Στην Κυψέλη έχουμε έναν Διδάσκαλο που δεν έχει όνομα, τον οποίον – φυσικά – δεν γνωρίζει κανένας. Στην Ελλάδα έχουμε έναν τραγουδιστή με το όνομα Αλέκος Ζαζόπουλος, τον οποίο – φυσικά – γνωρίζουνε όλοι. Τί κοινό λοιπόν έχουν οι δύο αυτοί; Διαβάστε την ιστορία μου και δεν θα καταλάβετε τίποτα, γιατί εάν θέλατε οτιδήποτε να καταλάβετε, δεν θα διαβάζατε μένα!
Είχε πάει στην Φωκίωνος Νέγρη προχθές το απόγευμα ο Διδάσκαλος, για να πιεί έναν καφφέ, να φάει ένα γλυκό, με την γυναίκα του πάντα. Ωραίος ευθυτενής ελαφρύς, αδύνατος σεμνός ταπεινός, χαμογελαστός δυνατός και λαμπρός ο Διδάσκαλος έκατσε στην καφφετέρια, βοήθησε την γυναίκα του να βγάλει την ζακετούλα της, να απλώσει το κινητό-τα γυαλιά-τα τσιγάρα της, να τεντώσει τα πόδια της να φανούνε οι γόβες της, να αφαιρέσει τα μαξιλάρια απ' την πολυθρόνα ώστε να φανούν τα ωραία τα στήθη της – γενικά κι ειδικά, την φροντίζει την γυναίκα του πολύ ο Διδάσκαλος, πάντα. Γιατί – επιπλέον – η γυναίκα τού Δάσκαλου είναι ωραία όμορφη κούκλα, εύσαρκη θηλυκή εντυπωσιακή, ξένη ευρωπαία γαλλίδα, θερμόαιμη καυλιάρα σεξουαλική – άλλες λεπτομέρειες πιπεράτες κι αναφτικές δεν έχει προς ώρας.
Τον Διδάσκαλο τούτον τον γνωρίζω εγώ, πολλά χρόνια. Έχω μαθητεύσει στα πόδια του κι έχω φάει ξύλο απ' τα χέρια του, τού 'χω μαγειρέψει και το σπίτι του καθαρίσει, έχω σκουπίσει τα φύλλα από την αυλή και τις ροχάλες απ' το πεζοδρόμιο, τού έχω επισκευάσει το μηχανάκι και κουβαλήσει το πιάνο του – τέλος πάντων έχω κάνει τα άπαντα απ' ό,τι κάνει πάντοτε ένας πιστός μαθητής ΣΤΟΝ και ΓΙΑ ΤΟΝ Δάσκαλό του. Και βεβαίως – όπως πάνσοφα, σωστά, τελικά – κάνουν οι Δάσκαλοι, με πέταξε μια μέρα αναιτιολόγητα-πρόστυχα-αδικαιολόγητα έξω απ' το σπίτι του, δίχως κουβέντα-εξήγηση-λογαριασμό να μού δώσει, πήρα των ομματιών μου ο τυχερός-άτυχος-άσχετο εγώ και συνέχισα την ζωή μου. Και έγινα επιτέλους το τίποτα-κενό-μηδενικό που τώρα τούτα σάς γράφει – έτσι στα πεταχτά, βιαστικά, ό,τι μπορέσει ο καθείς ν' αρπάξει, να νιώσει, να καταλάβει.
