Μόλις γύρισα απ' την Κρήτη. Αισθανόμουν ανανεωμένος και δυνατός, αναζωογονημένος ξεκούραστος, μετά μάλιστα τον πρωινό διαλογισμό και το μεσημεριανό χάϊδεμα των γατιών, ήτανε ώρα για σκληρή προπόνηση πάλι. Πήγα λοιπόν στον στίβο τής Γκράβας για το καθιερωμένο open-air & blazing-sun πρόγραμμα Crossfit, που σήμερα είχε τετρακέφαλους (stair-climbing) με θωρακικούς (push-ups) – ήτοι δέκα σετ των είκοσι σκαλιών κάθε φορά, με είκοσι πιέσεις αμέσως μετά.
Έβαλα το short μου, έβγαλα το T-shirt μου, έβρεξα το καπέλο μου και ξεκίνησα. Ο ήλιος έκαιγε σεπτεμβριάτικα, ο αέρας φύσαγε φθινοπωριάτικα, τα αλάτια τού Λιβυκού δεν είχαν ξεπλυθεί από πάνω μου, τα θυμάρια τού Ομαλού δεν είχαν ξεμυρίσει από μέσα μου – ήμουν σε λαμπρή κατάσταση και θεσπέσια φόρμα... όταν από μια γωνιά τού σταδίου εμφανίστηκε ένα παιδί γύρω στα δέκα με κινητικά προβλήματα. Είχε μια ώριμη ψηλή και στεγνή Γερμανίδα κυρία δίπλα του, η οποία μιλώντας του συνεχώς κι ενθαρρύνοντάς το σε Εράσμου πάνσωστα και διαλεκτά ελληνικά, το οδηγούσε την άσκησή του να κάνει, να μαλακώσει την μοίρα του, την ζωή του να συνεχίσει.
Το παιδί δεν έβλεπε καλά, δεν πατούσε καλά, δεν μιλούσε καλά-καλά. Το παιδί εκτελούσε δύσκολα μα πιστά, αργούσε βασανιστικά να σηκώσει το ένα του πόδι, ώστε να το αποθέσει τρέμοντας μετά στο επόμενο σκαλοπάτι. Το παιδί ιδρωμένο κάτω από έναν ήλιο καυτό ανέβαινε τον Γολγοθά του που τον είχε ως εκπαίδευση και προπόνηση, αγγαρεία και θεραπεία, αποστολή και Καιάδα ταυτόχρονα.
Σταμάτησα. Για λίγο σταμάτησα και το κοίταζα, τούτο το νέο-μικρό αγόρι των δέκα ετών που αγωνιζόταν σπαρακτικά επί ΔΕΚΑΛΕΠΤΟ τις κερκίδες να ανεβεί, τις οποίες ίδιες κερκίδες εγώ στα εξηντατρία μου τις ανέβαινα σφαιράτα σε ΔΕΚΑ δευτερόλεπτα μέσα. Και μετά έπεφτα στο ταρτάν κι έριχνα μια κεφάτη εικοσάρα push-ups, σηκωνόμουν κι έναν γύρο τρεξίματος διαλειμματικού έκανα, κι αμέσως μετά «έκλεινα» το σετάκι μου μ' άλλες είκοσι deep n' stretched n' killer front lunges.
Το παιδί την ζωή του, την θεραπεία του, την άσκησή του, την εργασία του. (Την πορεία του, την σταυροφορία του, την εκπαίδευσή του και μαρτύριό του.) Εγώ την ζωή μου την άσκησή μου, την χαρά μου, την ευωχία μου. (Την οδό μου, την προπόνησή μου, την ανάτασή μου και διαλογισμό μου.) Δυό άνθρωποι δυό ψυχές δυό κορμιά, ένας μεσήλικας γαμάτος-σπηντάτος και ένα παιδί δυσκολεμένο-διαλελυμένο μέσα σ' έναν στίβο φλεγόμενο, σ' ένα άδειο σχολείο τού Γαλατσιού, ένα κυριακάτικο σεπτεμβριάτικο καυτό μεσημέρι.
