεάκι τους, κλαμπάκι το συναφάκι τους, νταλγκαδάκι το τραγουδάκι τους και δεν συμμαζεύεται άλλο...
Ανεξαρτήτως όμως στοιχείων ή πραγμάτων, γεγονότων ή προσώπων, σκέψεων ή πράξεων δηλώ ότι είμαι «κομπλέ», είμαι πλήρης και καλυμμένος, ευτυχής κι ικανοποιημένος, καργάτος και γαμάτος και φευγάτος πια, προπαντός. Δεν θέλω να κάνω τίποτα, δεν θέλω να πω τίποτα και ΚΥΡΙΩΣ δεν θέλω να είμαι ΚΑΝΕΝΑΣ. (Καν ένας μάλιστα, για όσους βρίσκουν ζουμί στις διαλυμένες μου λέξεις.) Τρεις γυναίκες καβάλλησα και εξήντα τρεις μοτοσυκλέττες αγόρασα, j'en ai assez! Eξήντα τρεις φορές γιόρτασα και τρεις φορές τον – όποιο – Κύριο ευχαρίστησα, je suis tout. Αποφάσισα λοιπόν με τον Χρόνο πλέον να μην ασχοληθώ, και ως «έργο» ζωής από τούδε να βάλω και τού Χώρου τον σχολασμό, την αναχώρηση έως υπέρβαση πλέον. «Παιδιά, σκυλιά» δεν έχω, γάτο απόχτησα, οπότε; Δουλειά δεν έχω, φίλους δεν έχω, οικογένεια δεν είχα ποτέ, οπότε; Λεφτά δεν έχω, φήμη δεν έχω, «έργο» δεν έχω, οπότε; Πώς το άδει ο Σφακιανάκης; «Μήπως είμαι θεός / Μήπως τα 'χω χαμένα / Μήπως είμαι αλλού / Και νομίζω πως ζω / Αλλά έχω πεθάνει» Όχι βρε, ούτε θεός είμαι εγώ κι ίσως τα 'χω χαμένα, οπωσδήποτε είμαι αλλού, φυσικά και ΝΟΜΙΖΩ πως ζω, και ΓΙ' ΑΥΤΟ θέλω «να πεθάνω»!
Μετά τα 63 μου, θάνατο προσδοκώ επιθυμιών, σκέψεων και γραπτών, λύτρωση στεναγμών και αφαίρεση πλάνων. Σιωπή επιτέλους κραυγών, των πόθων τον παφλασμό και στόχων διαγραφή πλήρη. (These are my "new year's" resolutions!) Να κλείσω επιτέλους το στόμα μου, μπας κι ακουστεί τίποτα από μέσα μου, για εμένα. Να κλείσω επιτέλους τα μάτια μου, μπας και επιφανεί τίποτα μέσα μου, για κανένα. Όλα αυτά τα εξηντατριών-χρόνων «χιλιόμετρα» σκοπό και αποστολή δεν έχουν άλλη απ' το να με απιθώσουν στην πόρτα μου (στην χειρότερη), να μ' εγκαταλείψουνε στην γωνία μου (στην καλύτερη), να μ' εγκαταστήσουνε μέσα στον εαυτό μου. (Ρε Ντανάκο, όλο το λες και το λες, τα γράφεις και ξαναγράφεις – δε μας κάνεις επιτέλους την χάρη ρε αγοράκι μου to shut the proverbial fuck up, for eleven at least seconds?)
Δίκιο έχετε, απόλυτο δίκιο. Πώς έψαλε ο Παναγιώτης Μιχαλόπουλος; «Δε ξανακάνω φυλακή / Με τον Καπετανάκη»; Έτσι κι εγώ: «Δεν ξανακάνω φυλακή / Με τον μεσιέ Ντανάκη», έτσι όπως μέχρι χτες αυτός είναι. Θα χρησιμοποιήσω λοιπόν τα χθεσινά μου γενέθλια ως σταθμό κι από δω κι εμπρός – δεν «Θα ντυθώ γαμπρός» που άδει ο Αντύπας, δεν «Θα γίνω παλιόπαιδο» που άδει ο Μαργαρίτης αλλά – θα διακόψω πάσα σχέση με Χώρο, Χρόνο και τον μεταξύ τους εμέ! (Κυρίως τον τελευταίον αυτόν!) Τί με έφερε έως εδώ; ΑΥΤΟ πρώτο θα «ακουμπήσω», θ' αφήσω, θα ξεκουράσω. Τί με έκανε περήφανο να πιστεύω έως εδώ; ΑΥΤΟ κυρίως θα ξωπετάξω, θα ξεφορτωθώ, θ' αναπαύσω. Τί κουράγιο δύναμη και πνοή με στήριζε με δυνάμωνε με κράταγε έως εδώ; ΑΥΤΟ τελειωτικώς θ' απελευθερώσω θα ξεκρεμαστώ, θ' απαλλαγώ και θα εκραγώ, θ' απογυμνωθώ και εκτεθείς θα εξέλθω.
Λέξεις και λόγια ξανά, όχι πια. Γειά χαρά, καλή καρδιά και στιβαρά πόδια. Γροθιά ανοιχτή, ματιά κλειστή και ρουθούνια προτεταμένα. Τώρα π' αρχίζει η βροχή θ' ανοίξω όλους τους πόρους μου μέσα μου και θα τους βγάλω για μπουγάδα γερή, για οξυγόνωση απολεπιστική, για ρεκτιφιέ μυελού έως οστέων, εμού δια παντός ακίνητου όντος. Γιατί όσο Ζεν και εάν έκανα, μόλις χθες αντιλήφθηκα ότι η Ζωή ΕΙΝΑΙ το Ζειν (και το Ζεν ένα μικρό δειλό χωλλάκι της είναι).
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2018