Ανέβαινα τυχαία την Φωκίωνος εκείνη την μέρα. Με είδε όμως και με φώναξε ο Διδάσκαλος και με κάλεσε – ύστερα από μήνες και χρόνια – να κάτσω μαζύ του, την γυναίκα Του να γνωρίσω, να πιώ ό,τι επιθυμώ. (Τώρα να πω ότι τρέμαν τα πόδια μου, όταν με φώναξε ο Διδάσκαλος; Τώρα να πω ότι αφρίσανε τα νεφρά μου, όταν με κοίταξε η γυναίκα Του; Θα πω ψέμματα, κι εγώ – από κείνον πρώτιστα – έχω μάθει ψέμματα να μη λέω.) Έκατσα, μού παράγγειλε έναν espresso Αυτός, μού σύστησε την γυναίκα Του – που μού έδωσε το ελαφρύ κι αλαβάστρινο, κρύο και σάρκινο, φορτισμένο σεξουαλικά ηλεκτρόνια και ακτινοβολόν πορνικά οιστρογόνια χέρι της και εγώ μουγκάθηκα άχρι νεωτέρας κινήσεώς της. Ο Διδάσκαλος ήταν στα κέφια του: μιλούσε στον έναν, χαιρετούσε τον άλλο, ήπιε και τρίτο καφφέ, κάπνισε και δέκατο τσιγάρο – Τον κοιτούσα και δεν Τον χόρταινα, Τον θαύμαζα και Τον χαιρόμουνα, έτσι όπως είχε ομορφύνει γερνώντας.
Η γυναίκα Του δίπλα Του ήταν άάάλλου παπά και μητροπολίτη κι αρχιεπίσκοπου ευαγγέλιο, άάάλλο ραβασάκι και μπακαλοτέφτερο κι εκκαθαριστικό εφορίας. Μανουριάρα παρλιάρα μουρλιάρα, όλο μιλούσε στο κινητό, όλο την φράντζα της έφτιαχνε, την φούστα της σήκωνε, την τιράντα κατέβαζε, τον καπνό της ξεφύσαγε. Θα το πω, καθώς αμαρτία εξομολογημένη και δη ενώπιον Δάσκαλου, αμαρτία δεν είναι: η γυναίκα ήτανε γκομενάρα, μούναρος, γυναικάρα. Η γυναίκα εξέπεμπε «Σκίστε με, εδώ, τώρα, αράπηδες χίλιοι». Η γυναίκα ήτανε να πέσεις μια φορά στο κρεβάτι μαζύ της και μετά να πας δωρητής προστάτη, όρχεων και νεφρών, μυελού, παρεγκεφαλίδος και πιστωτικής κάρτας. Η γυναίκα ήτανε άπαιχτη απαράδεκτη απλησίαστη, ατελείωτη αξιόφτυστη ανυπέρβλητη και συμπληρώστε α βολοντέ εσείς όποια επίθετα ταιριάζουν τόσο πολύ, που δεν έχουν ακόμη ανακαλυφθεί.
«Όλα καλά, όλα ανθηρά» που έλεγε ο Βουτσάς, μέχρι που συνέβη αυτό που ούτε ο Μελισσανίδης μπορεί, στο ΛΟΤΤΟ να κάνει. Πέρασε από μπροστά μας ο Τζώννυ ο μπιούτυφουλ – ουδεμία σχέση με πρόσωπα υπαρκτά, ζωντανά ή γνωστά – και βογκώντας λυγίσανε οι ευκάλυπτοι, πάψανε να κελαηδάν τα πουλιά, οι ντελιβεράδες πέσανε από τα παπιά και οι μουσουλμάνοι βγάλανε τα χαλιά για την προσευχή τους. Ακούτε εσείς και μιλάω εγώ: ο Τζώννυ ο μπιούτυφουλ – το λέει εξ άλλου κι η λέξη – είναι κούκλος, πανέμορφος, γκόμενος. Ψηλός λεπτός και μεστός, μελαχροινός ξανθός και κοκκινωπός, αέρινος σάρκινος και υδάτινος, ένας θηλυκός ψωλαράς και ένας αρσενικός σερβιεττάς που από τότε που εμείς τον γνωρίσαμε, κάναμε εγχείρηση αλλαγής φύλου. Κι από παναθηναϊκοί γραφτήκαμε ολυμπιακοί, για τέτοιο απάνθρωπο σοκ εγώ σάς μιλώ και αδυνατείτε να φανταστείτε εσείς.
