Στον Μάνο Μήτρογλου
(Ξεκινώ με μία εξήγηση: έβαλα τον τίτλο μου στα αγγλικά, γιατί μόνο σε τούτη την άγια-πτωχή μα ευλογημένα-πλούσια γλώσσα το ρήμα "care" σημαίνει ΚΑΙ «ενδιαφέρομαι» ΚΑΙ «φροντίζω», ΚΑΙ «νοιάζομαι» ΚΑΙ «προσέχω», ΚΑΙ «περιθάλπω» ΚΑΙ «σκοτίζομαι».)
Έτσι λοιπόν θα σ' το πω, εξ αρχής κι αναντίρρητα μάλιστα: "Nobody cares".
Ούτε η μανούλα σου, (που με τον μπαμπακούλη σου σ' έφτιαξε, μέσα στα ζουμιά και στα χάδια). Ούτε ο πατερούλης σου, (που σε μισεί τώρα, μια και στο μαγαζί του πια τον διαδέχτηκες και τώρα εσύ κάνεις κουμάντο). Ούτε η κορούλα σου, (που με τον χιπστερογκομενάκο ψωλοτρίβεται και δεν λέει να δει χαρά στα σκελάκια της, αφού την έχουνε φάει τα κλούβια νάζια και η γκομενέ αποψιά). Ούτε ο γιόκας σου, (που κωλώνει να σ' το σκάσει ανοιχτά κι εκκωφαντικά πως, απλώς τονε παίρνει γωνία Πεδίου τού Άρεως και τρυπιέται στης Νομικής το παρκάκι).
Να σ' το πω πάλι, ξανά και προς εμπέδωσιν τούτο, έστω κι άγρια μα ειλικρινά, ξαφνικά: "Nobody cares".
Ούτε το κόμμα σου, (αφού τα κουπόνια στεγνώσανε, οι διορισμοί στέρεψαν, ήρθανε οι λιμασμένοι καινούργιοι και οι μπουχτισμένοι παλιοί πέσαν στης αριστείας την ανυποληψία). Ούτε η ομαδάρα σου, (αφού ο πρόεδρος λίγκα την έριξε, προσπαθώντας να μην κατηγορηθεί για πλουτισμό ίδιο). Ούτε ο αθλητικός σύλλογος, (που ήσουνα πρόεδρας, διοικούσες και κένταγες, έταζες μάσαγες και τώρα κοιτάς τα αποδυτήρια άραχλα κι άδεια). Ούτε καν τής ποκίτσας σου το καρρέ, (μια κι οι συμμαθητές και οι φίλοι σου χρωστάνε άπαντες και όλοι οι υπόλοιποι στον πτωχευτικό κώδικα κολυμπάνε).
Να σ' το συνεχίσω εγώ, για ν' αρχίσεις να το συνηθίζεις εσύ, κομμάτι-κομμάτι: "Nobody cares".
Ούτε η πρώην σου σύζυγος, (που σ' αγάπησε σ' έστησε, σε χώρισε και σου τ' άρπαξε, άπαντα ό,τι έχτισες κι ό,τι έχασες κιόλας). Ούτε η γκόμενά σου, (που ήδη σε έχει ξεκάνει αυτή, ήδη σε έχει εντελώς βαρεθεί, μα δεν σε «στέλνει» γιατί σου τα τρώει κανονικά, χοντρά κι ακριβά, σταθερά πάντα). Ούτε η οικογένειά σου, (που πίσω απ' την πλάτη σου οι κοντινοί και μπροστά μέσ' στα μούτρα σου οι μακρινοί σού τα χώνουν, από «ρεμάλι» ως «βλάκα» σε κολακεύουνε, από «κορόϊδο» ως «πούστη» σε καμαρώνουν). Ούτε οι συνάδελφοι, (που με την απόλυση να επικρέμαται στο σβερκάκι τους, σου τραγανίζουν την καρεκλίτσα σου στεγνά και αθόρυβα, στυγνά κι αποτελεσματικά).
Να σου το εμβαθύνω λιγάκι, έστω κι αν επαναλαμβάνομαι: "Nobody cares".
