Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024

Η Ελένη τού "Ελένης νήσος" και η Μαρία τού "τα τρία μι", σήμερα. (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)

 

 

Δεν υπάρχει μέρα που να μην σκεφτώ τα δυό τελευταία βιβλία μου. Οι λόγοι; Λίγοι και ειδικοί: 1ον/ δεν έτυχαν εκδότη σωστού (στην περίπτωση τού «Ελένης νήσος») και δεν έτυχαν εκδότη καν (στην περίπτωση τού «τα τρία μι»), 2ον/ δεν βρίσκονται στον φυσικό τους χώρο που είναι τα βιβλιοπωλεία (και ουχί το Διαδίκτυο, με τα τζαμπακλεψιάρικα tablets) και 3ον/ δεν έχουν καταλήξει κι αναπαυθεί στα χέρια των αναγνωστών (όπου μόνον-εκεί ολοκληρώνεται και σφραγίζεται ο επίσης-φυσικός τους κύκλος. Και αρχίζει η πραγματική τους ζωή).


Ξύπνησα χαράματα σήμερα με τα ονόματα τής Ελένης (τού «Ελένης νήσος») και της Μαρίας (τού «τα τρία μι») στο μυαλό μου, κι αντί για την πρωινή μου μελέτη-προπόνηση-διαλογισμό, έκατσα στο πληκτρολόγιο να γράψω ετούτα:


Κατ' αρχάς, πού να 'ναι η Ελένη, τί κάνει, τί γίνεται; (Για την Μαρία ερωτήσεις και απορίες δεν έχω, στο χώμα βρίσκεται αυτή κι έχει εντελώς-τόσα-χρόνια-εκεί λειώσει.) Αφού λοιπόν τίποτα απ' το βιβλίο μου η κούκλα τού Θορικού δεν κατάλαβε – και μάλιστα δεν θέλησε καμμιά σχέση να έχει μαζί του – πώς είναι δυνατόν να «ζήσει» το βιβλίο αυτό, να μπορέσει να σταθεί να υπάρξει, να προκόψει να διαβαστεί, να μείνει να μνημονευθεί; Εδώ το απέρριψε η ίδια η γυναίκα τής οποίας το όνομα φέρει περήφανα ταπεινά, είναι δυνατόν μετά το χάρτινο-μυθιστορηματικό «παιδί» της αυτό να ζήσει ομαλά «βίον» αναγνωστικόν – άσε δε επιτυχή – και να στεφανώσει τ' αποτελέσματα που ο συγγραφέας του στοχεύει και προσδοκεί; Το Λαύριο – ευτυχώς για μένα – είναι πάντα εκεί, το σπίτι τού Απόστολου είναι πάντα κλειστό κι εγώ τριγυρνώ πλέον πεντάρφανος ξένος σ' έναν κόσμο που έκτισα και που έχει ξεχειλώσει, βαρεθεί πλαδαρέψει. Έχει γεράσει χοντρύνει και αφεθεί, υπερβολικά παρλάρει και σπερματοκτονικώς ξοδευτεί, παραδοθεί εν ζωή και μεταθανάτια έχει σαπίσει. (Σας φθάνουν τούτα τα ρήματα, ή να σιωπήσω εγώ όπως εσείς προτιμάτε;) Αν απουσιάζει η Ελένη απλώς, ο σέρφερ έχει παχύνει πολύ, η πολιτική σκηνή τής Ελλάδας έχει ανακυκλώσει τα αιώνια κόπρανά της σε ντεμέκ sushi, οι Έλληνες πολίτες ετοιμάζονται να ψηφίσουνε φραγκαριστερό Κόκκαλη, ναρκισσιστική Φλέσσα και σαλιάρη Πανούτσο – άσε δε που θα κατσικώσουνε τον Οίκο τού Μητσοτάκη σε Πρωθυπουργία και Δήμο των Αθηναίων ταμάμ. (Α ρε Μπακογιάννη: όχι λαμπάδα, μα τον φάρο τής Αλεξάνδρειας πρέπει να υψώσεις εσύ στον φονιά Κουφοντίνα που την φαμελίτσα σου και τα σπόρια της έσιαξε, κι ας σ' έχωσε εσένα ο στυγνός κίλλερ στο χώμα.)


Κι όσον αφορά στην Μαρία, για αυτήν τί να πω; Ούτε να ζήσει δεν πρόλαβε η αυθάδης γόνος Χρυσόστομου, πόσω μάλλον να ζήσει για να δει τον εαυτό της... βιβλίο! Και σαν να βλέπω τα ζόρικα-παρεξηγιάρικα μάτια της να με σουργελεύουνε να με ειρωνεύονται να με διασύρουν – α, όλα-κι-όλα, σ' αυτά τα ρήματα το Μαράκι διέθετε προχώ και βαθύ διδακτορικό, δεν την έπιανες την τσιτωμένη κουφάλα πουθενά άμα ήθελε να σ' απομακρύνει αυτή, τούτη να προφυλαχθεί, εκείνη να σου γλιστρήσει. Μπάζωσε τόση μαλακία στην σύντομή της ζωή, που τον Χάρο ετσάντισε κι έβαλε μπρος την καινούργια του εξωλέμβια στην περιώνυμη βάρκα του τούτος. Σκόρπισε τόση μαλακία στην άπιαστήν της ζωή, που τις Μοίρες μανούριασε και της γυρίσαν την πλάτη αυτές, «Άϊ και γαμήσου» τής είπανε κι ασχοληθήκαν με άλλους πιο εύκολους, πρόθυμους, σαλταρισμένους.


