Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024

Η ζωή που – δεν θέλεις να – ζεις. (Άλλο τί εμάς λες ότι θέλεις). (Γράφει ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ)

 

(23 OKT 21)

 

Η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων πάνω στην γη φοβούνται να ζήσουν. Να τολμήσουνε να ρισκάρουνε, να πάθουν να μάθουνε, να χαρούν ν' απογοητευθούνε. Νομίζουν ότι διαλέγουν – ενώ τούς διαλέγουνε – έναν συγκεκριμένο γνωστό, συλλογικό και αποδεκτό τρόπο ζωής, τον καβαλλάνε αυτόν και πάνε «ευθεία» άχρι τάφου και μνήματος, άνευ μνημόνιου και μνημόσυνου, δίχως κόλλυβα ή κουφέτα.

Γεννιούνται σπουδάζουνε, παντρεύονται και δουλεύουνε, κάνουν παιδάκια και τα σπιτάκια τους φτιάχνουνε, ευζωούν και προκόβουνε, χτίζουν αυθαίρετα και διαρκώς κλέβουνε, κατασκευάζουν δημιουργούν και δακτυλοδεικτούμενοι-ζηλευτοί γίνονται, συνταξιοδοτούνται τρελλαίνονται και ψοφάνε στο τέλος μαρτυρικά, οικογενειακά, κοινωνικά πάντα. (Και «ζωή» το ονομάζουν αυτό, γιατί έτσι κάνουνε όλοι.) Το παίρνω λοιπόν πάνω μου, για να το αναλύσω κι εξηγηθώ ταυτοχρόνως.

Εγώ δεν παντρεύτηκα, την ζωή μου δεν έδεσα, την πορεία μου δεν τσιμέντωσα – γιατί άκουγα μόνο τον εαυτό μου και τις διψασμένες ανάγκες του, υπηρετούσα μόνο τον εαυτό μου και τις απηνείς τύχες του, ικανοποιούσα μόνο τις επιθυμίες μου και τις εκκωφαντικές αποτυχίες τους και στα τυφλά πάντοτε προχωρούσα ψάχνοντας το μυθικό το Αδύνατο, το παροιμιώδες το Θαυμαστό, το άπιαστο το Μυστήριο. (Και δεν είναι λέξεις συγγραφέα ευφάνταστου τούτες.)

Κάθε-μα-κάθε φορά που αλλάζω ζωή, αυτή-τούτη-όλη η αλλαγή με σακατεύει, με διαλύει, με παραλύει. (Είναι σαν κάθε όσα-συναπτά χρόνια να αλλάζεις δουλειά: την μια μπετατζής και την άλλη σύμβουλος διευθύνων, την μία ψαράς και την άλλη ακαδημαϊκός, την μιά υπάλληλος και την άλλη βιομήχανος, την μια τίποτε και την άλλη τα πάντα.) Είχα πολλούς φίλους και αμετρήτους γνωστούς στην ζωή μου: ο καθείς απ' αυτούς την ίδια απολύτως ζωή έκανε με τον άλλον, είτε ήταν ξεφωνημένος ομοφυλόφιλος κι ακολούθως γυναίκα παντρεύτηκε και τα παιδάκια του έκανε, είτε ήταν εφοπλιστής παραδόπιστος που ακολούθως την ζωγραφική ερωτεύτηκε και την δουλειά του παράτησε, είτε ήταν επιχειρηματίας που μετά την παχυλή εξαγορά τής φιρμάρας του στην γιόγκα το έριξε, είτε ήταν απονενοημένη νοικοκυρά που μετά τα εγγόνια της αυτοκτόνησε – ίδιες οι ζωές είναι.

ΕΝΑΣ είναι ο λόγος που οι άνθρωποι ζωή ΔΕΝ αλλάζουνε. Κάνουν ό,τι οι διπλανοί τους κι αυτοί κάνουνε κι έτσι αισθάνονται σίγουροι κι ασφαλείς, προστατευμένοι μη κινδυνεύοντες, με κάτι στα χέρια τους να πορεύονται και με το πάγκοινο τίποτα την καρδιά τους να ξεκουρσεύει. Χα! Τούς βλέπω να χαίρουν απολαβής και κοινωνικής αναγνώρισης, να τιμώνται ως οικογενειάρχες και να εκτιμώνται ως στελέχη τής γειτονιάς, να μιλάνε παντού για αυτούς και να γελάνε από πίσω τους πάντα και να πω ότι τούς ζηλεύω εγώ ψέμματα θα 'λεγα, κι εγώ ψέμματα δεν δέχτηκα να μάθω να λέω.

