Tί έγραψε για εμένα κάποτε ο κριτικός λογοτεχνίας Δημοσθένης Κούρτοβικ, με αφορμή την αυτοέκδοσή μου τού «τα τρία μι»; «Ο Ντάνης Φώτος απογοητευμένος από την μη ανταπόκριση κριτικής, κοινού αλλά και εκδοτών στην παθιασμένη γραφή του...» και νά τος αυτός έθιξε ένα μεγάλο-πικρό θεματάκι, όσο κι αν πέρασε από πάνω του ελαφρά τη καρδία.
Και μου γέννησε τις κάτωθι σημερινές και αιφνίδιες σκέψεις μου, σκέψεις που είχα όόόλο τον δικό μου καιρό – την τελευταία τριακονταπενταετία in so many words δηλαδή – να αναμασήσω και να μην χωνέψω, το λογοτεχνικό «πετσί» μου να διαπιστώσω πόσον αργαστήκαν-χαράξανε πολλά και κουτά γεγονότα, ώστε να «καταντήσω» εγώ να κρατώ τα τέσσερα «άτυχά μου» βιβλία στης σπηλιάς μου τους αδιάφορους τοίχους. (Ούτε γιός τής Μαντά ο κιαρατάς να 'μουνα, έτσι γλαφυρά που τα γράφω!)
Χαχα, πωβρ Κουρτοβίκ!
Αν ήτανε εξ αρχής να σύχναζα στο βαρύτιμο σαλονάκι τής κυρίας Μάνιας, τώρα στου Πατάκη την στοργική αγκαλιά θα 'χα πέσει. Αν ήταν εξ απαλών ονύχων αέρα να έκανα στην στιλπνή κόμη τού «ξανθού πρίγκηπα των εκδόσεων», τώρα στου Ψυχογιού το σεισοπυγίδικο [sic] χαρέμι θα συνωστιζόμουν – να 'ναι καλά οι άνθρωποι στα εκδοτικά μεγαθήριά τους. Εάν αλκοολικός θεωρητικός τής σημειολογίας ήμουνα, να έγραφα ακατάπαυστα και προπάντων ακατανόητα κοινές μαλακίες, τώρα ασήκωτο «όνομα» σε «ιστορικό» οίκο εγγονών-ιδρυτή θα μοστραριζόμουνα, ακριβοθώρητος να στάζω τις παντάπασι-αδιάβαστες πνευματικές μου κουράδες και οι πληρωμένοι μικροβιολόγοι των νοημάτων μου θα τις μοιράζαν στο μπαϊλντισμένο και αδιάφορο πόπολο, δίκην πυθικού θέσφατου, χάριν εκ θεού ευλογίας. Και εάν αριστερός απ' τα γεννοφάσκια μου βουτηγμένος στα νάματα ενός Βελουχιώτη ενός Ζαχαριάδη, ενός ΜητσοΒλαντά και ενός καπετάνΓιώτη εποποιίες συνέγραφα τής πιο αποτυχημένης Αριστεράς από όλες τις «Αριστερές» [ξαναsic] τούτου τού ντουνιά (όχι τού Γιάννη), τότε, όλο και κάποιο εκδοτάκι Εξαρχείων επαναστατημένο κι ανυποχώρητο για εμέ θα βρισκότανε, να βγάλει απ' την προθήκη του το μπαζούκας τού Κουφοντίνα και να μ' εκδόσει εμένα-ναι, να με αναδείξει σε... Βαρουφάκη Κυψέλης τουλάχιστον, σε νομπελίστα κλεινού άστεως μέγιστον!
Μπιγκ σιτ – κι εννοώ "big shit" – αγαπητέ Δημοσθένη!
