Έχω γράψει τέσσερα βιβλία; (Ναι.) Έχω γράψει τετρακόσια κείμενα; (Ναι ναι.) Έχω γράψει ανέκδοτες κι άγνωστες τέσσερις χιλιάδες σελίδες; (Ναι ναι ναι.) Ωραία λοιπόν, και τί έγινε; «Άκρα τάφου μουνόπλακα» – a.k.a. Α.Τ.Μ. – που γράφω στον τίτλο κι ελάτε μαζύ μου εσείς να διαβάσετε το δικό μου ευτυχισμένο μαρτύριο και την δική σας δυστυχή μαρτυρία.
Πόσους αναγνώστες ν' αποκτήσω κατάφερα; Δύο χιλιάδες αντίτυπα – έτσι οι εκδότες μού «εκκαθάρισαν» – πούλησε το «Έρως σωμάτων». Δύο χιλιάδες αντίτυπα – έτσι μού «ξεκαθάρισε» ο εκδότης – πούλησε το «Εγκόλπιο πάθους». Δύο χιλιάδες εννιακόσια ογδόντα επτά αντίτυπα τύπωσα εγώ – και μού «ξόφλησε» ο «εκδότης» μου – όσον αφορά στο «Ελένης νήσος». Και τετρακόσιοι τριάντα εννιά ισάριθμοι τυχεροί έχουν παραλάβει από εμένα «τα τρία μι», οπότε για κάντε την σούμα: επτά χιλιάδες τετρακόσιοι είκοσι έξι (#7.426#) είναι οι ιδιοκτήτες και κάτοχοι των βιβλίων μου και εάν υπολογισθεί – αφού έχει ΗΔΗ αυτό μετρηθεί – ότι κάθε βιβλίο το διαβάζουν τουλάχιστον άλλοι τρεις δωρεάν, άντε case-studικά [sic] να δεχθώ έναν συνολικό αριθμό τής τάξης τού εικοσιδύο χιλιάδες διακόσιοι εβδομήκοντα οκτώ (#22.278#) αναγνωστών μου. Απλώς. Τυπικώς. Γενικώς. Τελικώς.
Γιατί τα λέω – και σας κουράζω μ' – ετούτα; Διότι τόσοι εμένα διαβάσανε κι έκτοτε ουδείς ασχολήθηκε με εμένα. (Ευ-τυ-χώς!) Απ' την δεκαετία τού '90 που κυνήγησα δυνατά και ζεστά συνεργασίες-δουλειές, τόσο λογοτεχνικά ανοίγματα όσο και δημοσιογραφικά πονήματα, να καλλιεργήσω άλλα γραψίματα και να βγάλω λίγα-περισσότερα χρήματα, άπασες οι λυσσώδεις και μανιασμένες προσπάθειές μου πήγαν τού βρόντου. Down, not only the proverbial drain, αλλά o σπαρτός και αδιάφορος «τοίχος» που συνέχεια έτρωγα, στο τέλος κατάντησε συντεταγμένο κι ανυποχώρητο τείχος. Κι ετούτο παρ' ολίγον να με σκοτώσει εμέ εντελώς (τόσο δημιουργικά, όσο κι υπαρξιακά), γι' αυτό και «τα βρόντηξα όλα» όχι-χάμω-αλλά επάνω στο διαμέρισμα τής Κυψέλης μου κάποια ευλογημένη στιγμή, και απέβην εξ αρχής στο νησί, μπας και συνεχίσω κι ορθοποδήσω την ζωή μου αλλού πια, αλλιώς-πώς κι επιεικώς ζωντανός. (Τα 'χω γράψει επισταμένως ήδη αυτά, γι' αυτό εδώ σταματάω.)
Απ' τους 22.278 αναγνώστες μου λοιπόν – τούτον τον αριθμό θα χρησιμοποιώ εφεξής – δεν «υπάρχει» κανείς, δεν «κουνιέται» κανείς, άπαντες απουσιάζουνε σε βαθμό υγιή τής ζωής τους και μου πήρε εμένα τριανταπέντε συναπτά χρόνια γραφής – απ' το 1985 που πρωτοεκδόθηκα, μέχρι το 2020 σήμερα που ντουγρού προς την Μεγάλη Σιωπούλα βαδίζω – ώστε να το καταλάβω αυτό, να το χωνέψω τελικώς, όσο κι οριστικώς ν' αφοδεύσω. Πάντοτε ήθελα η δουλειά μου να έφθανε σε όσους περισσότερους δυνατόν ήταν ανθρώπους, μα ΜΟΝΟ την τελευταία δεκαετία αντιλήφθηκα και εσφράγισα ότι ΑΥΤΑ που γράφω ΕΓΩ, ελάχιστοι κι επαναλαμβάνω άνευ εισαγωγικών, ελαχιστότατοι θέλουνε να διαβάσουν. Και δύνανται. Και αντέχουν. Και αποδέχονται. (Μέχρι στιγμής δεν γνωρίζω ΚΑΝΕΝΑΝ που να τα έκανε και... «ζωή», άσε δε που κάτι τέτοιο δεν είναι κι ανάγκη. Ούτε υποχρέωση. Πολύ περισσότερο δε, εντολή. Γιατί απ' την άλλη πλευρά, εγώ δεν γράφω μόνο Λογοτεχνία αρίστη μα «δύσκολη» – καταπώς σχολίασε ο Στέλιος – αλλά στήνω πνοή ζωής και πηγή σάρκας, πορεία ανδρείας και ίχνη φωτός... μετά τού απαραίτητου «ξύλου» βεβαίως.)