Δυό διαφορετικά άτομα, δυό διαφορετικές γυναίκες, δυό διαφορετικοί άνθρωποι – τί μωρέ να με νοιάξουν εμένα; Εγώ δυό βιβλία «επάνω» τους έγραψα, τα οποία – σημειωτέον και τονιστέον – ουδεμιά σχέση έχουνε με τα προαναφερθέντα φυσικά πρόσωπα, πόσω μάλλον γυναίκες. Ναι, ελληνίδες είναι κι οι δυό, σ' ελληνικά κορμιά πάτησαν μπήκανε και ελληνικά μυαλά τίς κάναν στην άκρη, μα ο συγγραφέας δεν περιορίστηκε ν' αρπαχτεί πάνω τους και «γκραν σουξέ» για την παρτούλα του να τις κάνει. (Ρε άμα με λέγανε Χωμενίδη ή Κορτώ, την μανούλα μου βιβλίο θα έκανα και δεν θα 'μενε τότε κυλόττα δίχως αντίτυπο, εκδότης δίχως σερβιέττα, αιδοίο δίχως τ' ονοματάκι μου σε ταττουάζ – ευτυχώς λοιπόν που Φώτο με λένε και γλύτωσα την γειτονία με χείλη και κολεούς, οιστρογόνα κι ανισορροπία, παιδίσκης πουτανιά και γιαγιάς παρθενιά.)


Επανέρχομαι: το πού είναι η Ελένη και η Μαρία δεν έχει σημασία καμμιά, γιατί τα βιβλία «μου» τούτα απλώς δεν υπάρχουνε κι έτσι συμπαρασύρουν και τις ηρωίδες τους, στην κοινή κι αμοιβαία μας μοίρα. Όπως η Ελένη και η Μαρία ζήσαν ως άνθρωποι, απόλυτα αντιστρόφως τα βιβλία μου τούτα ΔΕΝ ζουν. Όπως η Μαρία και η Ελένη δεν ζούνε ως χάρτινες ηρωίδες, απόλυτα αντιστρόφως και τα βιβλία «τους» τούτα επιμένουν να ΖΟΥΝ, σε πείσμα καιρών κι εκδοτών, συγγραφέα κι αναγνωστών, Χώρου και Χρόνου. (Γιατί άμα είχε ανάγκη το κάθε βιβλίο τις ανθρώπινες συνθήκες και μαλακισμένες συνήθειες, ο Τολστόϋ στο PLAYBOY θα έγραφε, η Λένα Μαντά κι ο μπαμπάς Χειμωνάς θα μοιράζονταν Νομπελάκι, οι Πατάκης και Ψυχογιός στην Ψαραγορά σαφρίδια θα ξετελαρώνανε κι εγώ τώρα πρέσβυς θα ήμουν!) Who gives a fuck σε τούτη την χώρα των πανηλίθιων ψηφοφόρων Λεβέντη και Τσίπρα about Μαρία κι Ελένη; (Η πιο κοντινή θύμηση στο χαζεμένο μυαλό τους – στο άκουσμα των δυό ονομάτων αυτών – είναι η... κόρη τού Λυκουρέζου και της Λάσκαρη, που παντρεύτηκε τον Βλάση Μπονάτσο!) Who gives a mere shit σε τούτον τον κοπρώνα των εμφυλιοδιχαστικών κατοίκων της, about «Ελένης νήσος» και «τα τρία μι»; (Η πιο κοντινή θύμηση στο πλαδαρεμένο μυαλό τους – στο άκουσμα των δυό τίτλων βιβλίων αυτών – είναι ότι αφ' ενός περί Μακρόνησου πρόκειται κι αφ' ετέρου για «μουνί, μονέδα και μέσο» το άλλο μιλάει!)


Χα! Σαράντα χρόνια διαλογισμό μού πήρε μού κόστισε για να «καταλάβω» ότι από την στιγμή που η ίδια η Ζωή δεν «ενδιαφέρεται», οι Έλληνες θα ενδιαφερθούνε; Για βιβλία μάλιστα, και ιδίως βιβλία πολεμικά και αιρετικά, αληθώς επαναστατικά και σκληρώς ακατάπιωτα πάντα; Ρε στους ισοβίους τρόμπες αυτούς, δώσ' τους Σλαβόϊ Ζίζεκ και τον Θουκιδίδη ντελιβερά σ' τονε κάνουνε, να τους φέρνει τις πίτσες. Ρε στους αιωνίους φίφες αυτούς, δώσ' τους Σώτη Τριανταφύλλου και τον Μπαρουφάκερ στην κόρη τους δίνουνε, να πιάσουνε και ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗΣ σόϊ. Διότι άμα οι Έλληνες ενδιαφέρονταν ΓΕΝΙΚΩΣ – καμμιά σχέση με τα δυό μου βιβλία – θα την είχανε την Ελλαδίτσα τους ΕΙΔΙΚΩΣ σαλόνι και ντάτσα, Ελβετία κι Ουάσινγκτον, City Λονδίνου και Champs Elysees Παρισιού, Μονακό και Σιγκαπούρη ιδίως. Εδώ ρε οι Έλληνες με την ψήφο τους επιμένουν να κοπρίζουν τον οίκο τού γείτονα, δίχως να βλέπουν ότι ΤΟ ΙΔΙΟ κι εκείνος τούς κάνει και θα κάτσουν ν' ανακαλύψουνε ποιός είναι ο surfer κι ο Consigliere; (Εμ ποιός να τους τα πει όλα αυτά; Ο γαβγάς Αυτιάς ή ο υμνηθείς Λυριτζής; Ο φαλιριτζής Κωστόπουλος ή ο μπεμπεκογλείφτης Τσαγκαρουσιάνος; Η αρειμανία Ζωή Κωνσταντοπούλου ή η τιτανία Έλενα Κουντουρά; Η θεούσα η μαμά τους ή η γκιόσα η γκόμενά τους;)



