Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024

Ο τάφος τής Κούλας μου. (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)

 

 

Aυτός είναι ο οικογενειακός τάφος μας, απ' την μεριά τής μητέρας μου. Η γιαγιά μου – και μάνα της – πολύύύ πριν πεθάνει, πήγε στο 2ο Νεκροταφείο Αθηνών εκεί στην Ριζούπολη και αγόρασε έναν κεντρικό, μεγάλο και δίπλα-στην-είσοδο χώρο κι εκεί έκτισε ένα τριώροφο(!) τάφο.


(Θα μείνω λίγο εδώ και σ' αυτόν, και δεν μ' έχει πιάσει θανατολαγνεία τώρα-τελευταία στα εξηνταπέντε μου, ούτε καρυωτακισμός κυψελιώτικος.)


Περίεργο δεν είναι μιά αμόρφωτη ελευσίνια γραία να φροντίζει τα «μεταφυσικά» τα θανατικά, πολύ πριν οι εγγόνες της π.χ. πλακωθούνε στην «εναλλάχτα»; Τί έκανε την σεπολιώτισσα γριά να σύρει τα πρησμένα, κυτταριτιδικά και φλεβιασμένα ποδάρια της ως εκεί και να χτίσει – με ιδία επιμέλεια, τόσο σχεδιαστική, όσο και εκτελεστική – ΤΟΥΤΟΝ τον ΓΑΜΑΤΟ τον τάφο; (Κοιτώ τα σπίτια-τις επαύλεις-τις βιλλίτσες-τα εξοχικά που συγγενάκια μου έχουν οπουδήποτε χτίσει και, παρ' όλα τα φράγκα τους και τα μούτρα τους, τα πτυχία τους και την εξυπνιά τους, έχουν μωρέ χτίσει κάάάτι εκτρώματα, έχουνε τσιμεντώσει κάάάτι αρχιτεκτονικές «απόψεις» οικιστικές και στυλιστικές... που ούτε ο χάρτινος κυρ-Μέντιος ο γάϊδαρος απ' το «τα τρία μι» δεν πάει να μείνει εκεί μέσα!)


First things first, όμως. Στα τέλη τής δεκαετίας τού '50 και στην ανατολή των λαμπρών Sixties μας πήγε η γιαγιά μου η Κούλα και «τά 'σκασε» στον Δήμο Αθηναίων χοντρά και αρχοντικά, για να αποκτήσει και να φτιάξει τον τάφο της. Και λέω τάφο «της» γιατί ΟΛΟΔΙΚΟΣ τούτος της ήταν, καθώς εκείνη το σκέφτηκε και το αποφάσισε, εκείνη το σχεδίασε και το εκτέλεσε, εκείνη τον τέλειωσε και δεύτερη-η-έρμη μπήκε του μέσα. Κι όταν αρχές τού '60 – το 1962 ή το 1964; – μπήκε πρώτος ο θείος μου Τάκης ο πολυαγαπημένος ο γιόκας της, ήταν τόσος και τέτοιος ο θρήνος που κάλλιο να 'χε ο πούστης ο τάφος ανατιναχτεί, απ' το να χάναμε τέτοιον γλεντζέ και κιμπάρη θείο. Και γιό. Και σύζυγο. Και πατέρα. Και αδελφό και επιχειρηματία, και χαρτοπαίχτη και γυναικά, και Κεντρικής Αγοράς στέλεχος και νυχτερινής ζωής λάτρη – άσ' τα Ντανάκο τα πολλά και λοιπά, ουδείς σε διαβάζει και ουδείς ενδιαφέρεται πια να μάθει να φανταστεί, τί και ποιά ήτανε η Αθήνα σου ΤΟΤΕ...