Ούτε ο γιατρός σου, (που μάλλιασ' η γλώσσα του να σου λέει να κόψεις το φαγητό και το κάπνισμα, το ποτό και το άγχος κι εσύ τονε γράφεις κανονικά και γελάς ειρωνικά κιόλας). Ούτε ο μηχανικός σου, (που σου είπε πως δεν αξίζει να χρεωθείς τόσο πολύ για την αμαξάρα που ψώνισες – γιατί ήταν τρακαρισμένη/χρεωμένη/κλεμμένη – μα εσύ όμως και εδώ γέλασες). Ούτε ο συνέταιρός σου, (που σε είδε ότι τον είδες πως λεφτά σού 'φαγε, μα όπως άχνα δεν έβγαλες συ, κιχ δεν έκανε τούτος). Ούτε ο έφορος, (που μπήκε στο λογιστήριo με τσαμπουκά, τ' ανακάτεψε όλα προκλητικά και δεν έφευγε να σ' αδειάσει την γωνιά, αν δεν τού 'δινες τα γνωστά «οδοιπορικά»).
Να σ' εξομολογήσω τουλάχιστον, ακόμη κι αν παπαπάτερ δεν είμαι: "Nobody cares".
Είχες ΚΑΙ τα αυτιά για ν' ακούσεις, ΚΑΙ τα δάχτυλα να πιαστείς. ΚΑΙ το στόμα για να φωνάξεις, ΚΑΙ τις τρύπες να κατουρηθείς να χεστείς. Είχες τις μέρες τις ώρες, τα χρόνια και δεκαετίες ολόκληρες για ν' αλλάξεις πορεία, να φέρεις το κορμάκι σου σε λιμάνι απάγκιο, το μυαλό σου ν' αναπαύσεις έστω ένα σαββατοκύριακο, το συκώτι σου να ξεπλυθεί επιτέλους με λίγο νεράκι. Είχες τα φράγκα να τα προσφέρεις εκεί όπου ήξερες ότι έπρεπε και τόπο θα πιάνανε, μα εσύ να τα φας εδώ ήθελες κι επιπλέον άπληστα τώρα. Να ψωνίσεις να αποκτήσεις να επιδειχθείς (λες κι είσαι γκόμενα), να επενδύσεις να γαμήσεις να κυριαρχήσεις (λες κι είσαι τσόγλανος), να εξαγοράσεις να εξαπλωθείς να πτωχεύσεις (λες κι είσαι entrepreneur λαχαναγοράς, λαϊκής manager και ιχθυόσκαλας CEO).
Είχες το μυαλό να δημιουργήσεις, (μα εσύ τον νου σου στην ματσαραγκιά στην κλοπή, στην λοβιτούρα στην διαπλοκή, στην κονόμα στην μίζα). Είχες την εγωμανή μαλακία να απολύεις ξερά αυτόν που σου «τα 'φερνε» και να προσλαμβάνεις πανηγυρικά εκείνον που σου «τα 'παιρνε», (μα εσύ αντί να βοηθάς τον υπάλληλο, τον ανταγωνιζόσουν και τον υποβίβαζες, τον ειρωνευόσουν και τον ξεφτίλιζες). Είχες όμως και το νιονιό να τα μεταφέρεις όλα εγκαίρως στην off-shore και να γελάς όταν δίνεις χαρτζηλικάκι στον άστεγο στα φανάρια, το ηλεκτρικό παράθυρο ελάχιστα κατεβάζοντας μη φύγει η ζέστα, (μα εσύ δεν θα φύγεις ποτέ απ' την αγωνία την ανασφάλεια, την ανυποληψία το άγος).