Κάθε λοιπόν φορά που το τιμόνι τής πτωχής-τρικυμισμένης-κατακερματισμένης ζωής μου για κάπου αλλού άγνωστο κι ακαθόριστο, σκοτεινό και αφώτιστο, επικίνδυνο κι ανατρεπτικό στρέφω, με πιάνει ένα ολόϊδιο σύγκρυο, ένας δροσερός όσο κι αναζωογονητικός πανικός. Πάντα. Είναι τού σώματος η άρνηση να ξεβολευτεί, είναι τού μυαλού η αντίδραση να μην κινηθεί, είναι η τής καρδιάς τεμπελιά το ζεστούλι κρεβατάκι της να μην το ξεστρώσει και είναι η των νεφρών καταχνιά, να μην κατουράνε κάθε λεπτό από φόβο και τρόμο. «What's next?» Αυτό το προαιώνιο και μικρούλι ερώτημα είναι ο θάνατος τής ζωής, ο κίνδυνος ύπαρξης, η διακοπή ρεύματος ισοβίου. Το να μην υπάρχει συνέχεια, το να ξεσκίζεται το «κουρέλι» κορμιού κάθε στιγμή, το να χτυπιέται η ατομική «σημαιούλα» ψυχής στον ιστό της κρεμασμένη από βροχές και καιρούς, καυτερούς ήλιους και χαλάζια βαρβάτα, αμμοθύελλες όλο γρέζια συναισθηματικά και πλημμύρες λασπών κολλητικών και μαρτυρικών – δεν συνεχίζω.

Έχω πάψει πια να κοιτώ γύρω μου, άπαντες την συγκεκριμένη και συντεταγμένη πορεία τους έχουν πιστά και τυφλά πάρει. Οι γυναίκες; Τούς άντρες τους και τα χάπια τους. Οι άντρες; Τη μαλακία τους και τα χάπια τους. Τα παιδιά; Κανέναν και τίποτα, είναι αυτά οι απολύτως-χαμένοι-εντελώς τής υπόθεσης – όσο και εάν άπαντες υποδύονται τούς σίγουρους και επιτυχημένους, τους επικοινωνιακά διασωληνωμένους και αυτιστικά μόγγολους, τους υστερικά απασχολημένους και διαμπερώς συγκαμμένους. Δεν χρειαζόταν η οικονομική κρίση, για να διαπιστώσουνε άπαντες ότι έχει φθάσει το τέλος. Δεν χρειαζόταν η υγειονομική κρίση, για να διαπιστώσουνε άπαντες ότι έχει επέλθει το αδιέξοδο. Και δεν χρειαζόταν η ανθρώπινη-προσωπική-ατομική κρίση, για να διαπιστώσουνε άπαντες ότι λύση και διαφυγή, απόδραση και προοπτική, έξοδος και σωτηρία δεν υφίστανται δεν υπάρχουν, δεν βρίσκονται και δεν θα ανακαλυφθούν – basta και πάπαλα.

Τί είπε κάποτε, χιουμοριστικά και σαρκαστικά, ο Μίμης Φωτόπουλος, σε μία ελληνική κωμικογελοία ταινία; «Ρε δε πάτε στο διάολο, να ξέρω γω πού σας έχω;»! Και αυτό κάνουνε άπαντες, προκειμένου να γνωρίζουν οι ίδιοι-τουλάχιστον πού-σκατά βρίσκονται, ασχέτως εάν την ίδια στιγμή δεν ξέρουνε πού πατάν και πού χάνονται, τί κάνουν τί χάνουν. Έχω συγγενείς «τακτοποιημένους και γνωστικούς», που τώρα στα 50-60 τους τα καλπάζοντα προβλήματα υγείας δεν προκύπτουνε ξαφνικά, ούτε απ' το πουθενά: είναι χρόνιες παθήσεις και μόνιμες δυσαρέσκειες που κατεπνίγησαν προκειμένου ν' «ασφαλιστούνε» αυτοί, να «γίνουν» αυτοί, να «κάνουνε κάτι» με την ζωή τους. Βλέπω επίσης στην γειτονιά που κυκλοφορώ κάτι «σαλταρισμένους κι αδέσποτους» να κάνουν τσιγάρα-τράκα-σειρά, να σέρνουνε τις παντόφλες τους μέχρι τον φούρνο, στην πλατεία να λιάζονται και να μιλάν μόνοι τους, μπύρρες να πίνουνε και πλαγιές να καπνίζουνε, μέχρι να σκοτεινιάσει-να παγώσει-να ερημώσει και να γυρίσουνε στο κρεβάτι τους, για εκείνην την μέρα τουλάχιστον καταφέραν να επιζήσουν.