Την πρώτη φορά που επτά-ή-εννέα ετών τον τάφο αντίκρυσα, ήτανε στην κηδεία τού θείου μου Τάκη. Σύσσωμη η οικογένεια την εκκλησία τού Αγίου Ισίδωρου ξεχείλισε, σύσσωμη η Αγορά το Β' Νεκροταφείο πλημμύρισε, το πένθος κι ο πόνος ήτανε τόσο βαριά και πηχτά που την βροχερή κείνη άνοιξη αδυνατούσες ανάμεσα στα μάρμαρα και τα κυπαρίσσια να περπατήσεις. Ήταν σαρανταδύο χρονών όταν ο θειός μου Τάκης από καρδιά πέθανε, στον ύπνο του μέσα. Είχε πάει ένα ολιγοήμερο ταξιδάκι αναψυχής στην Ρώμη(!) με δυό-τρία αστοφραγκάτα και συζυγοπνιγμένα κολλητάρια του, παίξαν ολοβραδύς πόκα πίνοντας και καπνίζοντας και το πρωί που οι υπόλοιποι μαχμουρλήδες ξυρίζονταν, ο θειός μου Τάκης είχε ήδη παγώσει. Η κηδεία του λοιπόν ήταν η πρώτη «μου» κηδεία που πήγαινα, με υποχρέωσαν να βάλω τα καλά μου από νωρίς και στο σχολείο μου δεν μ' αφήσαν να πάω, μέχρι να ετοιμαστούμε για την τελετή η μονοκατοικία τής Κυψέλης είχε ανοίξει πορτοπαράθυρα και τα κλάμματα με τους καπνούς, τα κονιάκ κι οι καφέδες, τα λουλούδια και οι μαυροφορεμένες καραμουνάρες συγγενείς-μα-και-άγνωστες με είχανε καθηλώσει τελείως. (Μόνον εγώ μπορώ να γράψω πόσο ερωτική και καυλιάρα, πορνική παρτουζιάρα, πολλαπλοργασμική κι ακατάβλητα ανδροφαγική μπορεί να είναι μία γυναίκα που πενθεί και φορά μαύρα – κι εμένα μη νομίζετε, ο Μ. Καραγάτσης μού 'δωσε την δική του την θέση!)


Όταν κατέβηκε το βαρύ και εβένινο φέρετρο τα τρία στενά και απότομα σκαλοπάτια τού τάφου, τότε το πώς δεν ραγίσαν τα λευκά κι επιβλητικά μα σεμνά μάρμαρα, ούτε σήμερα μπορώ να το εξηγήσω. Εγώ δεν έκλαψα, γιατί άμα κλαίνε τόσοι πολλοί γύρω σου, εσένα σε πιάνει η συχνουρία! (Πώς η τρίτη μου γυναίκα έβαζε τόσο ηλιθίως κι ευκόλως συχνά τα ξεπλυματικά κλάμματα, μη επιτρέποντάς μου εμένα αντιστοίχως και στοιχειωδώς καν να δακρύσω; Ε, κάτι τέτοιο στο μουνοειδές το ανάποδο!!) Το πένθος δεν ταίριαζε στον τάφο αυτόν όσο στο περίφημο "Mourning becomes Electra" τού Ευγενίου Ο' Νηλ, οι ελευσινιοαρβανίτικες καταβολές τής εκ-μητρός φάρας μου ερχόνταν σε σύγκρουση με τις λιτές «Πικιωνικές» γραμμές τού «μνημείου»! Τα βαριά και μεθυστικά αρώματα των γυναικών, ανακατεμένα με τον ιδρώτα και τα δάκρυά τους, κατέστειλαν τα λιβάνια των ιερέων, τα σόλα των ψαλτών, τα βογκητά συγγενών και τις σιωπές των παρισταμένων γαμπρών και άσχετων με το σόϊ. Πλησίασα κοντά, κι όταν εξήλθαν τού ελαχίστου στενού και ημιϋπόγειου χώρου τού τάφου οι κοντινοί, ώστε να μπούνε οι χτίστες και την νεκρική θαλάμη τού Τάκη μας να τσιμεντοκονιάσουν, τότε ένα σύγκρυο διαπέρασε την σπονδυλική στήλη μου, σύγκρυο ολόϊδιο και εξ ίσου σπαρταριστό μ' όταν αντίκρυσα την πρώτη κάννη να με κοιτά, μ' όταν αντίκρυσα το πρώτο αιδοίο να με προσμένει, μ' όταν αντίκρυσα τον απ' το χέρι μου θάνατο στα 17μ. βαθιά, εκεί στα γαλανά νερά τής Αμοργού που γι' αυτόν έχω γράψει.