Είχες το πουλί να πηδήξεις την γραμματέα, την γραφίστρια, την καθαρίστρια. Την γυναίκα τού δικηγόρου σου, την γυναίκα τού κουμπάρου σου, την γυναίκα τού γκαραζιέρη σου. Ξανά την χωρισμένη σου, ξανά την παντρεμένη σου, ξανά την ερωμένη σου και ξανά-και ξανά-και ξανά ό,τι κινείται στο γύρω σου κι ό,τι οριζοντιώνεται από κάτω σου. Γιατί εσύ δεν πηδάς, δεν γαμάς, δεν ξεσκίζεις: εσένα πελάτη μόνιμο τυφλό σταθερό, υπάλληλο πειθήνιο δουλικό αποδοτικό, νταβατζή βαρύ μερακλή χασικλή και πουτάνα τους επίσημη κανονική, ανεξάντλητη ζουμερή σ' έχουνε κάνει ΑΥΤΕΣ-ΑΚΡΙΒΩΣ που τις έχεις στους και για τους πολύτιμους όρχεις σου. (Που τώρα τελευταία ούτε καν στάζουν οι δύστυχοι. Και εάν στάξουνε, τούτο γίνεται με πόνο αφόρητο, μετά από δέκα ουΐσκια, δέκα πιάτα, δέκα πούρα και δέκα γραμμές.)
Ολίγον πιο ειδικά όμως, αναλυτικά τώρα, πάντα για σένα:
Nobody cares # 1
Ουδείς νοιάζεται εάν έζησες(1), εάν ζεις(2) ή εάν θα πεθάνεις(3). Στην πρώτη περίπτωση, όσο ήσουνα μέρος τού τσίρκου, του «κάδου πλυντήριου» που γυρνά, του χρηματόδενδρου που μαδά, του πέους που τινάζει γονιμοποιεί, τής ψήφου που ψωμοζητά κι απαιτεί – πάει καλά, πήγες τρανά, κάποτε υπήρξες. Στην δεύτερη περίπτωση, όταν τυφλωθείς απ' του χειρουργείου τις λάμπες ανάσκελα, τους ορούς και τους παλμογράφους στα χέρια, τις σακκούλες τής παρακέντησης και της παροχέτευσης, με τον βηματοδότη ή την έδρα-παρά-φύσει, το αλτζχάϊμερ ή την σκλήρυνση κατά πλάκας, την πτώχευση ή την έξωση, το διαζύγιο τον αλκοολισμό, των λογαριασμών το βουνό και τον λάκκο κατάθλιψης – πάει καλά, πήγες σκατά, μα υπάρχεις ακόμα. Και στην τρίτη περίπτωση; Ποτέ η γυναίκα σου δεν ήτανε τόσο ποθητή και καυλιάρα, παρά με τα μαύρα την ημέρα τής κηδείας σου. Ποτέ οι φίλοι δεν σου ήταν τόσο αγαπητοί, παρά μόνο την ημέρα τής αποδημίας σου. Και ποτέ εσύ δεν ήσουν πιο κρύος πράσινος βρωμερός, πιο στεγνός ξεραμένος χλωμός, πιο κακομοίρης πανιασμένος νεκρός από την ημέρα εκείνη ταφής σου.
Nobody cares # 2
Ουδείς ενδιαφέρεται είτε είσαι στο Μαρακανά, είτε στο ασσανσέρ σου. Είτε είσαι στο συνέδριο, είτε στην συνεδρία. Είτε είσαι στο κρεββάτι σου, είτε στην εταιρεία σου μέσα. Είτε στου υπαρξιακού Έβερεστ την κορυφή, είτε στα βάθη τής ψυχικής τάφρου των Μαριανών. Μόνος σου, μ' έναν ή με εκατομμύρια άλλους δίπλα σου-μέσα σου-πάνω σου, ουδείς ασχολείται μ' εσέ και τα «δεκαπέντα λεπτά διασημότητας» που κληροδότησε η υστέρω ο Γουώρχολλ, εσένα ούτε γι' απεριτίφ δεν σου φτάνουνε. Πάρ' το χαμπάρι λοιπόν: ουδείς ασχολείται με σένανε κι επιπλέον, είσαι – εκ γενετής και εκ φύσεως – απελπιστικά μόνος. Γιατί; Διότι ο καθένας έχει να «τρέξει» την δική του ζωή, κι αν σταματήσει την δική σου να δει με την δική σου ν' ασχοληθεί και σε σένα να δώσει, τούτα τα δευτερόλεπτα-τα δεκαπέντε λεπτά-τα χρόνια ιωβηλαίου θ' αφαιρεθούν από τον δικό του λογαριασμό, (κι όλοι ξέρουνε στο πετσί τους και μάλιστα άριστα πόσο αμείλικτες είναι οι «Τράπεζες» τούτες).