("God must be a very funny guy", παράφρασα την ατάκα που ένας b-actor λέει στον Πατσίνο στην ταινία ΑΡΩΜΑ ΓΥΝΑΙΚΑΣ.)
Τα παιδί κάποια στιγμή αποχώρησε με την συνοδό του αθόρυβα και διακριτικά, εγώ την προπόνησή μου ολοκλήρωσα pumped and perspiring, «τούμπανο» και «κομμάτια» κι άραξα στην δροσερή σκιά τού υπόστεγου την αποθεραπεία μου να ολοκληρώσω. Ξανάβρεξα το καπέλο μου, τα κλειδιά και το κινητό απ' την περίφραξη τού γηπέδου ξεκρέμασα και ξεκίνησα για το uchi-dōjō μου, (βλ. «σπίτι- εστία-ασκητήριο, όπου το μονοπάτι μου κουλουριάζεται και πετάει»). Όμως.
Πίσω απ' τον μπλε κάδο των σκουπιδιών βρισκόταν μια-ακόμη γατοοικογένεια τής γειτονιάς μου. Η μάνα μια τρίχρωμη σοφή μυστηριώδης και απλησίαστη, ένας ξανθουλέας μικρός κι άτακτος, ένα μαυρί όλο μανούρα και φλόγα, ένα γκριζουλί φοβισμένο και άτολμο κι ένα ασπρομαυρί άρρωστο, καχεκτικό, μαραζωμένο. Με το προσωπάκι του πεσμένο μέσα στο κουπάκι τού γάλακτος, το λιανό του κορμάκι καγκελωμένο δίπλα στο πιατάκι με την φρέσκια τροφή, τα ματάκια του τίγκα στην μολυσματική κρούστα, οι μυκητοφόρες βλέννες να στάζουν απ' την μυτούλα του και η ανάσα του τα λοίσθιά της να πνέει.
("Mercy, mercy, mercy" ψιθύρισε ο τρομοκράτης-εκτελεστής, όταν είδε την πέντε-χρόνων κορούλα τού πολιτικού-«στόχου» του να μπαίνει στο παγιδευμένο με εκρηκτικά αυτοκίνητο λίγο προτού το κουμπί ετούτος πατήσει, σε μιαν άλλη ταινία που δεν θυμάμαι.)
Πλησίασα, το σήκωσα απαλά και στην σκιά το 'βαλα, το τύλιξα με τα χέρια μου και τού έκανα λίγο reiki αφού παρατήρησα ότι ανάπνεε ακόμη. Του σκούπισα με ένα χαρτί τις μύξες, του καθάρισα με νερό τα ματάκια του και του κίνησα μαλακά τις αρθρώσεις. Αυτό σαν να βόγκηξε κι ας μην είχε σπασμένο κανένα κόκκαλο απ' ό,τι διαπίστωσα, μόλις όμως αριβάρησε υπεροπτικά-επιθετικά η μανούλα του, της το άφησα να το δαγκώσει απ' το σβέρκο, στην γωνιά τους να το απιθώσει αυτή και ν' αρχίσει προσεκτικά-μητρικά να το γλύφει.
Κάνω το μπάνιο μου και κρεμώ στο σχοινί την πετσέτα. Πάω στον μεγάλο καθρέφτη μπροστά και γυμνός κάνω ακόμη ένα stretchάκι αρθρικό-μυικό, ενεργειακό-χαλαρωτικό, ηδονικό-ερωτικό. My body shinning at its πρόσφατα-κλεισμένα-εξηνταδύο, τα πόδια το στήθος στην θέση τους, η μέση αργή αλλά δυνατή, τα χέρια λεπτά μα νευρώδη. Ο λαιμός πιασμένος από τα γραψίματα, η πλάτη ευρεία από τα μονόζυγα και οι ώμοι μου, «πετρουλάκειοι» πύργοι κι ας έχουν περάσει πολλά χρόνια συναπτά από τότε. Ο Ντάνης, at his still-finest sixty-two, μόλις γυμνάστηκε μαζί με ένα παιδί που στου βίου του την εκκίνηση πάλευε να περπατήσει μέτρο-το-μέτρο. Ο Ντάνης, at his still-fresh sixty-three, μόλις συνάντησε ένα γατί που στης ζωούλας του την εκκίνηση πάλευε ν' αναπνεύσει ανάσα-ανάσα.