Μια-δυό φορές τον χρόνο λοιπόν – κυρίως τούτα τα τελευταία μου χρόνια – παίρνω το σακκίδιο, νερό και καπέλλο μου και περπατώ από την Κυψέλη ως την Ριζούπολη πέρα. Και δεν ξέρω γιατί, καθώς πλησιάζω βουρκώνω, δίχως να καταφέρω να ξεσπάσω να κλάψω καθαρτικά-τελικά, δίχως να μπορώ να εξηγήσω αυτόν τον αιφνίδιο και πεντάστεγνο λυρισμό μου. Έτσι και χθες. Που πήγα εκεί, μια Κυριακή τού Οκτώβρη τού 2020, ολόκληρα εξήντα (60) χρόνια μετά απ' την κτίση τού τάφου. Οι συγκεκριμένες γάτες ήταν σταθερά άπιαστες και παχιές, ο τάφος ήταν σταθερά στρωμένος πευκοβελόνες και τα παχιά σκουλήκια είχαν – όπως πάντα – κάνει φωλιές ανάμεσα στις ρωγμές των μαρμάρων. Παίρνω ένα φαράσι που ισόβια στέκεται όρθιο κάπου εκεί, δανείζομαι από 'ναν άλλον τάφο μια σκούπα και πλακώνομαι στην απολαυστική φασίνα τού κτίσματος – λες και κάνω καθαρισμό εντέρου με την Λίντα Εβαντζελίστα (στην καλύτερη), λες και κάνω ωριαία ψυχανάλυση με τον Ζίγκμουντ Φρόϋντ (στην χειρότερη). Τονε κάνω λαμπίκο τον τάφο τής μισής μου οικογένειας, αφότου η μάνα μου πια δεν μπορεί να σύρει τα πόδια της και να φροντίσει τούς δικούς της νεκρούς – όπως κάποτε – που την νεκρώσαν εκείνοι.


«Κλήσις» λοιπόν, «ψυχών ένδον» κάνω εγώ κι ορίστε οι τεθνεώτες δικοί μου: Δημήτριος – Τάκης – Ρήγος (ο θειός), Αγγελική Ρήγου (η γιαγιά), Ιωάννης Ρήγος (ο παππούς), Τζέλλα Ρήγου (η εξαδέλφη μου), Καίτη Ρήγου (η μάνα της και σύζυγος Τάκη) and last but not least, o θείος μου Θάνος. Όπως ήδη εγώ έγραψα και βεβαίως αντιληφθήκατε εσείς, δεν υπάρχει ίχνος Φωταίϊκου αίματος, μέσα στο ελευσίνιο-σεπολιώτικο-κυψελιώτικο «ίδρυμα» τούτο. Γιατί προτού πεθάνει ο πατέρας μου, ιδία επιθυμία εξεδήλωσε να ταφεί στις Δρυμάδες τού Πωγωνίου, (πράγμα το οποίο εγώ πιστά και εις το ακέραιον εξετέλεσα, και δεν μου το συγχωρήσαν ποτέ οι σκορδοπαραδόπιστες που άφησε πίσω του – άντε μην πω καμμιά ακατάλληλη μα πρέπουσα λέξη...) Η γιαγιά μου πέθανε από τον καημό τού πρωτότοκού της τού καμαριού, ο παππούς μου έζησε λίγο ακόμη και πέθανε ελαφρά μαλακά, σβήνοντας αθόρυβα και γλυκά από παραίτηση και ξεπέτα. Η Τζέλλα το κορίτσι μας, στα σαράντα της πήδηξε από το παράθυρο στην Σπετσών και πολλά χρόνια μετά, την ακολούθησε μέσω-κλίνης και η Καίτη η μάνα της, ο δε θείος Θάνος έσβησε κατάκοιτος και χαμογελαστός στα Βριλήσσια.


Ένα θα πω: εκείνοι που είναι θαμμένοι στον # 4276 τάφο τού Β' Νεκροταφείου Αθηνών ήταν ΟΙ ΜΟΝΟΙ που αληθινά και βαθιά με αγάπησαν στην ζωή, το γράφω ΚΑΙ το σφραγίζω. (Αυτό σκέφτηκα χτες, καθώς σκούπιζα και τον τάφο συγύριζα.) Δεν είναι τυχαίο αυτό, και ορίστε από μένα το πώς και γιατί, λεπτομερώς κι αναλυτικώς όπως πάντα: όσο κι αν το «Φώτος» επίθετό μου προέρχεται απ' το φως, όλοι σ' ετούτο το μαλακισμένο κλειστό, ψωροφαντασμένο κενόδοξο, ταπωμένο κι αδικημένο σόϊ ήταν, είναι και θα 'ναι τυφλοί. Όσο όμως κι αν το άλλο «ήμισύ» μου προέρχεται απ' την οικογένεια Ρήγου, το «Ρήγος» προέρχεται απ' το ρίγος κι ΑΥΤΟ εγώ προτιμώ, καθώς είναι σωματικό και συναισθηματικό χαρακτηριστικό τούτο. Χίλιες φορές να ριγάς, παρά να φωτάς – λέω εγώ, που πέτσες βγάλαν τα γονατάκια μου μπας κι αλλάξω λάμπες τού Βούδδα, κήλες έβγαλε η μεσούλα μου μπας και πιάσω στασίδι στο ελληνικό αυθαίρετο Παραδείσου και Κόλασης μέσα. Τρίχες. Το Φωταίϊκο καμωνότανε ενώ το Ρηγαίϊκο βασανιζότανε, οι πρώτοι κρατούσαν αφαλοκομμένοι το στόμα τους και οι δεύτεροι λύναν πισωπλάτικα το στόμα τους – άνθρωποι είναι όλοι τους, πάντα.