Να μην τα πολυλογώ, με θάρρος και θράσος φρενάρει ο Τζώννυ μπροστά μας, γράφει στα καθρεφτέ-ρεϋμπανάλ του τον Δάσκαλο, χουφτώνει το προαναφερθέν ελαφρύ κι αλαβάστρινο, κρύο και... μην επαναλαμβάνομαι χέρι τής γυναίκας Του, σκάει αλανιάρικα τα χειλάκια του και τής λέει κατάμουτρα κι αδιαπραγμάτευτα τής φραντσέζας: «Άσ' τον αυτόν κι έλα μ' εμένα»! Πάγωσα πέτρωσα πόνεσα. Και καθώς ενστικτώδικα γυρνώ το κεφάλι να δω τον Διδάσκαλο τί θα κάνει Αυτός – για την γυναίκα «Του» ήμουνα σίγουρος τί θα έκανε, δεν υπήρχε άλλη περίπτωση έμπροσθεν Τζώννυ – εκείνος παρατηρούσε την φάση ωραίος ευθυτενής χαμογελαστός... μην επαναλαμβάνομαι πάλι. Κοκκαλωμένη ηλεκτρισμένη καρακαυλωμένη η μις-γαλλίς και μαντάμ-Διδασκάλου αυθωρεί και αυτοστιγμεί πετάγεται πάνω, αρπάει τσάντα με γυαλιά-κινητό-προφυλακτικά, σβαρνάει το τραπέζι με τούς καφφέδες εκκωφαντικά, ακολουθεί υπνωτισμένη-μαγεμένη-σεληνιασμένη το τσαμπουκοκουλό τού Τζώννυ που αποφασιστικά και φασιστικά την κρατούσε κι επιτόπου αναχώρησε η πιπέτ-ντε-Μπορντώ... προς Αγίας Ζώνης, προς Σποράδων, προς πλατεία Κυψέλης; Προς βαλανεία, προς οχεία, προς πορνεία; Άγνωστον, ευτυχώς, προπαντός – για εμάς τούς αγνούς θεατές, αθώους κι αποσβολωμένους.
Κοιτώ τον Διδάσκαλο, βράχος ακίνητος τούτος, χαμογελαστός. Ορώ την Τράπεζα ΠΕΙΡΑΙΩΣ έναντι, πιστωτικό Ίδρυμα ακίνητο τούτο, αδιάφορο. Κοιτάζω τον ουρανό άνωθεν, σύννεφα ακίνητα τούτα, σκαιά. Επιστρέφω στον Διδάσκαλο εμβρόντητος κι αναμένων κάτι/οτιδήποτε/έστω ρε πούστη μου, ώσπου περνά από το δίπλα στενό γύφτος (όχι ρομά), με Nissan (όχι Datsun) και έχει στην ωορρηκτική διαπασών τον άσχετο, τον βαρύμαγκα, τον νταλγκαδιάρη Αλέκο Ζαζόπουλο να τραγουδά «Στην υγειά της αχάριστης» και να φτάνουν έως εδώ οι μπόχες απ' τα ουΐσκια τις μπόμπες, οι κάπνες απ' τα ντουμάνια τις φούντες... ε, δεν άντεξα, το 'σκασα: «Δάσκαλε, τί έγινε τώρα;» Κι εκείνος σταθερά-ωραίος, σταθερά-ολύμπιος, σταθερά-χαμογελαστός μού απάντησε τούτα και έτσι, που καλύτερα να 'πινα ένα λίτρο ποτάσα, παρά ν' άκουγα αυτά που ο Διδάσκαλος έθεσε.
