Ταξίδια με μοτοσυκλέττα έχω κάνει πολλά μα με αυτοκίνητο, μόνο ένα. Το 1983, aller-retour Λουγκάνο, με μια PORSCHE 911 Targa. Την άρπαξα μόλις πατήσαμε τροχούς στην Ανκόνα και με ξεκρεμάσαν απ' το τιμόνι της, μόλις πάτησα πατρινό χώμα. Αυτή ήτανε όλη-κι-όλη μέχρι σήμερα η εξωτική «τετράκυκλη» εμπειρία μου, μέχρι το αληθώς σωτήριον έτος 2014 που αγόρασα εξόπλισα και οδήγησα ένα ταπεινό FIAT Doblò, 1.400 κυβικών εκατοστών μόνο παρακαλώ, κι έφυγα για σχεδόν-τέσσερα χρόνια.
Και μόλις-χτες το «Ντομπλάκι» μου εγώ πούλησα κι ένιωσα μια πίκρα τόσο βαθιά και βαριά, που δεύτερή της δεν στάθηκε ούτε όταν παρέδωσα στον παντελώς-άσχετο γκαζιάρη το SUZUKI 500 RG μου. Ούτε όταν απομακρύνθηκε απ' το ΚΕΠ ο πιτσιρικάς με το V-2 Tuono μου 1000 R. Ούτε όταν έβαλε στην γυάλα ο νιός ιδιοκτήτης του το NORTON Commando μου 750. Ούτε όταν σύλησε και σαχλοβελτίωσε ο «γνώστης» και μανουριάρης κάτοχος το LAVERDA 1000 3C μου κι εδώ σταματώ. Όταν λοιπόν ο ούτε-τριαντάρης μπήκε στο «Ντομπλάκι» μου κύριος, έδεσε την ζώνη του, μ' ευχαρίστησε ευγενώς κι ανεχώρησε προς Μωριά, έψαχνα ανοιχτό μεσημεριάτικα μπαρ να πνίξω τον απροσδιόριστο πόνο μου απ' την απουσία. Ενός τετράτροχου. Ενός αυτοκινήτου και μάλιστα οικογενειακού. Ενός πεντάπορτου οχήματος που όμοιό του κυκλοφοράνε χιλιάδες, άσπρο και πρακτικό, ήσυχο οικονομικό, ευρύχωρο φιλικό, αξέχαστο και γι' αυτό αξιομνημόνευτο πάντα.
Το 2014, μετά την έκδοση τού βιβλίου μου «τα τρία μι», αποφάσισα για ακόμη μία φορά να τα κλείσω άπαντα πίσω μου... και να φύγω. (Όπως είχα κάνει το 2001 για να κατέβω στην Αμοργό, όπως είχα κάνει το 1996 για να μείνω στην Αυστραλία, όπως είχα κάνει το 1991 επιστρέφοντας απ' την Αφρική και σημειώστε εσείς την συνέπειά μου ανά πέντε ακριβώς χρόνια.) Μόνο που αυτήν την φορά το "project" δεν περιείχε μοτοσυκλέττα καθώς ήθελα να ταξιδέψω ράθυμα κι άνετα, αρχοντικά και φουλ-εξοπλισμένος, ζεστός και στεγνός, χορτασμένος ξεκούραστος, επί μήνες σειρά δίχως την ταλαιπώρια αλλά και απόλαυση – την τόσο γνωστή – τής μοτοσυκλέττας.