Εμένα όμως ο τάφος ΑΥΤΟΣ με νοιάζει σήμερα και για ΤΟΥΤΟΝ μιλώ τώρα. Καθώς πάω εκεί μια-δυό φορές τον χρόνο και περνάω εκεί μια-δυό ώρες κάθε φορά. Κι ησυχάζω καθώς χαϊδεύω τα μάρμαρα, μιλάω στην Κούλα στην Τζέλλα, στον Θάνο στον Τάκη, στον Γιάννη στην Καίτη – αυτούς. Στην Κούλα που με αγκάλιαζε και βυθιζόμουν στις πλαδαρές κρεμαστές δίπλες της. Στην Τζέλλα που μου γνώρισε τα παντελόνια-καμπάνες και τους Chicago Transit Authority. Στον θείο μου Θάνο που με έπαιρνε για χειμωνιάτικο πρωϊνό μπάνιο στο Έδεμ με το Volkswagen του και στον Τάκη που κοτζάμου-μαντράχαλος έπεφτε στο περσικό χαλί τού σαλονιού του, να τον ιππεύσω πιτσιρίκος εγώ για να παίξουμε. Στον Γιάννη τον παππού μου που τον έζησα και τονε βαρέθηκα να διαβάζει όλο εφημερίδες και να καπνίζει συνέχεια και στην θεία μου Καίτη που μου αγόρασε απ' το κολωνακιώτικο Ritsi το πρώτο γκομενίστικο και πανάκριβο πουλόβερ μου Jean Patou.


Αυτοί με αγάπησαν, όχι επειδή μού κάνανε τα χατήρια ή μαζί μου παίζανε, όχι επειδή μού αγόραζαν δώρα πανάκριβα ή μου δίνανε κρυφά χαρτζιλίκι. Με αγάπησαν τούτοι ΓΙΑΤΙ ΜΟΥ ΤΟ ΕΔΕΙΞΑΝ και ΜΟΥ ΤΟ 'ΔΩΣΑΝ, σε πλήρη, συγκλονιστική κι αηδή αντίθεση με άλλους ζωντανούς ή νεκρούς, παρόντες ή απόντες, ψυχασθενείς ή κανονικούς. Και σε ό,τι αφορά σε τάφους αλλωνών, ο πατέρας μου είναι θαμμένος στην Ήπειρο και η θεία μου Τέτα – του Θάνου η σύζυγος – είναι παραχωμένη σ' έναν λάκκο στο Χαλάνδρι-προς-Πεντέλη-μεριά. Αυτό έχω και θα συμπληρώσω λοιπόν:


Ο τάφος τού Β' Νεκροταφείου Αθηνών αποτελεί για τον ζώντα-ακόμα εμένα ένα μαρμάρινο και ακίνητο «θωρηκτό αγάπης», απ' το οποίο ΤΩΡΑ-ΠΙΑ δύναμαι να αντιληφθώ και να «ξυλευθώ», ν' «ανθρακεύσω» και να πορευτώ, να επιζήσω έως ότου τελειώσω. Οι ζωντανοί που σ' αγάπησαν και σ' το «δειξοέδωσαν» [sic], όταν πεθάνουν σ' αγαπάνε διπλά... και το νιώθω εγώ αυτό πια, όταν στο Δεύτερο Νεκροταφείο πηγαίνω. Ίσως τώρα να έχω γίνει απολύτως ευαίσθητος, ίσως πάλι έχω φάει τόση λοιπή και περιττή, μαλακισμένη κι ανίερη «σκατούρα» απ' τα λοιπά των σογιών μου, που «ξεκαυλωτική πενταήμερη» είναι εκείνο το δίωρο στην Ριζούπολη, αναψυχή σκέτη. (Έχετε κι εσείς μωρέ παιδί μου το δίκιο σας: σιχαίνομαι να ανακατεύω χτεσινά με σημερινά, μα το γράψιμό μου σ' αυτό το εκρηξιγενές κι απαράδεκτο μίγμα βασίστηκε κι είναι αργά πλέον για ν' αλλάξει εκ βάθους πια τώρα.)