Με δέκα-το-πολύ, κατ' ελάχιστον-πέντε αναγνώστες μου κρατάω μιά προσωπική επαφή, απολαμβάνω μία συχνότερη επικοινωνία. Θα ανταλλάξουμε σχόλια στο Facebook δηλαδή – εκεί όπου άμα δεν σπαράζεις με πόνο και κόπο εσύ, δεν γυρνάει να σε διαβάσει πεταχτά κανείς, άσε δε να σε κοιτάξει προσεκτικά ουδείς αν δεν έχεις κώλο Kιμ Καρντασιάν, Σάλμα Χάγιεκ βυζιά, πορτοφόλι Μπιλ Γκέητς και πέος Τζων Χολμς. (Για πέννα Ντάνη ΦΩΤΟΥ δεν συζητώ, τί να κλάσω εγώ μπροστά στο «τα βιβλία μου και το οικιακό πουστιρλίκι μου» τού λαλημένου σαλονικιού, τί να χέσω εγώ μπροστά στην «συγγραφέα του ενός εκατομμυρίου αντιτύπων» τής πολίτισσας κυριούλας.) Μπορεί στην άλλη άκρη τής γης ή μέχρι την γωνιακή ΕΒΓΑ να βρίσκεται αναγνώστης μου που να «πίνει νερό στ' όνομά μου»... μα απ' την στιγμή που δεν ΤΟΝ και δεν ΤΟ ξέρω εγώ, καλά να 'ναι αυτός, «και να μας γράφει...» έλεγε ο πατέρας μου! Δεν πειράζει: όπως ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ δεν ζει από τα βιβλία του, έτσι κι εγώ δεν ζω απ' τους αναγνώστες μου - this is a fair n' square deal. Ο καθείς από μας έχει την δική του ζωή κι όπως τώρα ανέβηκε επάνω στο πληκτρολόγιό μου ο γάτος Κοχί – κι εγώ πρέπει να του βάλω να φάει – έτσι κι εκείνοι τα δικά τους «στόματα» να ταΐσουνε έχουνε, χωρίς μάλιστα να βουτάει στο χορτοφαγικό πιάτο τους ο επονομασθείς αίλουρος την πατούσα του μέσα τσαμπουκαλίδικα και μπαμπέσικα μια μπάμπια ν' αρπάξει!
Τούτην την πικρή και σκληρή «αναγνωστική σιωπή» δεν μπόρεσα να καταπιώ και ν' αντέξω, έως τελείως-προσφάτως που το έλυσα ΚΑΙ το μυστήριο τούτο. Παραθέτω εδώ λοιπόν την δική μου ανάλυση όσο και πόρισμα, κι άπαξ δεν με γνωρίζει κανείς ούτε κανείς ενδιαφέρεται, φέρω ακεραία ολόκληρη και απολαυστική των γραφομένων μου την ευθύνη. (Επαναλαμβάνω, προς οριστική εκκαθάριση: το ενδιαφέρον ορίζεται όχι με το να μο;y πληρώνουν το νοίκι μου άλλοι άνθρωποι, αλλά το γράψιμό μου να φθάνει, να συν-κινεί και να προσφέρει αλλάζοντας/βελτιώνοντας/ευτυχώντας κάποιους/πολλούς/περισσοτέρους ανθρώπους.)
Στην δική μου περίπτωση, δύο (2) τύπους αναγνωστών «μου» διαθέτω: τους αδιάφορους και αληθείς, και τους ενδιαφερόμενους μα ψευδόμενους! (Και μην εξάπτεσθε, όσοι ταχέως σπεύσατε να στριμωχτείτε σε μιαν απ' τις δύο κατηγορίες!!) Οι πρώτοι είναι οι μεγάλοι και συντριπτικά άγνωστοι: δεν με έχουν διαβάσει και δεν θέλουν να με διαβάσουνε, γιατί – καταπώς έχει μουσουργήσει ου Κουέλιους, και τα 'χει γαμήσει συμφωνώντας μ' αυτόν μέχρι κι ο συνοικιακός Νώντας – άμα θέλαν να με διαβάσουνε, θα 'χε συνωμοτήσει το αγάμητο Σύμπαν για να το κάνουν!!! Άρα, "No Martini, no party" που λέει η κουκλίτσα, που ρίχνει "πόρτα" στον ναζιάρη Τζωρτζ Κλούνεϋ! Θες Ντάνη; Έχεις διαβάσει ΦΩΤΟ. Είσαι για Ντάνη ΦΩΤΟ; Κάποιο βιβλίο ή κείμενό του έχεις στα χέρια σου ή στο ράφι σου, δίπλα στην χέστρα σου ή στο εικονοστάσι σου πάνω. Δεν είσαι για τον Ντάνη ΦΩΤΟ; Σωστά και σοφά έπραξες όμπρε μου, εσύ ΚΑΙ το συμπανοσύστημα [sic] όλο! (So, no hard feelings man, «Αμοιβαία τα αισθήματα μωρό μου», καταπώς χαβαλεδιάρικα άδει ο Σταμάτης Γονίδης από το βάθος τής θαλεράς δεκαετίας τού '90.)