Όσο εγώ έγραφα βιβλία σαν τα δυό πρώτα μου, το «Έρως σωμάτων» και το «Εγκόλπιο πάθους», όλοι και άπαντες οι εκδότες στους οποίους τότε τα υπέβαλα (1984 και 1988), ασμένως κι αμέσως τα δέχθηκαν τ' αποδέχθηκαν, τα ζήτησαν τα κυνήγησαν, τα εξέδωσαν όσο και εάν δεν τα «έσπρωξαν» τελικά – σιγά μην κουνηθεί και προπαντός στάξει η ουρά τού εκδοτικού τους γαϊδάρου! Μόλις όμως ο Ντανάκος, ο κύριος Φώτος, ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ έγραψε το «Ελένης νήσος» το 1994 και τούς το υπέβαλε αυτό προς κρίση και έκδοση, τότε τούς τρανούς μας εκδότες τούς έπιασε ένα σφίξιμο ένα κόψιμο, μιά ανακατωσούρα φοβική και μία καούρα αντίδρασης, μία περιστολή αποφάσεων και μιά αναστολή ετυμηγοριών που σε χρονική διάρκεια όσο και τελικό πόρισμα, μόνο με τον φάκελλο τής Επιτροπής Γουώρρεν (σχετικόν με την δολοφονία του Τζων Φ. Κέννεντυ) μπορούσε να συγκριθεί! Ας μείνω λιγάκι εδώ, αξίζει σάς λέω... (Κι ο μεσιέ Κουρτοβίκ κάτι δικαιολογίες μού ψέλλισε, που για τούτο δεν έγραψε, ότι και-καλά δεν το έλαβε, ενώ και φυσικά το παρέλαβε, και ήταν παρών στην συνέντευξη Τύπου!)
Νέος και πύρκαυλος τότε εγώ, κολυμπώντας δυνατά παθιασμένα μέσα στα τρικυμιώδη μα λιτά σαράντα μου χρόνια, έγραψα το «Ελένης νήσος» μέσα σε ενάμισυ μήνα, κατόπιν ιστορικής έρευνας δύο ετών. Παλουκώθηκα επιπλέον-μετά έναν χρόνο και έκανα την επιμέλεια τού βιβλίου μου μόνος μου κι αφού το τελείωσα (όπως ΜΟΝΟΝ ο καλός συγγραφέας γνωρίζει), το κατέθεσα σε πέντε εκδοτικούς οίκους τότε. (Τα ονοματάκια τους τα γλυκούλικα και αξέχαστα; ΚΕΔΡΟΣ, ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ, ΕΣΤΙΑ – to name but these few, για οικονομία χρόνου σας και προστασία τού συκωτιού μου.)
Στον πρώτο εκδοτικό οίκο λοιπόν, με το που έπιασε στα παχύσαρκα τα χεράκια του το βιβλίο μου ο σφηνωμένος στην ψάθινη καρεκλίτσα του συνοφρυωμένος και πολυάσχολος Γιάννης Κοντός, αμέσως μού το επέστρεψε ως «πολύ μεγάλο», «πολύ βαρύ», «πολύ δύσκολο»... χωρίς ΚΑΝ το μοσχάρι απ' το Κιάτο να το έχει ανοίξει, άσε δε να διαβάσει ΜΙΑ σελίδα ο αντισυναδελφικά-ευγενικός και αντιεπαγγελματικά-επικοινωνιακός χειριστής τής Καλλιόπης ετούτος! (Δεν ξέρω, μπορεί να μην τού άρεσε η κορμάρα μου που έσφυζε κι έλαμπε κάτω απ' το καλοραμμένο ιταλικό μου κοστούμι.)
Ο δεύτερος εκδότης, αυτοπροσώπως το βιβλίο μου πήρε το κράτησε (τιμή μου, πολυχρονεμένε μου άρχοντα), υποσχέθηκε μάλιστα ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ να το εκδώσει καθώς «πίστευε στο δικό μου δυνατό και ξεχωριστό γράψιμο» (όπως επί λέξει μού είπε) και μετά, από μένα κρυβότανε και μ' απέφευγε, παρακρατώντας-κατακρατώντας το αντίτυπό μου πίσω από την καρέκλα του, σειρά-επί-μήνες! Ώσπου τα πήρα στην κράνα με τις υπεκφυγές του εγώ, μπούκαρα στο γραφείο του κι εντελώς τονε πρόσταξα να μού το παραδώσει! Κι εκείνος, τί απήντησε, χαμηλοπονηροβλέποντας και μυξοκλαψομουρμουρώντας; «Ρε Ντάνη, θέλω να το βγάλω μα δεν μπορώ, αφού μέσα κει βρίζεις τη Δαμανάκη τον Ανδρουλάκη! Και τί να τους πω αυτωνών ρε;» (Τώρα, από πότε πλακωθήκαμε με το γκαρντάσι-Θανάση στα «ρε», δεν γνωρίζω εγώ να σας πω. Απλώς θα σας πληροφορήσω ότι το βέρο-γκρέκο αφεντικό, όταν θέλει να σε κλάσει δίχως να τονε πάρει η μπόχα του, σε στρώνει σε έναν κολλητάρικο ενικό, σού κοτσάρει κι ένα σετ βλαχογύφτικα-πιασοκώλικα-κλασομάγκικα «ρε/μωρέ/βρε» και σε ξεπετάει τσαμπουκαλίδικα-προπετώς-αγενώς, θιγμένος κυρίως και επιπλέον ετούτος!)