Ο τάφος τού Β' Νεκροταφείου Αθηνών αποτελεί για εμένα «πιο σπίτι μου κι από το σπίτι μου», γιατί απλούστατα σήμερα εγώ σπίτι δεν έχω. Εκεί που πρωτομεγάλωσα, αλωνίζει και κοκκο-ρεύεται κληρονομοεπενδυτικά το «αδέρφι» μου κι εκεί που ανδρώθηκα πιο μετά, το απειλεί και το διεκδικεί αρπακτικοτσαμπουκαλίδικα το ίδιο «αδέρφι» μου, κακιά του η ώρα. Τα σπίτια που νοίκιασα τόσα χρόνια και έζησα μέσα σ' αυτά, παλατάκια τα έκανα και δεν λένε να με ξεχάσουν: όταν περνώ κάτω απ' την Κυψέλης 87, απ' την Δάφνιδος 2, απ' την Αιγιάλη τής Αμοργού και απ' την Rogers Ave. κει στο Somerville στην Βοστώνη, τούβλα ταπετσαρίες και είδη υγιεινής, παράθυρα πόρτες καλοριφέρ και πατώματα τρέμουν κι ιδρώνουνε, ανατριχιάζουν με χαιρετούν, με θυμούνται και κλαίνε για μένα, όπως γι' αυτά τα έμψυχα τα ξύλινα τα μπετά κι εγώ χαίρομαι που τα βλέπω και κλαίω. Τα σπίτια είναι δεύτερες μήτρες που εγώ έχω μπει, ουδείς άλλος λογοτέχνης δύναται τούτο να πει κι εγώ το αφήνω εδώ τούτο.


Καλό είναι αυτό, σαν καλό το βλέπω εγώ πάντως. Αν δεν είσαι φραγκόπουστας μίζερος ή φιλάργυρη δυστυχής, τα σπίτια είναι απλώς ζεστά και ερωτικά ανθρώπινα καταλύμματα, ο τάφος είναι διάδρομος απογείωσης και ο τάφος των Ρήγων εκεί στην Ριζούπολη – αν δεν τεφρωθώ και μετά σκορπιστώ στο Γραμβονήσι μπροστά, όπως έχω διατάξει – ιδανικό μέρος γι' ανάπαυση και μακροημέρευση θα 'ναι, με τους αγαπημένους μου αγκαλιά. Η Κούλα θα μαγειρεύει ολημερίς κι ο Γιάννης θα φέρνει τα ψώνια, με τον Θάνο για μπάνιο θα πηγαίνουμε, παίρνοντας μαζί μας την κρυουλιάρα την Τζέλλα, η Καίτη θα κοιτάζει στην πολυθρόνα της περιοδικά μόδας κι ο Τάκης στο μπάνιο του θα παρφουμαρίζεται για την βραδυνή τους εξόδου. Τί ωραία, τί ζεστά, τί χαρμόσυνα! Κι ανάμεσά τους θα τρέχω εγώ κάνοντας σκανταλιές και βάζοντας τις φωνές, θα αρπάζω μια πατάτα απ' τον φούρνο καυτή, την εφημερίδα τού παππού μου θα σκίζω. Θα αρνούμαι να μπω στην θάλασσα χειμωνιάτικα και θα πετάω νερά στην αραχτή Τζέλλα. Θα στέκομαι στην κάσσα τής πόρτας και θα θαυμάζω τον θεόρατο θείο μου να βάζει Old Spice και θα τρέχω σε κάθε της κάλεσμα τής Καίτης φωνή, να της φέρω τασάκι ή νερό, το τηλέφωνο ή τα χάπια.