Οι δεύτεροι όμως είναι οι προαναφερθέντες και συγκεκριμένοι 22.278 «μου» κι από ετούτους, οι πέντε-δέκα γνωστοί και σε επαφή μου. Ααααμ ετούτοι είναι κι οι πιο... «επικίνδυνοι» δι' εμέ... χαχαχα! Γιατί ενώ «τονε κόβουνε» για την πάρτη μου, οι μεγαλύτεροι... «προδότες» μου είναι... ξανά χαχαχά και τα βάζω αβέρτα και σπάταλα τα εισαγωγικά και τ' αποσιωπητικά, ώστε να πάρουν ανάσα αυτοί και να προλάβω να εξηγήσω εγώ, τί εννοώ με τους βαρείς αυτούς χαρακτηρισμούς και εκφράσεις. Κατά προσώπων μάλιστα, ΚΑΙ προσφιλών μου ΚΑΙ αγαπητών, ΚΑΙ μονάκριβων ΚΑΙ εκλεκτών μου, ΚΑΙ αγαπημένων ΚΑΙ τελευταίων.
Θα ξεκινήσω απ' το γενικό, το πολυμασημένο μα βαρετό, άδειο νοήματος μα και πασίγνωστο αψευδώς: η ΑΓΑΠΗ είναι το flip-side τού ΜΙΣΟΥΣ. Αλλέως: μακριά απ' των άλλων το τρελλό πάθος, γιατί σε τούτο εμφιλοχωρεί το δικό σου το λάθος. Κι αλλιώς: όλες οι ανθρώπινες σχέσεις ξεκινάνε μ' αγάπη και ενδιαφέρον, με προσοχή και συμπάθεια και κάάάποια χρονάκια μετά – νά και τα διαζύγια ορίστε οι διατροφές, νά και οι φόνοι ορίστε και οι βρισιές, νά και οι τσακωμοί ορίστε οι κατάρες. Τί μού είπε ο Μάνος (π.χ.) όταν με πρωταντίκρυσε; (Δεν γράφω «με πρωτογνώρισε», γιατί με διάβαζε ΗΔΗ δεκαπέντε χρόνια ετούτος.) «Στην αρχή, διάβαζα ΟΛΟ το περιοδικό πρώτα και μετά το πετούσα, ΜΟΝΟ εσένα δε διάβαζα. Και κάποια στιγμή που τσαντίστηκα, διάβαζα ΜΟΝΟ εσένα και πέταγα μετά ΟΛΟ το υπόλοιπο περιοδικό»! Να προσθέσω εγώ ότι όταν συναντηθήκαμε μού έφερε και μού επέδειξε ένα ντοσσιέ όπου προσεκτικά και σε νάϋλον φακέλους μέσα είχε κόψει-φυλάξει τα άρθρα μου-κείμενά μου-φωνές.)
Τότε πάγωσα. Κι ακόμα παγώνω. Γιατί τόση αγάπη – δεν μπορεί, είναι αδύνατον, πάει κόντρα στην Συμπαντική Τάξη – τελειώνει δεν διαρκεί, κάποια στιγμή το φεγγάρι θα γυρίσει, η γυναίκα θ' αδιαθετήσει κι από κει που απ' το στόμα δεν σού τον έβγαζε, τώρα όχι μόνο δεν σού κάθεται, αλλά σού λέει «έχω περίοδο» για να μην τρακάρει το πέος σου εισερχόμενο, στο πέος εξερχομένου τού νέου κιμπάρη... Όχι μόνον όλα τα πράγματα έχουνε μία αρχή κι ένα τέλος – πάει καλά τούτο, μά με Μπαλτά μά με Κεραμέως, το εμπεδώσαμε – αλλά ΟΛΑ τα πράγματα έχουνε ΔΎΟ πλευρές: θέλετε μιά φωτεινή και μιά σκοτεινή; Θέλετε την μία ευχάριστη και την ετέρα – την πουτάνα την εταίρα – δυσάρεστη; Να σας το τυλίξω και σε επιλεκτική-αποδεκτή, μα και απαράδεκτα-χύμα την άλλη; ΑΠΑΝΤΑ είναι και ζουν ΚΥΚΛΙΚΑ, όσοι πιστεύουν ότι επειδή το «Αθήνα-Θεσσαλονίκη είναι μια ευθεία» η γη δεν είναι κυκλική, τότε προτού δώσουν εξετάσεις για τοπογράφοι-μηχανικοί, να μην ψηφίσουν ξανά Τσίπρα. (Γιατί στο ίδιο Ε-Μι-Πι στραβωθήκανε όλοι τους!)