«ΔΕΝ έγινε ΤΙΠΟΤΑ αγαπητό μου παιδί» Εκείνος εμίλησε, «τίποτα δηλαδή που στον κόσμο δε γίνεται, δεν έχει ήδη γίνει και δε θα γίνει ξανά» ο Διδάσκαλος πρόσθεσε κι εγώ ανακάθισα στην καρέκλα μου, την ζώνη μου έσφιξα κι ετοιμάστηκα για την νέα κι αιφνίδια, άγνωστη και ανώμαλη αυτή «πτήση». (Παρένθεση: εάν κάποιος έκανε την δική μου ζωή, θα είχε μάθει από παιδί, να ακούει. Γιατί ΜΟΝΟΝ ΕΤΣΙ μαθαίνει. Και δεν προσθέτω άλλο τίποτα, και εγώ ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ γράμματα γνωρίζω.) «Τί ακούσαμε παιδί μου – τυχαία εντελώς, μα γι' ΑΥΤΟ τυχερά – απ' το ηχείο του καλού μας του γύφτου;» ο Δάσκαλος ρώτησε, μ' εκείνες τις ερωτήσεις του που «τα σπίτια» ΟΛΩΝ των απαντήσεων «κλείνανε» και εγώ ήξερα πια άριστα να σωπαίνω. «Τί σοφούς κι όμορφους στίχους ο κύριος Ζαζόπουλος μόλις μάς δίδαξε;»
Έφυγε μια μέρα ξαφνικά / Δίχως να μου πει ούτε μια λέξη
Έπρεπε να το 'χα φανταστεί / Πως με την καρδιά μου ήρθε να παίξει>>
«Μα αγαπημένε Διδάσκαλε» φρυάξας αντέταξα, «τί 'ναι ΑΥΤΑ που μού λέτε;» φρενιάσας εκραύγασα. «Εδώ η – τέλος πάντων – γυναίκα «Σας» σηκώθηκε η σκρόφα ξερά και Σάς επαράτησε για χάρη ενός αδιαφόρου γαμιά, φάτσα-κάρτα-μπροστά, κι εσείς φιλοσοφική ανάλυση λαϊκοκαψούρας μάς κάνετε;» Ο Διδάσκαλος όμως εκεί: βράχος και δη αρειμάνιος, βουνό και δη χαμογελαστό, όρος αμετακίνητον και κυρίως γαλήνιον. Και άνοιξε επιτέλους το στόμα του και τί στο όνομα τού όποιου-θεού μού απάντησε; «Και τί θέλεις παιδί μου να πω; Να σου απαντήσω; Με ποιες λέξεις μου θα καταλάβεις τί και γιατί έγινε, αυτό που έγινε, και δεν έγινε εκείνο που δεν έπρεπε να 'χε γίνει;»
Δεν αντέχω, θα το καταθέσω εδώ: τον Δάσκαλό μου τον αγαπώ, αλλά μια μέρα των ημερών, θα τονε φυτέψω το μπούστη. Είναι ΤΟΣΟ θεός, που δεν αντέχεται, τελικώς. Είναι ΤΟΣΟ σωστός, που καταντάει τρομακτικός. Είναι ΤΟΣΟ ασύλληπτα μπροστά, που όσο και να γυμναστούμε να τρέξουμε, να διαλογιστούμε να προσευχηθούμε, να πληρώσουμε και να μη γαμήσουμε – να τον φτάσουμε ΚΑΝ και ΔΕΝ πρόκειται, άσε δε να τον καταλάβουμε έστω-τόσο. Διακόπτοντας αυτές τις απεγνωσμένες τις σκέψεις μου, ο Διδάσκαλος άφησε-ξαναπάτησε: «Και τί θέλεις παιδί μου να πω;»
Στην υγειά της αχάριστης / Που δεν άξιζε τόσο
Και μπορούσα για χάρη της / Τη ζωή μου να δώσω>>