And it's NOT about my two books κυρίες και κύριοι! I've been chewing the proverbial leather επί τόσο πολύ, που την ζωστήρα μου την καουμπόϋκη την σκληρή, τσίχλα την έχω κάνει. Και μετά τα εξήντα μου – μέσω της αγίας «αποτυχίας» των βιβλίων μου τούτων – κατάπια και αποδέχτηκα ότι ΕΤΣΙ το Σύμπαν γνωρίζει να λειτουργεί και Εκείνο, όχι μόνο οδηγεί κανονίζει, μα πρυτανεύει κι ιερουργεί. Εγώ είμαι τόσο ευτυχισμένα μικρός, που έχω απολύτως χαθεί, έχω ισοβίως αναπαυθεί σ' έναν κόσμο όπου όχι μόνον ήρωες κι ηρωίδες δεν ζουν, μα εκεί όπου ζω αληθώς, εγώ ο μόνος «ήρωας» είμαι. (And THIS, is NO small thing – σημειώστε ΚΑΙ την κουβέντα μου τούτη.) Τέσσερα βιβλία συνέγραψα κι άλλα τετρακόσια βαρυασήμαντα άρθρα σκάλισα – ε, και; Στον επόμενο αιώνα που άπαν το Πνεύμα θα είναι κοινό, άπαντες θα «τον παίζουνε» με τον Φώτο αφού θα τον έχουνε κάνει κιμά, κοινό χτήμα νιανιά, μια λευκασμένη ραχοκοκκαλιά-εγώ μεν, ευωδιάζουσα-δε για πάρτη τους μόνο. Και δώσ' του «πειραγμένα» θεατρικά απ' τα πουστράκια τού χώρου, και δώσ' του «τραβηγμένα» ταινιάκια απ' τα λεσβιάκια τού χρόνου – εγώ θ' αναδεύω στον τάφο μου μέσα απ' τα αίσχη τον διασυρμό τις φτυσιές... και γι' ΑΥΤΟ από τώρα έχω ευτυχώς και καταλλήλως φροντίσει: στην διαθήκη μου ορίζω εγγράφως ρητώς, επιμελώς και σαφώς να καώ και ουχί να θαφτώ, και η στάχτη μου να σκορπιστεί εκεί μπροστά στο ελάχιστο παραλιάκι τού Γραμβονησιού, της βραχονησίδας Άτιμο δίπλα στην Νικουριά, στο παλιό μετόχι τής Μονής μπροστά από την Αιγιάλη!)


Από πού ξεκίνησα; Από δυό ονόματα. Και πού έφτασα; Σε κανένα όνομα – σωστώς κυβερνώ. Ελένη και Μαρία δεν είναι ούτε ήταν γυναίκες απλώς, πόσω μάλλον αληθινές ηρωίδες. Εγώ τούς εμφύσησα πνοή λογοτεχνική, εγώ τις τύλιξα με και σε δυό κόσμους τόσο αληθινούς που πονούσαν αφόρητα, εγώ τις «σήκωσα» από την Ζωή και την μεν-μια στην Αφάνεια τηνε σκόρπισα, την δε άλλη στην Επιφάνεια την κρατώ – εγώ ξέρω. Τα δυό τούτα βιβλία μου είναι αδύνατον να διαβαστούνε συνήθως-κοινώς, γιατί η ουσία τους είναι ΠΙΣΩ από τα πρόσωπα τις γυναίκες, τους άνδρες τούς ήρωες, την πλοκή και τα γεγονότα. Λιγότερο στο «Ελένης νήσος» και περισσότερο στο «τα τρία μι» είναι αυτά που γράφω ΠΙΣΩ απ' τις λέξεις που τον αναγνώστη ΑΜΕΣΑ αφορούν, κι άντε μετά τούτο να ανθιστεί ο κάθε reader-τρομπάκος-υπάλληλος στα «τρανά» εκδοτικά ελληνικά μαγαζιά μέσα, άσε δε στην ξεφτίλα και στημένη περίπτωση που τούτος είναι «ανταγωνιζόμενος» συγγραφέας «επιτυχιών», φιλολό-γλάστρα τηλεοπτικών εκπομπών και τουτ-ατέν τυπάκι που φορά το σουτιέν για μουστάκι. (Α ρε Φώτο απέθαντε, ΜΟΝΟ ΕΣΥ τα γράφεις ετούτα! Και δεν έχει σημασία για ποιόν και για ποιάν μάς τα λες, αξία έχει που τα συλλαμβάνεις και τα εκθέτεις!)


Ελένη και Μαρία λοιπόν – με τα ονόματα αυτά σήμερα ξύπνησα, που για μένα είναι βουτηγμένα και «παντρεμμένα» με τα δύο μου βιβλία ετούτα. Κι όσο οι αναγνώστες δεν τις γνωρίζουνε – εκτός απ' τους 2.982 τού «Ελένης νήσος» και τους 404 τού «τα τρία μι» – τόσο εγώ τις γνωρίζω τις ζω, δίπλα μου μέσα μου τις κρατώ, γι' ΑΥΤΟ δεν «σταυρώνω» γυναίκα. Κι από τότε που την Ελένη «μου» χώρισα, οι γυναίκες – ως θεές και εχθρές – την ζωή μου έχουν αιχμαλωτίσει. Κι από τότε που την Μαρία «μου» σκότωσα, οι γυναίκες – ως είδος και σύνολο – από την ζωή μου έχουν αναχωρήσει. (Δεν πειράζει.) Για μιάν ακόμη φορά βιώνω εσωτερικά και ζω εξωτερικά κάτι ΜΟΝΑΔΙΚΟ, όσο κι «ανώμαλο» πάντα: οι ηρωίδες μου αρνούνται να «πάνε» με τους αναγνώστες τους κι εμένα σφικτά κι απεγνωσμένα κρατάνε – είναι λάθος αυτό, εγώ το ομολογώ κι έχω μετέλθει τα πάντα κι υποφέρει τα πάνδεινα για να τις απελευθερώσω, ώστε κι εγώ να λευτερωθώ. Μα δεν θέλουν κι αρνούνται οι κούκλες αυτές σε κοινό νταβατζή – βλ. εκδότη – να πέσουνε, αφού έχουν γευθεί τα λεπτά και τεχνίτη δικά μου τα χέρια, τα άμωμα χείλια μου, το επαγγελματικό πέος. Γιατί; Διότι είμαι ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ έλληνας συγγραφέας που ΚΑΙ με τις δυό ηρωίδες του έχει «κοιμηθεί»... Έτσι όπως έχω αγκαλιάσει εγώ Μαρία κι Ελένη – ουδείς εκδότης μπορεί να αντιληφθεί, ουδείς αναγνώστης μπορεί να διανοηθεί και ουδείς μελετητής/φιλόλογος/διανοητής/let alone reader θα μπορέσει ν' αντέξει. Όπως στα άπαντα στην Ζωή, έτσι ΚΑΙ εδώ υπάρχει ένα καλό και ένα κακό, αγκαλιά πάντα: 1ον/ τις πνίγω έτσι τις ηρωίδες μου (το κακό), μα 2ον/ μόνο με τέτοιο συναίσθημα θα ζήσουνε αιωνίως (το καλό).