Βούρκωσα, και τα δάκρυα – λόγω μυωπίας, γλαυκώματος, καταρράκτη και πίεσης – εύκολα δυστυχώς δεν τα έχω. Δάκρυσα και θυμήθηκα έναν από τους όρκους τού Βουδδισμού: «Ορκίζομαι να σώσω όλα τα έμβια όντα, προτού εγώ φωτιστώ.» Έκλαψα γιατί ένιωσα τόσο ΑΔΙΚΑ προικισμένος και ΕΝΟΧΑ ευλογημένος εγώ στην κατηφόρα ετούτη την άνετη-γυμνασμένη-ξεκούραστη τής ζωής μου, την ΙΔΙΑ στιγμή ΑΚΡΙΒΩΣ που κάποιο παιδί αγωνίζεται σκληρά να κάνει ένα βήμα, κάποιο γατί αγωνίζεται σκληρά μιαν ανάσα να πάρει.
Το ίδιο σοκ έπαθε ο γλυκύτατος και καλομαθημένος Σιντάρτα Γκαουτάμα Σακυαμούνι – a.k.a. The Buddha – όταν, απ' το παλάτι του σκαστός βγαίνοντας για πρώτη φορά, αντίκρυσε έναν φτωχό κουρελή, έναν λεπρό ημιθανή, ένα κουφάρι σηπόμενο κι έναν μοναχό σιωπηλόν αποστεωμένο. I am not The Great and Honored One, ένας απλός Φώτος τής Κυψέλης μου είμαι, μα αφού επιτέλους και ευτυχώς τα γόνατά μου πετσιάσαν και ξεφλουδίζουνε απ' του zazen μου τα «γερμανικά νούμερα» – είμαι ευλογημένος, χρισμένος. Άλλοι άνθρωποι, άλλα ζώα, άλλες ψυχές δεν στέκονται «τυχερά», οφείλουν να μεταφέρουνε τον σταυρό τους αγόγγυστα καρτερικά και μαρτυρικά, έως το άγνωστο τέλος. Βήμα-βήμα, ανάσα-ανάσα ο λυτρωτικός θάνατος μέσα σε απαράμιλλο πόνο θα έλθει ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ... εκτός από εκείνους που στα γόνατα – και όχι «στα τέσσερα» – ταπεινά και κρυφά προχωρούνε. Φέρουν στις γυμνασμένες-ηλιοκαμένες-έμπειρες πλάτες τους ως σταυρό την υγεία τους, την σωματική ρώμη τους, του πνεύματος ακόμη την διαύγεια και την αποστολή-εντολή να συμπονέσουν βαθιά-εσωτερικά κι αποστολικά-σιωπηλά τον υπόλοιπο κόσμο, τον πεταμένον αδιάφορα στου karma το μπλέντερ. (Όπου «κόσμος» νοείται η Πλάση ως κόσμημα, ως δώρο, ως τέχνη. Ως ευλογία και χάρισμα, υπόθηκο δάνειο και συνάμα εξοφληθείσα επιταγή, οδηγία κατάρα κι ελπίδα.)
Τί γράφω στο βιβλίο μου «τα τρία μι», ως προσευχή; «Θεράπευσον Ελέησον Οδήγησον Σώσον» είναι τα σωθικά τού αρκτικόλεξου Θ.Ε.Ο.Σ. And the flip-side of this coin σημαίνει ότι τίποτα δεν υπάρχει, τίποτε δεν είναι ό,τι κι αν φαίνεται, μακαριότης και βάσανος δεν υφίστανται πλέον. Άπαντα είναι εμβαπτισμένα σε ένα πανηγυρικό μαρτύριο αναπάντητο... όσο το σώμα σε δένει στην γη, όσο τα μάτια ζητάνε και άλλο, όσο η ψυχή – σαν φοβισμένη τρελλή – ν' αφεθεί αρνείται να δώσει. Και να δοθεί.