Το να μην αλλάζεις την ζωή σου ή στην ζωή σου εσύ, είναι θάνατος στην τελική. Το να αλλάζεις την ζωή σου και στην ζωή σου εσύ, είναι θάνατος κάθε στιγμή – δεν διαλέγεις και παίρνεις. (Σημειώστε αν θέλετε, αυτήν την κουβέντα μου. Θα την χρειαστείτε.) Τούτο εστί το απόλυτο φυσικό ζήτημα – η μεταφυσική είναι για παντρεμμένους πολυλογάδες και ξερόλες ακίνητους – και δεν πρόκειται αυτό να λυθεί, ό,τι κι αν κάνουνε άνθρωποι και σοφοί, μαλάκες και διάνοιες απολύτως. Η ζωή δεν επιδέχεται εγχειρίδιο, η ζωή αντιγραφή δεν σηκώνει. Έκαστος σκαλίζει τον δρόμο του με τα νύχια του και οφείλει να θεωρεί εαυτόν τυχερό αν εκφύγει τής πεπατημένης λεωφόρου, της σημαιοστολισμένης Πάσχα-Δεκαπενταύγουστο-Χριστούγεννα, διακοπές και αργίες και εθνικές εορτές. Κάθε φορά που επιστρέφω εγώ «οίκαδε» από ένα μουγκό ταξίδι ημερών ή μία σιωπηλή πορεία ζωής, εκεί πέφτω στα γόνατα συντετριμμένος κι αδύναμος, δοκιμασμένος κι εξαντλημένος, κατά τι σοφότερος και κατά πολύ αδειανός – ίδιο είναι. Το να μην ζεις των άλλων σαν τις ζωές, είναι δώρο κατάρας κι ευχή συντριβής. Το να διαφέρεις εσύ σε ελευθερία και πειθαρχία είναι μάστιγα καλλιέργειας και ευλογία ανυπαρξίας. Το να είσαι μόνος και μοναδικός μέσ' στο δέρμα σου, τυφλός εκ ματιάς σου και λαμπερός στο σκοτάδι σου – αυτομάτως εσένα τοποθετεί εκτός νυμφώνος και κοινωνίας, μαντρίου αρμέγματος και παροχών ασφαλείας, κοινών τόπων συζήτησης και καινών χρόνων ορφάνιας.


Η αλλαγή στην ζωή είναι το αντίθετο-ακριβώς από την πολιτική: στην δεύτερη άπαντες την πρώτη αναζητούν, ενώ για να «την βγάλουν» στην πρώτη, στην δεύτερη άπαντες τυφλά και πιστά «τηνε πέφτουνε». Όλοι επιθυμούν και ψοφάν για το διαφορετικό το καινούργιο το δυνατό, μα εάν πρέπει να γυρίσουν σπίτι μετά ν' αντιμετωπίσουνε τον χοντρό σύζυγο, τα κακομαθημένα παιδιά, την στυγνή πεθερά και την Δευτέρα δουλειά, για να μην αυτοκτονήσουνε επιτόπου δεν ξεκολλάνε ποτέ απ' αυτό που κάνουνε όλοι, επαναλαμβάνουνε όλοι και δεν απολαμβάνει κανείς. Γιατί εάν απολαύσεις κάτι-οτιδήποτε αληθινά-μια φορά, είναι αδύνατον να γυρίσεις εσύ πίσω μετά και το ίδιο να κάνεις. Όπως εάν μια φορά απατήσεις τον άντρα σου μ' ένα νταβραντισμένο τεκνό, είναι παντελώς αυτοκτονικό να πας να ξανακάτσεις στου αντρούλη σου το μαρούλι. Όπως εάν μια φορά παρακούσεις την γυναικούλα σου και καβαλλήσεις την μοτοσυκλέττα σου και κάνεις πράξη το ταξίδι-στον-κόσμο που πάντοτε ονειρευόσουν, θα είναι επιμελώς αυτοκτονικό να γυρίσεις ν' αράξεις εσύ στην καθαρούλα φωλίτσα σου, στην ζεστούλα την ζακετούλα της, στην σταθερή κι ασφαλή σας ζωούλα.