Και ερωτώ, τον εαυτό μου εγώ: τί προτιμάς κύριε Ντάνη μας; Να πέσουν στα «ξένα» χέρια των αναγνωστών και των κριτικών, των κοτών εκδοτών και των γερακιών νταραβεριτζήδων οι γυναίκες «σου» τούτες ή να μείνουν να κρατηθούνε σε «κύκλο» κλειστό, δίπλα σου πάντα για όσο εσύ ζεις, με το παιδικό σου ψυχικό χάδι και το ανδρικό σου πύρκαυλο μόριο, την γλυκιά σου κουβέντα παντοτινή και το μοναδικό σου συναίσθημα που διαθέτεις για τις γυναίκες; Χαχαχα... Έτσι όπως παρέλαβα εγώ την Ελένη, στα χέρια μου κράτησα και με το μολύβι μου άπλωσα, η Ελένη δεύτερο βίο δεν πρόκειται να γνωρίσει. Έτσι όπως την Μαρία γνώρισα εγώ, στα μάτια μου κράτησα και απ' το μολύβι μου έστησα, η Μαρία δεύτερο θάνατο δεν πρόκειται να περάσει. (And these are no small things, either.) Λες και τις ηρωίδες μου «εσωτερικά» ρώτησα κι εκείνες να μου απάντησαν πως εμένανε προτιμούν, δεν θέλουνε άλλα χέρια επάνω τους – οι κούκλες οι εγωίστριες, οι αιώνιες ελληνίδες ζηλιάρες γυναίκες – ν' ακουμπούν, άλλοι άντρες να τις μαλάζουνε κι άλλες γυναίκες να τις διαβάζουνε, έτσι όπως εγώ διάπλατα έχω «καρφώσει» τα σώψυχά τους! (Και συγχωρείστε μου εσείς τα πολλαπλά μου "εγώ": προσωπικό είναι τούτο το κείμενο, ο Ντάνης είναι μέσα σ' αυτό και δεν θέλει να βγεί έξω από Μαρία κι Ελένη!)


Και το ξέρω καλά, το γνωρίζω αυτό: μόνον κι όταν πεθάνω εγώ... το συγγραφικό έργο μου θα εκραγεί θ' αναγνωριστεί, υστερικοί εκδότες θα συνωστίζονται πάνω απ' τον υγρό τάφο μου κι οι αναγνώστες μανιακοί στο Διαδίκτυο θα πληκτρολογούν τ' όνομά μου. Μαλάκες «εχθροί» μου που εν-ζωή τούς είχα ούτε για κλάσιμο, στην τηλεόραση θα εμφανιστούν και θα μιλάνε για μένα, θα διηγούνται τί μου είπαν και πως εκείνοι με διαμορφώσανε, τί δεν τους είπα και αναλάβαν εκείνοι στο φως και την δημοσιότητα να το φέρουν. So let all Τruth now be told: είμαι τόσο μεγάλος και βαθύς, απολαυστικά κοφτερός και παραναλωματικά οργασμικός συγγραφέας, που πρέπει να πεθάνω εγώ για να ζήσει το λογοτεχνικό μου... γαμήσι! Πρέπει ως στάχτη και σκόνη εγώ στα σεπτά νερά τού Αιγαίου να διυλιθώ (sic), ώστε Μαρία κι Ελένη να επανέλθουνε στην «ζωή» και ν' αφεθούν στα χέρια των όποιων-επομένων αναγνωστών τους. Χα!