Ως κλασικός Παρθένος λοιπόν οργανώθηκα πλήρως κι αμέσως. Αφού άφησα τα θηριώδη 4Χ4 στους φαλιρισμένους συνομιλήκους μου να με παρακαλάνε να τους «τα πάρω» για ένα «κομμάτι παντεσπάνι»(!), κατευθύνθηκα στα ταπεινά combi-van οικογενειακά που εκ κατασκευής διέθεταν ό,τι ζητούσα: χώρους και ύψος κατάλληλους, άνεση κι αποθηκευτικές δυνατότητες, οικονομία κατανάλωσης και σεμνότητα χρήσης, ξεκάρφωμα κύλισης και ξενοιασιά βλάβης και πάπαλα! Οπότε τα ζάρια βρεθήκανε τρία και έγραφαν πάνω τους Doblò, Berlingo και Kangoo – τα υπόλοιπα χάρισμά τους. (Επειδή όμως οι γνωστοί τρόμπες επιμένουν, να δηλώσω ότι ΕΚΕΙ κι ΕΤΣΙ που ήθελα να πάω εγώ, δεν χωρούσαν τα Land Cruiser. Τα χιλιόμετρα που θα έκανα εγώ, θα με κάναν φτωχό τα Renegade. Το συκώτι μου δεν σηκώνει την χοληστερίνη μίας Cayenne και όταν θα πάω ανάκτορα-με-τον-τράκτορα, τότε θα ψωνίσω Range Rover.) Το Renault ήταν το μόνο 4Χ4, μα με μοτεράκι ισχνό και μόνιμη τετρακίνηση, «τζάμπα θα έκαιγε η λάμπα». Τα Citroen που είδα τα 'χαν ή αδιάφορες γκόμενες με πρόβλημα πέους (άπασες είχαν από ξηλώσει έως εντελώς ξεχαρβαλώσει τον... λεβιέ ταχυτήτων), ή αδιάφοροι μεροκαματιάρηδες με πρόβλημα βάρους (άπαντες είχαν από φορτώσει έως εντελώς γονατίσει το αμάξωμα), οπότε ο σινιόρος Ανιέλι τα καυτά μετρητά μου θα μάζευε. Κι επειδή τότε διέθετα ένα ζετεμάκι ζόρικο τζογαδόρικο στο Λουτράκι, προτού μού μαδήσει το «μαρουλάκι» σε μορφή «κασεράκι» που ο δύστυχος διέθετα, πετάχτηκα μέχρι την «ου παντός πλειν ες» Κόρινθο και ψώνισα ένα Ντομπλάκι, μα έέένα Ντομπλάκι κουκλάκι! Με τις αβαρίες του μα άνευ σοβαρών θεμάτων, ένα μικρό βουλιαγματάκι εδώ, ένα μικρό σπασιματάκι εκεί – ποιός νοιάζεται για μπωτέ εάν πρόκειται στην ελληνική ύπαιθρο να χαθεί; Υπέβαλα λοιπόν το Ντομπλό στο γνωστό μου επίπονο και λεπτομερές road-test των πέντε λεπτών και πέντε χιλιομέτρων, τάϊσα τον κορίνθιαν μέρτσαντ ευρώ κι εξαφανίστηκα από κείνα τα μέρη προτού η μαμαζέλ με αντιληφθεί... Σταμάτησα στον Λουτρόπυργο ("Out of all the gin-joints in this world"!), άραξα το νέο μου όχημα κάτω από κάτι μαδημένους, απονενοημένους και κλαψιάρηδες ευκάλυπτους, έριξα μια βουτιά στα αργοσαρωνικοσεντινόνερα, άνοιξα μια παγωμένη μπύρρα και τον κάτωθι λόγο απηύθυνα από καρδιάς στο Ντομπλό:
«Κοίτα να δεις αυτοκινητάκι μου. Σε πήρα για να κάνουμε μαζί τα ταξίδια μας. Μακρινά και αργά, προσεκτικά κι απολαυστικά, μα μη σε μέλει εσένα τίποτε. Βουρ για συνεργείο και σέρβις λεπτομερές θα σου κάνω, ό,τι χρειαστείς θα το έχεις και δεν θα το στερηθείς, οπότε μη μου σπάσεις κι εμένα όρχεις και την χολή – 'ντάξει;» Το Ντομπλό δεν απήντησε, εγώ στην Ελευσίνα ήπια τα υπόλοιπα και επέστρεψα ράθυμα στην Κυψέλη. Την άλλη μέρα αφαίρεσα καθίσματα επιβατών και συνοδηγού, το καθάρισα επισταμένως μέσα-έξω, έφτιαξα στον ξυλουργό μια ξύλινη επιφάνεια ύπνου μετρημένη ακριβώς μπρος-πίσω κι επιπλέον δυό αριστουργηματικές ξύλινες σίτες για τα πίσω παράθυρα, έτσι ώστε τα κουνούπια τα βράδυα να πιούνε αλλού τα ματωμένα campari τους. Αγόρασα μια μεγάλη σχάρα οροφής και μια θολωτή μπαγκαζιέρα, μια μεσαία γκαζιέρα για φαγητό και μια μικρούλα για τον καφέ μου, τσίμπησα ένα τριαντάλιτρο δοχείο νερού ως πόσιμο και άλλα δυό δεκάρια για πλύσιμο-λούσιμο και με ό,τι από ετών ως δοκιμασμένο και στοιχειώδη εκδρομικό εξοπλισμό διέθετα, ξεκίνησα για την Βόρεια Ελλάδα. (Ή την «Νότια Μακεδονία» εάν ψηφίσατε ΣΥΡΙΖΑ κι έχετε βγει τώρα στα ηλεκτρονικά κάγκελλα και χτυπάτε έναν φραππέ εθνικόφρονα οχετό, οι γνωστοί «κοψοχέρηδες» μα «φτιαγμένοι» αιωνίως.)