Βγάζω λοιπόν «την ρομφαία μου» από το θηκάρι της, απλώς για να σας την δείξω: αυτοί που με «αγαπούν», οι χειρότεροι «εχθροί» μου είναι άπαντες κι απαξάπαντες. Ίσως τώρα να διαβάζουν σε μένα/από μένα κάτι που τούς αρέσει, αλλά εγώ είμαι σίγουρος για δύο πράγματα: ότι 1ον/ τούς αρέσει αυτό που διαβάζουνε, ΕΠΕΙΔΗ-ΑΚΡΙΒΩΣ δεν το κάνουν αυτοί και δεν είναι αυτοί... αλλά κάποιος ΑΛΛΟΣ το έχει ζήσει αυτό, διαλυθεί απ' αυτό, επιζήσει μετά απ' αυτό και αυτό έχει γράψει και 2ον/ τού λένε πόσο σωστός είναι αυτός, πόσο ορθά τα γράφει αυτός, πόσο δίκιο έχει αυτός... αλλά μην κάνει καμμιά μαλακία και φύγει απ' την θέση του, πάψει να κάνει «τον τρελό του χωριού» ή τον σαμουράϊ τής πόλης, τον σκληροπυρηνικό εντουρά και πουρό μποντυμπιλντερά, κυριλέ διπλωμάτη και πασσέ δύτη, καλαμπαλίδικο συγγραφέα και πολεμοτεχνίτη μπελαλίδικο, βρεζαμπλαμπλεμάν κυψελιώτη και αναντάν-μπαμπαντάν αναχωρητή... γιατί «θα του πάρει ο διάολος τον πατέρα»! Πώς μού το έγραψε ο Σταμάτης; «Μείνε νομάς», (επ' αφορμή ενός-ακόμη «αντιγυναικείου» κειμένου μου... χαχαχά!) Τί μού είπε ο άγνωστός μου αγαπητός; «Μην κάνεις καμιά μαλακία και φύγεις ΕΣΥ, από εκεί που σε έχουμε βάλει εμείς, γιατί τότε τί θ' απογίνουμε ΕΜΕΙΣ;» Και πώς το θέμα μού έκλεισε – σε ανύποπτο και άσχετο χρόνο, κάποτε – ένας βαρύθυμος και βαρύτιμος ποινικός; «Φιλαράκι; Ξέρεις γιατί είμαστε μέσα εμείς; Για να μην μπείτε μέσα εσείς»! Τί λένε τελικώς-κι-ανυπερθέτως ΟΛΟΙ οι Έλληνες, μόλις κάνουνε ΤΗΝ καθημερινά-επική μαλακία ΤΟΥΣ; «Μεγάλε, έχεις ΑΠΟΛΥΤΟ δίκιο» και συνεχίζουν αυτοί την κλοπή, την πουστιά και την μαλακία τους φυσικά. Σού δίνουν εσένα το δίκιο, και κρατάνε το άδικο να το συνεχίζουν αυτοί, μη γίνει «καμία στραβή στη βάρδια τους» και πας ΕΣΥ κύριε Ντάνη μας, εσύ κύριε ΦΩΤΟ μας και γίνεις ό,τι αυτοί είναι. (Που δεν, αλλά λέμε, πού ξέρεις; Πολύ θέλει «να σπάσει ο διάολος το ποδάρι του»;) Είσαι λοιπόν σίγουρος εσύ ότι η κορούλα σου, μόλις γύρισε απ' τ' Αγγλικά; Είσαι βέβαιος ότι η γυναικούλα σου δεν αριβάρησε μόλις c.i.f. & f.o.b. απ' την ημιδιαμονή; Μπορείς να με βεβαιώσεις εσύ, τί σκατά έχει γράψει στην διαθήκη της η πεθερά κι αν σ' έχει αναφέρει εσένα-ειδικά-ονομαστικά, αφήνοντάς σου το εξοχικό στο Ζούμπερι, την θυρίδα με τα χρυσαφικά και τις κυλόττες της με τις λίρες της μέσα; Όχι; Χαχαχά, επίτρεψέ μου ΤΟΤΕ να γελάσω ΚΙ εγώ λιγουλάκι!
Υπάρχει συγγραφέας φίλες και φίλοι που να «βρίζει» και να γραπτώς «λοιδωρεί» και «συκοφαντεί», ΚΑΙ τους ελάχιστούς του ΑΥΤΟΥΣ αναγνώστες; (Όχι; Δείχτε με βρε αν έχετε κότσια, δείχτε με!) Ουδείς συμφωνεί με εμέ, κι επιπλέον και ευτυχώς, δεν χρειάζεται καν να συμφωνήσει, πόσω μάλλον μ' εμένα. Μού έκανες την απαράμιλλη και ισόβια τιμή να με διαβάσεις αναγνώστη μου κι αναγνώστριά μου; Σε ευχαριστώ, μα save me your parade and charade θα 'θελα να πω, ΚΑΙ σ' εκείνους που «μ' αγαπούν», ΚΑΙ σ' εκείνους που «με μισούνε». Γιατί ΑΥΤΟ το συναίσθημα, στον ΠΥΡΗΝΑ του, ΕΝΑ και το ΑΥΤΟ είναι. (Κι ετούτο δεν το λέω εγώ, το 'χουνε πει απ' τον Όσσο έως τον Νίτσε, απ' την κυρά-Κούλα την χαρτορίχτρα τής γειτονιάς, μέχρι τον άκαπνο βάτραχο-πτέραρχο-στρατηγό τής Μεσογείου γωνιάς.) Και ξέρετε ποιό είναι το πλέον αστείο, το εκκωφαντικό; Ότι όσο ΑΠΟΛΥΤΩΣ οι ζωές αυτών των ολίγων μου αγαπημένων και εκλεκτών μου αναγνωστών είναι ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ από την δική μου, τόσο χιλιαπλάσιοι είναι οι κραυγαλέοι όρκοι πίστης και φιλίας, οι σιωπηλοί ύμνοι κατανόησης και συμπαράταξης, οι πυριφλεγείς δηλώσεις αναγνώρισης και λατρείας. Τί ακροθιγώς και λεπτοφυώς έσταξα σε κάποιον; "Υou don't have to be Ντάνης ΦΩΤΟΣ φίλε μου. Εκτός απ' το ότι δεν είναι δα και κάτι τόσο σπέσιαλ ετούτος, να 'σαι σίγουρος ότι δεν θες και δεν θα αντέξεις ούτε ένα λεπτό απ' την δική του ζωή.» Τί είπα σε έναν άλλον, που επέμενε να με επαινεί μεν, μα εμμένοντας στην δικούλα χειριστικούλα αποψούλα του; (Τούτο μόνο ελληνομουνόπαιδο το 'χει εντελώς καταφέρει: να θέλει να σού πλασσάρει – και να σε πείσει κιόλας – για την συμφωνία του, την στιγμή που expressis verbis και ασκαρδαμυκτί ρήμασι [τρίτο sic] σού σπρεχάρει την ακλόνητή του την διαφωνία!) «Επειδή φίλε μου συνομιλούμε, γράφω π.χ. εγώ και σχολιάζεις π.χ. εσύ, δεν σημαίνει ότι συμφωνείς, ότι συμφωνώ, ότι συμφωνούμε. Πόσω μάλλον ότι συνεννοούμαστε, ότι καταλαβαίνεις, ότι σε αντιλαμβάνομαι εγώ».
Κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός, αυτό είναι όλο και όλη μας η μαγεία. Εγώ δεν έχω τα λεφτά τού business-star Μπέζος, αλλά τουλάχιστον δεν είμαι μπιτ-καραφλός, ούτε με δάγκωσε τόσο δυνατά, συμφώνως-τω-νόμω και χαμογελαστά το γυναικάκι στην αναχώρησή του. Εγώ δεν έχω το στήθος τού muscle-star Σβαρτζενέγκερ, αλλά ευτυχώς δεν χρειάστηκε να κάτσω χανουμάκι τού Τζο Γουάϊντερ, ούτε να με ψηφίσουν κυβερνήτη οι καλιφορνέζοι οι ηλιόλουστοι, που 'χαν ψηφίσει για το ίδιο οφφίτσιο τον γαμάτο Τζέρρυ Μπράουν, της Τζέην Φόντα το βίτσιο. Κι εγώ δεν έχω το πέος τού porno-star Πήτερ Νορθ που κολύμπησε στα πλέον επαγγελματικά και πανέμορφα αιδοία τής κινηματογραφικής-έστω-κλίνης, αλλά τουλάχιστον δεν με φθονεί σύμπαν το παγκόσμιον ανδρικόν γένος, τόσο για τις χορταστικές επιδόσεις του, όσο και τις ζηλευτές παρτεναίρ του. Κάθε άνθρωπος είναι σεβαστός κι ολοκληρωμένος, πλήρης και τέλειος, προικισμένος και φωτισμένος: δεν χρειάζεται λοιπόν «ν' αγαπάς» ούτε τον πανάγνωστο Ντάνη ΦΩΤΟ, ούτε την πασίγνωστη Λένα Μαντά. Δεν χρειάζεται «να μισείς» ούτε την μπουμπού Χρύσα Δημουλίδου, ούτε τον μπεμπέ Χρήστο Χωμενίδη. Είσαι ελεύθερος να κοροϊδεύεις τον Βασίλη Λεβέντη (που τότε τον ψήφισες), όσο και να ψηφίζεις τον Κυριάκο Βελόπουλο (που τον κοροϊδεύεις τώρα). Κι είσαι ελεύθερος να καταριέσαι τον καπιταλιστή-νεοφιλελεύθερο-κατασταλτικό Κυριάκο Μητσοτάκη (που σε βγάζει επιδοτούμενο-τροφαντώς και μ' ελάχιστα-σχετικά θύματα απ' την επιδημία), όσο και να υμνείς τον φιλεργατικό-φιλολαϊκό-φιλομπαχαλάκια Αλέξη Τσίπρα (που και αυτός θα σε τάϊζε επιδόματα, αλλά απ' τα θύματα τής πολιτικής-κυβερνητικής-υπηρεσιακής ασχετίλας του η Ελλάδα μισή θα 'χε μείνει).