Τρεις γυναίκες αληθώς κι εντελώς γνώρισα εγώ στην δική μου ζωή και οι τρεις – "One way or another" που λέει η Blondie – με χωρίσαν. Δύο γυναίκες λογοτεχνικώς και μαστορικώς έφτιαξα εγώ στην δική μου ζωή και οι δυό – my way and none other, λέω εγώ – δικές μου γίναν παντοτινά, καθώς ΕΤΣΙ εγώ πάντα θα ΤΟΥΣ ανήκω. Γιατί στην Ελένη έβαλα όλη την προδοσία τού άντρα και στην Μαρία έβαλα όλη την προδοσία τής γυναίκας. Γιατί από την Ελένη έβγαλα όλη την πολιτική μαλακία τής κοινωνίας κι από την Μαρία έβγαλα όλη την φονική μαλακία τής οικογένειας. Γιατί εγώ στις Μαρία κι Ελένη έδωσα βίον ξεφτίλα παλουκωμένο-ελληνικό μα αιωνία ζωή ανθόσπαρτη και ευλογημένη, εδώ στα χώματα να λασπώνονται κι εκεί στα ουράνια να ευτυχούνε – am I a magician with pencil, or what? (Αυτά είναι τα ειδικά κι εσωτερικά «εργαλεία» τού Μέγιστου Συγγραφέα που ουδείς λαντζέρης-σεμιναριάκιας θα σας πει, για τον απλούστατο λόγο... ότι πουλάει. Κι όποιος βιβλία πουλά αφειδώς, «πουλά» και τις ηρωίδες του πορνικώς κι εγώ κάτι τέτοιο αρνούμαι να κάνω. Διότι εγώ ως άνθρωπος – πολύ περισσότερο ως συγγραφεύς – είμαι ΠΙΣΤΟΣ, τόσο στους ανθρώπους μου και ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ στους ήρωές μου. Αν μάλιστα είναι γυναίκες αυτές, αυτό που δίνω εγώ στις γυναίκες «μου» είναι σπέρμα ζωής, φως υλακής και ανάσα αιώνων – τί σκατά Πολεμικές Τέχνες και Διαλογισμό έκανα, για να πάρω κάνα στημένο βραβείο αναγνωστών τού περιοδικού «ΡΕΚΆΖΩ»;) Το ότι κυβέρνησα «λάθος» την ατομική-προσωπική-δική μου ζωή και την έθεσα εσωτερικά κι αυτοθυσιαστικά στην δουλεία κι υπηρεσία των ηρωίδων μου, νομίζετε ότι τζάμπα αυτό πάει; Το ότι δεν έκανα φράγκα λεφτά, δεν μπάζωσα φήμη και εξουσία, δεν με ανέδειξαν φυλλάδες και κάμερες, νομίζετε ότι δεν θα «εισπράξω» – από φυσική κι επομένη ισορροπία Ζωής – αμοιβή θεσπεσία; Φίλες και φίλοι, λεφτά και μουνιά κάνουνε στην ζωή αυτοί που τον έχουνε δύο πόντους. Για δύναμη κόβονται και δανεισμένη φωνή, αυτοί που τον έχουνε κοτζαμάν πέντε ακόμα. Ψοφάνε και στήνονται να φανούν και να διακριθούν, αυτοί που το πουλάκι τους... ίσα που φτάνει να το βάλουν στο κωλαράκι τους και θα κάτσω κυψελιώτης άνθρωπος εγώ, μοτοσυκλεττιστής άνθρωπος εγώ, πολεμοτεχνίτης και σπηλαιοδύτης άνθρωπος εγώ ν' ασχολούμαι με το πουλί μου; (Άντε, να σας το εξηγήσω ΚΙ αυτό.)


Αφού καμμιά απ' τις τρεις γυναίκες τής ζωής μου δεν αποτόλμησε το πέος μου να καρπίσει μέσα στις ωοθήκες της, είδα κι απόειδα ο κακομοίρης εγώ και έσπειρα μόνος μου δύο γυναίκες: την Ελένη και την Μαρία – απλά είναι τα πράγματα κι όποιος τα βλέπει αλλιώς, να πάει ή στον ΣΥΡΙΖΑ ευρωβουλευτής ή στην Apple για σκλαβάκι. Διότι ΜΕΓΙΣΤΗ θυσία ατομική κι ανδρική χρειάζεται, προκειμένου ν' απαρνηθείς εσύ το Μεγαλείο τής τεκνοποίησης-της οικογένειας-της κοινωνίας με το πρέπον αιδοίον αποκλειστικώς και να προχωρήσεις μόνος και έρημος στην συγγραφή κι εκ του μηδενός δημιουργία ΝΕΑΣ ζωής, ηρωίδων γυναικών, απεγνωσμένων ψυχών, θηλυκών ιερών και σπανίων. (Γιατί αν ξέρανε οι γυναίκες την αξία τού δικού τους οργάνου, άντρες θα ήσαντε κι αν τολμούσαν να γνωρίσουν οι άνδρες την σημασία τού δικού τους αυτού, γυναίκες θα ήταν.) «Δεν είναι όλα για όλους» έχω εγώ πει, προσθέτοντας τού Clint Eastwood το: "This kind of certainty comes once in a lifetime." Απλά επιλέγεις κι αποφασίζεις και εάάάν προλάβεις μάλιστα, γιατί η Ζωή τρέχει με τέτοιους ρυθμούς που τα μεν αγοράκια στις ξεχειλωμένες ζαρτιέρες τής μαμάς τους σπεύδουνε να κρυφτούν, τα δε κοριτσάκια στα κίτρινα σώβρακα τού μπαμπακούλη τους στριμώχνονται μέσα. (Τα μισά είπε ο Freud, τα υπόλοιπα τα υπονόησε ο Bhagwan Shree Rajneesh, τα ψίχουλα τα χωνεύει ο Φώτος.)



Έτσι είναι, γιατί έτσι ήτανε κι έτσι πάντοτε θα 'ναι – ποιοί είναι οι άνθρωποι που νομίζουνε πως με το μυαλουδάκι τους θα διατάξουν το Σύμπαν; Η ζωή που έζησες συ την συνεχίζω εγώ και την ζωή που δεν ζεις εσύ, ούτ' εγώ μπορώ να την κάνω. Την ζωή που εγώ ονειρεύτηκα, την έδωσα στην Μαρία και την ζωή που η Ελένη αποτόλμησε, εγώ επιλέχθηκα να συντάξω. (Άντε ρε τυχεροί: τέτοιο "making of" μυθιστορημάτων διαβάζετε αυτήν την στιγμή, που ούτε στο Hollywood δεν γίνεται, ούτε στους πλέον τρανούς αλλοδαπούς οίκους δεν διανοούνται!) Τα όρια ανάμεσα «γεννήτορα» συγγραφέα και ηρωίδες-«κορούλες» του, εκείνος μόνον γνωρίζει κι εκείνες ζούνε ατομικώς: οι ελάχιστοι ΤΥΧΕΡΟΙ αναγνώστες θα χρειαστούνε ΠΟΛΛΕΣ ζωές προκειμένου ΤΕΤΟΙΑ σχέση να καταπιούν να απορροφήσουνε, τέτοιο βαρθολίνειο νέκταρ και μπέρμπον σπέρματος στο στόμα τους να γευθούνε. Στην περίπτωσή μου ως συγγραφέα και στην ομοία περίπτωση Ελένης και Μαρίας ως ηρωίδων μου, μιλάμε για "once in a lifetime" φήλινγκ συναίσθημα, πάθος προαίσθημα, κέντημα και εικόνα. Η προσωπική σχέση τού συγγραφέα με τις ηρωίδες του εξασφαλίζει σ' εκείνον μεν την ανωνυμία, σ' εκείνες δε την υστεροφημία – ας πουλήσουν λοιπόν βιβλία οι «συνάδελφοι». Εγώ πουτάνες τις γυναίκες «μου» ποτέ μου δεν έκανα κι εάν εκείνες με άλλους και σε άλλους πήγαν να κάτσουνε, τριγυρνάνε σήμερα μπαϊλντισμένες σαλταρισμένες, με ψυχοθεραπευτή on-line βρίσκονται και στην κόκα τής τρύπας βολοδέρνουν ακόμα. Εγώ «πουτάνες» τις ηρωίδες μου Ελένη και Μαρία δεν πρόκειται εν-ζωή να κάνω: όταν πεθάνω, έχω δώσει οδηγία και εντολή, διαθήκη και προσταγή ΑΠΑΝΤΑ τα βιβλία μου και ΟΛΑ τα κείμενά μου στο Διαδίκτυο ΔΩΡΕΑΝ και ΟΛΟΚΛΗΡΑ να αναρτηθούν, ρητώς και γραπτώς αποκλείοντας κάθε εκδότη, όποιονα νταβατζή, φτιαχτάκο μαλάκα νταραβεριτζή κι επώνυμο «αρμόδιο» ασχετίλα.