Στο σαλονάκι-στρατηγειάκι, μαγαζάκι-σπιτάκι τής κυρίας Μάνιας ούτε καν πάτησα. Παρέδωσα «ως είθισται» στην γραμματεία το έργο μου, άφησα καρτερικά να κυλήσουν οι προβλεπόμενοι μήνες κύησης-ζύμωσης-απόφασης-ταφής και αφού το ξεπέταξε ο «ρήντερ»-τρομάρα του σ' ένα μηνάκι, βάλαν μια γκομενίτσα-φουνταριστή, απλώς-κοινή-μας-γνωστή να μου παραδώσει το «προς αποφυγήν» αντίτυπο... εκτός-μάλιστα εκδοτικού οίκου! (Λες και τούς είχα παραδώσει εγώ ένα στικάκι με την λίστα Λαγκάρντ, το σαρανταπεντάρι τής 17Ν ή μιά σακκούλα με τα φρεσκομαζεμένα περιττώματα σκύλου!)
Για να μην κουράζομαι λοιπόν κι ανακατεύω τα λαμπροπληρωμένα επιχειρηματικά και φουντοφαληρισμένα εκδοτικά «κόπρανα» τής Αθηνούλας τής Ελλαδίτσας, ένα γενναίο άλμα χρόνου κάνω εγώ και σάς μεταφέρω στο 2013 όπου άρχισα να «περιφέρω» προς αξιολόγηση – οποία ΚΑΙ χαρά ΚΑΙ ντροπή για έναν συγγραφέα – το τελευταίο βιβλίο μου, το «τα τρία μι». ("Serves me right to suffer" παρωδώ τον John Lee Hooker εδώ.) Και έκτοτε μέχρι σήμερα, απ' τον πρώτο μέχρι τον εικοστό πρώτο εκδοτικό οίκο(!) που το βιβλίο τούτο υπέβαλα και κατέθεσα, έχω να διηγηθώ τόσες πολλές πικρές και γελοίες, μαλακισμένες κι ευτυχισμένες, πρόστυχες και ηγιασμένες, αποτυχημένες και πανηγυρικές ιστορίες μου, που προτιμώ να τις κρατώ για τον εαυτό μου εγώ, ώστε στην επόμενή μου ζωή ν' αφιερωθώ, με τις επόμενες επαναγεννήσεις μου να ασχοληθώ – πιο κερδισμένος θα είμαι!