Nobody cares, εκτός από σένα, για σε. Εάν εσύ δεν ενδιαφερθείς για τον εαυτό σου εσύ, κανείς άλλος στον κόσμο ολόκληρο δεν πρόκειται να το κάνει. Έτσι όπως θα το κάνεις εσύ. Είτε είσαι ο πλουσιώτερος (αμερικάνος μικροσοφτάς), ο ομορφότερος (ιταλός ζιγκολό), ο εξυπνότερος (κινέζος prodigy), ο δυνατότερος (γεωργιανός αρσιβαρίστας) άνθρωπος στον πλανήτη, είτε είσαι ένας παρίας ινδός, ένας εσκιμώος κοντός, ένας έλληνας ψηφοφόρος, ένας αγνώστου ταυτότητας γαμίκος δίχως βιάγκρα. Μόνο άμα κι αν εσύ με τον εαυτό σου ασχοληθείς – και ξεχάσεις τους άλλους – θα μπορέσεις να γίνεις εσύ, να ζήσεις εσύ, να πεθάνεις μ' αξία κι αξιοπρέπεια εσύ και ουχί κάποιος άλλος.
Nobody cares, γιατί ο καθένας ενδιαφέρεται αποκλειστικά για τον εαυτό του – και μόνο. Και όλο το κόλπο κοινωνικό είναι να σε πείσουν εγωιστής να μην είσαι, να σε λένε παρτάκια συνέχεια, απόλυτο κι απομονωμένο, εγωμανή μογγολοποιημένο, ένα ΑΜΕΑ απλώς με λεφτά – χα! (Λες κι αυτοί και όσοι το πλασσάρουν αυτό είναι αυτοθυσιαστικοί κοινωνικοί λειτουργοί αφιερωμένοι στον Άνθρωπο και την δίποδη ευτυχία, ενώ είναι εμπόροι κανονικοί να διακινούν υποταγμένοι-πετυχημένοι ό,τι το Μεγάλο Μαγαζί επιτάσσει κι ετούτοι διεκπεραιώνουν.)
Nobody cares, σου το γράφω εγώ κι ας κόπτεσαι εσύ να κρυφτείς κι απ' αυτό να γλυτώσεις. Όπως «άγνοια νόμου τιμωρείται, καθώς δεν αναγνωρίζεται», έτσι και κάθε απόπειρα «απόκρυψης-παραλλαγής» τραυματίζει, καθώς απλώς αναβάλλει αντί να επιλύει, παρασύρει αντί ν' αντιτάσσεται, ενδίδει αντί να διαφωνεί και να πολεμά. Ό,τι και όσοι βρίσκονται γύρω σου έχουνε την δική τους ατζέντα: τα χαμόγελα που εισπράττεις λοιπόν και τα χεράκια που τάχα-θερμά τα κουλάδια σου σφίγγουνε, κάνουνε έτσι και είναι εκεί, επειδή την δουλίτσας ΤΟΥΣ ξεπλένεις εσύ και ουχί την δουλειά σου! Οι τρανές-όποιες επιτυχίες σου είναι κατά 90% προς όφελος άλλων και κατά 10% για το δικό σου το κέρδος – γι' αυτό η λέξη «όφελος» περιέχει ΚΑΙ την ωφέλεια μα ΚΑΙ την οφειλή, ένα παιγνίδι μεταξύ ωμέγα και όμικρον είναι (όπως οι κάποτε χρηματιστηριακές εταιρείες, τώρα ενεχυροδανειστήρια έχουνε γίνει). Αλλά πώς να το δεις τούτο εσύ που αρπαγμένος απ' το παχύσαρκο κορμάκι σου, τυφλωμένος απ' το αναβολισμένο εγώ σου και καθημαγμένος απ' τα λιμασμένα σου συναισθήματα καλπάζεις και σέρνεσαι, γονιμοποιείς και πεθαίνεις, δουλεύεις κι εξουθενώνεσαι, πετυχαίνεις κι εξαφανίζεσαι... μέχρι ν' αράξεις στου τάφου την δροσιά και την σιγαλιά επιτέλους.