ΕΤΣΙ το θέλησε η Ζωή, στην δική μου ζωή: την Ελένη, 2.982 αναγνώστες να «πιάσουνε» και 404 αναγνώστες να «συλλάβουνε» την Μαρία – it's fine with me. Κι από εκεί και μετά, ΑΥΤΟ το ορίζω ΕΓΩ: η Ελένη και η Μαρία – μαζί με το «Έρως σωμάτων», το «Εγκόλπιο πάθους» και τα πολυπληθή υπόλοιπα κείμενά μου – ελεύθερες θ' αφεθούν, δίχως μεσάζοντες και μεταπράτες, άνευ χειριστών και πουστών (sic), μακριά από πρακτορεύσεις ανικάνων εγωιστών κι αποκλεισμούς ιδιοτελών αχαμνών. Γιατί εγώ – and I mean EVERY word of MINE – δεν συνάντησα άντρες ικανούς κι ισχυρούς, λεπτούς και ακομπλεξάριστους ώστε την Ελένη ν' αντιληφθούν, ούτε γυναίκες δυνατές ανοικτές, σεπτές και προκλητικές να καταλάβουνε την Μαρία – χώρια δε το «Ελένης νήσος» να εκτιμήσουνε και το «τα τρία μι» να τιμήσουν. Και το επαγγελματικώς τραγικό κι ελληνικώς αποτρόπαιο είναι ότι ούτε γυναίκες-εκδότριες λεπταίσθητες διεισδυτικές συνάντησα ώστε την Μαρία ν' αναγνωρίσουνε, ούτε άνδρες-εκδότες αρχιδάτους και τολμηρούς συναπάντησα ώστε την Ελένη να αναδείξουν. Γι' ΑΥΤΟ λοιπόν έγινα εγώ ΚΑΙ νονός τους, πέρα από πατέρας τους... και πού 'σαι ρε Ζίγκμουντ, αυστριακιά στρίγκλω; Άσε τα οιδιπόδεια στο συρτάρι σου κι άντε σε κάνα μοναστήρι μπας κι επιλύσεις τον φόβο θανάτου σου, εκεί θα σου ξυρίσουν και το μουσάκι το εωσφορικό σου.) Έτσι λοιπόν, σε τούτον τον «δρόμο» εγώ οδηγήθηκα κι αδιαμαρτύρητα πάτησα, προκειμένου να μην χαθούνε η Ελένη και η Μαρία – καθότι σε ΜΊΑ ζωή δεν μπορείς να κάνεις πολλά κι εγώ ΗΔΗ πάρα πολλά έχω κάνει.


Να το πω: η Ελένη κάπου σήμερα ζει και η Μαρία δεν ζει σήμερα πουθενά. Μα – έτσι λέω εγώ – η Ελένη είναι πιο νεκρή από την Μαρία και η Μαρία ποτέ δεν ήτανε τόσο ζωντανή, απ' όσο σήμερα και εδώ είναι. Και ΣΕ ΜΕΝΑ το οφείλουν οι κούκλες αυτό: εγώ παίρνω ζωή από εμέ και στα πόδια τους την καταθέτω, τις ανάσες μου πια δεν μετρώ και τον «τάφο» τής Ελένης στολίζω, ενώ το «γραφείο» τής Μαρίας φωτίζω. Εγώ προσφέρω την δική μου ζωή και χαίρομαι τις ηρωίδες μου τούτες κι όταν πάψω να υπάρχω εγώ, ΤΟΤΕ η Ελένη και η Μαρία θα βγουν στην Ζωή και μόνες τους θα περπατήσουν θα ζήσουνε κι αληθώς-τελικώς θα υπάρξουν. «Ο θάνατός σου, η ζωή μου» δεν λένε οι μαλάκες οι Έλληνες τόσο σοφά και απλά, μαλακισμένα κι αδιάφορα ταυτοχρόνως; (Ώστε για μια θέση στο Δημόσιο να σκοτώνονται, για μια θέση στο Κόμμα να σφάζονται, για μια θέση στην λογοτεχνία να τσιμπουκώνονται και για μια θέση στο τηλεοπτικό μπιντεπάνθεον κώλο να στήνουν;) ΕΤΣΙ ΑΚΡΙΒΩΣ! Όταν πεθάνω εγώ, όλη μου η ζωή θα περάσει μέσα από την Ελένη και την Μαρία και στο Σύμπαν θα σκορπιστεί, την ιερή και διακαή μου στιγμή που η σποδός μου θα διαλύεται στα σεπτά τής Αμοργού τα νερά – η Ελένη και η Μαρία στον κόσμο ΣΑΣ θα εισέλθουνε ΤΟΤΕ. Και αμ έπος-αμ έργον οι σάλπιγγες τής παροιμιώδους Ιεριχούς θα σιγήσουνε, οι σεισοπυγίδες τηλεοράσεις και τα πρωκτοαλωνιστικά μικρόφωνα θα σβήσουνε, καθώς οι ατομικοί ψυχοανακριτικοί προβολείς καθενός θα ανάψουν. Δεν τον λειώσαν στο ξύλο τζάμπα τον Απόστολο στην Μακρόνησο τού «Ελένης νήσος». Δεν το τσιμέντωσε τζάμπα η Σπετσιώτισσα η κωλόγρια το Χαλάνδρι τού «τα τρία μι». Δεν χαθήκαν-χύσαν-γαμήσανε τζάμπα ο σέρφερ-ο Πάκος-η Ζεμπρίτσα την Ελένη «μου». Δεν ξεσκίσαν-αγαπήσαν-σκοτώσανε τζάμπα ο Λάμπρος-ο Γιάννης-ο Τούλιο την Μαρία «μου». (Boys and girls, I'm giving you pearls here!) Η Ζωή ξεκινά ΑΦΟΥ τελειώσει η ζωή και στην δική μου περίπτωση, η λογοτεχνία ΜΟΥ θα «ξεκινήσει» να ζει, ΑΦΟΥ θα 'χει τελειώσει η δική μου ζωή – and that is for sure and for real. Γιατί;