«Άκου λοιπόν καλό μου παιδί» ο Διδάσκαλος εξεκίνησε, και όταν ο Δάσκαλος – ξέρω πια όταν και πώς – ξεκινά, I shut the fuck up και διαμπερώς τον ακούω. Όχι με τα αυτιά, αλλά με τον πρωκτό. Όχι με τα μάτια, αλλά με το παχύ έντερο. Όχι με την μύτη, αλλά με την καρδιά. Όχι με το στόμα, αλλά με τα νεφρά. Και όχι με το δέρμα μου, αλλά με την ανάσα μου την ιδία. «Σηκώθηκε και έφυγε η γυναίκα μου; Ε, και; Εσύ τί χτυπιέσαι; Κατ' αρχάς, δική σου είναι ή ήτανε; Κι αν θες να ξέρεις κι επειδή ψοφάς για να μάθεις, σωστά έκανε!» (Κατάλαβα: I've already been there and I'm always beaten by that.) «Άκουσέ με αγαπητό μου παιδί» ο Δάσκαλος γκάζωσε. «Όπως η γυναίκα αυτή ήρθε σ' εμένα, έτσι θα πάει στον άλλον. Όπως η γυναίκα αυτή μ' εμένα και σ' εμένα έκατσε, έτσι ακριβώς με άλλον και σε άλλον θα κάτσει» ο Δάσκαλος άρχισε να ζεσταίνεται. «Και τί είμαι παιδί μου εγώ; Για αυτήν; Ιδιοκτήτης και κάτοχος, αφέντης και κύριος, δικαιούχος και φύλακας, μαντρόσκυλο ή κομιστής, χωσελίτος διακινητής της ή καληνυχτάκιας γαμπράκος της;» ο Δάσκαλος άρχισε να σπινάρει.
«Η γυναίκα παιδί μου δεν ανήκει σε κανέναν αλλά στους πολλούς, ενώ ο άντρας παιδί μου δεν ανήκει φυσικά στους πολλούς – ο σοφός άνδρας δε, ΟΥΤΕ ΚΑΝ στον εαυτό του» ο Δάσκαλος το στροφόμετρο τελίκιασε. «Η γυναίκα παιδί μου αυτή ήρθε σ' εμένα όπως η γυναίκα έρχεται στον καθένα – ρε δε πά' να λέ' συ ότι εγώ είμαι 'Δάσκαλος' – τί διαφορά γι' αυτήν κάνει;» ο Διδάσκαλος άρχισε να το χοντραίνει, χοντρά. «Η γυναίκα παιδί μου – όπως οφείλουν ΟΛΟΙ οι άνθρωποι να ΚΑΝΟΥΝ και να ΓΝΩΡΙΖΟΥΝΕ – πηγαίνει μόνον ΟΠΟΥ και μ' ΟΠΟΙΟΝ αυτή θέλει επιθυμεί, γουστάρει ή αδιαφορεί, προσφέρεται ή αφήνεται» ο Διδάσκαλος είχε αρχίσει να λειώνει τα λάστιχα έως τις ζάντες. «Εσύ φυσικά παιδί μου θα ήθελες ν' αρχίσω να τραγουδάω κι εγώ...
Στην υγειά της επόμενης / που θα έχει αισθήματα
Στην υγειά της επόμενης / που δεν ψάχνει για θύματα>>
... μα δεν είναι έτσι» ο Δάσκαλος είχε αρχίσει να πυρώνει το τούρμπο. «Όπως η γυναίκα είναι ελεύθερη, έτσι κι ο άντρας είναι ελεύθερος. Όπως η γυναίκα είναι ελεύθερη να διαλέξει με ποιον θα 'ναι, έτσι και ο άνδρας είναι ελεύθερος με ποιάν ή καμμιάν θα 'ναι. Εάν μάλιστα έχει δουλέψει κι ιδρώσει, εκπαιδευτεί πολεμήσει, ματώσει και γονατίσει, πονέσει και κλάψει, απογοητευθεί και προσευχηθεί – ΤΟΤΕ θα γίνει ελεύθερος, να μπορέσει να ΜΗ διαλέξει. Να ΜΗ διαλέγει ΚΑΝ. Να μη σκέφτεται και να δέχεται, να μην αντιδρά και να χαίρεται, να μη θυμώνει και ν' αγαπά, να μην αντιστέκεται και λέξεις ή πράξεις να κοπανά» ο Διδάσκαλος είχε κατεβάσει τον γύρο στην Μonza κάτω απ' το ένα λεπτό.