Κι έρχεται μετά αφρενάριστος και παντελώς άσχετος ο Δημόσθενες Κούρτοβικ και στάζει την ερμηνειούλα του ότι δεν έτυχα-λέει του «σωστού» εκδότη/κοινού/κριτικού-λέει, εύγε του! (Την βιαστική κριτική του ότι "Το φιλόδοξο σχέδιό του προσέκρουσε στην ασυμμάζευτη πληθώρα του υλικού του και στον αυτοηδονισμό της γλώσσας του" την αποδίδω απλώς στο γεγονός ότι το βιβλίο μου τούτο εντελώς τού ξέφυγε τον προσπέρασε, δεν το άντεξε και τον ξέρασε, κοινώς τον άφησε καγκελλωμένον και πίσω. Πολύ. Χα!) Μα αγαπητέ μη-φίλε μου, εκδότης και «σωστός», πάνε μαζύ στην Ελλάδα; Κοινό και «σωστό», περπατάνε μαζύ στο γραικομποστάνι αυτό; Κριτικός και «σωστός» ταιριάξαν ποτέ, για να συμβεί τώρα κι εδώ το Όγδοον Θαύμα;! Σκάει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ – και όχι ο οποιοσδήποτε άλλος – που ΔΕΝ ψοφάει συγγραφέας να γίνει (αφού ΕΙΝΑΙ) και να φανεί (αφού ΔΕΝ τονε νοιάζει αυτό, καθώς φάος-φως-Φώτος αυτός λέγεται!) έτσι όπως είναι φέτες-κομπλέ, υγιής και καλοντυμένος, ευφραδής και περήφανος, γλυκομίλητος κι ακριβής, γελαστός δυνατός, άνετος χαλαρός, επαγγελματίας και τυπικός, σίγουρος για την ξεχωριστή όσο και εξαιρετική του Λογοτεχνία και θέλετε εσείς έλλην εκδότης στο «πακετάκι» ετούτο να «κάτσει» και να «τονε πιεί»; Άσε δε να το/τον εκδώσει;!
Ένα ελληνικούλι αφεντικάκι είναι ΚΑΙ ο έλλην εκδότης βρε παιδιά τελικά, τί νομίζετε επιτέλους; Η Καλλιανέση μία ήτανε για τους αριστεροβαρεμένους, και να σας διηγηθεί η Μαιρούλα η Δούκα πόσο κλάμα στην τρύπα τής στοάς Πανεπιστημίου κάποτε έριξε, γιατί κι από ποίους. Όπως το ίδιο ακριβώς για τους δεξιοβουτηγμένους ένας ήτανε κι ο Καρύδης στο άλλο κουτί, πίσω απ' την Παλαιά μας Βουλή, κι εκεί τα μπουρζουάδικα στόματα ήταν de rigeur ραμμένα και comme-il-faut καταπιεσμένα. Ο Caston Gallimard και ο Albert Knopf – μόνο δύο ήτανε και για όόόλους τούς υπόλοιπους, η σχέση εκδότη και συγγραφέα γεμάτη από συκωταριές αίματος είναι και πλήρης λιπώδους κοκορετσιού - μπλιάχ, άλλη είναι η bodybuilderάδικη δίαιτα και η crossfitάδικη προπονητική η δική μου.
Τί θέλω λοιπόν να πω τελικά, με όλα τα ανωτέρω; Τί-πο-τα! Απλώς να συμπληρώσω ότι η Ελλάδα-η χώρα «τους» είναι το μόνο σουβλακομπουρδελοπερίπτερο στον κόσμο όπου για να «πας μπροστά» πρέπει ΚΑΙ «κώλο» να δώσεις, ΚΑΙ να είσαι «συστημένος-γνωστός». Σε όλον τον υπόλοιπο πλανήτη αρκεί η προηγούμενη διάζευξη (ένα απ' τα δύο ή και κανένα απ' τα δυό), μα εδώ που η ασχετίλα κι η ανασφάλεια, ο εγωισμός και η μαλακία, η ξερολιά με το ταμείο σιαμαία μάς τύχανε, εδώ που η έχθρα βγάζει παχυλό μεροκάματο και η φιλία τελειώνει στην πρώτη Δημοτικού - θέλετε εσείς επαγγελματισμό και ισονομία, «στρέητ» εξηγήσεις κι «αντρίκιες» απορρίψεις απ' τους... εκδότες και τις εκδότριες των γαλανόλευκων δεκαεξασέλιδων; Εδώ, στο γωνιακό τούτο μαλακοπαχνί ψηφίστηκε τρις (τρεις φορές εννοώ αγράμματοι κι όχι τρισ.) για αμόρφωτος πρωθυπουργός ένας μπέμπης με σύζυγο κοφτερή, για τσαμπουκάς υπουργός Εθνικής Άμυνας ένας μπούλης με σύζυγο πιο-κοφτερή και για μάγος υπουργός Οικονομικών ένας μπιμπέκος με σύζυγο την-απόλυτα-κοφτερή και θέλετε σεις, να κάτσω εγώ, να μιλώ για εκδότες;