Άνθρωποι σήμερα δεν υπάρχουνε δίπλα μου. Τους πιο πολλούς εγώ τούς έδιωξα γιατί με δυσκόλευε η εγωιστική ατζέντα τους στην υπαρξιακή μου οδήγηση [sic], με χάλαγε η ανταλλαγή – "the trade" που διδάσκει-κεντά ο Ρέϋ Τσαρλς στον Ντέϊβιντ Άντισον-Μπρους Γουΐλλις στο MOONLIGHTING – η διαπραγμάτευση και η λογιστική, με τσάντιζε η διπροσωπία, το πείσμα και η δειλία τους, ενίοτε η πουστιά συνδυασμένη με την πουτανιά τους. Τί πρόσφατα όμως διάβασα στον... Μ. Καραγάτση; «Είναι κι αυτοί άνθρωποι» Ντάνη μου κάπου έγραψε ο Μέγας Υποκριτής τούτος και Εξαίσιος Συγγραφεύς, (αν αναλογιστούμε μάλιστα την εποχή που αποπειράθηκε να γράψει και να περιγράψει ετούτος). Ναι Μίτια μου, οπωσδήποτε κύριε Μιχάλη μας, άνθρωποι είναι ΚΙ αυτοί, όπως κι εσύ είσαι κύριε Ντάνη μας – με μια ΜΕΓΑΑΑΛΗ διαφορά όμως: εσύ αγαπάς κι εκείνοι μετρούν, εσύ αγάπησες κι εκείνοι λακίσανε, εσύ ΠΑΝΤΑ θα αγαπάς κι εκείνοι το ίδιο ΠΑΝΤΑ θα χάνουν. Χα! Εμ γι' αυτό βρε κουτά καταφεύγω συχνά, εκεί στον αγαπημένον μου τάφο: γιατί από εκεί παίρνω διόπτευση και πορεία, εκεί τα μάρμαρα όζουν – and they ooze – αγάπη φροντίδα και τρυφερότητα, προσοχή κουβέντα και χάδι. Ο πρώτος αναχωρήσας ο θείος ο Τάκης μου με αγάπησε παράφορα, σαν τον γιό που δεν έκανε. Η γιαγιά μου η Κούλα μ' αγάπησε, γιατί έμοιαζα έλεγε, μ' εκείνον τον αγαπημένο της ανηψιό που έχασε στον πόλεμο, καταρριφθέντα απ' τους Γερμανούς και μηδέποτε ανευρεθέντα. Ο παππούς μου ο συνονόματος με αγαπούσε, γιατί ήταν ο πρώτος που μού είπε – και το κατάλαβα, το 'νιωσα – το «Να έχεις πίστη στον Εαυτό σου». Το Τζελλί με αγάπαγε γιατί με καμάρωνε που γκομένιζα κι από Μουσική ήξερα, της έλεγα τις μοτοπεριπέτειές μου και γελούσε ανέμελα αυτή, όταν τής πήγα «τιμής ένεκεν» το δεύτερό μου βιβλίο. Και ο θείος ο Θάνος μου, ο υπηρετήσας στην ΕΣΑ και ισόβιος βεσπόβιος με καμάρωνε και τα μάτια του χάμω τα έριχνε, μου χαμογελούσε και με ρωτούσε παιχνιδιάρικα-αλανιάρικα τί παίζει από ερωτικές αταξίες.


Ε λοιπόν, θα το πω: ΑΥΤΟΙ ΕΝΑΙ οι αληθινοί κι υπαρκτοί ΑΝΘΡΩΠΟΙ οι ΔΙΚΟΙ ΜΟΥ και ας είναι νεκροί. Γιατί σήμερα αυτοί που 'ναι γύρω μου ζωντανοί, είναι τελείως ψοφίμια κι ευτυχώς διόλου μ' εμένανε ασχολούνται, (άλλο απ' το να κόβονται να μου γαμήσουνε την ζωή, μπας κι η δική τους αποκτήσει ουσία κι αξία). Και εάν έχει φτάσει κανείς με πεθαμένους να ζει (όπως εγώ), δύο τινά μπορεί αυτό να σημαίνει: ή ότι έχει κι ετούτος χαθεί, ή ότι έχει αυτός τα μαλακισμένα εγκόσμια υπερβεί και απολαμβάνει ζωή μέσα-έξω απ' το υπερβατικό «σπίτι του»... που είναι ο τάφος.

(Ορίστε λοιπόν κείμενο κατάθεσης  δυνατό και θέσεως ομολογία αγάπης, γιατί τώρα τελευταία τόσο ευτυχής νιώθω εγώ και από την σπηλιά μου πηγαίνω Ριζούπολη, εκεί στην παρέα των Ρήγων ανάσα να πάρω.)

 

 

 

 

 

  

 

 

 


 

 ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

 

Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2020

Διαβάστηκε 1044 φορές Δευτέρα, 19 Οκτωβρίου 2020 08:13