«Η γυναίκα παιδί μου ζει στη στιγμή, ενώ ο άνδρας ψοφά για το μέλλον. Η γυναίκα δεν ξέρει από προσφορά προσοχή, αξία και σημασία, εμπόρευμα και τιμή, κέρδος κι επένδυση, στόχο σκοπό, κεφάλαιο έργο – αυτά είναι κατασκευές των ανδρών, γι' αυτό ο πλανήτης πάει κατά διαόλου» ο Δάσκαλος είχε σηκώσει απ' τον τάφο τον Άϋρτον Σέννα και τον είχε πλακώσει στα φιλιά, στα μπουνίδια. «Η γυναίκα παιδί μου – θα σ' το πω επιγραμματικά, τελικά – είναι για να παίρνει και να παίρνεται, ενώ ο άνδρας είναι για να δίνει και να δίνεται» ο Δάσκαλος τυλίχτηκε με την καρρώ σημαία τού τερματισμού κι αναχώρησε απ' την απονομή κιόλας. «Η γυναίκα παιδί μου είναι άδεια κενή, να γεμίσει έχει οριστεί και αυτό για να επιτευχθεί, πρέπει να πάρει (ως αμοιβή) και να παρθεί (ως θυσία). Ο άνδρας όμως παιδί μου είναι γεμάτος πλήρης, να γαμήσει έχει οριστεί και αυτό για να επιτευχθεί, πρέπει να δώσει (ως πληρωμή) και να δοθεί (ως ανταλλαγή)» ο Δάσκαλος είχε πάει σπίτι του τώρα, τις σαμπάνιες ν' ανοίξει και πάρτη του να τις πιεί.
Με αυτά τα πολλά και μ' αυτά τα ολίγα ο Διδάσκαλος σηκώθηκε ξαφνικά, με νεύμα μού έδωσε κοφτή εντολή να πληρώσω εγώ-φυσικά τον λογαριασμό κι αναχώρησε όπως πάντα: ωραίος ευθυτενής ελαφρύς, αδύνατος σεμνός... μην επαναληφθώ πάλι. Κι έμεινα εγώ άφωνος ενεός, με χάσκον το άδειο πορτοφόλι μου και αναβράζον το ανατιναγμένο κρανίο μου, να σκέφτομαι το καινούργιο Του «μάθημα» τούτο. (Το οποίο, διόλου «πάθημα» ήταν γι' Αυτόν, λες και το άτομο ήταν ΚΑΙ bullet-proof, ΚΑΙ bullshit-proof.) Εδώ λοιπόν σταματώ, καθώς δεν επιθυμώ να υποτιτλίσω ή να υπογραμμίσω, να σχολιάσω ή να σιχτιρίσω, να ερμηνεύσω ή να εκλαϊκεύσω τού Δασκάλου το... όπως επιθυμείτε και προαιρείσθε εσείς ονομάστε το.
Ένα όμως θα πω: ο Δάσκαλος είναι ο Δάσκαλος, εγώ είμαι εγώ. Η γαλλίδα είναι η γυναίκα Του κι ο Αλέκος, ο Ζαζόπουλος είναι. Ο γύφτος είναι περαστικός και η ζωή που άπαντες κάνουμε, η ζωή που χάνουμε είναι. (Διαβάζεται και ως Ζεν κλισεδιά, μα είναι Ζωής μεγαλείο – τα υπόλοιπα, «δικά σας» που θα 'λεγε κι ο Ζαζόπουλος...)
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2021