Το εξήγησα τόσο βαθιά, που δεν σας μένει άλλο απ' το ν' αρχίσετε τις καταδύσεις! (Τίίί; Δεν πήρατε πέδιλα ακόμα; Δεν εκπαιδευθήκατε κιόλας στην άπνοια; Το κόψατε το κωλοτσίγαρο, αρχίσατε pranayama;) Διότι η ορθή και πρέπουσα η ανάγνωση, μια κατάδυση είναι και όχι ξεφύλλισμα, ούτε χριστουγεννιάτικων αγορών box-office. Το διάβασμα τού «Ελένης νήσος» και του «τα τρία μι» από δω και εμπρός ξεκινά, όπως ΑΚΡΙΒΩΣ και ΑΛΗΘΩΣ θα ζήσουνε τελικά, ΑΠΟ ΔΩ ΚΑΙ ΕΜΠΡΟΣ η Ελένη και η Μαρία. Διότι ΑΥΤΟΣ είναι "il miglior fabbro", καταπώς αφιέρωσε ο T.S. Elliot στον Ezra Ρound. Ο Μέγιστος Μάστορας τού Λόγου είναι ΚΑΙ Τεχνίτης Ψυχών: εμφυσά τόση και τέτοια ζωή στους ήρωες – και στις ηρωίδες του προπαντός – που δεν μένει για δική του καν μία. Η Ελένη και η Μαρία δεν είναι ηρωίδες συνηθισμένες «καθημερινές», επειδή απόλυτα καθημερινές και «συνηθισμένες» είναι και ας όψονται τα συγγραφάκια τα λόρδικα που κοψομεσιάζονται να γράψουν να στήσουνε ηρωίδες κουνίστρες-τεράστιες τύπου Άννα Καρένινα και Μαντάμ Μποβαρύ... που σαν την μαμά τους θα μοιάζουν! (Κατερίνα και Νίκη, Μανίνα και Βίκυ – δεν είναι μαντάμες βιβλίων μα ξεχρεώσεις υιών, συναισθηματικοί ισολογισμοί που ενώ αφορούν σε ταμεία ψυχικά, αποδίδουν βραβεία λογοτεχνικά και δάφνες αναμασητικές-αυνανιστικές, σπεκουλαδόρικες αυτοαναφορικές, εξανδραποδιστικές κι εξευτελιστικές κιόλας.)


Τέλος πά(ν)των, ό,τι είχα να πω το είπα και ό,τι δεν θέλησα να το πω, κι αυτό το 'πα. Έτσι κι αλλιώς, το δικό μου το γράψιμο δεν είναι φωτοτυπία: επειδή τα ματάκια σου το φωτογράφισαν μάγκα μου, δεν σημαίνει πως το έκανες και δικό σου. Το δικό μου το γράψιμο αναγνώστες μου είναι προπόνηση σκέτη-σκληρή: πρέπει να ιδρώσετε για να γυμναστείτε, πρέπει να λερωθείτε για να παλέψετε, πρέπει να συγκρουστείτε για να διακριθείτε. Τον εαυτό σας και τα «πιστεύω» σας ν' αποθέσετε, τις ευκολίες σας ν' απορρίψετε και ν' αγκαλιάσετε τις δυσκολίες σας, ό,τι σάς λένε και σας έχουν μέχρι σήμερα πει σεις να φτύσετε και ό,τι σάς καίει τολμηρά και γενναία ν' αγκαλιάσετε... και δεν συνεχίζω άλλο. Όποιος θέλει να διαβάσει για νιανιά μουνιά, ας ψωνίσει «γυναικεία» «λογοτεχνία». Όποιος θέλει να διαβάσει για πουτσόμουνα, ας διαφημίσει "#Μe Τoo" λογοτεχνία. Μα όποιος θέλει δίχως καπότα και με άδολον έρωτα να διαβάσει Λογοτεχνία αληθινή ζωντανή μαγική – που Γυναίκα μεταλαμβάνει – ας διαβάσει «Ελένης νήσος» και μετά «τα τρία μι». ΤΩΡΑ!