«Προορισμός» – που λένε οι φλώροι κι οι γκόμενες – δεν υπήρχε, δεν είχα. (Αφού το πρώτο βράδυ μου κοιμήθηκα στα εξωτικά... Βίλλια!) Μια αόριστη και γενική κατεύθυνση ήταν ο... Έβρος – όπου δεν είχα πάει ποτέ – κι αυτό θα γινόταν από το δευτερεύον/τριτεύον οδικό δίκτυο, μακράν διοδίων και πρωτευουσών των νομών, με όσο πιο πολύ «γαζί» και «ζικ-ζακ» μπορούσα να κάνω, ν' απορροφήσω, να απολαύσω. Ας το πω όμως εδώ: ΔΕΝ ΤΑΞΙΔΕΨΑ ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΓΙΑ ΝΑ ΓΡΑΨΩ ΒΙΒΛΙΟ. ΔΕΝ ΤΑΞΙΔΕΨΑ ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΓΙΑ ΣΑΣ. ΔΕΝ ΤΑΞΙΔΕΨΑ ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΓΙΑ ΝΑ ΚΕΡΔΙΣΩ Ή ΝΑ ΒΓΑΛΩ ΕΓΩ ΚΑΤΙ. Ταξίδεψα για μένα πρωτίστως κι απόλυτα, για εκείνο το «εμένα» που ακόμα-άγνωστο κείτεται μέσα μου και δεν τ' άφησα το κλειδί και τον μπούσουλα τούτον ούτε για ένα λεπτό. Ταξίδεψα γιατί ήθελα να χαθώ, ήθελα να βρεθώ σε μέρη τυχαία και άγνωστα, μέρη που θα καρφιτσώναν εμένα ΑΥΤΑ και όχι το στημένο τ' αντίθετο που συνήθως γίνεται πάντα. Ξυπνούσα το πρωί, έπινα τον καφέ μου κι έβαζα μπρος... και μπορεί να 'σβηνα το επόμενο δευτερόλεπτο, για καμμιά δεκαριά μέρες στο ίδιο σημείο μένοντας-επιμένοντας, δίχως να γνωρίζω τον λόγο. (Ή ώρες. Ή δευτερόλεπτα.) Δεν υπήρχε χάρτης να βγάζει πορείες μου, δεν υπήρχε δουλειά να με υποχρεώνει να κρατώ σημειώσεις, να στουμπώνω τον σκληρό δίσκο μου με πίκτουρς οβ άξιον εντ φαν. Δεν υπήρχε «θέλω», δεν υπήρχε «μπορώ», σχεδόν ούτε «είμαι» υπήρχε. Είχα εντελώς κι αποκλειστικώς στην Φύση τριγύρω μου αφιερωθεί και παραδοθεί και τούτη κανόνιζε τις μέρες μου και τις νύχτες μου, τις ώρες τις σκέψεις μου, τις διαθέσεις μου τις σιωπές μου. Κυαλάριζα ένα εκκλησάκι εκεί στο βουνό, και εάν ο δρόμος ήταν βατός, κοιμόμουνα στην σκιά του. Ακολουθούσα το πέταγμα των πουλιών, και τούτα σε δροσερές φυλλωμένες σκιές μ' ακουμπάγανε, κουφαίνοντάς με με τις φωνές τους. Οδηγούσα δίπλα από την κοίτη των ποταμών και σταματούσα, ή όταν το νερό σε καταρράκτη κατέληγε, ή όταν η θάλασσα απειλούσε να μου βουλιάξει... «τον Ζαχαρία». (Ξέχασα να σας πω ότι βρήκα κάπου πεταμένο και σκυλοδαγκωμένο έναν μικρό-λευκό-πλαστικό καρχαρία, ένα κινέζικο παιχνίδι παιδικό και το πήρα. Τον καθάρισα, τον βάφτισα Ζαχαρία – λόγω χρώματος – και τον κόλλησα στο ταμπλώ τού Ντομπλό επί σαράντα χιλιάδες χιλιόμετρα συναπτά, επί τέσσερα χρόνια αξέχαστα δυνατά, τον έχω τώρα δίπλα μου στην εταζέρα βαρυεστημένα να χασμουριέται.