Τέλειωσε το μεσημεριανό dokusan μου ετούτο. Τα ρούχα μου μουσκεμένα στεγνώνουνε στο μονόζυγο, το γατί στην σκιά του κοιμάται, το παιδί στο σπίτι του τηλεόραση βλέπει. Μην φοβάστε ΠΟΤΕ αδελφοί: η Ζωή που πηγάζει από μέσα μας – είτε κουτσά-στραβά περπατά, είτε με δυσκολία ανασαίνει – ΑΥΤΗ μάς φροντίζει εμάς, μας παραστέκει, μας οδηγεί. Μας ανήκει όσο κρατά μια προπόνηση, όσο βαστά μια ζωή, όσο το μεσημέρι ιδρώνει κι αγκομαχά στα στενά τής Κυψέλης μου να δροσίσει. Όσο κρατιόμαστε από μας, τόσο η Ζωή σπαρταρά, δραπετεύει. Όσο σκορπάμε ευτυχία χαρά, compassion and tenderness, αγάπη και προσφορά, τόσο η Ζωή επιστρέφει σε μας, μάς στολίζει μάς φωτίζει μας κεχαριτώνει.
Τα δικά μου δυνατά γυμνασμένα και ώριμα πόδια ανήκουνε στο παιδί που να περπατήσει αδυνατεί. Η δική μου εκπαιδευμένη βαθιά πολεμοτεχνίτικη αναπνοή αφιερωμένη είν' εσαεί στο γατί που κουλουριασμένο να επιβιώσει αδυνατεί. Ό,τι είναι δικό σου, είναι δικό τους παντοτινά κι αποκλειστικά, αφιερωτικά απελευθερωτικά κι αν ετούτο κανείς μας συλλογιστεί, έχει από πάνω του κι από μέσα του μεγάλο «βάρος» πετάξει. (Το οποίο μόλις εκτιναχθεί απ' τις πλάτες κι απ' τα φυλλοκάρδια του, σε δέσμη ανθέων και κλάδο ώριμων λουλουδιών μετατρέπεται τούτο.)
Θέλετε για ΠΑΝΤΑ να ζήσετε; Ζήστε ΣΙΩΠΗΛΑ κι ΑΝΕΚΔΗΛΩΤΑ για τους ΑΛΛΟΥΣ. Γυμναστείτε εσείς ένα μεσημέρι Σεπτεμβρίου καυτό, για εκείνο το μισοπαράλυτο παιδί που ούτε στοιχειωδώς να περπατήσει μπορεί. Κάντε βαθιές pranayama ασκήσεις, για εκείνο το μισοψόφιο γατί που ούτε στοιχειωδώς ν' αναπνεύσει μπορεί. Τίποτα δεν χάνεται στην Ζωή – σας διαβεβαιώ, όσο κι αν δεν σας χρεώνω αδιάφορα και πανάκριβα στο καραπτυχιούχο κι επώνυμο ντιβανάκι μου, για ν' ακούω τις κλαψοσαλταρισμένες κι εγωαυνανιστικές πομφόλυγές σας.
O rōnin δεν έχει κύριο, τροφοδότη, προστάτη. Ο rogue δεν έχει κολλητάρι, συνέταιρο, μετοχική σύνθεση πίσω του. Ο Ντάνης ΦΩΤΟΣ μιαν ανάσα και δυό πόδια διέθεσε σε δυό ψυχές άγνωστες μα απολύτως ηρωικές, που ένα μεσημέρι Σεπτέμβριου στην Κυψέλη παλεύουν να ζήσουν. Και τούτο είναι ΚΑΙ ιερό ΚΑΙ απλό, ΚΑΙ αρκετό ΚΑΙ καλό, ΚΑΙ όλο ΚΑΙ πάντα.
Copyright © Ντάνης ΦΩΤΟΣ 2017