Ήταν λοιπόν ο γερμανός θεατρικός συγγραφέας Χαννς Γιόχστ που είπε επί-λέξει το λαμπρά-αληθινό «Όταν ακούω την λέξη 'κουλτούρα', ελευθερώνω την ασφάλεια του πιστολιού μου», (και όχι ο μισητός Γιόζεφ Γκαίμπελς το λάθος-αντιγραφέν «Όπου ακούω λόγια αγάπης, παίρνω το όπλο μου».) Έτσι λοιπόν – αλλά ΔΙΟΛΟΥ έτσι – κι εγώ ο ανύπαρκτος, όταν ακούω να «με παινεύουνε» και να μού λένε «πόσο-μα-πόσο με καταλαβαίνουνε», απλώς κοιτώ στα μάτια βαθιά τον συνομιλητή μου και προσπαθώ να αντιληφθώ τί μού λέει «μπροστά» και τί δεν μου μολογά από «πίσω». Ποιά ακριβώς είναι η δική του ζωή και τί περίπου βλέπει κι επιθυμεί στην δική μου; Ποιό είναι το δικό του «δείγμα γραφής» και τί αγαπά ή γουστάρει στα κείμενά μου; Τί κρατά απ' τις λέξεις μου και γιατί/πού/πώς τις «χρησιμοποιεί» τούτες; Τί γνωρίζει απ' την ζωή μου τις πράξεις μου – οι οποίες ΕΥΘΕΙΑ-ΕΙΛΙΚΡΙΝΗ-ΑΠΟΛΥΤΗ σχέση έχουν με την ΔΙΚΗ μου ζωή ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ – και πού/πώς/γιατί την/τις συ-σχετίζει με την δική ΤΟΥ; Τί μυρίζομαι, τί αισθάνομαι, τί πιστεύω λοιπόν; Ότι κάπου ο ίδιος εγώ (ως άνθρωπος) και κάπου τα γραπτά μου (ως ιδέες-εικόνες) ένα δικό του κενό τού γεμίζουνε, κάτι τού λείπει και τού το δίνω εγώ, κάτι επιθυμεί που εγώ το 'χω και κάτι αποζητά που δεν τολμά να σηκωθεί να το πάρει αυτός. Δεν είμαστε ίδιοι... κανείς και ουδείς φίλες και φίλοι, και όπως έχει κεντήσει ο αμίμητος Νίκος Σταυρίδης στα ΚΙΤΡΙΝΑ ΓΑΝΤΙΑ... «Άλλο ένας κύριος και μία κυρία, άλλο δύο κυρίες, άλλο τρεις παπάδες, άλλο τέσσερις πυροσβέστες, άλλο πέντε γεωπόνοι και άλλο η Λεγεώνα των Ξένων»! Και μη βάζουμε την αγάπη μπροστά, ώστε το μίσος να κρύψουμε. Μη βάζουμε την εύκολη και ανέξοδη φιλία μπροστά, ώστε την αδιέξοδη και ατέρμονη έχθρα να θάψουμε πίσω. Μη βάζουμε την κολακευτική και κοινωνική αναγνώριση μπροστά, ώστε την ελλοχεύουσα κι υποβόσκουσα υποτίμηση να τυλίξουμε πίσω. Θα το προσεγγίσω τολμηρά όμως και από αλλού – ώστε να μη μείνει η ελαχίστη αμφιβολία – με τα λόγια τού εξαιρετικού Τσαζ Παλμιντέρι, στο ΝτεΝιροϊκό A BRONX TALE: "I'd rather be feared, than loved" – πιο ειλικρινές, ευθύ και τίμιο, ανθρώπινα διαμπερές και ηρωϊκά ευκρινές αυτό είναι. (Εγώ-μουά-προσωπικά δεν επιλέγω ΚΑΝΕΝΑ απ' τα δύο: ούτε αγάπη, ούτε φόβο. Ούτε μίσος, ούτε γλυψιά. Ούτε ψευτιά, ούτε αλήθεια. Επέλεξα εδώ και ΠΟΛΥ καιρό να είμαι ΕΓΩ – and/with/for whatever this is – κι αν δεν φτάνει ΑΥΤΟ, δεν έχω κάτι ΑΛΛΟ κι ούτε για τον ΚΑΘΕΝΑ να φτιάξω/να πλασσάρω/να πουλήσω κάτι ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ πρόκειται.)
Εάν εγώ έγραψα τέσσερα βιβλία, τετρακόσια κείμενα και τέσσερις χιλιάδες σελίδες, αυτά όλα είναι ίχνη γραφής και ίχνη ζωής, ίχνη ανάσας και ίχνη ψυχής. ΔΕΝ είναι ενδείξεις κανενός, όσο κι αν φλέγονται ή σωπαίνουν ετούτοι. Δεν είναι προτροπές ή υποδείξεις ουδενός, όσο κι αν τα κοπιάρουν και μου τα αποδίδουνε ολοθέρμως. Και δεν είναι διδασκαλίες και εντολές προπαντός, όσο κι αν μεταφέρουν απ' τις σαθρές πλάτες μου στις αδρές λέξεις μου σοφίες αιώνων ή κλανιές δευτερόλεπτων, μαγείες χιλιετιών ή πορδές χτεσινών, ουρανομήκεις ευχές ή κατάρες αγέννητων κιόλας. Ό,τι έγραψα, εγώ το πάτησα εγώ το πέρασα και με όποιο προσωπικό κόστος και τίμημα, εγώ το 'βαλα όσο ντανηφωτότερα [τέταρτο sic] μπορούσα στο χαρτί (κι ετούτο είναι ΗΔΗ πολύ, άσε δε περισσότερο πώς να είναι). Ό,τι έζησα, εγώ το κάλεσα κι εγώ το δέχτηκα, εγώ το πάλεψα κι εγώ το αγκάλιασα, εγώ το έδιωξα κι εγώ το 'χασα κι αν κατάφερα να το βάλω – ό,τι μπόρεσα, όπως μπόρεσα – εγώ στο χαρτί, για ΤΟΥΤΟ μόνον ΕΓΩ υπεύθυνος ΕΙΜΑΙ. Ναι. Το «μέλι» είναι γλυκό, μα το φτιάχνει η μέλισσα που τσιμπά και πονάει. (Γι' αυτό ακριβώς για να τής το πάρεις εσύ πρέπει ν' ανάψεις φωτιά, να την διώξεις με την καπνιά, να ντυθείς ειδικά και να καλυφθείς ολικά, εάν θέλεις να τής τ' αρπάξεις. Και μετά τής κοπανάς το καπάκι εσύ και σηκώνεσαι τελειωμένος-ικανοποιημένος να φύγεις, την ρωτάς όμως την μέλισσα που τής πήρες το βιός της...;) Έτσι κάνουν λοιπόν – θα το πω – άπαντες οι αναγνώστες και απαξάπαντες, σχεδόν-όλοι και οι ελάχιστοι οι δικοί μου. Γεύονται – ναι – το «μέλι» μου, τούς μένει η γλύκα στο στόμα και την ψυχή, γλυκαίνονται και την καλή τους κουβέντα θα μού την πουν, μα κατά βάθος μού «τηνε λένε»! Αν όχι τώρα και μπροστά μου, προσεχώς κι από πίσω μου. Αν όχι μετά κι ίσως κάποτε, οπωσδήποτε σε χρόνο μέλλοντα, άγνωστο και ανύπαρκτο τώρα. Ως politically-correct Δυτικοί άνθρωποι – παρ' όλο το ΕΑΜιστάν και την ΠΑΣΟΚίλα – θεωρούμε τα συναισθήματά μας ως γνήσια και αμόλυντα, ιερά και αδιάψευστα, καθαγιασμένα και απρόσβλητα, άπαντες είναι Άγιοι Παΐσιοι και άπασες Μητερούλες Τερέζες. (Ξεχνούν οι σκόπιμα-ξεχασιάρηδες πως έως προχθές με τον Γέροντα Παστίτσιο γελούσανε και τονε παίζανε με την Τερέζα Ορλόφσκι.)