Το 2014 όργωσα όλη την ηπειρωτική Ελλάδα: από Σαγιάδα Θεσπρωτίας έως Πετρωτά Έβρου, από Αστακό Αιτωλοακαρνανίας έως Κάρυστο Εύβοιας. Από Γρεβενά Καστοριά Πρέσπες Κιλκίς, έως Τρίκερι Παγασητικού, τα δυόμισυ πόδια Χαλκιδικής και την Ροδόπη σχεδόν «καστρόπορτα-αυλόπορτα». Το 2015 έσκαψα όλη την Πελοπόννησο: από Ακροκόρινθο έως όλη την Μάνη, από Πύλο Αρχαία Μεσσήνη και ναό Επικουρείου Απόλλωνα έως ατέλειωτες παραλίας Καλογριάς και Κυλλήνης. Κατέθεσα τουλάχιστον ένα μήνα στο Μαίναλο ("Et in Arcadia ego"), σκόρπισα τουλάχιστον μία εβδομάδα στον κάβο Μαλιά και δεν χάλασα ούτε μια μέρα στην Πάτρα. (Να σημειώσω ότι οι κωλοτούμπες τού Τσίπρα και οι χαζομαγκιές τού Γιάνη με φέρανε δύο φορές άρον-άρον στο κλεινόν κι εντελώς σαλταρισμένα κλειστόν λόγω μαλακισμένων εκλογών, άστυ.) Το 2016 δεν πήγα καν, πουθενά. Άλλαξα σπίτι, μα στην ίδια μου γειτονιά έμεινα: έφτιαξα την σπηλιά μου εξ αρχής και ο Ζαχαρίας-για-μένα-και-Ντομπλάκος-για-σας με βοήθησε να μεταφέρω όλη την οικοσκευή μου – αν ως οικοσκευή λογίζονται τα εκατοντάδες αντίτυπα τού «τα τρία μι», οι αθλητικοί-μοτοσυκλεττιστικοί-καταδυτικοί-βιβλιοφιλικοί και ερωτικοί(!) εξοπλισμοί, μαζί μ' έναν καναπέ καινουργή. (Όχι, η τηλεόραση στον δρόμο κατέβηκε και σε δέκα λεπτά, είχε βγάλει φτερά!) Το 2017 το μενού είχε φυσικά Κρήτη: από Καστέλλι Κισσάμου έως Βάϊ κι από Γιούχτα έως Λιβυκό. Από φαράγγι Σαμαριάς και Ρέθυμνο (γειά σου Μαρίνο), μέχρι Φαλάσαρνα, ακρωτήριο Κουδουνά και Ανισάρα (γειά σου Μάνο). Κι επειδή η Κρήτη έχει νωρίς την τουριστική της σαιζόν, με αποτέλεσμα να γεμίζει απ' τον Ιούνη, εμένα δεν μου έφτασε, δεν την χόρτασα και ξανακατέβηκα τον Σεπτέμβρη τού 2017 για ένα μικρό συμπληρωματάκι.
Όμως.
Πεντακόσιες σελίδες τετραδίου μετά γεμάτες σκέψεις δικές μου, εικόνες και μυρωδιές, αγωνίες χαρές, τρέλλες κινδύνους και ύπνους ανείπωτους – είχε έλθει η ώρα. (Τα 'χω γράψει αλλού.) Αν και παραλίγο να γκρεμιστώ από κάτι καταρράκτες, παραλίγο να με σκοτώσει μεθύστακας οδηγός, παραλίγο βραδυάτικα να κοιμηθώ πάνω σε φωλιά απ' οχιές – δεν έπαθα τίποτε άλλο. Αν και παραλίγο να πέσω πάνω σε trafficking γυναικών στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, παραλίγο να πέσω πάνω σε dealing ναρκωτικών στα ελληνοαλβανικά νερά, παραλίγο να πέσω πάνω σε γαμήλιο γύφτων καυγά – δεν έπαθα τίποτε άλλο. Γυρνώντας