Nobody cares # 3
Κι όσο συμβαίνει αυτό – γιατί το γνωρίζεις αυτό – τόσο εσύ αυθαδιάζεις τρελαίνεσαι, αντιστέκεσαι μα γκρεμίζεσαι, καταπίνεις τα ψυχοφάρμακα για ν' αντέξεις "the rat race" μέσα στην κοινωνική «πίστα». (Τί άλλο ο μαύρος κι ο έρμος να κάνεις εσύ;) Είναι ώρα-τώρα να τα παρατήσεις όλα και άπαντα, ν' ανατινάξεις δουλειές και λεφτά, σπίτι-παιδιά, γυναίκα και πεθερά, δουλειές και εποποιίες; «Να τα βροντήξεις όλα κάτω και να φύγεις» όπως η κυρία Πίτσα Παπαδοπούλου δια χειρός Τάκη Μουσαφίρη τραγούδησε, μα ουδείς εδιδάχθη; Αντέχεις να πεις κάποια στιγμή «ΣΤΟΠ», να δαγκώσεις με λύσσα τις δισκόπλακες και να γρεζάρεις τις πανάκριβες ζάντες απ' το φρενάρισμα, προκειμένου να μην το παίξεις Σφηνιάς που απ' το παράθυρο πήδηξε στην Ακτή Κονδύλη, ή η Τζέλλα η ξαδελφούλα μου όπως παρόμοια έπραξε, απ' το άγνωστο ταπεινό μα εξ ίσου τραγικό παράθυρο τής οδού Σπετσών στην Κυψέλη; (Και ουδείς ασχολήθηκε με τις δυό αυτές περιπτώσεις: στην μεν πρώτη οι μέτοχοι και οι λογιστές μεταξύ τους τα βρήκανε, μπουκώσαν διαδόχους και κληρονόμους κι απλώς μαζεύεται η εταιρεία μια τον χρόνο φορά, ν' αναπέμψει δέηση υπέρ αναπαύσεως τού μεταστάντος. Και στην δε δεύτερη περίπτωση τού «δικού τους» Τζελλί, η όποια εναπομείνασα οικογένεια δεν μαζεύεται καν μια κουβέντα να πει, να κυλήσει ένα δάκρυ ή ένα γαμημένο κερί ν' αναφτεί – έμεινα μόνος εγώ ποτέ μου να μην περνώ απ' την αιματόστικτη οδό των Σπετσών, μην πατήσω τα λειωμένα μυαλά και τα σπασμένα οστά πάνω-ακόμα στην άσφαλτο τής ξαδελφούλας μου που δεν άντεξε άλλο.)
Δεν άντεξε άλλο, τί; Μα την αδιαφορία κι ενδοφαγία, την εξώθηση κι εξαναγκασμό, την εκμετάλλευση κι ανασκολοπισμό κι ένα σωρό μουγκά βασανιστήρια άλλα που δεν αναφέρονται ούτε στα ιατρικά, ούτε στα ποινικά εγχειρίδια, ποτέ και για πάντα. Ουδείς τείνει ΑΛΗΘΗ και ΑΤΟΜΙΚΗ, ΑΝΙΔΙΟΤΕΛΗ και ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ χείρα βοήθειας, γι' αυτό γεμίσαμε ΜΚΟ που φροντίζουν τούς πάντες. (Πώς είπε κάποιος γκουρού; «Θες να μετρήσεις τη δυστυχία; Κοίτα το δείκτη Dow Jones, απλά»!) Όσο έχει αυξηθεί η «επικοινωνία» και η «επαφή», τόσο έχει αποστεγνωθεί η ομιλία και η αγκαλιά στεγανοποιηθεί. Ένα μολυβάκι πας ν' αγοράσεις κι η δασκαλεμένη πωλητριούλα σού κελαηδά τόση στημένη και περιττή ευγενιά, που νομίζεις εσύ ότι ψώνισες μια Rolls-Royce κι ένα χρυσό Rolex, δέκα κάσσες Moet et Chandon μαζί με το πορτραίτο τής Μona Lisa απ' το Λούβρο. Όσο τα πάντα έχει κατακλύσει το ψέμμα-που-μεροκάματο-βγάζει-αυτό, τόσο εσύ θα τριγυρνάς πλούσιος μα ακινητοποιημένος, νομίζων μα συντριμμένος, ένας λεφτάς φαφλατάς, ένας γαμιάς καταπεπτωκώς, ένας πατριάρχης σπαζαρχίδης τελείως. Το κόλπο είναι αυτό και είναι απλό: φούσκωσε τού μαλάκα εντελώς τα μυαλά, κάνε τον να νομίζει ότι είναι θεός κι έτσι τον έχεις του χεριού σου πειθήνιο όργανο, μια μαριονέττα να σπαράζει όποτε τον γαργαλάς, φράγκα να στάζει όποτε τον αρμέγεις εσύ και την δουλειά τού Καταστήματος να συνεχίζει και να κρατά, μέχρι χαπακωμένο, συνταξιούχο και κακαρίζοντα να τον ξωπετάξει ετούτο.