Ειδοποιώ λοιπόν, μια και στο τέλος φθάσαμε, ότι θα το «χοντρύνω» – δηλαδή ξανά την Αλήθεια, Γυμνή και για τούτο Πανίσχυρη, θα ειπώ: η μία μάνα που με γέννησε, ανέλαβε την δική της ζωή και πορεία, εντελώς «μ' έγραψε» και με ξέγραψε, υπέκυψε στις δικές της δουλείες και σοφά έπραξε. Οι δύο φίλοι που στην ζωή μου απέκτησα, ανέλαβαν τις δικές τους ζωές και πορείες, τελικώς με «ενέγραψαν» και με ξέχασαν, προσέπεσαν στα δικά τους αιδοία και άριστα έκαναν. Οι τρεις γυναίκες που με ευτύχησαν και με δυστύχησαν, τις δικές τους ζωές και πορείες ανέλαβαν, εμένα λατρεύοντας με «διέγραψαν», τους εαυτούς τους κλαίγοντας να διασώσουνε έσπευσαν και ορθότατα βάδισαν. Και οι είκοσι δύο χιλιάδες διακόσιοι εβδομήντα οκτώ αναγνώστες που στην ζωή μου με διάβασαν, έχουν απαρέγκλιτα και πρωτίστως, καρμικά και νομοτελειακά την δική τους ζωή και πορεία να αναλάβουνε δίχως εγγραφές ή διαγραφές, αγάπη ή μίσος, συναισθήματα ή ένστικτο, λόγο ή πράξη και λαμπρότατα φθάνουν ετούτα. Μακρυά από εμένα λοιπόν όλες εκείνες οι πούστικα-διφυείς λέξεις, όπου το ένα συναίσθημα αγκαλιασμένο σφιχτά-μεν το αντίθετο αδελφάκι του περιμένει λυσσακά-δε πότε θα καυλώσει αυτό, για να χύσει εκείνο. Πότε τούτο να κλάψει, ώστε αυτό να γελάσει. Πότε εκείνο θα πεινάσει, ώστε το έτερο να χορτάσει. Αυτό το αιώνιο και πανανθρώπινο παιχνίδι φάσεων και σεληνιακών προσωπείων, αυτό το λυσιτελές φίδι-δάκνον-ουρά, αυτό το αστείο «η κότα τ' αυγό ή το αυγό την κοτούλα» είναι για όσους ΘΕΛΟΥΝ και ΕΠΙΜΕΝΟΥΝ να βλέπουνε τηλεόραση – δηλαδή «από μακριά και αγαπημένοι» ουσιαστικά, δηλαδή «κοιτάτε και μην αγγίζετε» βασικά, δηλαδή «δε γαμιέσαι εσύ κι ο γρύλος σου» τελικά και τελεία.
Κάποια βιβλία έγραψα, κάποια κείμενα έγραψα, κάποιες σελίδες εγώ έχω γράψει – "It's not Panmunjom" είπε ο Πατσίνο στο SCENT of a WOMAN και για να το μεταφέρω ελληνιστί θα πω «Μην το κάνουμε και Κυπριακό»! "This is not a popularity contest" ο Μέγιστος Αλ έχει πει, (δεν θυμάμαι σε ποία ταινία): ούτε εγώ o Ρουβάς είμαι να στήσω fan-club, ούτε οι ολίγοι αναγνώστες μου – πέραν του αντίτιμου τού βιβλίου μου – μού χρωστούν κάτι άλλο. Οι θαφτικές σιωπές είναι για μένα ολόϊδιες με τις εκκωφαντικές τις βρισιές, τα γλυκά λόγια σήμερα πανεύκολα και ανθρώπινα γίνονται πικρούλες παρόλες αύριο, οι ατάκες οι ζηλευτές χτες είναι θέμα ωρών/μηνών/ετών να καταντήσουν από ωμές και νωπές μπηχτές, έως αιμοσταγείς φονικές πράξεις στο μέλλον. (Τα κοιμητήρια δεν είναι γεμάτα μόνο νεκρούς: είναι καργαρισμένα κυρίως από αναίτιους φονευθέντες, προδοθέντες αθώους, ειλικρινείς μπροστάρηδες και τελευταίους ημίθεους – ξαναδιαβάστε εσείς οι 439 αληθώς-τυχεροί το 17ο Κεφάλαιο στο «τα τρία μι», στην σελίδα 476 και με τίτλο «Μια πεντάρα λοιπόν και τέσσερεις χαμάληδες» και θα κάτσει μαλακά και σφικτά, παντελώς και σωστά η κεφαλή τού μοτέρ στων κυλίνδρων το σώμα. Θα πιαστεί φυσικά σιωπηλά τού παιδιού η γροθιά, στου πατέρα το χέρι. Θα αναπαυθεί τελικά τού ανθρώπου η ψυχή, στου θεού την αγκάλη. (Εμ γι' ΑΥΤΟ γράφτηκε η ευχολογία-και-διόλου επικήδειος τής μυθιστορηματικής μου Μαρίας.)