την ηπειρωτική Ελλάδα συν Κρήτη ΟΛΟΚΛΗΡΗ αργά, ΠΟΛΥ αργά, απολαυστικά ΑΡΓΑ (έως και με σαράντα χιλιόμετρα ωριαίως) είδα, ένιωσα, έζησα και πήρα πράγματα που ΟΥΔΕΠΟΤΕ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΜΟΥ είχα... συμπληρώστε το ρήμα εσείς. Επί έξι μήνες το 2014, άλλους έξι το 2015 και έτερους τρεις το 2017, το Ντομπλάκι είχε γράψει ΑΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΤΑ τριάντα πέντε χιλιάδες χιλιόμετρα, δίχως ένα «κιχ», ένα «χικ» να μου κάνει. Δυό σκασμένα λάστιχα δεν υπολογίζονται, ένας καθαριστήρας σπασμένος και μια πίσω-πόρτα από μένα στραβή, δεν μετρούν. Έφαγα μέσα στο αυτοκίνητο και κοιμήθηκα, έγραψα μέσα στο αυτοκίνητο και στέγνωσα, ονειρεύτηκα διαλογίστηκα, αναπαύθηκα και θυμήθηκα, σταμάτησα και ταξίδεψα ταυτοχρόνως. Το αυτοκίνητο είναι ΤΟ ΙΔΑΝΙΚΟ ΜΕΣΟ για ταξίδι πνευματικό, you take my word for it: Εάν πρόκειται να στήνω-ξεστήνω κάθε μέρα σκηνή, να μουσκεύω κάθε δυό ώρες (γιατί στην ύπαιθρο βρέχει συνέχεια και κυρίως, απρόσμενα) και να στεγνώνω κάθε δυό μέρες (γιατί στα βουνά ο ήλιος αργεί και γουστάρει να κρύβεται), να καταναλώνω διακόσια σωληνάρια αντιϊσταμινικά από τα δισεκατομμύρια κουνούπια που σ' ΕΜΕΝΑ ΜΟΝΟ θα τηνε πέσουνε – ε, «λατρεμένε μου πατέρα, ξεκουράσου» που είπε ο Τόλης Βοσκόπουλος στον Λαυρέντη Διανέλλο σε φιλμάκι των πικρόγλυκων sixties.
Το Ντομπλό μού έδωσε αυτό που δεν είχα γνωρίσει ως τότε ποτέ μου, γιατί δεν ήταν ακόμη η ώρα μου. Ο «Ζαχαρίας» με τις πέντε του πόρτες, το μπλε-μαρέν κάλυμμα στρώματος και οι δυό μου γκαζιέρες, η διπλωτή-«σκηνοθέτη» καρέκλα μου και το απαραίτητο «σκαμνάκι» διαλογισμού μου – μαζί με τα πανταχού παρόντα bokken και jo – με ταξίδεψαν ΑΝΕΠΑΝΑΛΗΠΤΑ και ΜΟΝΑΔΙΚΑ, έτσι όπως δεν θέλω εγώ άλλο. Το 2018 γύρισα επί έναν μήνα πάλι-αργά την Εύβοια μόνο, κι εκείνες τις αραχτές μέρες στην παραλία τής Μουρτερής κατάλαβα ότι είχε έλθει το τέλος. Τα χιλιόμετρά μου ανά την Ελλάδα είχαν ολοκληρωθεί, τα ταξίδια μου έξω μου είχαν γραφτεί, έπρεπε τώρα – καθώς ήλθε η ώρα – να στρωθούν νέα χιλιόμετρα ΜΕΣΑ ΜΟΥ. Όσο ταξίδευα με το Ντομπλό, ήμουν ακίνητος μέσα μου κι οι σωματικές μου σπηλιές έσταζαν βαρύτιμες λέξεις. Μόλις όμως αποφάσισα πια να σταματήσω την κίνηση, επέστρεψα στην «σπηλιά» και οι σκέψεις μου διαλύθηκαν οσονούπω. (I won't elaborate, so you won't palpitate.)