Γι' αυτό ερχόμαστε στην ζωή άπαντες: για να τολμήσουμε να ξεκολλήσουμε από την «ζωή» που κάνουν οι άλλοι, που μας υποδεικνύουν οι άλλοι, που μας αναγκάζουν οι άλλοι. Κι εμείς τάχα-μου και-καλά δεν θέλουμε, διαφωνούμε, επαναστατούμε και λαμπόγυαλο όλα τα κάνουμε... και σπεύδουμε μετά να μπούμε στις τάξεις Δημόσιου, στις διατάξεις Οικογενείας, στα τάγματα Κοινωνίας. Γιατί τελικά; Διότι άπαξ και δια παντός αρχικά, οτιδήποτε άλλο είναι σκληρό δύσκολο, κοστίζει ακριβά και βαθιά, μας αποκόπτει προσωπικά-οικογενειακά-κοινωνικά, ακόμη και εάν πρόκειται ευτυχείς να μάς κάνει και να μας απελευθερώσει οριστικά κι υπαρξιακά. Γι' αυτό εκχωρούμε το σώμα μας, την ανάσα μας, το μυαλό μας. Διότι αυτά παραδίδοντας δεν κουβαλάμε ευθύνες, δεν φταίμε σε τίποτα, απολαμβάνουμε μωρουδίστικα free-rides και νιώθουμε νταβατζιλίδικα easy-riders, (χωρίς ν' αντιλαμβανόμαστε καν τί σημαίνουν οι λέξεις ετούτες και πόσο εμάς μάς κοστίζουνε).

Το μαζεύω, το κλείνω. Τώρα που καταβεβλημένος τις μοτοσυκλέττες παράτησα και επιβαίνω αυτοκινήτου, γυρνώ την φθινοπωρινή βροχερή κι ηλιόλουστη χώρα μου αδέσποτος ξέσκεπος, χαμένος συλλογισμένος, χαμογελαστός σιωπηλός. Και κάθε φορά που τον κινητήρα σβήνω και σταματώ, είτε πάνω απ' το λειωμένο-πατημένο κουφάρι μιάς αλεπούς είτε δίπλα στο γκρεμισμένο-παρατημένο ντουβάρι ενός ξωκκλησιού, το ίδιο συναίσθημα έχω. Φόβου και αγαλλίασης, τρόμου και ηδονής, πάθους και λάθους ταυτόχρονα, ελευθερίας κι αιχμαλωσίας συνάμα. Γιατί ΑΥΤΟ είναι η ΙΔΙΑ η ζωή: και τα δύο και όλα, και το ένα και τίποτα – το γνωρίζω πλέον αυτό, το ξέρω, το είμαι.

Μην λες λοιπόν Ντάνη πια τίποτα, άσε δε και που γράφεις, «κακό» κάνεις. Γιατί για αυτά τα καταραμένα τα εισαγωγικά γίνεται όλος ο «καβγάς»: αυτά τα εισαγωγικά είναι τα προσωπικά-οικογενειακά-κοινωνικά «προφυλακτικά» και βγαίνουν σε αμέτρητα χρώματα κι υλικά, διεγερτικά και λιπαντικά, μεθυστικά κι αφαιρετικά, αποξεχαστικά ληθαργούντα. Και μαζεύουν προθύμους «πελάτες» πάντοτε γύρω τους, με την ακριβή και στυγνή έννοια των ακριβοδικαίων Ρωμαίων: ο πελάτης παρέδιδε την ζωή την ελευθερία του στον – ανώτερης οικονομικής δύναμης και κοινωνικής τάξης – πατρώνο του, προκειμένου να εισπράξει κι εξασφαλίσει ησυχία κι ασφάλεια, προστασία κι ανευθυνότητα, ανεμελιά κι απραξία. (Το ότι έτσι γινόταν δούλος παράσιτο, εξάρτημα και υπάλληλος, λεία και κιμάς άλλων – δεν έχει «καμιά σημασία» καταπώς ανεφώνησε κάποτε μία γυναίκα μου, και επέστρεψε στα βολευτικά και γνωστά «ναρκωτικά» τής ζωής της.) Γι' αυτό λοιπόν μη λες πλέον τίποτα, μην συνεχίζεις να γράφεις κυρίως-αυτά Ντάνη μου, έστω και για αυτούς τους «δικούς σου» ελαχίστους ανθρώπους.

Γιατί ΚΑΘΕ άνθρωπος στην ζωή έχει την ΔΙΚΗ ΤΟΥ ζωή και η δική σου ζωή με κανενός μοιάζει. Και αυτή ακριβώς είναι η ζωή που εσύ ζεις και δεν θέλουν να ζήσουν εκείνοι, και πολύ καλά κάνουνε. Γιατί είναι φορές πικρές φορές φονικές, που ούτε εσύ θέλεις άλλο να κάνεις.

Μέχρι στο αληθώς ΑΛΛΟ να πας και να μπεις συ, που το ΕΝΑ, ίδιο και αρχικό, πάντοτε είναι.

 

 

 

 

ronin-danis-fotos-stampsdanis-fotos-signature

Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2022

Διαβάστηκε 335 φορές Κυριακή, 26 Ιουνίου 2022 07:43