Γιατί εντός προσεχώς εγώ θα εξαφανιστώ κι από «Ελένης νήσος» μόλις και μετά βίας δώδεκα αντίτυπα έχω, όσον αφορά δε στο «τα τρία μι», 596 αντίτυπα ακόμη τα ράφια μου διακοσμούνε. Και μετά τον θάνατό μου 404 θ' αποσταλούν στους ήδη 404 ιδιοκτήτες τους ως τιμής-δώρο και τα υπόλοιπα στην πυρά θα καούν... ώστε ελεύθερα τα έργα μου στο Διαδίκτυο να εκτοξευθούν και ΕΚΕΙ και ΑΥΤΑ να «χαθούνε». (Ποιά μεγαλύτερη χαρά για έναν τοσοδούλη-γραφιά να διακτινιστεί η δουλειά του;) Εδώ ρε ο κόσμος μας συνεχίζει μαλακισμένα κι αδιάφορα να γυρνά από την στιγμή που χάθηκε ο Πυθαγόρας και πέθανε η Μοάνα Πότσι, κι εσείς πλερέζες θα μου φορέσετε που δεν θα μπορείτε να παραγγείλλετε απ' τον... Τζεφ Μπέζο(!) τα δικά μου βιβλία; Ή που δεν θα μπορείτε – ακόμη πουστότερα – δωρεάν να τα «κατεβάζετε» όποτε θέλετε, να τα μασάτε λιγάκι στο τραμ και κατόπιν τα λεξοκουκούτσια να φτύνετε, μέχρι να χτυπήσει το κινητό και να σας πει η πεθερούλα πως έχει γεμιστά φτιάξει;


Μεγάλος είναι αυτός που δεν τον νοιάζει να χαθεί, γιατί από εγωιστικό κυμματάκι έχει στον ωκεανό πλήρως παραδοθεί. Και μέγιστος συγγραφέας είναι αυτός που δεν έχει παραδοθεί στο κοινό, αλλά διατελεί εν ζωή να ιερουργεί αποκλειστικά για τις ηρωίδες και τους ήρωές του. (Μετά θάνατον – εκτός σκουληκιών who gives a fuck, πολλώ μάλλον οι αναγνώστες!) Όταν λοιπόν έχω «σιδερώσει» έτσι τον Χώρο και τον Χρόνο, θα κολλήσω να σιχτιρίζω εγώ – à la manière de Ρένος Αποστολίδης – ελληνικά (αν)εκδοτάκια που δεν καταλαβαίνουν το «έργο» μου, που σκοντάφτουν στο Hugo Boss κοστούμι μου ή καρφώνονται στους γυμνασμένους κοιλιακούς μου που προβάλλουνε πάνω απ' το jean και κάτω απ' το μποντυμπιλντεράδικα-κομμένο Τ-shirt μου; (Είχα-δεν-είχα την σεξουαλική μου ατάκα την έριξα, να μη μείνουνε διψασμένες οι στέρφες κι ασάλιωτοι οι κοκοβιοί!) Όταν λοιπόν έχω «τσιμεντώσει» έτσι το Εγώ μου και τον Εαυτό μου, θα κάτσω να ευλογήσω ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ και ΜΟΝΟΝ τις ηρωίδες μου – γιατί ΤΟΥΤΕΣ αξίζουν και λάμπουνε, θάλλουνε κι επιφαίνονται, στηρίζουν τον Κόσμο-ακριβώς που ανατινάζουνε και γκρεμίζουν τον Σύμπαν που τελικώς δημιουργούνε.


Ελένη, Μαρία – σας αγαπώ έτσι όπως μόνον ένα παιδί αγαπά το σκυλάκι του (κι εμένα το όνομά μου από σκυλάκι μού το έχουνε δώσει). Μαρία κι Ελένη σταθήκατε οι ΜΟΝΕΣ στην ζωή μου Γυναίκες ΜΟΥ κι αυτά που μου δώσατε εσείς, εγώ δεν τα πήρα μαζύ μου: για την πρώτη τα έκανα 508 σελίδες φωτιάς-τσεκουριού και για την δεύτερη 378 σελίδες έρωτα-θυμιατού κι έκτοτε, όχι μόνο I've rest my case but MY life too κι ετούτο μικρό πράγμα δεν είναι. Μπορεί εγώ να έζησα έτσι ακριβώς όπως ήθελα, μα το οφείλω σε τούτες τις δυό μου «χάρτινες» και γυναίκες. (Το χαρτί είναι ξύλο λεπτό, το μελάνι είναι αίμα πηχτό σκοτεινό και οι σελίδες είναι φύλλα ζωής που ποτέ δεν πέφτουνε, δεν τελειώνουν. Ο συγγραφέας είναι σκαφτιάς και όχι θεός, τυμβωρύχος παστάδας αιμομικτικής και φυσιοδίφης μητρός ανδροφάγου – λίγοι βάζουν τ' αρχίδια τους για κιμά και ελάχιστοι δεν νοιάζονται ποιοί θα γίνουν και τί θ' απογίνουν.)


Μαρία κι Ελένη πάντοτε μνημονεύω εγώ, χωρίς ν' αδικώ τούς άλλους μου ήρωες, τα άλλα γραπτά μου. (Έτσι κι αλλιώς όλοι και άπαντα είναι άγνωστα, οπότε ο χειρισμός κι ο λογαριασμός, η ευθύνη και η ποινή είναι απολύτως δικά μου.) Και το κάνω αυτό γιατί όχι μόνον ΑΥΤΑ τα ονόματα είναι ανθρωπίνως σημαντικά, γιατί όχι μόνον ΑΥΤΑ τα βιβλία είναι ελληνικώς μοναδικά, αλλά γιατί εγώ πίνοντάς τις και γράφοντάς τα κοινώνησα αίμα και σώμα, πνεύμα κι αιθέρα, γη κι ουρανό παναθρώπινα και συμπαντικά, άϋλα διαισθητικά, αιώνια και ακατάβλητα πάντα.


Και μην λησμονείτε εσείς, προπαντός τούτο:


Το «τα τρία μι» είναι αποκλειστικά ΕΝΑ μι: Μήτρα. Το «Ελένης νήσος» είναι αποκλειστικά ΕΝΑ νησί: η Ψυχή – τα υπόλοιπα κολυμπούν στην αγκαλιά τού Καλού, στα βαθιά τού Σκοπού, στα ύψη Κενού και σας διαβεβαιώ ο φωτοσυσκοτισμένος εγώ, δεν χρειάζεστε τίποτε άλλο.

 



 

 

ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2019

Διαβάστηκε 2084 φορές Σάββατο, 13 Απριλίου 2019 08:12