Όταν άρπαξα την τύχη και γεύτηκα την τιμή να έχω ένα dokusan – ιδιωτική συνομιλία μ' έναν δάσκαλο Ζεν – με τον Koten Roshi, τον ρώτησα: «Διδάσκαλε, έχω φτάσει σε αδιέξοδο, τί να κάνω;», εκείνος μ' απάντησε: «Γίνε το αδιέξοδο.» (Χα! Easier done, than said.) Σαράντα χιλιάδες χιλιόμετρα Φύσης, πεντακόσιες σελίδες Μυαλού και τέσσερα χρόνια Κορμιού – μέσα σε μιαν ιταλική ρολλαριστή τετράγωνη λαμαρίνα – με φέραν και με απίθωσαν απαλά χαμογελαστά, ελαφρά και διακριτικά, νομοτελειακά και τελειωτικά στην «σπηλιά» μου. (Γυρνούσα-ταξίδευα όταν δεν ήξερα πού να πάω και τώρα που ξέρω πού είμαι-πού βρίσκομαι, δεν θέλω ρούπι να το κουνήσω.) Όταν ο διαλογισμός ΜΕΣΑ στην φύση έγινε ΕΝΑΣ και Ο ΑΥΤΟΣ με τον διαλογισμό στης σπηλιάς μου το βάθος, στης γειτονιάς μου το πάθος και στο λάθος τής πόλης μου – είχα «φτάσει». ("Arriving home" το κέντησε ο Daisetz Teitaro Suzuki, "I'm getting closer to my home" το τραγούδησαν οι Grand Funk Railroad, o Βodhidharma αγριεμένος κοιτά και ο γλυκύτατος Osho χαμογελάει.) Το ήξερα πια, την γεύση του σταθερά είχα. Δεν μ' ενδιαφέρει να ξέρω, να είμαι και να μιλώ πια, βουΐζουν τ' αυτιά μου απ' την σιωπή μου. Δεν με νοιάζει να κάνω, να πηγαίνω να έρχομαι πια, η ΟΠΟΙΑ ζωή μ' έχει απλώς κι εντελώς συνεπάρει. Με «βάρκα» ένα FIAT Doblò ταπεινό, με «νόμισμα» έναν τραπεζικό λογαριασμό αδειανό και με «χάροντα» έναν Δάσκαλο που κάποτε τον λέγαν Bhagwan Shree Rajneesh – τα χιλιόμετρά μου σωθήκανε, τέλειωσαν, μηδενίστηκαν και αρκέσαν.
Άδειασα το Ντομπλό, ξαναβίδωσα τα καθίσματα, το έπλυνα μέσα-έξω ευλαβικά βουρκώνοντας-δακρύζοντας (όπως τώρα που αυτά γράφω) και στις αγγελίες το έβαλα. Και αμέσως έσκασε μούρη ο απαραίτητα-χυδαίος αγοραστής, και δέκα μέρες μετά εμφανίστηκε ο αναπάντεχα-ευγενής νέος του ιδιοκτήτης. Τον φωτογράφισα, τον χάϊδεψα, τον αποχαιρέτησα τον «Ζαχαρία». Τον ευχαρίστησα, τον προσκύνησα και τον άφησα να πάει στην νέα «ζωή» του, να κυλήσει σε νέα «νερά», να δώσει χαρά και σε άλλους ανθρώπους. Γιατί ΚΑΙ τα πράγματα – μα ΚΥΡΙΩΣ τα πράγματα, αμέσως μετά απ' τα ζώα – ΝΙΩΘΟΥΝ, ΑΙΣΘΑΝΟΝΤΑΙ, ΖΟΥΝ άμεσα και βαθιά, πιο αργά πιο επιφανειακά όπως ΚΑΘΕ ΕΝΑ Ο,ΤΙ στην γη... ψυχή έχει. Πόσω μάλλον άμα τού δώσεις εσύ, αν μάλιστα εσύ τού δοθείς δεν πρόκειται να το ξεχάσεις εσύ, ούτε εκείνο ποτέ του σαν εσένα άλλονα θά 'βρει. (I won't explain, 'cause you'll definitely flush it down the proverbial drain.)
Ο Ζαχαρίας είναι ό,τι απ' το Ντομπλό μου απέμεινε, καθώς και τέσσερις χιλιάδες φωτογραφίες. (Oι σελίδες στον υπολογιστή δακτυλογραφήθηκαν και δεν πρόκειται ποτέ τους να βγουν, να τυπωθούνε να διαβαστούν, θα τις πάρω στα χωμάτινα ουράνια μαζί μου.) Όλα τ' άλλα έχουν μέσα μου οριστικά πια χαθεί, εγώ στην σπηλιά μου έχω βαθιά-απολαυστικά αποτραβηχτεί κι ετοιμάζομαι... τίποτα ξανά πια να μην ετοιμάσω. Γιατί ΑΥΤΟ είναι το ΜΟΝΑΔΙΚΟ μάθημα τού Ντομπλό: «Κάνε χιλιόμετρα όσα θες, μα ακίνητος είσαι. Κάτσε ακίνητος όσο δεν θέλεις εσύ και τότε εσύ θα πετάξεις.» Τα υπόλοιπα είναι χιλιάδες χιλιόμετρα ταξιδιού, εκατοντάδες ώρες διαλογισμού, δεκάδες ώρες συλλογισμού... για μιά μόνο στιγμή οργασμού.
Ζωής τούτης.
Copyright (c) Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2018