Ο κάθε καρεκλοκένταυρος που «ηγείται» τού «Ομίλου» τού μαγαζιού Του, ξέρετε πόσες σφαλιάρες κατάπιε ετούτος ΠΡΩΤΑ και ΑΡΧΙΚΑ, μέχρι να φτάσει να κάτσει; Ο κάθε γραφειοπιασμάν που «διευθύνει» τις «τύχες» και την «πορεία» τής εταιρείας Του, ξέρετε πόσες ώρες την ημερούλα του αναλίσκει σε χωστές και κουτσομπολιά, σε μανούρες φτηνές και παπατζιλίκα μαγκιόρικα προκειμένου προσωπικό «κοινό» ν' αποκτήσει και να τονε παίρνουνε από τα κανάλια τα λιγωμένα μικρόφωνα, τούς αμόρφωτους και αδιάβαστους Έλληνες να μαλαγρώσει να ποδηγετήσει; No hard feelings όμπρες μου και λοιποί αφισιονάδος τους, μα ΔΕΝ είμαστε ΟΛΟΙ σφουγγοκωλάριοι τού στέρφου βιολογικού κύκλου τους, ΔΕΝ κολλήσαμε ΑΠΑΝΤΕΣ στον Περισσό ένσημα, ούτε καμωθήκαμε πως μάς άνηκε το πατάρι τού ΛΟΥΜΙΔΗ ή το Μπραζίλιαν, τού Απότσου ο ουζοτοξινωμένος βάλτος ή τού ΦΙΛΙΟΝ η πουροπαραλήδικη παραλία!
Υπάρχουν στην Ελλάδα συγγραφείς – βάζω κι εγώ έναν πληθυντικό αριθμό, να κουμπώσω καμμιά μοναδική μαλακία – οι οποίοι ΔΕΝ είναι δεξιοί ή αριστεροί, τελειωμένοι αλκοολικοί ή λειωμένοι μαμάκηδες, απολιποσαρκωμένοι ψυχάκηδες ή διπλοπαχοκραγμένες αδέρφες. ΔΕΝ είναι δουλικοί ή συστημικοί, ΔΕΝ είναι κυκλωματικοί ή συνωμοτικοί, ΔΕΝ πληρώνουνε για να τους εκδώσουνε και ΔΕΝ δέχονται τα πνευματικά τους δικαιώματα να εκχωρούνε. ΔΕΝ αράζουνε με τον Βέλτσο στο Dolce σαλιαροκορνάροντας ή με τον Χατζηδάκη στον Μαγεμένο Αυλό τεκνοαυλή χτίζοντας, ΔΕΝ μεταφέρουν κουτσομπολιό ή θάβουνε το έργο των συναδέλφων, ΔΕΝ ξυδιάζονταν με τον Φίλιππο Βλάχο ή τσιμπολογούν με τον Αιμίλιο Καλιακάτσο, ΔΕΝ κρεμάγαν κουρτίνες στης Χατζηνικολή ή φτιάχναν το αιρ-κοντίσιον τής Λεμπέση. Υπάρχει στην Ελλάδα ένας (1) συγγραφέας που είναι ζωντανός κι έξυπνος, γυμνασμένος και ντούρος, ευγενικός και ειλικρινής, δυνατός προσηνής, παιδικά-αφελής και αιωνόβια-αθώος μα ψαγμένος κι αμετακίνητος, γνώστης κι απόλυτος, επιμένων επαγγελματίας και δουλευταράς εξοντωτικός που άμα τονε κλέψεις στα δικαιώματα π.χ., μέχρι την άκρη τού γνωστού και άγνωστου Κόσμου θα φτάσει αυτός για να σ' εκδικηθεί για την πουστιά σου αυτή, λέω π.χ.! Υπάρχει στην Ελλάδα ένας (1) συγγραφέας που είναι εργασιακά ακριβής και παράλληλα απολύτως ελαστικός, συνεννοήσιμος εντελώς και διαπρύσια εμμένων στην άποψή του, ευφάνταστα δημιουργικός και με γνώση βασική ουσιαστική – όχι μόνο για το κείμενο μα ΚΑΙ για το εξώφυλλο, ΚΑΙ για την επιμέλεια-διόρθωση, ΚΑΙ για την εκτύπωση-βιβλιοδεσία, ΚΑΙ για την διαφήμιση, ΚΑΙ για την διάθεση τού βιβλίου του κλπ κλπ. Και όλα αυτά, διακριτικά και γραπτά, διόλου επεμβατικά-παρεμβατικά παρά συμβουλευτικά-συναινετικά... ξέρω ξέρω, μιλώ ως εξωγήϊνος, σε ξένους ανθρώπους, σε χώρα ολόξενη!