Τριάντα πέντε συναπτά χρόνια εγώ γράφω μιλώ και τί έχω «εισπράξει»; (Τα εισαγωγικά βάζω, γιατί ποτέ δεν έζησα από τα βιβλία μου, ελάχιστα «φράγκα» απ' αυτά έπιασα στα χεράκια μου και δεν με πειράζει διόλου ετούτο.) Η Λογοτεχνία «βρε κουτά» – καταπώς έλεγε η χαλκιδαία παγώνα στις αθηναίες κότες – δεν είναι, ούτε διαθέτει ΑΤΜ (ήτοι Automatic Transaction Μachine), να βάζεις να παίρνεις αυτόματα, να τούς λες να σού λένε αβάδιστα, να σού καταθέτουν αυτοί και να τοκίζεις εσύ αβασάνιστα. Πώς το κατάλαβα τούτο εγώ και γιατί το λέω ετούτο; Γιατί κάθε φορά που κάτι προχώ έγραφα/γράφω πέφτει «Άκρα Tάφου Μουνόπλακα», δηλαδή κάτι ανάμεσα σε «μουνόπλακα» και «άκρα του τάφου σιωπή» – χα! Με την πρώτη λέξη «έπαθα μουνόπλακα» λέμε για κάτι που μάς τρέλλανε μάς χαροποίησε, μας εκτόξευσε και μάς ανάστησε, μας καύλωσε μάς γάμησε μάς έχυσε και μας αγκάλιασε τελικά. Και την δεύτερη φράση «άκρα του τάφου σιωπή» μπορεί εγώ να την πρωτοδιάβασα στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» τού Διονύσιου Σολωμού, μα την ζω εδώ και 35 συναπτά χρόνια νομίζοντας ότι έδωσα τρέλλα χαρά, εκτόξευση και ανάσταση, καύλα γαμήσι χύσιμο κι αγκαλιά, ενώ αντιθέτως επί όλα ετούτα τα χρόνια έχω κολυμπήσει πνιγεί και χαθεί μέσα στην τρομακτικότερη και πιο ερεβώδη «σιωπή», ενός ζωντανού φασαριόζικου και πολυλογάδικου «τάφου». And to add insult to injury ή αλάτι στην πληγή, λεμόνι στον αχινό, γάτες στα σκυλιά και νιτρογλυκερίνη στο τζάκι, αυτό γίνεται στα «άκρα» στην άκρη στο άκρον, στα όρια στην αιχμή στον γκρεμό, της υπερβολής τού πεταματού και του χάους, της θανάτωσης τής εξόντωσης και του τέλους.
Και κάτι ακόμα, last but not least.
Υπάρχουν τέσσερεις τύποι ανθρώπων στην ζωή: 1ος/ αυτοί που έχουνε ζήσει κι έχουν γενναία δημοσιοποιήσει τούς δικούς τους λογαριασμούς, 2ος/ αυτοί που δεν έχουνε ζήσει και ξεφτιλίζουνε πρόστυχα των άλλων τούς λογαριασμούς, 3ος/ αυτοί που δεν έχουνε ζήσει, μα γροικούν εντρυφούν μελετούν σιωπηλά των άλλων τούς λογαριασμούς και 4ος/ αυτοί που ΚΑΙ δεν έχουνε ζήσει ΚΑΙ «δε δίνουν κανένα λογαριασμό, δεν παίρνουν κανένα λογαριασμό», καταπώς τόσο γραικοειδώς-επιτυχημένα έχει πει η τόσο σοφή-στην-μαλακία-της εκείνη διαφήμιση. Όσοι κι όποιοι πιστεύουν ότι η γλώσσα είναι σκληρή και τα δοντάκια τους μαλακά, ν' αλλάξουν οδοντίατρο ή βουρτσάκι, καθώς πλανώνται πλάνην οικτράν: η γλώσσα είναι λεία-ξαπλωμένη-γλυκιά, τα δόντια είναι κοφτερά-κάθετα-πικρά και ό,τι κι αν οι άνθρωποι τής ιστορίας μου σκαρφιστούν, την Τάξη Πνεύματος και Αρμονία Ζωής, Ιερότητα Αίματος και Αναγκαιότητα τής Ποινής, την ανθρώπινη Ευλογία και Χάριτι θεία δεν δύνανται ν' ανατρέψουν. Όσο κι αν τις χαϊδέψουν τις καλοπιάσουν αυτοί, το κωλόχαρτό τους χαλάν, με το οποίο επιμένουν να καλύπτονται να μακιγιάρονται οι κουτούτσικοι κιόλας. Ακόμη. Για πάντα.
Έως ότου αντιληφθούν, γονατίσουν προσευχηθούν, ελεηθούνε κι οδηγηθούν, ευχαριστήσουν κι αγαπηθούνε.
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2020