Το μεγαλύτερο ψέμμα και πλέον επιτυχώς-καλυμμένο είναι ότι «οι άλλοι σε νοιάζονται», ότι «κάποιος υπάρχει εκεί έξω για σένα»! Και δεν χρειάστηκαν τρανοί επικοινωνιολόγοι ή διαφημιστές τής Fifth Avenue να σ' το στήσουνε το εργάκι ετούτο και κοστοβόρα-πανάκριβα να το διαδώσουνε, καθώς από μόνος του ο ΚΑΘΕ άνθρωπος το έχει ανάγκη, και δη πρωταρχική ζωτική. Αυτός καθεαυτόν ο ΚΑΘΕ άνθρωπος στήνει στηρίζει κι αρπάζεται από τούτο το υπαρξιακό motto κι αξίωμα, ώστε να δυνηθεί «να τη βγάλει», γιατί μπροστά του κι απέναντι καραδοκεί η μέγιστη Μοναξιά, η Ερημία ενός, το Κενό των απάντων.
Γιατί οι μοναχοί, έτσι λέγονται; Διότι πολεμάνε ν' αντέξουνε «μόνοι» τους το περιεχόμενο στην λέξη «αχ» ακριβώς τούτο. «Μόν+αχ+ως» ή «μόν+αχός» είναι το κλειδί και δεν είναι για όλους, σχεδόν για κανένανε, εκτός από εκείνους που δεν ξέρουν τί κάνουν και γιατί το κάνουν αυτό. Όλοι γνωρίζουνε φυσικά το «κλειδί» κι άλλος το μασάει στο στόμα του και φτύνει δικολαβίστικα γρέζια και άλλος το βάζει στον κώλο του και κλάνει μεταφυσικά λέπια. Άλλος πομπωδώς συγγράφει και εξηγεί και έτερος μανικά κατασκευάζει πωλεί, άλλοι κάνουνε ό,τι μπορούνε κι οι περισσότεροι ό,τι οι άλλοι τούς λέν' – είναι κι ελαχίστως ελάχιστοι που έχουν εξαφανισθεί από προσώπου ανθρώπου και σέρνονται πάνω στην γη, ζηλώσαντες χάριν μαρτυρίου απλού ερπετού κι ευλογώντας ανάστασιν ημιθανούς σκουληκιού.
Να σας το τυλίξω ή θα το πάρετε λοιπόν έτσι;
Ουδείς «ενδιαφέρεται» «φροντίζει», «νοιάζεται» «περιθάλπει» «σκοτίζεται», πολλώ μάλλον «προσέχει» – όπως και στην πρώτη μου παράγραφο έγραψα. Εξ αυτού εσείς λοιπόν άρξασθε κι ευτυχώς τα υπόλοιπα δεν είναι δική σας δουλεία. Όπως δεν είναι δουλειά κανενός η δική σας ζωούλα – γιατί η ζωή ακριβώς ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ «δουλειά» – έτσι μην κάνετε ΚΑΙ εσείς το αυτό λάθος. Γιατί όσο «δουλεύετε» την/στην ζωή, τόσο την μοναξιά σας ξυρίζετε συνεχώς προκειμένου τα αναπόφευκτα γένια να μην σας φυτρώσουν, προκειμένου να μην συναντήσετε τα γεράματα που σας την έχουν στημένη και σας απειλούν, τον βεβαιότατο θάνατο φέρνοντας prima e pronto. Καθώς «γένια-γεράματα» είναι του Χρόνου οι ειδοποιητήριες οι υπογραφές που ετούτος μαζεύει αμείλικτα προκειμένου αυτός να σας «στείλει» – έτσι λοιπόν διώχτε τον πρώτα εσείς, το δικό του νταβατζηλίκι ξεσκεπάζοντας και πετώντας.