Στην Ελλάδα όπου ΑΠΑΝΤΕΣ τα ΑΠΑΝΤΑ ξέρουνε, το να λες τί ΑΚΡΙΒΩΣ ξέρεις εσύ και τί ΚΥΡΙΩΣ δεν ξέρεις, αλλά και να λες τί ΑΚΡΙΒΩΣ βλέπεις ότι/όταν οι άλλοι ΔΕΝ ξέρουνε, είναι όχι μόνο "introduction to injury", αλλά και βεβαία συνταγή πλήρους αποτυχίας και οριστικής διαγραφής. Εάν μάλιστα αποπνέεις «αέρα» ατομικό και δύναμη προσωπική, Κυψέλης ισχύ και Κεντρικής Αγοράς πείρα, βαθύ άρωμα Δημόσιας Διοίκησης και φτηνό πατσουλί ελληνικής εταιρείας – τότε μεγάλε σάλτα πήδα απ' τον Παρθενώνα καλύτερα, ή στήσε καμμιά ΜΚΟ για πουροπρόσφυγες πρώτα! Αν ο Θάνος Τζήμερος, Βουλή των Ελλήνων να δει ουδέποτε πρόκειται (όσο για «αξιολόγηση» και για «απολύσεις» αυτός επιμένει), άλλο τόσο και πολύ περισσότερο ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ εκδότη να βρει ουδέποτε πρόκειται. Στην Ελλάδα. (Και τού πήρε καμμιά εικοσιπενταριά πικρά και βαριά, σκληρά και επώδυνα χρόνια να μασήσει αυτόν τον «αποκλεισμό» - μα επιτέλους τον κατάλαβε, ΚΑΙ τον χώνεψε ΚΑΙ τον έχεσε τούτον.)
Μεγαλύτερο δώρο και σοφότερη οδηγία απ' αυτούς που σε διώχνουνε, δεν υπάρχει. Καλύτερη συμβουλή και ασφαλέστερο χειρισμό από κείνους που την πλάτη τους σού γυρίσανε, τα γραπτά σου πετάξανε, τις κουβέντες σου σουργελέψανε και την ύπαρξή σου αμφισβητήσαν και ακυρώσανε, δεν υπάρχει. Μού πήρε εξηνταπέντε χρόνια to bite the dust, τέσσερα βιβλία to spit my guts και μία ψυχή to self-resurrect επιτέλους! Το σαρκίο μου με την «εμπορική» επωνυμία Ντάνης ΦΩΤΟΣ στην γη ή στο νερό κάποια στιγμή θα διυλιθεί. Τα βιβλία μου με την συγγραφική «επωνυμία» Ντάνης ΦΩΤΟΣ στα ράφια αναγνωστών ή στις δημοτικές βιβλιοθήκες θα καταλήξουν.
Μα η ψυχή μου αιώνια και αδέσμευτη, ανέπαφη και αμόλυντη, ελεύθερη γενναία κραυγάζουσα, τραγουδώντας περιγελώντας και οργαζόμενη, ουδεμιά σχέση έχουσα με το γράψιμο ή το κλάσιμο, την επιτυχία ή την δυστυχία, τα λεφτά ή τα σκατά θα ίπταται θα πετά, θα λάμπει στον ήλιο και στο σκότος θα κολυμπά – μια πεταλούδα-ψυχούλα θα είναι. Όπως ήτανε πάντοτε, όπως είναι και τώρα.
Χαχαχα, γειά χαρά!
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2020