Βγείτε επιτέλους και ΜΙΑ φορά ραντεβού με την μοναξιά σας, «την μόνη αξία» σας καταπώς – νομίζω ότι – έχει πει ο Ελύτης. Κι εκεί ακριβώς θ' αποκαθηλωθεί ο μύθος τού ενδιαφέροντος και της έγνοιας των άλλων, η αυτοφυής πλάνη τής προσοχής και περίθαλψης των ετε(αί)ρων, το ναρκωτικό τής φροντίδας και σκοτούρας των υπολοίπων πολλών προς εσάς και την ύπαρξή σας. Στην αρχή η πρώτη – μεταξύ εγώ κι εαυτού – επαφή θα είναι τρομακτική, αλλά έτσι κι αυτό δεν είναι το άλλο όνομα τού "Love at first sight"; Αυτό δεν είναι «Αυτό που το λένε αγάπη» όπως Σοφία Λώρεν και Τώνης Μαρούδας στην Ύδρα τραγούδησαν κι από τότε το λεπτό αυτό μήνυμα χάθηκε, καθώς πολιτικοί και παπάδες σε αγαστή αγκαλίτσα σάς σπρώχνουνε να καταπιείτε τα πάνδεινα προκειμένου να τους ψηφίσετε και να τους πιστέψετε αντιστοίχως; Έκαστος προσωπικός δρόμος – επειδή είναι χειροποίητος και μοναδικός – είναι ατομικός, γι' αυτό άγνωστος και τρομακτικός είναι. Και η Κοινωνία έχει βαλθεί να σας περάσει το σαφές μήνυμα ότι «αλί τω ενί» κι έκτοτε τα κοπάδια δεν βρίσκονται στα μαντριά, μα στα γραφεία τα σημερινά, τα ηλιόλουστα και μπιζυμπόντικα σκλαβοπάζαρα τούτα.
Το κλείνω εδώ και μ' αυτό: η μοναξιά είναι το αντικλείδι τού "Nobody cares" κι όποιος αντέξει και σταθεί εν εαυτώ ικανός κι άξιος, ας φτιάξει το δικό του κλουβάκι ή χωραφάκι. (Το ειδικό του χαχα, το ει/εάν+δικό του, το πασπαρτού τής ψυχούλας του, το boarding-pass τής εξαφάνισης στο εντός του.) "Enough written n' said" που θα λέγαν κι οι λογογράφοι τής Park Avenue, που έχουνε διαδεχθεί τούς κειμενογράφους τής Fifth Avenue, που έχουνε θάψει τούς σεναριογράφους τής Madison Avenue!
Καλά να 'στε, κι από πορείας χιλιόμετρα, μονοπατιού διαδρομή και γκρεμού λεωφόρο να χορτάσει το μάτι σας – γι' αυτό παπούτσια καλά, καπέλλο πλατύ και παγούρι γεμάτο... το χαμόγελο προπαντός μην ξεχάστε!
(ΥΓ, επί του πληκτρολογίου: "Nobody cares" λοιπόν, και πολύ καλά κι ευτυχώς κάνει. Γιατί εάν ενδιαφερθεί ο όποιος αυτός, θα σταματήσετε και θα κολλήσετε εσείς. Ενώ εάν δεν ενδιαφερθεί ο όποιος εκείνος, θα ξεκολλήσετε και θα προχωρήσετε εσείς υγιώς κι αυτομάτως.)
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2018